μικρά μετεκλογικά
σαν αγκυροβολημένο φορτηγό – Γιώργος Δομιανός
πέντε χρόνια είναι σχεδόν χίλιες οκτακόσιες μέρες. και αυτές τις τελευταίες χίλιες οκτακόσιες μέρες ζήσαμε μια ταινία πικρού μήκους που άφησε σαν αποτύπωμα και στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μας την εμπειρία, του να ξυπνάς με ένα βουνό στο στήθος και να μην είναι από έρωτα. έτσι έγινε. ώρα με την ώρα. δελτίο ειδήσεων με δελτίο ειδήσεων. δακρυγόνο με δακρυγόνο. εξευτελισμό με εξευτελισμό.
τη δευτέρα η Μαριάννα μου έστειλε μήνυμα “δε νιώθεις λίγο ελαφρύς σήμερα; λίγο;” της απάντησα μια μαλακία γιατί ντρεπόμουν να της πω, πως νομίζω ότι ζω ένα όνειρο (είμαι γνωστό 15χρονο σε ποσότητες ενθουσιασμού). αλλά μετά από λίγο, όταν είδα τον πρώτο πρωθυπουργό της ιστορίας που είναι μικρότερος από εμένα, να φτάνει στην Καισαριανή, ακριβώς την στιγμή που ακούμπησε τα τέσσερα τριαντάφυλλα πάνω στο μνημείο, γύρισα στο στήθος μου και είδα πως το βουνό έλειπε.
killjoy* – Αγγελική Μπούμπουκα
Σύμφωνα με τουλάχιστον μία θεωρία, οι άνθρωποι πιστεύουμε πάντα αυτό που ήδη έχουμε αποφασίσει να πιστέψουμε, η αντίληψή μας για την πραγματικότητα είναι προκαθορισμένη από αυτά που θέλουμε να δούμε. Δεν μπορώ να φέρω σοβαρές αντιρρήσεις, το βλέπω να συμβαίνει όλο και πιο έντονα στους ανθρώπους τριγύρω μου, ιδίως σε περιβάλλοντα κοινωνικής δικτύωσης. Και βέβαια το είδα να θριαμβεύει μετεκλογικά σε Facebook και Twitter.
Αλλά αυτή τη φορά δεν είδα μόνο αυτό. Το επισήμαναν κι άλλοι διαδικτυακοί μου φίλοι, και μου συνέβη κι εμένα: αυτή τη φορά είδαμε να συμβαίνουν πράγματα που υπερέβαιναν την καλή εκδοχή της επόμενης μέρας στην οποία ελπίζαμε. Ήταν σαν να χάθηκε ξαφνικά ένα πέπλο ζόφου που απλωνόταν τα τελευταία χρόνια πάνω από τις ζωές μας. Ξεχυνόταν από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και από τα παρεμφερή διαδικτυακά παρακλάδια της εξουσίας και δηλητηρίαζε τα πάντα. Το είπε κι ο Oldboy και συμφωνώ απόλυτα, πώς ακόμη κι όσοι αντισταθήκαμε στο παραμύθι που μας σέρβιραν, τελικά το τρώγαμε τόσο καιρό.
Η 25η Ιανουαρίου 2015 ήταν η μέρα που ξανάνοιξα τηλεόραση για να δω ενημερωτικές εκπομπές μετά από χρόνια. Είμαι δημοσιογράφος, κάποτε τις έβλεπα με τις ώρες γιατί οι ειδήσεις ήταν και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, για κάποια περίοδο έγραφα και ρεπορτάζ γι’αυτές, παλιότερα είχα δουλέψει κιόλας για κάποιες από αυτές. Αλλά τα τελευταία χρόνια ακόμη και το πιο φευγαλέο ζάπινγκ σε αυτή τη χυδαιότητα μου έφερνε ναυτία.
Χρειάστηκαν λίγες ώρες χωρίς τη δόση από το δηλητήριο, καθώς και η εικόνα ανθρώπων που αναλαμβάνουν την εξουσία με αμηχανία και συστολή υπό το αποδοκιμαστικό βλέμμα των δεινοσαύρων της πολιτικής και της προπαγάνδας αυτής της χώρας, για να νιώσω ξανά ειλικρινή χαρά για κάτι που έχει σχέση με το μέλλον.
Και καθώς αυτή τη χαρά, όπως είδα, την μοιράστηκαν κι άλλοι γύρω μου εξίσου ειλικρινά, μου ήρθε στο νου μια μέρα μετά από μια εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που μαζί με αδέρφια, ξαδέρφια και γειτονόπουλα, παίζαμε τους μεγάλους, διοργανώνοντας εκλογές. Είχαμε ετοιμάσει χαρτάκια με τα ονόματα των κομμάτων και αναποδογυρίσαμε μια πλίθα για να χρησιμεύσει ως κάλπη. Δώσαμε στους πιο μικρούς και υποχωρητικούς να ψηφίζουν τα χαμένα κόμματα και μετά εμείς οι νικητές κάναμε πως πανηγυρίζαμε φωνάζοντας «ΠΑΣΟΚ ΠΑΣΟΚ» γιατί μας είχε ψηφίσει ο λαός. Αλλά τελικά στο πανηγύρι μπήκαν και οι ψηφοφόροι της αντιπολίτευσης φωνάζοντας το ίδιο σύνθημα. Δεν νομίζω ότι ήθελαν απλώς να είναι με τους νικητές. Μάλλον ήθελαν να είναι με τους χαρούμενους.
Μπορεί βέβαια, και να είναι απλώς αυτό που θέλω να πιστεύω. Αλλά η χαρά ήταν και παραμένει σπουδαίο συναίσθημα ακόμα και μετά από 30 χρόνια, ακόμη κι αν δεν έχεις ούτε μια πλίθα δικιά σου για να χοροπηδήσεις γύρω της.
*ο τίτλος είναι δανεισμένος από αυτό το τουίτ της @IrateGreek
ένα ουφ – Μαριάννα Ρουμελιώτη
Πριν περίπου ένα χρόνο η φίλη μου η Hannah μου έστειλε ένα mail που μου έλεγε ότι μετακόμιζε. Μου έγραφε πως ήταν σε μια διαδικασία αλλαγής της ζωής της. Όταν τέλειωσα να διαβάζω το mail της έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια μου. Δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα συγκινητικό, όμως έβλεπα κάτι στον καθρέφτη που είχε σηκώσει η Hannah. Έβλεπα πως όλοι οι δικοί μου, φίλοι, γνωστοί και οικογένεια που ζούσαμε εδώ, είχαμε σταματήσει να μπορούμε να σχεδιάσουμε. Να σχεδιάσουμε το οτιδήποτε. Να μετακομίσουμε για άλλους λόγους πέρα από το να βρούμε κάτι πιο μικρό-κάτι πιο φτηνό, να αλλάξουμε δουλειά για να πάμε κάπου που να γουστάρουμε πιο πολύ, να κανονίσουμε ένα ταξίδι (εντός ή εκτός), ή έστω να πάμε να φάμε έξω ένα βράδυ χωρίς να το υπολογίσουμε τόσο αναλυτικά. Είχαμε σταματήσει να σχεδιάζουμε για τα απλά και τα ασήμαντα, μέχρι τα πιο σημαντικά. Οι λόγοι ήταν κυρίως οικονομικοί. Αλλά έλειπε και κάτι άλλο. Πόση διάθεση να έχεις όταν ξέρεις πως όσο εσύ σχεδιάζεις κάποιοι βασανίζονται στα ΑΤ γιατί είναι Αφγανοί, κάποιοι πεθαίνουν με τα παιδιά τους αγκαλιά σε κάποια θάλασσα, κάποιοι δένονται και βασανίζονται για 48 ώρες σε στύλους, κάποιοι δεν έχουν δουλειά, φάρμακα, ρεύμα, πετρέλαιο. Τα τελευταία τρία χρόνια η κανονικότητα μας είναι φτώχεια, θάνατος, ρατσισμός, βασανισμοί, καταστολή και αδικία.
Την Κυριακή το βράδυ δεν βρήκαμε δουλειά, ούτε μας άφησαν λεφτά στην πόρτα, ούτε άνοιξαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε σταμάτησαν οι μπάτσοι να είναι μπάτσοι, ούτε οι μετανάστες σταμάτησαν να πνίγονται στο Αιγαίο, ούτε τσακίσαμε το φασισμό , ούτε γύρισαν αυτόματα πίσω τα αυτονόητα.
Την Κυριακή το βράδυ όμως, ακούστηκε ένα ουφ.
Και την ίδια στιγμή έτρεξαν όλοι να αποδείξουν πόσο πλασματικό ήταν αυτό το ουφ. Έτρεξαν να σε βγάλουν κουτό, ανίδεο, ανιστόρητο, βολεμένο, να πουν πως όλοι είναι ίδιοι, ξεχνώντας πως και αυτοί είχαν ανάγκη από ένα ουφ. Όλοι έχουν ανάγκη από ένα ουφ.
Και μερικές φορές το ουφ ίσως να είναι όντως πλασματικό. Αλλά χρειάζεται έστω κι έτσι, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να δίνουμε τους ίδιους αγώνες. Όλα εδώ κρίνονται, όλοι εδώ θα κριθούν.
Δε ξέρω πόσο αληθινό και πόσο θα διαρκέσει αυτό το ουφ, αλλά πες μου αλήθεια, δεν νιώθεις λίγο καλύτερα;
Μετεκλολογώντας – Ζαΐρα Κωνσταντοπούλου
Τις τελευταίες ημέρες μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου τα δημοσιεύματα, οι ανακοινώσεις και οι κουβέντες είναι τόσες πολλές που η πληροφορία έχει μετατραπεί σε ινφο-βαβούρα. Αισιόδοξοι, απαισιόδοξοι, δεξιοί, αριστεροί, ευρωπαϊστές, προλετάριοι, συντηρητικοί, φασίστες, κομμουνιστές, όλοι έχουν βγει στην αρένα και σχολιάζουν έτοιμοι να σηκώσουν τον αντίχειρα τους ψηλά ή να τον κατεβάσουν εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια τους για τη νέα αριστερή κυβέρνηση.
Ναι, όντως αποτελεί γεγονός, είναι η πρώτη φορά που έχουμε αριστερή κυβέρνηση, αλλά ας μην ξαναμπούμε στη συγκριτική με το ΠΑΣΟΚ του 1981. Πρώτον, γιατί ορισμένοι από εμάς δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη άποψη να παραθέσουμε και κατά δεύτερον, γιατί υπάρχουν σχολιαστές, κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι που το εν λόγω θέμα μπορούν να το αναπτύξουν καλύτερα.
Δεν αμφιβάλλω όμως, το επικοινωνιακό τέχνασμα με το τσιτάτο “Η Ελπίδα έρχεται” με έκανε πολλές φορές να γελάσω, αλλά κατά κύριο λόγο με έκανε να τρομάξω. Αρχικά, γιατί μου φάνηκε εύκολο και βολικό από την αντιπολίτευση να “πουλήσει” το θέαμα της ελπίδας, όχι ως ένα σύνολο εικόνων αλλά ως μια κοινωνική σχέση ατόμων όπου η θεώρηση του κόσμου έχει αντικειμενικοποιηθεί, κι αυτή είναι η ελπίδα, η μόνη ελπίδα, δηλαδή ο Σύριζα. Καθώς επίσης, η ιδέα της ελπίδας μου γέννησε το αίσθημα του φόβου, κι αυτό γιατί αν δεν έρθει η ελπίδα, θα έρθει η απελπισία. Λόγος αντιθετικός, ωστόσο πολλές φορές τυχαίνει να είναι και συμπληρωματικός.
Σε μια προσπάθεια να παρατηρηθεί η εικόνα ως όλον, καταλήγουμε στο ότι για πρώτη φορά έχουμε μια αριστερή κυβέρνηση. Από την άλλη, η αντιπολίτευση αποτελεί το 35% (νέα δημοκρατία 27,81%) έχοντας αναγκάσει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να “τσιμπήσει το δόλωμα των δύο άκρων”, ενώ η χρυσή αυγή εκλέχθηκε τρίτο κόμμα με ποσοστό 6,28% και σχεδόν 388.000 ψηφοφόρους.
Συμπερασματικά, ακόμα κι αν φαίνεται ότι η κοινωνία μας είναι συντηρητική και έχει αποδεχτεί εν μέρει τον ρατσισμό και τον φασισμό, καμία ψήφος δεν αλλάζει τα ποσοστά παρά μόνο η ίδια η κοινωνία. Άλλωστε δεν υπάρχει κάτι πέρα από εμάς, μια αντικειμενική δηλαδή πραγματικότητα προς ανακάλυψη, αλλά υπάρχει κάτι με εμάς προς ερμηνεία. Ας ρισκάρουμε.
δυσκολίες, διπολισμοί, κριτικές – το βυτίο
Ως συνήθως για άλλα θες να μιλήσεις και αλλού πέφτει το μάτι σου. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μέσα σ’ όλα τα υπόλοιπα, τα εντελώς σοβαρά και πολιτικά, μας (ξανα)δείχνει και κάτι απλό και χιλιοπαρατηρημένο. Η οπτική μας (και κατ’ επέκταση, η κρίση μας) φλερτάρει ασύστολα με κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως υστερία. Είτε ο Σύριζα είναι ήδη άλλο ένα συστημικό σκουπίδι που σε κάθε βήμα του αποδεικνύει τη σαπίλα του. Είτε ο Σύριζα μας οδηγεί με ασφάλεια στον δρόμο προς την απόλυτη ευτυχία. Ο δημόσιος διάλογος είναι ένα τεράστιο τηλεοπτικό πάνελ.
Πρώτα απ’ όλα όμως, ας δούμε τι έχουμε μπροστά μας. Ο Σύριζα (μαζί με τους Ανελ), εξορισμού δύσκολα μπορεί να είναι μια ριζοσπαστική δύναμη που θα μετακινήσει το όλο σύστημα αριστερά. Οι πραγματικές δυσκολίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την συμβίωση με τον συντηρητισμό (και την ομοφοβία και τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό και πάει λέγοντας) των Ανελ. Οι δυσκολίες βρίσκονται πρώτα απ’ όλα στην πραγματικότητα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Μ’ αυτό δεν εννοώ τη σκληρή στάση των Γερμανών και της Ευρώπης, αλλά κυρίως το σαφές συντηρητικό ρεύμα που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία. Ας μην ξεχνιόμαστε. Η ελληνική κοινωνία έχει το μαχαίρι στα δόντια και παρατηρεί συνένοχα την πτώση των αδύναμων εδώ και χρόνια. Χώρια το μισό εκατομμύριο φασίστες. Και άλλωστε θα πρέπει να συμπληρώσουμε πως ο Σύριζα ποτέ δεν δήλωσε ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα κοινοβουλευτικό κόμμα (κι αν το έκανε κακώς) και αν κάποιοι το κρίνουν με τη λογική του αν μπορεί να *φέρει* (εδώ κάθε ρήμα είναι λανθασμένο) την επανάσταση προφανώς το πρόβλημα δεν είναι του Σύριζα, αλλά όσων τον κρίνουν σα να είναι ο Σύριζα η ίδια η επαναστατημένη εργατική τάξη.
Οπότε το πραγματικό ερώτημα είναι το εξής: ήταν αναπόφευκτη η συνεργασία με τους Ανελ; Δεδομένου το ότι η οποιαδήποτε κουβέντα με το Ποτάμι (ή το Πασόκ) απορρίπτεται ως αυτοκτονική (φτάνει να δει κανείς έτσι για πλάκα τη β’ αθηνών του Ποταμιού), το ερώτημα απλοποιείται: Συνεργασία με Ανελ ή δεύτερες εκλογές; Το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο για ένα εκατομμύριο λόγους και βασικά η οποιαδήποτε απάντηση περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό ρίσκου. Αφού η απόφαση του Σύριζα ήταν η πρώτη επιλογή, η στάση του θα κριθεί κυρίως εκ του αποτελέσματος. Κατά πόσο δηλαδή θα καταφέρει να διαχειριστεί τον Καμμένο, που σημαίνει για να είμαστε ειλικρινείς αν θα μπορέσει να προχωρήσει ζητήματα σχετικά με τους μετανάστες και τα δικαιώματα ή αν αυτά θα μπλοκαριστούν. Απ’ την άλλη βέβαια, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι ναι, υπάρχει πρόβλημα όταν συνεργάζεσαι με φορείς ρατσιστικού λόγου γιατί τους νομιμοποιείς ή τέλος πάντων τους ξεπλένεις. Αυτό είναι το τίμημα του ρίσκου της επιλογής του Σύριζα και ο μόνος τρόπος να το απαντήσει (και πάλι όχι ολοκληρωτικά) είναι να κάνει όσα πρέπει να κάνει (κλείσιμο στρατοπέδων συγκέντρωσης, ιθαγένεια, σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών) άμεσα.
Κατά τ’ άλλα, αυτές τις μέρες φάνηκε και το εξής: Είχαμε βουλιάξει τόσο βαθιά τον προηγούμενο καιρό, που ακόμη και μια απλή (αλλά όχι αυτονόητη) χειρονομία, όπως ο πολιτικός όρκος, μπορεί να προκαλέσει ενθουσιασμό. Για ανθρώπους που στην Ελλάδα έχουν φάει τα χρόνια τους για κάτι τόσο απλό όσο η μη εμπλοκή τη Εκκλησίας και στο παραμικρό κομμάτι της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, ο πολιτικός όρκος μοιάζει ως ένα αναπάντεχο δώρο. Το ίδιο και η τοποθέτηση ανθρώπων όπως ο Μπαλτάς ή ο Ξυδάκης ή ο Παρασκευόπουλος. Όταν η καθημερινότητά σου έχει βομβαρδιστεί από τον Γεωργιάδη και τον Βορίδη, ξαφνικά νιώθεις ότι φύσηξε ευρωπαϊκό αεράκι (για να παίξω λίγο και με τα δήθεν διακυβεύματα της εποχής – τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό ας πούμε).
Βέβαια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ό,τι κι αν αποδειχτεί, κάτι πιο κοντά στον Καμμένο ή τον Σπίρτζη ή κάτι πιο κοντά στον Τσακαλώτο και τον Μπαλτά, δεν πρόκειται να δώσει εύκολα λύσεις στα βασικά ζητήματα του κόσμου της εργασίας. Το θέμα μας είναι αν θα δημιουργήσει ευνοϊκότερες συνθήκες ή ρήγματα, πάνω στα οποία μπορεί το κίνημα να παλέψει και να προχωρήσει μπροστά ή αν θα κάνει πιο πολύπλοκη και δύσκολη την κάθε μάχη, καθώς κομμάτια του κινήματος θα οπισθοχωρήσουν εξαιτίας της ανάθεσης και του κυβερνητισμού. Αλλά βέβαια, εδώ θα πρέπει να απαντήσουμε και στο τι είναι και τι κάνει το κίνημα στην Ελλάδα σήμερα. Κι αυτή θα είναι μια ακόμη πιο ζόρικη κουβέντα.
Όπως και να ’χει, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να δουλέψει σε δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση, αλλά και να μιλήσει και να προχωρήσει σε δράσεις που θα έχουν ξεκάθαρο και σαφές αριστερό πρόσημο. Την ίδια στιγμή πρέπει να αντιμετωπίζει τη φτώχεια και να απελευθερώνει τους μετανάστες. Δύσκολη δουλειά αλλά είναι προφανές ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει, αφού τα υπόλοιπα οδηγούν αναπόφευκτα ακόμη πιο ακροδεξιά. Και βέβαια ο Σύριζα θα κρίνεται καθημερινά με φοβερή αυστηρότητα, όχι γιατί είναι ο Σύριζα, αλλά γιατί πολύ απλά είναι κυβέρνηση.
Ο σωστός κρίκος – Γιώτα Τζιαμουράνη