Μνήμη Ανατολίας
Η αγάπη μας για τις εθνικές εφευρεμένες ημέρες του Οκτώβρη, μας πέταξε πάλι στα ξένα, στο διαφορετικό άλλο, που τελικά υπάρχει για να δικαιολογεί αυτές τις ημέρες ακριβώς. Η Τουρκία μοιάζει σταθερή, πάντα στην εκπληκτική θέση της αρμονίας ήχου και ανθρώπινης κίνησης. Η μουσική του φύλλου που πέφτει αυτή την εποχή ταυτίζεται με τη λα ελάσσονα του Ιμάμη. Ο μιναρές εδώ είναι ο σελιδοδείκτης, Η λάσπη παίρνει τα ηνία από τον κυκλικό ήλιο που καίει αυτά τα εδάφη από τότε που ένα ρόδι αντικαταστάθηκε από τους κοινούς μας προγόνους. Εδώ ο άνθρωπος σπάρθηκε από την τύχη που ορίζει τα πάντα και παρέμεινε άνθρωπος άρα τυχερός. Μοιραία αντιπαραβολή με τη δύση, αρκετή ώστε να καλύπτεται η ακοή μου από τη γλώσσα των άλλων. Η απλότητά τους καλύπτει άνετα την όρασή μου η οποία ξαπλώνει βολεμένη στον καναπέ του βλέμματος των άλλων.
Το Εσκί Σεχίρ είναι ο στόχος και φαίνεται επιτεύξιμος. Τίποτα δεν αντιστέκεται στο κιτρίνισμα της εποχής αλλά και το δικό μας Όταν πας σε μια άλλη χώρα, πρέπει να παίρνεις το χρώμα των κατοίκων της. Εδώ οι άνθρωποι ιστορικά ανήκουν στην κίτρινη κατηγορία, κυρίως σε κλίμακα ψυχικών αποχρώσεων. Πρακτικά το Εσκί Σεχίρ τυγχάνει προοδευτικό έως επαναστατικά αντισυντηρητικό. Εδώ η Τουρκία ξεκουράζει το μουσουλμανικό της πρόσωπο που επιδεικνύει κυκλικά στην Ούρφα. Τελικά όλοι χρειάζονται μία σιέστα, μία ανάπαυλα της καθημερινής τους αναπαράστασης. Το Εσκί Σεχίρ ξεκουράζεται επίσης στα ερείπια των Φρύγων που αποτελέσαν τους παππούδες των Ελλήνων και των Σελτζούκων, δισέγγονα του πρώην ανθρώπου. Η ανθρώπινη ιστορία και το ανθρώπινο είδος είναι ένα και πρέπει να το καταλάβουμε για να βρούμε τη μεταξύ μας ισορροπία. Αλλιώς δεν πρόκειται να λύσουμε το γρίφο ποτέ.
Το χωριό Yazilikaya είναι το στέμμα στο βασίλειο της πέτρινης περιοχής. Εδώ είναι όλα φτιαγμένα από πέτρα παρότι το χέρι του Μίδα ακουμπούσε μόνιμα το έδαφος της περιοχής. Το πιο μαλακό υλικό στο οποίο χτυπάει το βλέμμα σου είναι το ανθρώπινο σώμα. Αναρωτιέμαι εάν τα σπίτια εδώ προϋπήρχαν της πέτρας ή το αντίθετο. Πάντως είναι φανερό γιατί η Κυβέλη διάλεξε για πατρική της εστία αυτή την περιοχή της πέτρινης σκληράδας και ερωτεύτηκε μανιωδώς τον Άττι, παρένθετο γιό της, όπως κάθε μητέρα αγαπά να κάνει. Εύκολα σου αποκαλύπτει η φρυγική σοβαρότητα γιατί ο ευνουχισμός –έστω και πραγματικός-των ιερέων της Κυβέλης σκόπευε στην αναγέννηση της θεάς μητέρας. Ποιος είναι έτοιμος σήμερα να θυσιάσει το φαντασιακό του φαλλό για μια γυναίκα; Ποια γυναίκα με τη σειρά της θα δεχτεί την απώλεια του φανταστικού της ανδρισμού αποδεχόμενη τη συνεχή αντρική εγκατάλειψη; Τα καφέ χρώματα του κυβελικού τοπίου είναι ικανά να με αποστομώσουν, εμένα τον υποκρύπτοντα τον Άττι και την Κυβέλη.
Η Ανατολία λοιπόν είναι για την Ευρώπη ό,τι η Αφρική για τον κόσμο. Από εκεί ξεκίνησαν όλα μέχρι ο ελληνικός πολιτισμός να πετάξει στο φυσικό πολιτισμό της Αφρικής μία ακίδα στο μάτι του και να τον τυφλώσει. Και από τότε ανταγωνίζονται συστηματικά, ο πρώτος με την πολυτελή μαθηματική του ανεπάρκεια και ο δεύτερος με τη σπουδαία φυσική του απλότητα. Η Ανατολία λοιπόν δείχνει έτοιμη να σε υποδεχτεί στο καφέ της φόντο κάθε που ξαναέχεις την ανάγκη να επιστρέφεις στο αρχέτυπο. Ή μήπως ξέχασες πώς γίνεται αυτό; Μήπως ξέχασες πώς κρύβεις τα κάστανα μέσα σε κουβά και τα παραχώνεις στο χώμα για να κρατήσουν όλο το χειμώνα; Ξέχασες πώς να κάνεις προζύμι από αγιοδημητριάτικο λουλούδι και να προσεύχεσαι τρεις μέρες και τρεις νύχτες με παγανιστική ευλάβεια να «πιάσει»; Ξέχασες πώς πιάνουν την τσουκνίδα στο ξεχορτάριασμα και ξεμάθανε τα χέρια σου να σε προστατεύουν από τα τσιμπήματα. Οι κατάρες γίναν πλέον πλαστικές και τις αγοράζεις με πιστωτική κάρτα ενώ οι ευχές συμπυκνώθηκαν σε μηνύματα από απόσταση που πολλές φορές έχουν ήδη αυτοκτονήσει πριν βρουν τον παραλήπτη. Η περιοχή ωστόσο αποτελεί ακόμα καταφύγιο του ανθρώπου προς απογοήτευση των φανταχτερών δυτικών αποστημάτων. Αυτό που μας λείπει σκέφτομαι, είναι το μυστικό που κουβαλούσαν οι γιαγιάδες μας από τον πρώτο άνθρωπο μέχρι χθες. Σήμερα βρέχει διαστρεβλώσεις προσώπων και προσωπείων. Το κενό έπαψε πλέον να καλύπτεται από τα φύλλα μία σημύδας ή μίας ερυθρελάτης.
Με αυτές τις σκέψεις φτάνω στην Προύσα, πόλη μεταξύ του λευκού πολιτισμού των ακτών και του καφέ των ατελείωτων πεδιάδων. Δεν κρύβει τον Οθωμανικό της χαρακτήρα όσο και αν προσπάθησε η Δύση και η Ιστανμπούλ. Έξυπνα γεννημένη στις πλαγιές του μεγαλεπήβολου Ολύμπου, γνήσιο τέκνο των Οσμανλήδων, αποτελεί το απαραίτητο κομμάτι για να ολοκληρωθεί το παζλ σε αυτή την ανομοιογενή χώρα, την υποδοχή σε ένα κουμπί που χωρίς αυτήν η επιθυμία μένει ανικανοποίητη. Ξεχνώ για λίγο της εικόνα της και ψάχνω να βρω το ανάστημα του Κάρολου Κουν, παιδιού της πόλης, καθώς και το μυστικό της ακαταμάχητης αυστηρότητάς του, που σε δυσκολεύει να του ζητήσεις να τσουγκρίσετε τα αυγά σας το Πάσχα.
Η Προύσα είναι η κατηφορική της φορά στις πλαγιές του βουνού που την καθιστά έτοιμη για φυγή κάθε στιγμή. Είναι τα εκατοντάδες οθωμανικά της κατάλοιπα που δεν έχασε ούτε εκατοστό από το ιστορικό της παρελθόν, ούτε ένα δάχτυλο στην πορεία προς το αβέβαια δυτικότροπο πεπρωμένο, ούτε έναν τρούλο από αυτούς που φύτευε σαν κυπαρίσσια ο Οσμάν όταν αποφάσισε να τη χρήσει πρώτη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Συντηρητικά γρήγορη αυτή η πόλη, επιβάλλει στη γυναίκα της να φέρει ύφασμα στο κεφάλι για να φαντάζεσαι το άλλο, το μόνιμο, το επιλεκτικά επικαλυπτόμενο.
Ψάχνω όμως στην πόλη και άλλες καταγωγές. Διασχίζω τις μακριές σα φίδια σκεπαστές αγορές και ρίχνω στις γωνιές ματιές, μπας και ακούσω την «Προύσα παινεμένη και στο κόσμο ξακουσμένη». Η μυρωδιά από χασίς μάλλον έχει στερεύσει. Φαντάζομαι ωστόσο ρεμπέτες στα εκατοντάδες μαγαζιά να καπνίζουν μαυράκι και καμιά φορά όπιο, πουλώντας ταυτόχρονα τα χιλιάδες μικροπράγματά τους σε αενάως κινούμενες οθωμανικές φιγούρες.
Βράδυ Δευτέρας βρίσκομαι σε μία ιεροτελεστία δερβίσηδων. Σε ένα κτήριο τόσο στατικής αυθεντικότητας όσο τα πλακάκια του Yesil Camii ή τα χρώματα του ουράνιου τόξου που καμιά μπόρα και κανένα οξυζενέ δε μπορούν να τα ξεβάψουν. Η ιστορία εδώ ξεκινάει πάντα με την επίκληση στο μεγάλο Άλλο. Η ενδυμασία των δερβίσηδων αποτελεί ψυχική προέκταση από μαλακά και κυκλικά υλικά. Ο κύκλος εδώ ορίζει τα πάντα και η «επανάληψη υπάρχει επειδή δεν υπάρχει η επανάληψη». Ο κύκλος ορίζει την κίνησή μας, τα υποκείμενα που ξεκουράζονται στις αυταπάτες, αλλά και εμάς τους μη δρώντες αλλά διδασκόμενους. Ο χορός των δερβίσηδων αποτελεί το ίδιο σταθερό μοτίβο που βλέπεις σε έναν χορό στη Σενεγάλη με χτυπήματα των ποδιών στη γη, σε μία ανάλαφρη ταραντέλα, σε έναν αυστηρό ροδίτικο. Ο κύκλος ανοίγει τη ζωή, την ιστορία, τα μάτια μας και ο κύκλος τα κλείνει.
Μπορεί λοιπόν η Προύσα να αποτελεί μία ονείρωξη για τους Τούρκους, για εμάς είναι όμως μία μεγάλη υποψία πολιτισμού, η γιαγιά μας που ξεριζώθηκε από την επανάληψή της, για να εγκατασταθεί ως μίασμα σε έναν τόπο εθνικών κοτζαμπάσηδων, φέροντας μάλιστα ταμπέλα ρατσισμού, όπως φρόντισαν οι Νότιοι κυβερνήτες του Βορά να της δώσουν. Αφού λοιπόν, όλα αυτά σβήστηκαν με το πάτημα ενός κουμπιού που κράτησε 20 χρόνια και σβήστηκαν τα ίχνη εκατέρωθεν, πού και πού αποφασίζω να κάνω μνημόσυνο στη συλλογική μας μνήμη και εάν δεν πετύχει τουλάχιστον επιστρέφω με κάποια κιλά μπακλαβά στις αποσκευές μου.