1

Integration | οι πρόσφυγες στην γερμανική κοινωνία

Ορισμός

 

Η λέξη Integration έχει λατινική ρίζα. Προέρχεται από το λατινικό integer και μετέπειτα Integrat- που αρχικά σήμαινε “έχω ολοκληρώσει κάτι” (μτφ. Αγγλ. made whole). Η λέξη χρησιμοποιείται στην Αγγλική από τα μέσα του 17ου αιώνα. Στην Γερμανία ίσως είναι από τις πιο πολυσυζητημένες και αμφιλεγόμενες έννοιες που συχνάζουν στους τίτλους των ΜΜΕ αλλά και στους κύκλους της εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων. Ακμάζουν στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών. Η χρήση της λέξης πολλαπλασιάστηκε ειδικότερα μετά το μεγάλο πληθυσμό προσφύγων που δέχθηκε η Γερμανία από τα τέλη του 2015 κι έπειτα. Το λεξικό Duden ορίζει το Integration ως την εγκόλπωση μιας ομάδας ανθρώπων σε μια κοινωνική και πολιτισμική ενότητα. Στα ελληνικά ο αντίστοιχος όρος σε ελεύθερη μετάφραση είναι ενσωμάτωση στην κοινωνία. Μια ελάχιστη εκδοχή επιτυχούς ενσωμάτωσης σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο Goethe περιλαμβάνει την εκμάθηση γλώσσας και την επαγγελματική αποκατάσταση. Η ενσωμάτωση στην θεωρία της κοινωνικής πολιτικής στηρίζεται σε τεσσερις βασικούς άξονες στην Γερμανία: α)Γλώσσα και αξίες, β)Σχολεία και Νηπιαγωγεία, γ)Στέγαση και Δόμηση και τέλος δ) Εκμάθηση επαγγέλματος, Σπουδή και Εργασία.

Η Γερμανία (Αλμάνια- ألمانيا) για τους περισσότερους ανθρώπους που εγκαταλείπουν τον τόπο τους τα τελευταία τρία χρόνια αποτελεί (μαζί με τις σκανδιναβικές χώρες) τελικό προορισμό του ταξιδιού τους, φερόμενη ως άλλη γη της επαγγελίας, ο δυτικός παράδεισος της ευημερίας, όπου το κράτος παρέχει τα απαραίτητα για ένα νέο ξεκίνημα. Η υποδομή και η οικονομία της Γερμανίας διαθέτουν τον κατάλληλο χώρο για ανθρώπους που επιθυμούν να ζήσουν σε έναν ασφαλή τόπο ξεκινώντας από το απόλυτο μηδέν.

Πως διαχειρίστηκε η γερμανική πρωτεύουσα τον ερχομό των προσφύγων στην πράξη και πως αποπειράται να τους ενσωματώσει στην κοινωνία;

 

“Θα τα καταφέρουμε” Angela Merkel 11.09.2015

 

Reuters/Fabrizio Bensch

Η Αγγελα Μερκελ τον Σεπτέμβριο του 2015 σχολιάζοντας την πολυάριθμη έλευση των προσφύγων στην Γερμανία είπε προς μεγάλη έκπληξη των ευρωπαίων πολιτών: “θα τα καταφέρουμε” /Wir schaffen das, απαντώντας στην σκληρή κριτική των αντιπάλων για τον ερχομό χιλιάδων προσφύγων στην χώρα. Λίγους μόνο μήνες πριν είχε απαντήσει δημόσια μπροστά στο τηλεοπτικό κοινό σε ένα μικρό κορίτσι από την Παλαιστίνη που ήθελε να παραμείνει στην Γερμανία πως “δεν μπορούμε να σας δεχτούμε όλους στην χώρα”. Η ανησυχία ωστόσο των Γερμανών εκείνη την περίοδο διογκονώταν χάρη στην αγωνιώδη ενασχόληση του Τύπου με το προσφυγικό. Εκείνο το φθινόπωρο οι στατιστικές δήλωναν πως 51% των πολιτών δεν επιθυμούν την παραμονή των προσφύγων στην Γερμανία.

 

Η υποδοχή

 

Κοιτώντας πίσω, τον Σεπτέμβριο του 2015 ο γερμανικός κρατικός μηχανισμός βρέθηκε τόσο απροετοίμαστος, που επί δύο μήνες επικράτησε ένα πρωτοφανές χάος παρεμφερές με τα ελληνικά δεδομένα όπως τα έχουμε γνωρίσει. Καταυλισμοί σε πάρκα, διανυκτερεύσεις στην οδό Turmstraße μπροστά στο υπουργείο, ουρές δεκάδων μέτρων για να λάβουν έναν αριθμό καταχώρησης και περαιτέρω οδηγίες για την στέγαση τους. Άκουσα μαρτυρίες ανθρώπων που περίμεναν ένα και δύο εικοσιτετράωρα στην ουρά. Φήμες κυκλοφόρησαν πως υπήρχαν μόνο τρεις υπάλληλοι στην υποδοχή των αιτήσεων στο υπουργείο (Landesamt für Gesundheit und Soziales) και κανένας μεταφραστής. Επί μήνες ολόκληρους οι ώρες αναμονής στο υπουργείο δεν περιορίζονταν κατά μέσο όρο σε λιγότερες από έξι. Το γερμανικό κράτος στηρίχτηκε τόσο πολύ στους εθελοντές που τον Ιανουάριο του 2016 από ευγνωμοσύνη το Βερολίνο τιμητικά παραχώρησε ελεύθερη είσοδο σε όλα τα αξιοθέατα και πολιτιστικά δρώμενα της πόλης.

Σχετικά γρήγορα όμως κινήθηκαν τα πράγματα στα κέντρα υποδοχής. Κανείς δεν έμεινε άστεγος. Γήπεδα, εκθεσιακοί χώροι, μέχρι και το παλιό αεροδρόμιο του Tempelhof τέθηκαν σε λειτουργία για να δώσουν ένα κρεβάτι στους χιλιάδες αυτούς ανθρώπους. Ονομάστηκαν Κέντρα έκτακτης ανάγκης καθότι ήταν προσωρινά. Οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν από τα “κέντρα έκτακτης ανάγκης” (γήπεδα και εκθεσιακά κέντρα) σε καλύτερες εγκαταστάσεις περιπου 18 μήνες μετά.

Όσον αφορά στην περίθαλψη, ειδικές μονάδες ψυχιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης εξειδικευμένες σε PTSD και ανθρώπους με τραυματικές εμπειρίες λειτούργησαν σχεδόν άμεσα και αποτελεσματικά σε συνεργασία με τα μεγαλύτερα νοσοκομεία και πανεπιστήμια του Βερολίνου. Δεκάδες μεταφραστές και διερμηνείς εργάζονταν με υπερωρίες παρελαύνοντας από την μία δημόσια υπηρεσία στην άλλη.

Μέσα σε λίγους μόνο μήνες τέθηκαν σε λειτουργία δεκάδες προσφυγικά κέντρα για να στεγάσουν τις χιλιάδες ανθρώπων που κατέφθασαν. Μια βόλτα σε δυο τρία από αυτά αρκούσε για να σχηματίσω εικόνα. Μεγαλόσωμοι και αγενείς σεκιουρητάδες στις εισόδους και τους διαδρόμους. Λιγότερες τουαλέτες και ντουζιέρες από αυτές που χρειάζονται. Το φαγητό της καντίνας μου θύμισε τον λαπά που είχαν σερβίρει στην μάνα μου στο Λαϊκό νοσοκομείο. Αποκρουστικό στην όψη κι αδιάφορο στην γεύση. Τα δωμάτια συνήθως εξοπλισμένα με κουκέτες, υποδέχονταν 8 εως 10 άτομα. Σε άλλα camp η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη. Κλειστά αθλητικά γήπεδα που στέγαζαν κρεβάτια στην ανοιχτή τους σάλα. Το ίδιο και στο παλιό αεροδρόμιο του Τεμπελχοφ. Οι κοινωνικοί λειτουργοί των camp δεν έφταναν για να καλύψουν τις νέες θέσεις εργασίας. Κάπως έτσι το ηθικό των προσφύγων μέσα σε τέτοιο περιβάλλον κατρακυλούσε. Η φασαρία, ο μηδενικός προσωπικός χώρος, εκνευρισμοί και βίαια περιστατικά προστέθηκαν στα υπόλοιπα βάσανα της νέας πραγματικότητας.

foto: UNHCR, Ivor Prickett, (proasyl.de)

 

Η ενσωμάτωση των άλλων

 

Στην πόλη του Βερολίνου παρατηρεί κανείς μια σημαντική πολυπολιτισμικότητα. Πόλος έλξης όλων των εθνικοτήτων τα τελευταία χρόνια χάρη στην επαναστατική και ανεκτική φήμη της πόλης. Χιλιάδες ξένοι ζουν στην πόλη, κι ενώ το σύστημα τους αναγκάζει να μάθουν την γλώσσα, η ενσωμάτωση στην ουσία δεν πραγματώνεται. Τα Αγγλικά αρκούν στους περισσότερους που καταφθάνουν για την εμπειρία και προσβλέπουν να περάσουν μερικούς μήνες στην πόλη. Οι expat όπως αυτοχαρακτηρίζονται συμβάλλουν στην αύξηση των ενοικίων (καθώς προέρχονται απο πόλεις που τα ενοίκια είναι τριπλάσια) και στο hype της πόλης. Ο πληθυσμός των Τούρκων όμως θεωρείται ο λιγότερο ενσωματωμένος στην Γερμανία. Παρότι μιλούν την γλώσσα και επιχειρούν σε πολλούς κλάδους, δεν έρχονται σε διάδραση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Δεν συμμετέχουν στα κοινά δρώμενα. Τηρούν τα ήθη και τα έθιμα τους αυστηρά και έχουν δημιουργήσει περιοχές ομοεθνούς συσπείρωσης.Οι έφηβοι Τούρκοι (αλλά και Άραβες τρίτης γενιάς) από την άλλη αποσχίστηκαν τόσο από τους υπόλοιπους εφήβους που δημιούργησαν μια νέα διάλεκτο (Kiezdeutsch) στα προάστια της γερμανικής Πρωτεύουσας.

Για να μην παραξηγηθούμε, η γερμανική κουλτούρα δεν φημίζεται για τον ανοιχτό της τύπο. Δεν είναι εύκολο να κοινωνικοποιηθείς με Γερμανούς. Είναι μακριά από όλα τα μεσογειακά πρότυπα και η δυσπιστία των ανθρώπων απέναντι στους μετανάστες είναι εμφανής. Η πόλη μοιάζει να έχει καταληφθεί από τη μία από μόνιμους περιπλανητές και μπον βιβερ που εκθειάζουν την εναλλακτικότητα και το ελευθεριακό της πνεύμα και από την άλλη από φοβισμένους πρόσφυγες που δεν ξέρουν πως να ανταπεξέλθουν στις παράλογες απαιτήσεις του συστήματος.

 

Μαθαίνοντας την γλώσσα

 

Είναι δύσκολο να αποδώσω μια εικόνα έτσι όπως την έζησα μέσα από τις αφηγήσεις των μαθητών μου και μέσα από προσπάθειες να τους βοηθήσω να τα βγάλουν πέρα με την φρικτή γραφειοκρατία του γερμανικού συστήματος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Άλεμ από την Ερυθραία:

Ο Άλεμ προέρχεται από την Ερυθραία και είναι 50 χρονών. Έμεινε στην φυλακή της Ερυθραίας 19 χρόνια υπό την εντολή της δικτατορίας της χώρας του. Κατάφερε να διασχίσει τα νερά της Μεσογείου μέχρι την Λαμπεντουσα κι έπειτα να βρει τον δρόμο του μέχρι το Βερολίνο. Ο Άλεμ δεν έχει πάει σχολείο στην πατρίδα του. Παλιά ήταν ελαιοχρωματιστής και χτίστης. Η συνεννόηση με τον Άλεμ που μιλάει ελάχιστα αραβικά αλλά κυρίως Τανγκρινιαν, γίνεται με τα χέρια. Ζει σήμερα σε ένα προσφυγικό κέντρο, νότια του Βερολίνου μαζί με την γυναίκα του, με την οποία επανενώθηκε μετά από 20 χρόνια. Φοιτεί στο δημόσιο σχολείο ενηλίκων του Neukölln στο νοτιοανατολικό Βερολίνο. Η φοίτηση είναι καθημερινή πεντάωρη. Τα χέρια του είναι ταλαιπωρημένα. Πιάνει το μολύβι και το σφίγγει για να γράψει το Άλφα, κάθε καμπύλη, κάθε γραμμή της γραφής του αντανακλά την περηφάνεια της λευτεριάς. Όταν τελειώνει την άσκηση με φωνάζει και με ρωτά: “ Τα πάω καλά;” Για τον Άλεμ τα γερμανικά δεν είναι αγγαρία. Είναι δίψα για ελευθερία, είναι εισητήριο για αυτήν την άλλη ζωή, η πόρτα για ένα νέο ξεκίνημα. Δεν έχω ξαναδει άλλον μαθητή με τόση θέληση. Ο ζήλος αυτός αποτελεί τεκμήριο του απίστευτου κουράγιου του. Τα πρωινά είναι ο πρώτος που φτάνει στην τάξη. Έχει λαχτάρα στα μάτια μαζί και αγωνία, πασχίζει να ενσωματωθεί, θέλει να φύγει από το camp, να δουλέψει και να μοιραστεί τις σκέψεις του. Μια μέρα μου λέει με σκόρπιες σπαστές γερμανικές λέξεις: “το camp δεν είναι καλό, θέλω να βρεθώ με Γερμανούς να μιλήσω.”

Την πρώτη μέρα στην τάξη (για αναλφάβητους επίπεδο Α0) βρήκα τον Άλεμ να κλαίει, γιατί δεν ήταν εγγεγραμμένος στην επίσημη λίστα του υποργείου. Το κλάμα αυτό, το παράπονο, κι η αγωνία του Αλεμ να μάθει γράμματα, φέρνουν στο φως το άκαμπτο του γερμανικού συστήματος, που δεν μπορεί να ελιχθεί δεν μπορεί να λάβει υπόψιν τον άνθρωπο και τις ιδιαιτερότητες του. Αν δεν είσαι στην λίστα υποχρεούσαι να περιμένεις άλλον ένα μήνα.

Έκλαιγε όμως επειδή βρισκόταν πολλούς μήνες σε αναμονή μέχρι να ξεκινήσει το σχολείο και ειδικότερα να βρεθεί μια τάξη στα μέτρα του. Τα τμήματα για αναλφάβητους των λεγόμενων Integrationskurse (που χρηματοδοτούνται από το υπουργείο μεταναστευσης και προσφυγων) , τα οποία υποχρεούται ο αναγνωρισμένος πρόσφυγας να παρακολουθήσει (βάσει του νέου νόμου Integrationsgesetz 2016), ασχέτως εκπαιδευτικού επιπέδου, ηλικίας και προηγούμενων, είναι ελάχιστα στο Βερολίνο. Τεράστιες λίστες αναμονής, μήνες απραξίας και χαμένοι χρόνοι. Κάπως έτσι απελπίστηκε ο Άλεμ που πριν εξι μήνες είχε γραφτεί στην λίστα αναμονής και την πρώτη μέρα του σχολείου η υπεύθυνη του εξήγησε πως δεν γίνεται να παρακολουθήσει το μάθημα λόγω γραφειοκρατικού λάθους. Οι δασκάλες συνεννοηθήκαμε και τον κρατήσαμε στην τάξη χωρίς να υπογράφει στις λίστες του υπουργείου, παράνομα. Την επόμενη μέρα που κάθισε στην τάξη τα μάτια του γελούσαν. Ξεγελάσαμε το σύστημα.

Τον δεύτερο μήνα μαθημάτων, μια Δευτέρα ο Άλεμ αργοπόρησε στο μάθημα γιατι έπρεπε να πάει στο Jobcenter να ενημερώσει πως θα απουσιάσει για τον γάμο του αδερφού του στο Düsseldorf. H αρμόδια υπηρεσία ζήτησε από τους διδάσκοντες το απουσιολόγιο (κι ας μην έχει τέτοια δικαιοδοσία) για να ελέγξει τις ημέρες απουσίας του Άλεμ από το σχολείο. Ο υπεύθυνος είχε την εξουσία να απαγορεύσει σε αυτόν τον άνθρωπο να ταξιδέψει, να χαρεί με την χαρά της οικογενειας του, επειδή ο αναγνωρισμένος πρόσφυγας είναι υποχρεωμένος να τηρεί κατά γράμμα τις οδηγίες της υπηρεσίας, αν θέλει να συνεχίσει να παίρνει το επίδομα.

 

Ο ξεριζωμός της Bivsi

 

Η πρόσφατη περίπτωση της 14χρονης Bivsi που προβλήθηκε από τα γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης υπογραμμίζει το αδιάφορο του κράτους απέναντι στην αληθινή κοινωνική ενσωμάτωση. Οι γερμανικές αρχές αγνοούν κάθε κοινωνικό επίτευγμα και όλες τις ψυχοκοινωνικές παραμέτρους. Ο νόμος πρέπει να τηρηθεί, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις: Η Bivsi γεννήθηκε το 2002 στο Duisburg. Οi γονεις της έφυγαν απο το Νεπαλ πριν 20 χρόνια και εγκατασταθηκαν στην Γερμανία. Το 2016 έλαβε χώρα η τελευταία εξέταση του ασύλου και απορρίφθηκε. Την τελευταία Δευτέρα του Μαΐου 2017, αστυνομικές αρχές έβγαλαν από την τάξη την Bivsi από το σχολείο που φοιτούσε και δεν της παραχώρησαν καν χρόνο να αποχαιρετήσει τους συμμαθητές της. Μαζι με τους γονείς της την έβαλαν σε ένα αεροπλάνο για το Νεπαλ το ίδιο απογευμα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το τέρας της γραφειοκρατίας αποφάνθηκε.

Συμμαθητές και γονείς διαδηλώνουν κατά της απέλασης της 14χρονης
foto: Christoph Reichwein (rp-online.de)

 

Επίλογος

 

Προφανώς δεν υπάρχει καμία άψογη κοινωνία που να έχει υποδεχθεί πρόσφυγες χωρίς να υπάρξουν δυσκολίες. Στο γερμανικό παράδειγμα όμως, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: Η Γερμανία είναι μια από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης, η οποία άνοιξε τις πόρτες σε αυτούς τους ανθρώπους όταν άλλες ύψωναν τον φράχτη. Δυστυχώς όμως ο ταχύς συντονισμός, οι αμέτρητες υποδομές, η αποτελεσματικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ο ακριβής σχεδιασμός, και οι χιλιάδες πρόθυμοι εθελοντές βρίσκουν στο αντίβαρο μια ανελέητα ψυχρή γραφειοκρατία μαζί με την δυσκαμψία του γερμανικού συστήματος. Αυτά τα δυο τελευταία είναι αρκετά για να προκαλέσουν μπόλικη δυστυχία στην καθημερινότητα.

Ο Άλεμ και η Bivsi δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι ο κανόνας που υπογραμμίζει το παράλογο ενός αυστηρού μηχανισμού που παραβλέπει την ψυχική υπόσταση, οποιοδήποτε συναίσθημα -τελικά χάνει το δέντρο μέσα στο δάσος- και αποδεικνύει πως η αληθινή ενσωμάτωση του ατόμου δεν αφορά το γερμανικό κράτος. Τι κι αν η Bivsi μιλούσε άπταιστα γερμανικά; Τι κι αν οι συμμαθητές της την αγαπούσαν τόσο ώστε να διαδηλώνουν ώστε να την φέρουν πίσω; Δεν της άφησαν χρόνο ούτε να αποχαιρετίσει τους φίλους της.

Πολλοί πρόσφυγες νοιώθουν αποδυναμωμένοι εξαιτίας της δυσκολίας της γλώσσας. Νοιώθουν πως κανείς δεν μπορεί να τους καταλάβει. Υπομένουν τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στα camp που τους στερούν ιδιωτικότητα και λίγη ησυχία. Ταυτόχρονα νοιώθουν στιγματισμένοι, φοβισμένοι από την ανερχόμενη ισλαμοφοβία (βλ. PEGIDA, AfD) και αβοήθητοι μπροστά στη νέα πραγματικότητα. Δυο χρόνια μετά, ελάχιστοι πρόσφυγες κατορθώνουν να έχουν νοικιάσει σπίτι, ακόμα πιο λίγοι έχουν καταλάβει τι τους ζητάνε και πως θα ανακτήσουν την αυτονομία τους. Δυο χρόνια μετά κι ακόμη δεν έχουν βρει καμιά νέα ταυτότητα, κοπιάζουν να ανταπεξέλθουν στα ζητούμενα της γερμανικής γραφειοκρατίας και τελικά βαλτώνουν σε μια μαύρη απραξία που μόνο δυσχεραίνει την ευάλωτη ψυχολογία τους.




Dankeschön

 

Έχω γεμίσει το μεγάλο σακίδιο με ένα τάπερ με χωριάτικη σαλάτα,  σε αλουμινόχαρτο τα brownies  φρεσκοψημμένα, μια κουβέρτα και ένα μεγάλο κόκκινο σεντόνι για το γρασίδι. Έχω μια γλυκιά αγωνία. Καταφθάνουμε με τη Μ.  στο πάρκο του Gleisdreieck κι αναζητούμε το σημείο συγκέντρωσης των εθελοντών.

Αμηχανία. Mας υποδέχονται ο Μοσάν και η Νασσιμ, εθελοντές που οργάνωσαν την «εκδρομή στο πάρκο», μας χαιρετάνε θερμά. Πρώτη ερώτηση αν φέραμε νερά. Δεν έχουμε νερό. Εκείνοι που είναι να φέρουν νερά, αργούν πολύ. Όλοι διψάνε. Εμείς μόνο ψωμί, μπράουνις και σαλάτα. Κοιτώ τριγύρω. Μια οικογένεια κάτω από το δέντρο, μια οικογένεια πιο πέρα, πέντε έξι έφηβοι που κλωτσάνε μια μπάλα στο άνοιγμα, μια κοπέλα με πολύ μακρύ μαλλί μόνη της στο γρασίδι. Κάποιοι άντρες συζητούν στα παγκάκια σκεπτικοί. Αρκετά πιτσιρίκια τρέχουν πάνω κάτω με ποδήλατα ή χωρίς.

Απλώνουμε την κουβέρτα και ψάχνω τα τσιγάρα μου. Η Μ. κρατάει ήδη ένα στο στόμα της και μια εθελόντρια μας πλησιάζει ευγενικά «κορίτσια, αποφασίσαμε σήμερα να μην καπνίσουμε μπροστά στα παιδιά, αν δεν σας πειράζει.» Μιλάμε αγγλικά με τους εθελοντές. Οι περισσότεροι είναι από το Ιράν και μιλάνε φαρσί με τους πρόσφυγες.

Σε λίγο ένα μικρό αγόρι έρχεται δίπλα μας. Κάθεται στην κουβέρτα και μας χαμογελάει. Θα ναι δεν θα ναι 2 χρονών. Έχει μεγάλα μάτια και μακριές βλεφαρίδες, φαίνεται πως θέλει να παίξει. Ο Ακλιμπαν. Του μιλάω, τον γαργαλάω, ξεκαρδίζεται.

Ένα αγόρι γύρω στα 25 με σακίδιο στην πλάτη μας ρωτάει αν μιλάμε τούρκικα ή κουρδικά. Κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν κατέχει την τουρκική. Ρωτάει για την κοπέλα που είναι μόνη της δίπλα στο δέντρο. Του λέμε να μας την φέρει. Η Ναντίρα είναι μόνο 15 χρονών. Κρατάει τα ακουστικά του κινητού της και κάπως ντροπαλά μας χαμογελά.

11995371_10153526979221291_53551837_o

Η Νασσιμ μας ρωτάει αν έχουμε τίποτα να φάνε τα παιδιά. Τα φαγητά των άλλων εθελοντών έχουν αργήσει. Δεν έχουν φάει πρωινό. Βγάζουμε τα μπράουνις που μόλις είχα βγάλει από τον φούρνο. Αρπάζουμε και την σακούλα με τα φρέσκα ψωμάκια και αρχίζουμε να τα μοιράζουμε. Τα μικρά αρπάζουν το ψωμάκι και λένε δυνατά Ντάνκε (γερμ. ευχαριστώ). Γύρω στα 50 μέτρα μακριά από το σημείο που καθόμαστε βλέπω δυο γυναίκες στο γρασίδι. Φορούν μαντήλες. Τις πλησιάζω και τους δίνω ψωμί. Θηλάζουν. Η μεγαλύτερη, στην ηλικία μου. Η ομορφιά της με συγκλονίζει. Την κοιτάω, την ρωτάω από που είναι. Δεν μιλάει αγγλικά. Αφγανιστάν μου αποκρίνεται. Yunan εγώ, της λέω. Αντιλαμβάνομαι από το βλέμμα της πως διψάει να μου πει κι άλλα. Χαϊδεύω το μωρό που κρατάει. Μου το δίνει. Είναι μόνο 2 μηνών. Με χέρια και με πόδια αρχίζουμε να συνεννοούμαστε. Δίπλα η Μουσλίμα η αδερφή της, μας κοιτάει χαμογελώντας. Θα ναι 25 χρονών. Το μικρό που κρατούσε η Μουσλίμα έχει ξεχυθεί στα γρασίδια και τρέχει μόνο του. Θανκ γιου μου λέει η Αλίμπι για το ψωμί. You re welcome, της απαντάω.

Γυρνάω πίσω στο κεντρικό σημείο των εθελοντών και έχουν αρχίσει οι ετοιμασίες για το φαγητό. Όλα τα φαγητά που έχουμε φέρει βρίσκονται σε ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ, και ετοιμάζουμε πιάτα για όλους. Γύρω στις 100 μερίδες. Κόβουμε τα ψωμιά στη μέση.

12000109_10153526798166291_10071374_n

Φτάνει η ώρα να καπνίσω ένα τσιγάρο. Ο νεαρός με το σακίδιο που μερίμνησε για την 15χρονη Ναντίρα, καπνίζει τώρα δίπλα μου. Με ρωτάει από που είμαι. Είμαι Σύριος, αλλά δεν είμαι πρόσφυγας, μου λέει. Ήρθα πριν ένα χρόνο να σπουδάσω. Οι δικοί σου; ρωτάω. Στην Δαμασκό. Δεν είναι ακόμα τόσο άσχημα τα πράγματα στην πρωτεύουσα. Θέλει να κάνει μάστερ στην αρχιτεκτονική. Πρέπει να μάθει καλά γερμανικά. Γελώντας μου λέει: Η Συρία θα χρειαστεί πολλούς αρχιτέκτονες. Άλλα 2 παιδιά στην ηλικία του έρχονται στο πηγαδάκι. Είναι από τη Συρία. Ο ένας έχει 3 μήνες εδώ. Η κοπέλα μόνο 1 μήνα. Θέλει να σπουδάσει συντήρηση έργων τέχνης. Μιλούν αγγλικά εξαιτίας μου. Τους λέω λίγα ανακουφιστικά και χαριτωμένα για το Βερολίνο και τους ανάλαφρους χειμώνες. Μια σφίγγα με περιτριγυρίζει όλη την ώρα και προσπαθώ να την αποφύγω ενώ μιλάω με τους Σύριους. Γελάνε ενώ παλεύω να απαλλαγώ από το τέρας. Φεύγω και πάω στα μικρά πιο δίπλα.

Λίγο πιο πέρα ανακαλύπτω ένα κουτί με χοντρές πολύχρωμες κιμωλίες. Θα το έφερε κάποιος εθελοντής. Ένα μωρό κλαίει πάνω από ένα ποδηλατάκι που έχει καταλάβει ένα μικρό αγόρι και αποφασίζω να επέμβω. Καταφέρνω να πείσω το αγοράκι να το δώσει για λίγο στην μικρή. Η μικρή ανεβαίνει στο τρίκυκλο, που έχει και μια λαβή στο πίσω μέρος για να σπρώχνεις. Σε λίγο ο μικρός ξανάρχεται αποφασισμένος να πάρει το τρίκυκλο πίσω. Του το δίνουμε. Παίρνω την μικρή αγκαλιά που κλαψουρίζει για την απώλεια. Έχει χρυσές μπούκλες, τσιμπιδάκια και μαύρα μάτια. Αρπάζω την κιμωλία και φτιάχνω έναν ήλιο στο τσιμέντο. Γελάει. Προσπαθεί να ζωγραφίσει, μα δεν βάζει αρκετή δύναμη. Δυο τρία άλλα πιτσιρίκια έρχονται στην παρέα μας και πιάνουν τις κιμωλίες όλο λαχτάρα. Κάθομαι στο κόκκινο τσιμέντο και αποθεώνω τους μικρούς ζωγράφους που κάθε φορά που φτιάχνουν κάτι με σκουντάνε και μου λένε ΧΕΛΛΟ. Να κοιτάξω. Ένας κύριος γύρω στα 50, μάλλον Γερμανός, μου λέει στα Αγγλικά:  Oh you re having fun here!  Του χαμογελάω.

Η Μ. μου φέρνει χυμό, με ρωτάει αν είμαι καλά. Έχει μόλις κουβαλήσει 2 εξάδες νερά και χυμούς από το Άλντι μαζί με έναν Γερμανό. Έλα, πάμε της λέω στα κορίτσια. Τις νοιώσαμε οικείες, κοντινές. Φταίνε τα βλέμματα, σκέφτομαι. Φτάνουμε πάλι στις δυο μάνες από το Αφγανιστάν. Ο μικρός κοιμάται. Η Αλίμπι μου λέει την ιστορία του ταξιδιού χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια. Μοιάζει εξαντλημένη. Χρειάζεται παπούτσια μου δείχνει. Περπατήσανε πολύ. Μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας κάποιοι πυροβολούσαν την βάρκα τους. Δεν καταλαβαίνω τι μου εξιστορεί, δεν βρίσκω καμιά γνωστή ρίζα στις λέξεις που αρθρώνει. Μου δείχνει ένα πιστόλι στον κρόταφο και μετά πως κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της. Έχει 5 αγόρια μου λέει. Τα πόδια και τα χέρια της πονάνε πολύ, μου λέει. Γιατρό ρωτάω; Όχι μου νεύει. Το μωρό; Πότε το γέννησε; Στο δρόμο από το Αφγανιστάν. Προσπαθώ να συλλάβω αυτά που μου λέει. Οι δυο κοπέλες μας λένε κι άλλα. Ένας από τους γιους της Αλίμπι λέγεται Ναΐμ κι έχει την ομορφιά και τα μάτια της μάνας του. Θα ‘ναι 11 χρονών. Μου μιλάει και γελάει. Μιμούμαι την ομιλία του και έπειτα του μιλάω στα ελληνικά. Σκάμε στα γέλια. Ο σύζυγος της Αλίμπι πλησιάζει. Προσπαθώ να μάθω αν θέλουν να φύγουν από το Βερολίνο. Έχουν τέσσερις ημέρες εδώ στο  camp. Μας ρωτούν για το Μόναχο, την Χολάντα (Ολλανδία), το Αμβούργο την Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες. Τους εξηγώ πως το Βερολίνο είναι φιλόξενο, είναι ανθρώπινο. Να μείνουν. Θέλουν να δουλέψουν οικοδομή οι άντρες. Από κατασκευές το Βερολίνο, άλλο τίποτα. Η μικρή αδερφή της Αλίμπι, η Μουσλίμα κάνει νόημα στην Μ. για τα φρύδια της. Σε μια ξαφνική μας αναλαμπή, η Μ. καταλαβαίνει πως η κοπέλα ψάχνει τσιμπιδάκι. Ζητάει από την Μ. να της βγάλει εκείνη τα φρύδια. Η Μ. καταφθάνει με ένα νεσεσσεράκι και αρχίζει να μοιράζει την μάσκαρα, το τσιμπιδάκι και το καθρεφτάκι. Τα κορίτσια λένε χαμηλόφωνα θενκγιου. Το μωρό ξυπνάει και μου γελάει. Μπεντζαμιν τον λενε. Η Αλίμπι πιάνει το χέρι μου και ψηλαφίζει το δαχτυλίδι που φοράω. Καταλαβαίνω την απορία της. Δεν είναι βέρα, δεν έχω σύζυγο εξηγώ με τα χέρια. Γελάει. Παιδιά; Με ρωτά. Όχι, Ούτε παιδιά.

Μια μικρή κοπέλα καταφθάνει. Είναι 7 μηνών έγκυος μου εξηγεί η Αλίμπι. Η Μ. ψάχνει την κοιλιά του κοριτσιού. ΠΟΥ ΚΑΛΕ; ΠΟΥΝΤΗΝΑ η κοιλιά; αναφωνεί. Ξανά γέλια.

12005920_10153526979526291_455745522_o

Γυρνάμε στους άλλους και καπνίζουμε ένα τσιγάρο μακριά από τα παιδιά. Τα φαγητά και τα γλυκά έχουν εξαφανιστεί. Ξέχασα να φάω λέω στη Μ.. Η Ναντίρα έχει ξαπλώσει σε ένα δέντρο με άλλους 2 νεαρούς και μοιάζει ήρεμη. Χαμογελάει. Οι φοιτητές από την Συρία είναι στο σημείο που τους άφησα και συζητούν ακόμα. Τα παιδιά έχουν ζωγραφίσει γύρω στα δέκα μετρά κόκκινο τσιμέντο. Ο ήλιος μας χτυπάει και ο κόσμος έχει ξαπλώσει στο γρασίδι. Μια μικρή γύρω στα 8 ζωγραφίζει με κιμωλία ένα δέντρο. Είναι το μόνο παιδί που είναι θλιμμένο. Χαμογελάει σπάνια και πολύ σεμνά. Δίπλα με μεγάλα γράμματα έχει γράψει ΜΠΑΟΥΜ στα γερμανικά.

Τρέχω πάλι κάτω στα δέντρα και φωνάζω τον Ναΐμ. Ο Ναΐμ είναι γεμάτος ζωή. Τα μάτια του πετάνε σπίθες και το γέλιο του είναι τρανταχτό κι ας μην έχει μπει καλά καλά στην εφηβεία. Φτάνει κάθιδρος από την μπάλα. «Τηλέφωνο», του λέω. Φωνάζει τον πατέρα του. Ανταλλάσσουμε αριθμούς. Υπόσχομαι πως θα περάσω από το camp. Χαιρετάμε τη Νασσιμ την εθελόντρια που πλέον παίζει μπάλα με τα αγόρια, μικρά και μεγάλα. Η Ι., κάνει κούνια με τα υπόλοιπα μικρά πάνω σε μια τεράστια στρογγυλή πλατφόρμα. Η Μ. με πιάνει αγκαζέ και περπατάμε προς την έξοδο του πάρκου. Λίγο πιο πέρα ανέμελες γερμανίδες λιάζονται στο γρασίδι, παιδιά παίζουν κυνηγητό, γονείς σπρώχνουν καρότσια. Η ρουτίνα του πάρκου. Μια κανονικότητα, δίπλα στις πρόσφατες αναμνήσεις από τουφεκιές και τα πρησμένα πόδια της Αλίμπι. Μια κανονικότητα δίπλα στο θλιμμένο βλέμμα του 8χρονου κοριτσιού. Στο Facebook κάποιος σχολίασε κάτω από τις φωτογραφίες των εθελοντών από το πάρκο : «BEAUTIFUL! Some rare hours of an almost “normal” happy life. What a gift!»

12022322_10153528688976291_738482892_o

Η Μ. της έβαλε ένα χαρτονόμισμα στην τσέπη. For the baby, της είπε. Θενκγιου, αποκρίθηκε και μας κοίταξε με τα μεγάλα της μαύρα εξωτικά μάτια.

Αποχαιρετώντας την Αλίμπι της είπα πως όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πανε καλά, γιατί δεν θέλω να ξέρω καμία άλλη εκδοχή. Συγνώμη για όσα περάσατε στις θάλασσες. Συγνώμη για τις κυβερνήσεις τις σκατόψυχες. Φεύγοντας θέλω να αγκαλιάσω αυτές τις οικογένειες και τα παιδιά και να τους πω εγώ ευχαριστώ, ευχαριστώ που ξυπνάτε μέσα μας τον άνθρωπο, που φτάσατε ως εδώ ζωντανοί, που ξεφύγατε από τον πόλεμο, που γελάτε ακόμα, που είστε όρθιοι έστω με πρησμένα και μελανιασμένα πόδια, που δεν φοβόσαστε, που μας δίνετε κουράγιο να αντικρύζουμε τις μέρες που έρχονται. Ευχαριστώ από καρδιάς.




Ιστορίες του Τείχους

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

(Κωνσταντίνος Καβάφης 1897)

Nie wieder Mauer.

Skalitzer Straße γωνία Oberbaumbrücke. Εκατοντάδες άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, τουρίστες, μετανάστες και Γερμανοί στέκονται στο μπαλκόνι του ποταμού Spree με θέα την ξακουστή γέφυρα του Friedrichschain και το εναπομείναν τείχος μήκους 1384 μέτρων, που μετονομάστηκε East Side Gallery. Ο δήμος έχει αποφασίσει να οργανώσει εορταστικές εκδηλώσεις για τα 25 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. 8000 μπαλόνια έχουν τοποθετηθεί κατά μήκος 15 χιλιομέτρων από Prenzlauer Berg μέχρι και Warschauer Straße περνώντας από την Πύλη του Βραδεμβούργου και το Checkpoint Charlie. Όλοι ανυπομονούν να δουν τα μπαλόνια. Σε 3 στρατηγικά σημεία έχουν τοποθετηθεί γιγαντοοθόνες που παίζουν ένα ντοκιμαντέρ για τα χρόνια του τείχους. Φίλοι Έλληνες έχουν έρθει να επισκεφθούν την πόλη. Τα τραίνα απεργούν, στο μετρό γίνεται το αδιαχώρητο. Την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014 το απόγευμα όλοι είναι στους δρόμους. Κρατάμε μπύρες, το κρύο έχει αρχίσει να γίνεται τσουχτερό. Σε αναμονή. Το κλίμα είναι εύθυμο, ο κόσμος γελαστός. Πίσω μας μια φωνή ενός Γερμανού: «Total langweilig» Τέρμα βαρετό. Γελάμε. Αντιλαμβανόμαστε ότι περιμένουμε να δούμε τα μπαλόνια να ελευθερωθούν στον ουρανό. Έχει και ομίχλη, τα μπαλόνια δεν φωτίζουν τη νύχτα. 19.45 ακούμε χαρούμενες κραυγές και ξεφωνητά. Σκόρπια μερικά μπαλόνια φεύγουν από δω κι από κει. Δύο πυροτεχνήματα φωτίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Λίγα λεπτά αργότερα όλα έχουν τελειώσει. Τα φωτεινά σταντ των μπαλονιών είναι δωρεάν, ο καθένας μπορεί να τα πάρει μαζί του. Μια μέρα αργότερα ένα τέτοιο σταντ στο γερμανικό ebay πωλείται προς 7999 ευρώ.

Photo: Lukas Schulze / EPA

 

H Όλγα Segler, γεννήθηκε το 1881. Το 1961 ζει στη νοτιοανατολική πλευρά της Bernauer Strasse στην περιοχή Mitte (Κέντρο) του Ανατολικού Βερολίνου. Εδώ τα σπίτια βρίσκονται στο μέσο των συνόρων. Το πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της Όλγας  και η απέναντι πλευρά του δρόμου είναι ήδη μέρος του Δυτικού Βερολίνου. Το σπίτι όμως ανήκει στην μεριά της DDR.

Στις 13 Αυγούστου 1961 οι αρχές της DDR αποκλείουν τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας που διαμένει η Όλγα. Στους διαδρόμους και στα κλιμακοστάσια διενεργούν εντατικούς ελέγχους στους ενοίκους και προσπαθούν να αποτρέψουν τυχόν απόπειρες απόδρασης. Στις 24 Σεπτεμβρίου θα αρχίσουν οι αναγκαστικές εκκενώσεις διαμερισμάτων. Από το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου,η Όλγα έχει αποφασίσει να αποδράσει. Μπροστά από το σπίτι την περιμένει η κόρη της μαζί με την πυροσβεστική του Δυτικού Βερολίνου. Η 80χρονη πηδάει από το παράθυρο του διαμερίσματός της από τον δεύτερο όροφο σε ένα τεντωμένο πανί της πυροσβεστικής. Ο τραυματισμός στην πλάτη είναι αναπόφευκτος. Μια μέρα αργότερα η καρδιά της Όλγας υποκύπτει λόγω της έντασης που υπέστη.

2

 

Το πρωί της 13ης Αυγούστου 1961 δεκάδες χιλιάδες Βερολινέζοι παρακολουθούν έκπληκτοι το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού τομέα της πόλης.

 

3

Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson, 1962

 

Οδοφράγματα, συρματοπλέγματα και ένοπλοι φρουροί τοποθετούνται για την πρόληψη της “παράνομης διέλευσης των συνόρων”. Ωστόσο, στο τμήμα μεταξύ της Πύλης του Βραδεμβούργου και Potsdamer Platz άνθρωποι αδράττουν αυθόρμητα την ευκαιρία, όταν δύο περιπολίες απομακρύνονται ταυτόχρονα για μια στιγμή. Από το λεγόμενο Ministergärten του Ανατολικού Βερολίνου, ένα μικρό πλήθος ορμά πάνω στο φράχτη της οδού Ebertstraße περνώντας στο Δυτικό Βερολίνο. 50 γυναίκες και άνδρες καταφέρνουν να διαφύγουν στη Δύση. Είναι κυρίως νέοι, αλλά και μερικά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που πήραν μέσα σε λιγοστά δευτερόλεπτα την απόφαση να αφήσουν τα πάντα πίσω και να τολμήσουν το βήμα προς ένα αβέβαιο αλλά ελεύθερο μέλλον.

πηγή: Retronaut

πηγή: Retronaut

 

Τα 28 χρόνια του τείχους έγιναν πολλές απόπειρες απόδρασης από την DDR. Με την πάροδο των χρόνων τα μέτρα ασφαλείας γίνονταν όλο και πιο αυστηρά. Οι άνθρωποι έπρεπε να βρίσκουν πιο δημιουργικές λύσεις για να περάσουν τα σύνορα. Μια από τις πιο επιτυχημένες αποδράσεις ήταν αυτή που βοήθησε περίπου 112 ανθρώπους να εγκαταλείψουν την Ανατολική Γερμανία μέσω ενός καναλιού αποχέτευσης ύψους 1,30 μέτρων.  Ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν υπάρχει. Υπολογίζεται στα 250 άτομα.

Τον Σεπτέμβριο του 1979 δυο οικογένειες δραπετεύουν με ένα μπαλόνι. Μετά από 3 αποτυχημένες προσπάθειες κατασκευής του, τελικά τα ξημερώματα της 19ης Σεπτεμβρίου αποφασίζουν να δοκιμάσουν την τύχη τους με την βοήθεια του κρύου βοριά. Μετά από μισή ώρα στον αέρα, αντιλαμβάνονται ότι τελείωσε το υγραέριο και πως έχει ξεκινήσει μια γρήγορη κατάβαση. Προσγειώνονται σε άγνωστο για εκείνους έδαφος. Γνωρίζουν καλά πως από δω και πέρα όλα μπορεί να πάνε στραβά. Με΄τα από το περπάτημα σε χωράφια φτάνουν σε ένα αγρόκτημα. Ένα αμάξι μπροστά τους σταματάει και βγαίνουν δυο Δυτικοί αστυνομικοί. Η μία από τις δυο γυναίκες τους ρωτάει αφελώς «Είμαστε εδώ στην Δύση;». Τα είχαν καταφέρει.

5

 

13 Αυγούστου του 1961 αρχίζει η αντικατάσταση των συρματοπλεγμάτων με την κατασκευή του τείχους. Η πιο διάσημη φωτογραφία στην ιστορία του ψυχρού πολέμου απεικονίζει τον 19χρονο τότε στρατιώτη Conrad Schumann να πηδά το συρματόπλεγμα για να περάσει στην δυτική πλευρά μετά από προτροπή δυτικών αστυνομικών. Έμεινε στην ιστορία ως «Mauerspringer» (αυτός που πηδά το τείχος).

6

 

Δυο αδέρφια συναντιούνται μετά από δυο ολόκληρα χρόνια, με την άρση απαγόρευσης εισόδου των Δυτικών στην DDR. Χριστούγεννα 1963.

7

Φωτογραφία Ian Berry

 

8

Φωτογραφία Ian Berry

 

Δύο μάνες χαιρετούν τα παιδιά τους που έμειναν με τις γιαγιάδες τους στο Ανατολικό Βερολίνο. Θα περάσει καιρός μέχρι να λάβουν την άδεια μετακίνησης. 26 Αυγούστου 1961

9

Πηγή: bpb

 

“Niemand hat die Absicht, eine Mauer zu errichten.”

[Κανείς δεν έχει την πρόθεση να φτιάξει τείχος]

WALTER ULBRICHT, EAST GERMAN HEAD OF STATE, JUNE 1961.




Notes from Berlin

 

Μια βροχερή μέρα του Φλεβάρη περπατούσα σε έναν δρόμο ερημικό του Βερολίνου κοντά στο γραφείο  μου. Λίγα μέτρα παρακάτω προπορευόταν ένας κύριος ηλικιωμένος με ένα ιδιόρρυθμο βήμα. Μου φάνηκε πως έσερνε το αριστερό του πόδι. Ήταν βιαστικός. Τον συνόδευε ένας όμορφος μεγάλος σκύλος. Προσπέρασα τους δυο τους αλλά με πρόφτασαν στην αποβάθρα. Άκουσα τον κύριο να μιλάει στα γαλλικά στον σκύλο και συνειδητοποίησα πως τα  γαλανά μάτια του έμεναν ακίνητα σφηνωμένα σε μια κατεύθυνση, κοιτούσαν στο κενό. Όσο περισσότερο τον παρατηρούσα τόσο πιο συμπαθή τον έβρισκα. Με τα δυο μπουφάν και το γκρίζο μάλλινο γιλέκο, τα ορθοπεδικά παπούτσια και την λεπτοκαμωμένη του κορμοστασιά, μιλούσε στον σκύλο με περίσσια ευγένεια . Λίγα λεπτά αργότερα το τρένο έφτανε στην αποβάθρα. Στεκόμουν λίγα μέτρα δίπλα τους, με μια μικρή αγωνία παραμάσχαλα. Με τα άθλια γαλλικά μου κατάλαβα από τον τονισμό πως ο κύριος καλούσε το σκυλί να βρει τη πόρτα του βαγονιού, να τον οδηγήσει μέσα. Έκανα νόημα στο σκυλί αφού άνοιξα  την πόρτα του βαγονιού μπροστά μου και το σκυλί με ακολούθησε.  Ο τυφλός κύριος αγκάλιασε και φίλησε το σκυλί από την ευχαρίστηση του που βρήκε τον δρόμο για το βαγόνι. Κάθησαν απέναντι μου και σε όλη την διαδρομή τους παρατηρούσα συγκινημένη. Δίπλα στον κύριο μια κοτσωνάτη κυρία τον ρωτά πόσο χρονών είναι ο σκύλος. Δυο ετών απαντά ο κύριος σε σπαστά γερμανικά:  ZweiJahren. Ο κύριος γέρνει στο ξύλινο διάζωμα και λαγοκοιμάται. Σχεδόν αυτόματα αρχίζω να αναρωτιέμαι, πως ο τυφλός γαλλόφωνος κύριος έφτασε στην άκρη του Βερολίνου, πως έμαθε γερμανικά, πόσες δυνάμεις χρειάζεται καθημερινά για να ανταπεξέλθει, αν έχει κάποιον στο σπίτι να τον προσέχει, αν του φτάνει η σύνταξη να ζήσει, αν έχει παιδιά που ανησυχούν. Η σκέψη μου τρέχει, καλπάζει και δεν σταματώ να χαζεύω τον αξιαγάπητο σκύλο και τον κύριο του. Όταν σηκώνονται να κατέβουν, κρατιέμαι με δυσκολία να μην επέμβω, να μην του πω έναν γλυκό λόγο, ένα «πάμε να σε κεράσω ένα κρασί να μοιραστούμε μια γωνιά από τις παράταιρες ζωές μας».

Πέρασε ο καιρός και για κάποιον ανεξήγητο λόγο όλο και πιο συχνά θυμόμουν τον κύριο και το όμορφο σκυλί του. Γεννήθηκε μέσα μου μια γλυκιά συμπάθεια. Ήθελα να τον πάρω από το χέρι και να τον πάω να μυρίσει τις μπιγκόνιες του βοτανικού κήπου στο Steglitz. Ήθελα να περπατήσω μαζί του στις όχθες του Spree και να μου εξιστορήσει τη ζωή του. Ήθελα να τον πάω να φάει φαλάφελ στο αγαπημένο μου σουδανέζικο εστιατόριο. Θα ήθελα να μπορώ να του λέω αστεία και να χαζολογάμε στα γρασίδια του Treptower Park. Να του περιγράφω το θράσος των σπουργιτιών και την αρμονία των χρωμάτων στα κυνηγητά των ξέγνοιαστων εφήβων.

berlin_

Πριν μια εβδομάδα τους συνάντησα ξανά στον ίδιο δρόμο. Αυτή τη φορά με ακολουθούσαν στο Ινστιτούτο. Προπορευόμουν κι έριχνα κλεφτές ματιές πίσω μου –δεν το πίστευα- χαμογελαστή και συγκινημένη. Περίμενα να φθάσουν για να τους ανοίξω την πόρτα. Ήμουν εκεί να τους παρακολουθώ να ανεβαίνουν τα σκαλιά του Ινστιτούτου και να διασχίζουν τον μακρύ διάδρομο. Μισή ώρα αργότερα έβλεπα τον σκύλο να τρέχει στον απέναντι διάδρομο χαρούμενος, να κουνάει την ουρά του παιχνιδιάρικα. Πίσω του ο κύριος με άλλους δυο κυρίους, βγήκαν στην αυλή και πήραν τον δρόμο για την καντίνα. Ο ένας κύριος τον κρατούσε από το μπράτσο και ο σκύλος διέσχιζε την αυλή με ξέχειλη χαρά.  Ο τυφλός κύριος χαμογελούσε. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδει τέτοια αήττητη ομορφιά. Βαθιά ανθρώπινη, συγκινητική ομορφιά.

Όπως έλεγε και ο Kant, η εμπειρία της ομορφιάς μπορεί να αποτελέσει μια συγκαλυμμένη θεϊκή εμπειρία. Η συνάντηση με τον γαλλόφωνο τυφλό κύριο στιγμιαία με έπεισε ό,τι ο κόσμος αποκτά νόημα.

Πού βρίσκεται το νόημα του κόσμου όταν οι κοινωνίες αφορίζουν το διαφορετικό, το κλωτσούν σαν ξένο σώμα ή επεμβαίνουν ώστε να το φέρουν στα μέτρα της κανονικότητας; Η ομορφιά δεν βρίσκεται στη νόρμα, στα καλοσιδερωμένα πουκάμισα και τα γυαλιστερά παπούτσια των επιτυχημένων τριαντάρηδων. Η ομορφιά είναι κρυμμένη στις ρυτίδες του παππού μου και στα χαμένα δόντια του πατέρα μου. Η ομορφιά είναι στα μούσια της κοπέλας που κέρδισε τον διαγωνισμό της Eurovision. Η ομορφιά ξεπηδά από το απελπισμένο χαμόγελο του αστέγου και περιφέρεται στα παγωμένα σοκάκια των πόλεων. Στα συσπειρωμένα πλήθη της Κωνσταντινούπολης και του Σάο Πάολο που διαμαρτύρονται για τις τύχες των παιδιών τους.

Κι όπως είπε κι ένας φίλος «ποιό το νόημα τέλος πάντων, αν δεν μπορούμε να κάνουμε τους γύρω μας ευτυχισμένους;» Κάθε μέρα στον δρόμο για το γραφείο κοιτώ μπροστά και πίσω μου ελπίζοντας να μου δοθεί η ευκαιρία να αποσπάσω ένα χαμόγελο από τον όμορφο αυτό κύριο και να χαϊδέψω το σκυλί του.




το ξένο και το «κανονικό»

 

Η φίλη μου η Άννε είναι 22 χρονών. Γερμανίδα, δυο μέτρα κορίτσαρος με φωτεινά γαλανά μάτια, ξανθή κι εντυπωσιακή. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της δεν άκουγε πολύ καλά. Η οικογένεια της δεν έδωσε πολύ σημασία στην βαρυκοΐα της όσο ήταν παιδί. Πέρυσι της διέγνωσαν απώλεια ακοής 88% και 95% και της πρότειναν κοχλιακό εμφύτευμα. Η Άννε αρνήθηκε φοβούμενη τις επιπτώσεις της εγχείρισης. Φοβήθηκε την ίδια την εγχείριση. Ξεκίνησε να σπουδάζει κοινωνιολογία και ταυτόχρονα άρχισε μαθήματα γερμανικής νοηματικής. Ξεπέρασε τον φόβο του αμφιθεάτρου και έπιασε δικό της σπίτι στο Βερολίνο.

Αρχές Δεκέμβρη του 2012 παρακολούθησα για πρώτη φορά ένα διεθνές συνέδριο στο Βερολίνο με τίτλο Deaf World – Hearing World. Καθηγητές και υποψήφιοι διδάκτορες από κάθε γωνιά του κόσμου παρουσίαζαν την έρευνά τους σχετικά με την Ανηκοΐα. Για πρώτη φορά έβλεπα ταυτόχρονα δυο διερμηνείς επί σκηνής να μεταφράζουν ταυτόχρονα τα λεγόμενα του ομιλιτή στην αμερικανική (ASL) και γερμανική νοηματική (DGS). Έβλεπα τους περισσότερους ανθρώπους να νοηματίζουν στο διάλειμμα κι ένιωθα αμήχανα. Αναρωτήθηκα κατά την διάρκεια τους συνεδρίου πώς είναι να μεγαλώνεις στην Ελλάδα ως παιδί χωρίς ακοή. Σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης και των περικοπών, στην Ελλάδα του Παραλόγου, στην Ελλάδα των κατηργημένων εκπαιδευτικών οργανισμών. Θυμήθηκα την Βάγια στο δημοτικό μου. Ήταν ένα κορίτσι δυο χρόνια νεώτερο από εμένα, με πυκνά σγουρά μαύρα κοντά μαλλιά, που φορούσε ακουστικά βαρυκοΐας και η άρθρωση της ήταν πολύ διαφορετική από αυτή των υπόλοιπων παιδιών. Θυμάμαι, ότι στο σχολικό καθόταν μόνη.

Όταν με ρωτούν με τι ασχολούμαι, συνήθως καλούμαι να απαντήσω γιατί η νοηματική γλώσσα δεν είναι μια και μοναδική ανά τον κόσμο, ας πούμε μια ενιαία γλώσσα που να χρησιμοποιείται από όλους τους ανήκοους. Η γεωγραφία και οι αποστάσεις είναι ο βασικότερος λόγος. Κάθε κοινότητα δημιουργεί το δικό της γλωσσικό σύστημα που με την σειρά του δέχεται μια σειρά από εξωτερικές επιρροές, συμπεριλαμβανομένης και της ομιλούσας γλώσσας του περιβάλλοντος. Δυστυχώς, υπεράριθμες υπεργενικεύσεις, μισαλλοδοξίες, προκαταλήψεις καθώς και χαρακτηρισμοί έχουν στιγματίσει τους ανήκοους ως κοινωνική ομάδα και γλωσσική μειονότητα. Πέρα από τις καθημερινές δυσκολίες που μπορεί να επιφέρει η ανηκοΐα σε έναν κόσμο όπου υπερτερεί η ακούουσα πλειοψηφία, κυρίως οι προκαταλήψεις ήταν αυτές που διαμόρφωσαν για πολλές δεκαετίες την κοινή γνώμη σχετικά με την νοηματική γλώσσα και τους ανήκοοους. Οι ανήκοοοι χαρακτηρίστηκαν ως: «καθυστερημένοι», «υπάνθρωποι», «άγλωσσοι», «ανίκανοι κριτικής σκέψης», «πρωτόγονοι» κ.α. (Butterburry κ.α. 2007). Το 1880 στο Μιλάνο συγκλήθηκε διεθνές συνέδριο όπου ακούοντες ιατροί και παιδαγωγοί αποφάσισαν πως οι νοηματικές γλώσσες πρέπει να σταματήσουν να χρησιμοποιούνται γιατί εμποδίζουν την ομαλή ενσωμάτωση των κωφών παιδιών στην κοινωνία. Η απόφαση αυτή λίγο έλειψε να αφανίσει τις νοηματικές γλώσσες, καθώς απαγορεύτηκε η χρήση τους σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Μόνο το κολλέγιο Gallaudet που σήμερα είναι το μοναδικό πανεπιστήμιο ανήκοων στον κόσμο, αντιστάθηκε. Μετά το 1960 με εκτενείς  γλωσσολογικές μελέτες, οι ακούοντες πείστηκαν πως πρόκειται για αυτοτελείς γλώσσες που τώρα πια αναλύονται με γλωσσολογικά εργαλεία ως προς την μορφολογία, σύνταξη και σημασιολογία τους.

Στην αθέατη πλευρά των παραπάνω ευτυχώς υπάρχει κι άλλη όψη στο νόμισμα. Κοντά στη Μασαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχει ένα νησάκι που ονομάζεται Marthas Vineyard Island. Η ανθρωπολόγος Nora Groce  το επισκέφθηκε την δεκαετία του ‘70 και έγραψε ένα εξαιρετικό βιβλίο που εκδόθηκε το 1985: Everyone here spoke sign language: hereditary deafness on Martha’s Vineyard. Μια απίστευτη ιστορία  από κοινωνιολογική, ανθρωπολογική και γλωσσολογική άποψη. Χάρη σε ένα γονίδιο το ποσοστό των ανήκοων στο νησί ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ότι στην υπόλοιπη Αμερική. Η Groce περιγράφει λεπτομερώς και ερευνά την ζωή των κατοίκων στις αρχές του 20ού αιώνα. Παρότι το τελευταίο ανήκοο άτομο πέθανε το 1952 στο νησί, η πληθώρα και οι λεπτομέρειες των περιγραφών της Groce  που αντλήθηκαν από τις συναντήσεις της με κατοίκους του νησιού  συστήνουν μια πολύ ξεχωριστή εικόνα: η κώφωση στο νησί αυτό δεν αποτελούσε αναπηρία στην κοινωνία του νησιού.  Όλοι οι κάτοικοι του νησιού ακούοντες και μη, νοημάτιζαν την γλώσσα του νησιού. O John M. Whitting που μεγάλωσε στο Chilmark  του Martha’s Vineyard αναφέρει „Knowing how to sign, was like knowing French, something to be envied“.

Αρχές Γενάρη του 2013 συνάντησα στην Πλάκα κάτω από κάτι δροσερά δέντρα τον Χρυσόστομο Παπασπύρου. Ο Χρυσόστομος είναι ανήκοος από τριών ετών και είναι διδάκτωρ γλωσσολογίας από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Γνώριζα ότι δεν ακούει. Δεν γνώριζα γρι ελληνική νοηματική. Με μπόλικη αγωνία κι ένα μικρό μπλοκάκι τον περίμενα να φανεί στην ανηφόρα για να φτάσει στο καφέ. Εγκάρδιος και ευγενής μου μίλησε στην Ελληνική και διάβασε τα χείλη μου. Τον ρώτησα για την ιστορία της Ελληνικής Νοηματικής και με παρακίνησε να την ερευνήσω. Μου μίλησε για την σπουδαιότητα μιας επικείμενης ιστορικής έρευνας. Μου μίλησε ακόμη, για την προσπάθεια που γίνεται στο σχολείο της Αγίας Παρασκευής (όπου διατελεί διευθυντής) και τους λόγους για τους οποίους γύρισε από την Γερμανία. Εκείνη την ημέρα χάρη στον Χρυσόστομο, κάτω από την δροσερή φυλλωσιά στον Πύργο των Ανέμων, αποφάσισα να ασχοληθώ με την ιστορία της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας.

Στους κύκλους των ανήκοων υπάρχει η φήμη για έναν μεγαλύτερο αριθμό κωφών κατοίκων στην Αμοργό κατά τον περασμένο αιώνα. Δυο ανήκοες αδελφές μοδίστρες  συνήθιζαν να επισκέπτονται καθημερινά το καφενείο του Πάρβα. Εκεί οι κάτοικοι νοημάτιζαν μαζί τους.  Ένας γιατρός από την Καλιφόρνια το 2005 συνάντησε έναν άστεγο με μακριά γρίζα μαλλιά να περπατάει στα άγρια τοπία με μια μαγκούρα και να χαιρετά περαστικούς.  Οι κάτοικοι λίγες μέρες αργότερα του χαμογέλασαν λέγοντας του πως είχε την τύχη να συναντήσει τον «Άγιο Γεράσιμο» που είναι Κωφός. «Γιατί να τον κλειδώσουμε σε ψυχιατρείο; Δεν πειράζει κανέναν.» Αναρωτήθηκα καθώς διάβαζα την μαρτυρία αν οι κάτοικοι ονόμασαν τον άνθρωπο κατά τον Πατριάρχη Άγιο Γεράσιμο του Βυζαντίου που ήταν Κωφός.

“Οι διαφορές μας μπορούν να γίνουν εφαλτήρια για εποικοδομητική προσέγγιση, για συμφιλίωση, για αλληλεγγύη μεταξύ μας. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας, για να ξεπεράσουμε την κοινωνική προκατάληψη και να γίνουμε αποδεκτοί με ίσους όρους από το ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον.”[1]

Μπορεί, αν η Βάγια είχε γεννηθεί στο Martha’s Vineyard ή στην Αμοργό, να μην καθόταν μόνη της στο σχολικό. Ίσως η Άννε να μην φοβόταν τα αμφιθέατρα. Εσύ κι εγώ να μην ξέραμε τι θα πει αμηχανία για το «διαφορετικό». Σε παράλληλες κοινωνίες το «ξένο» είναι το «κανονικό». Σε παράλληλες κοινωνίες οι διαφορές δεν είναι εμπόδιο. Και οι διαφορές -δόξα το Θεό- που λέει κι η γιαγιά μου, στελεχώνουν την ομορφιά της ποικιλίας.

 

[1] Απόσπασμα από άρθρο του Χ. Παπασπύρου  με τίτλο «Ας δούμε τις διαφορές μας εποικοδομητικά» στο news.gr (15.01.2014)

* σχετικά με τον πίνακα του εξωφύλλου βλέπε και εδώ