1

The dark side of the web: κλείσε τα φώτα μας κοιτάνε

 

Πριν λίγες ημέρες περπατούσα στην Πανεπιστημίου και αποφάσισα να αγοράσω ένα σάντουιτς από ένα καινούργιο μαγαζί. Σε παράλληλο χρόνο σέρφαρα στο κινητό μου και αντάλλαζα μηνύματα μέσω facebook. Αφού επέστρεψα στο γραφείο, μέσα σε λίγα λεπτά -αν όχι δευτερόλεπτα- στο προφίλ μου στο facebook εμφανίστηκε διαφήμιση του μαγαζιού που  μόλις είχα αγοράσει το σάντουιτς.

Ορατών τε πάντων και αοράτων

[Καθώς διαβάζεις το παρακάτω κείμενο διαφημιστικές εταιρείες ανιχνεύουν και αγοράζουν τα (μετά)-δεδομένα σου στο διαδίκτυο]

Με αφορμή την παραπάνω ιστορία άρχισα να διαβάζω για το παρεξηγημένο -μάλλον- dark web ή darknet (σκοτεινός ιστός), το οποίο εμπεριέχεται στο deep web (βαθύ ή αόρατος ιστός).

Στην αρχή σκεφτόμουν να γράψω ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας αναλογιζόμενη τον τίτλο «dark web» γιατί σε συνδυασμό με τα άρθρα που έχουν γραφτεί γι αυτό, είναι πολύ εύκολο να νομίσει ο αναγνώστης πως το περιεχόμενο του είναι μόνο απαγορευμένο, σκιώδες καθώς – όπως αναφέρουν πολλά άρθρα[1]– αυτό που κάνουν οι χρήστες του dark web είναι να αγοράζουν ναρκωτικά, όπλα, να στήνουν τρομοκρατικές επιθέσεις και  να ανεβάζουν βιντεο παιδικής πορνογραφίας. Για λίγο, θεωρούσα πως είχα το απόλυτο δυστοπικό σενάριο[2] στα χέρια μου. Κατά την διάρκεια όμως της έρευνας συνειδητοποιούσα ότι το dark web δεν είναι τόσο σκοτεινό όσο ακούγεται από τον τίτλο του και ότι η δυστοπία δεν κρύβεται στην παιδική πορνογραφία και τους πληρωμένους δολοφόνους του isis που χρησιμοποιούν το dark web, αλλά στο απλό / ορατό διαδίκτυο (Surface web), όπου κάθε πτυχή της ζωής μας είναι ανοιχτή για ανάλυση από οποιονδήποτε έχει πρόσβαση στα δεδομένα μας.

Μήπως, τελικά, δεν είναι τόσο σκοτεινό το dark web;

Το dark web άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα γνωστό, το 2013 όταν το FBI συνέλαβε τον 29χρονο Ross Ulbricht, ιδιοκτήτη του Silk Road[3] , για διακίνηση ναρκωτικών, καθώς και σε συνδυασμό με μια σειρά άρθρων που κυκλοφόρησαν όπου υποστήριζαν ότι το Isis χρησιμοποιεί το dark web για να οργανώνει τις τρομοκρατικές του επιθέσεις.

Αν διαβάσετε ένα τυχαίο άρθρο για το dark web θα έχετε την αίσθηση ότι το περιεχόμενο του είναι σκοτεινό – όπως και ο τίτλος του- και απαγορευμένο. Το αστείο όμως είναι ότι όσο σκοτεινό περιεχόμενο έχει το dark web άλλο τόσο και ανάλογο διαθέσιμο υλικό έχει και το Surface web (ορατός ιστός). Υλικό το οποίο είναι προσβάσιμο οποιαδήποτε στιγμή και από οποιονδήποτε χωρίς την ανάγκη για κάποιο φανταχτερό λογισμικό κρυπτογράφησης. Πολλά χρόνια πλέον, υπάρχουν ιστοσελίδες που μπορεί όποιος θέλει να αγοράσει καινούργιο ΑΦΜ, άλλο όνοματεπώνυμο, διεύθυνση, ημερομηνία γεννήσεως ή μια κλεμμένη πιστωτική κάρτα, κι όλα αυτά με κόστος μόνο ένα δολλάριο. Επίσης, τα φόρουμ με εξτρεμιστικές – τρομοκρατικές αφηγήσεις μπορεί να τα εντοπίσει ο καθένας που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο. Το πρώτο φόρουμ της Al Qaeda ξεκίνησε το 2001 και παρόλο που ο ιστότοπος αυτός έχει κλείσει σήμερα, υπάρχουν πάρα πολλές ιστοσελίδες με βίαιο και εξτρεμιστικό περιεχόμενο στο ορατό διαδίκτυο που χρησιμοποιούνται καθημερινά. Και ναι, η παιδική πορνογραφία υπάρχει και είναι προσβάσιμη και στο surface web. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερη στο Surface web από ότι στο dark web. Το 2014 το ίδρυμα The Internet Watch Foundation, ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που παρακολουθεί και καταγράφει ιστότοπους για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων εντόπισε 31.266 διευθύνσεις URL που περιέχουν εικόνες παιδικού πορνογραφικού υλικού. Από αυτές τις διευθύνσεις URL, μόνο οι 51  ή το 0,2%, φιλοξενούνται στο dark web.

Ok, αλλά ποια είναι η διαφορά του dark web από το surface web;

Εν συντομία, το dark web αποτελεί κομμάτι του deep web, είναι υποσύνολο του. Deep web ονομάζουμε όλες εκείνες τις ιστοσελίδες που δεν μπορούμε να βρούμε μέσω μηχανών αναζήτησης, όπως είναι το chrome, safari, yahoo, mozilla κ.α.. Το 2001, ο Michael Bergman, ιδρυτής της εταιρείας Bright Planet, μια εξειδικευμένης εταιρείας πληροφορικής,  παρομοιάζοντας το διαδίκτυο με τον ωκεανό, επινόησε τον όρο Deep Web αναφερόμενος στους ιστότοπους που δεν μπορούν να βρουν οι μηχανές αναζήτησης και που αποτελεί το 96% του Διαδικτύου. Πρακτικά, όλοι χρησιμοποιούμε καθημερινά το deep web, από την στιγμή που χρειάζεται να βάλουμε έναν κωδικό πρόσβασης για να εισέλθουμε σε μια ιστοσελίδα, βλέπε για παράδειγμα το facebook.

Ένας χρήστης από την άλλη, που θέλει να σερφάρει στο διαδίκτυο ανώνυμα, σχεδόν για κάθε υπηρεσία επικοινωνίας υπάρχει μια αντίστοιχη, κρυπτογραφημένη διεύθυνση στο βαθύ διαδίκτυο όπως email, κοινωνικά δίκτυα και υπηρεσίες φιλοξενίας ιστοσελίδων (hosting services). Τα δεδομένα δεν βρίσκονται σε μεμονωμένες ιστοσελίδες αλλά σε βάσεις δεδομένων που είναι δύσκολο να εντοπιστούν από τις μηχανές αναζήτησης. Η πρόσβαση σε αυτούς τους ιστότοπους γίνεται μέσω Tor (The Onion Router)[4]. Το Tor είναι ένας ειδικός browser που δεν αποκαλύπτει τη διεύθυνση IP του χρήστη ενώ αναπτύχθηκε αρχικά από τον στρατό των ΗΠΑ, για να βοηθήσει στην ασφαλή μεταφορά επικοινωνιών και η χρήση του δεν θεωρείται παράνομη.

Ποιος είναι ο λόγος που δημιουργήθηκε το dark web;

Η ιστορία του διαδικτύου είναι μια ιστορία η οποία μας έχει επηρεάσει όλους. Όταν το 1989 ο Tim Berners-Lee εφάρμοσε τον Παγκόσμιο Ιστό (World Wide Web) οραματίστηκε έναν κόσμο όπου ο καθένας θα μπορούσε να ανταλλάσσει πληροφορίες και ιδέες άμεσα προσβάσιμες από τους υπολοίπους. 28 χρόνια μετά την δημιουργία του Παγκόσμιου Ιστού βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την μεγαλύτερη αντιπαράθεση που γέννησε η ύπαρξή του. Την παρακολούθηση. «Η αχίλλειος πτέρνα της επανάστασης του διαδικτύου» ή το «αθέατο ελάττωμα», όπως το χαρακτήρισε η δημοσιογράφος και ερευνήτρια σε θέματα τεχνολογίας Julian Angwin, είναι πως κάθε κίνηση μας στο διαδίκτυο μπορεί να ταξινομηθεί και να πουληθεί σε διαφημιστικές εταιρείες. Έτσι, μέσω αόρατης τεχνολογίας ανίχνευσης στους υπολογιστές μας μπορούν να μας παρακολουθούν, και, άρα, όποτε μας εντοπίζουν στο διαδίκτυο μπορούν να συλλέγουν τα δεδομένα μας και να δημιουργούν τα δικά τους συμπεράσματα σχετικά με τη ζωή μας.

«Η πιο λεπτομερής καταγραφή της ζωής μας γίνεται από εταιρείες τεχνολογίας» αναφέρει ο David Chaum, ο πατέρας της κρυπτογραφίας και της ανωνυμίας στο διαδίκτυο.

Στη  πραγματικότητα, υπάρχει μια αγορά που διαπραγματεύεται και πουλάει τα δεδομένα[5] των χρηστών. Είναι μία διαδικτυακή δημοπρασία, η οποία προσφέρει πληροφορίες σχετικά με τον κάθε χρήστη. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι εταιρίες αυτές συλλέγουν όλο και περισσότερες πληροφορίες για τους χρήστες του διαδικτύου. Άλλος ένας τρόπος να διαχειρίζονται τα δεδομένα των χρηστών είναι μέσα από τα κινητά τηλέφωνα, εφόσον η ρύθμιση του wifi είναι ανοιχτή και συνδεδεμένη, τότε μπορούν να τους εντοπίσουν. Αρκεί κάποιος να σκεφτεί ότι πλέον το Facebook γνωρίζει τα πάντα για τους χρήστες του, ενώ επιτρέπει στους διαφημιστές να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερα προσωπικά δεδομένα, καθώς από το 2013 που βγήκε στο χρηματιστήριο, οι επενδυτές άρχισαν να απαιτούν περισσότερα έσοδα από διαφημίσεις, κυρίως από smartphones. Τώρα οι διαφημίσεις εμφανίζονται στην αρχική σελίδα του χρήστη, ανάμεσα σε ειδήσεις από τα media και σε αναρτήσεις φίλων. Πολλοί χρήστες δεν καταλαβαίνουν καν πως μια διαφήμιση είναι διαφήμιση.

Άραγε η απώλεια της ιδιωτικότητας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για να έχουμε ήσυχους δρόμους και να νιώθουμε ασφάλεια;

Ο Bruce Schneier, κρυποτογράφος και ερευνητής σε θέματα τεχνολογίας υποστηρίζει ότι όλη αυτή η παρακολούθηση υποδηλώνει και την απώλεια της ελευθερίας μας. Οι εταιρείες αυτές λαμβάνοντας τα προσωπικά δεδομένα αποκτούν έλεγχο στις ζωές μας. Αναλύοντας τα μοτίβα επικοινωνίας μπορούν να προβλέψουν την καθημερινότητα μας και άρα να καθορίσουν παράγοντες σχετικά με τις ζωές μας. Σκέψου ότι εσύ μπορεί να δηλώνεις ετερόφυλος αλλά οι μηχανές αναζήτησης ή το Facebook να συμπεραίνουν μέσα από τις προτιμήσεις σου ότι είσαι αμφιφυλόφιλος. Ο Gary Coby διευθυντής και διαφημιστής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος υποστηρίζει επίσης ότι το Facebook ήταν το κλειδί της νίκης του Donald Trump. Υποστήριξε ότι το κόμμα χρησιμοποίησε δεδομένα σχετικά με τους πιθανούς ψηφοφόρους για να τους προσεγγίσει μέσω των social media. «Αν είστε χρήστης του Facebook, τότε μπορώ να σας τοποθετήσω σε έναν ‘κουβά’ χρηστών τον οποίο κατόπιν θα χρησιμοποιήσω για να στοχοποιήσω συγκεκριμένους χρήστες», λέει ο Coby.

Οι παραπάνω ερευνητές φοβούνται πως στο άμεσο μέλλον, εάν ήδη δεν συμβαίνει, οι εταιρείες αυτές θα μας στοχοποιούν βάσει της ψυχοσύνθεσης μας χαρτογραφώντας κάθε κίνηση μας.

Για τους παραπάνω λόγους αλλά και για άλλους πολλούς, αρκετοί δημοσιογράφοι, cyber anarchists, cyber punks δημιούργησαν και χρησιμοποιούν το dark web ως μια πιο ασφαλή εναλλακτική λύση. Ο Edward Snowden το χρησιμοποίησε για να συλλέξει στοιχεία για την έρευνά του στο θέμα της NSA, ενώ τo 2013 το αμερικανικό περιοδικό New Yorker ανακοίνωσε τη δημιουργία του New Yorker’s Strongbox, μιας πλατφόρμας μέσω της οποίας πληροφοριοδότες μπορούν να μοιραστούν με ασφαλή τρόπο πληροφορίες και μηνύματα με τους δημοσιογράφους του περιοδικού. Τον Οκτώβριο του 2014, το Facebook δημιούργησε μια άλλη διεύθυνση στην οποία μπορεί να μπει κάποιος μέσω του TOR.

Και τώρα;

Το dark web είναι ένα παράλληλο σύμπαν του surface web. To διαδίκτυο και ο παγκόσμιος ιστός δημιουργήθηκαν στο όνομα της ελεύθερης πρόσβασης στην πληροφορία, της ανοιχτής επικοινωνίας και της ανωνυμίας (κατ’ επιλογή). Το dark web εμφανίστηκε μέσα από τις υπόγειες θεματικές του παγκόσμιου ιστού και της κρυπτογραφίας για να απαντήσει στην παρακολούθηση και την παραβίαση της ιδιωτικότητας που επέβαλαν επιχειρήσεις, εξουσίες και εκάστοτε κυβερνήσεις στο διαδίκτυο. Όσο κυβερνήσεις και εξουσιαστές θα παραβιάζουν την ιδιωτικότητα και την ελευθερία μας, τo dark web θα είναι ο πιο σημαντικός χώρος επικοινωνίας και σύνδεσης. Σε λίγα χρόνια, το dark web θα έχει αντικατασταθεί από μια άλλη πλατφόρμα επικοινωνίας που θα προστατεύει εμάς τους χρήστες από την παρακολούθηση. Η πληροφορία είναι δύναμη, από εμάς εξαρτάται αν θα την αφήσουμε στους λίγους ή αν θα την  μοιραζόμαστε όλοι μαζί.

Σ’ αυτό το παιχνίδι γάτας – ποντικιού, θα κερδίσουν στο τέλος τα ποντίκια αλλά οι γάτες θα είναι καλά φαγωμένες”. Bruce Schneier

 

[1] Βλέπε:  Pentagon hunts for ISIS on the secret Internet http://edition.cnn.com/2015/05/12/politics/pentagon-isis-dark-web-google-internet/

One Step Ahead: Pedophiles on the Deep Web https://motherboard.vice.com/en_us/article/gvymzx/one-step-ahead-pedophiles-on-the-deep-web

[2] Μετά από λίγο κατάλαβα και βρήκα πως σεναριογράφοι και σκηνοθέτες είχαν ήδη φτιάξει ταινίες με θεματική το dark web. Βλέπε για παράδειγμα: την ταινία του 2016 «Dark Web»  2016 του σκηνοθέτη Bruno Vaussenat.

[3] Δείτε το ντοκιμαντέρ για τον Ross Ulbricht και το Silk Road: Deep Web  http://www.imdb.com/title/tt3312868/

[4] Βλέπε: https://el.wikipedia.org/wiki/Tor

Παρόμοιοι browsers με τον Tor είναι οι : I2P, Freenet, tail.

[5] Βλεπε: Cambridge Analytica αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες δεδομένων




Οι μεξικανοί contratados βαθμολογούν τους αμερικανούς εργοδότες τους

contratadosDCM

Οι «κοντρατάδος», δηλαδή οι “συμβασιούχοι”, είναι εργάτες που περνούν τα σύνορα του Μεξικό για να δουλέψουν σε εποχικές αγροτικές δουλειές στις ΗΠΑ. Με πενιχρές αμοιβές, φυσικά, που συχνά δεν καταφέρουν καν να εισπράξουν. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι περισσότεροι πέφτουν και θύματα μεσαζόντων που είτε τους παίρνουν παράνομες προμήθειες για να τους βρουν τη δουλειά (και συχνά εξαφανίζονται με τη μίζα), είτε τους στέλνουν σε απατεώνες εργοδότες.

Το contratados.org είναι ένα σάιτ που φτιάχτηκε για να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες για την αξιοπιστία μεσαζόντων και εργοδοτών, και για να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους. Για να μπορούν, για παράδειγμα, να ειδοποιούν ο ένας τον άλλο πού υπέστησαν κακομεταχείρηση ή βία, σε ποιές περιπτώσεις οι επιστάτες τούς κράτησαν τα χαρτιά για να τους ελέγχουν, αν οι δουλειές που τους υποσχέθηκαν ήταν αυτές που βρήκαν κ.ο.κ.

Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο πάνω από 80.000 Μεξικανοί παίρνουν τις ειδικές βίζες τύπου H-2A για να μπορέσουν να δουλέψουν σε χωράφια για τα οποία οι αμερικανοί γεωκτήμονες δεν μπορούν να βρουν -ή δεν πληρώνουν αρκετά ώστε να προσελκύσουν- ντόπιους εργάτες. Άλλοι περίπου 20.000 κοντρατάδος με τέτοιες βίζες έρχονται από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Παρόλο που οι νομοθεσίες ΗΠΑ και Μεξικού απαγορεύουν την πληρωμή προμήθειας σε μεσάζοντες για την εύρεση εργασίας εποχικών εργατών γης, η συγκεκριμένη πρακτική αποτελεί τον κανόνα, αναφέρει η οργάνωση Centro de los derechos del migrante (Κέντρο για τα δικαιώματα του μετανάστη ή CDM*).

Σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε το CDM το 2013, το 58% των κοντρατάδος που ρωτήθηκαν είχαν πληρώσει κατά μέσο όρο 590 δολάρια μίζα σε μεσάζοντα για να τους βρει δουλειά. Για μία στις δέκα περιπτώσεις η δουλειά ήταν ανύπαρκτη. Επιπλέον, σχεδόν οι μισοί (47%) είχαν φορτωθεί δυσβάσταχτα χρέη και δάνεια με επιτόκια μέχρι και 80%, προκειμένου να ταξιδέψουν ως τις ΗΠΑ. Αυτές οι οφειλές, σε συνδυασμό με την εργασιακή εκμετάλλευση που γνώριζαν όταν και αν τελικά έφταναν στην πολυπόθητη δουλειά, σε πολλές περιπτώσεις μετέτρεπαν τη σχέση εργασίας τους σε σχέση δουλείας.

contratados site

Το contratados.org είναι ένα σάιτ που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του CDM, για να βοηθήσει τους συγκεκριμένους εργάτες, καθώς κι εκείνους που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ με βίζες τύπου H-2B (για εποχικές μη αγροτικές δουλειές), να αλληλοενημερώνονται για τις παγίδες αυτού του συστήματος, που ουσιαστικά λειτουργεί ως ένα δίκτυο κυκλωμάτων δουλεμπορίας. Όπως, αναφέρεται, πάντως, το σάιτ αφορά και άλλους εργάτες που αναζητούν δουλειά στις ΗΠΑ με άλλους τύπους βίζας. Ή ακόμα και ανθρώπους που περνούν τα σύνορα χωρίς θεωρήσεις, οι οποίοι αποτελούν το συντριπτικό ποσοστό της οικονομικής μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ, όπως φαίνεται και από την στατιστική των συλλήψεων στα νοτιοδυτικά τους σύνορα.

Το πρώτο που δηλώνουν ότι επιδιώκουν οι δημιουργοί του contratados.org, είναι η διαφάνεια γύρω από τον ρόλο των μεσαζόντων και των εργοδοτών. Το δεύτερο είναι η ενημέρωση των εργατών για τις νομικές διαδικασίες, τα δικαιώματά τους και όσα πρόκειται να συναντήσουν αν αποφασίσουν να κάνουν ένα τέτοιο ταξίδι. Αυτά επιτυγχάνονται με τη χρήση διαδικτυακών εργαλείων (π.χ. ανώνυμης αξιολόγησης μεσαζόντων και εργοδοτών από τους ίδιους τους εργάτες) και με καμπάνιες ενημέρωσης μέσω ραδιοφώνου, εντύπων κλπ. Βασικός συνεργάτης του contratados.org είναι το Radio Bilingüe, το μοναδικό μη κερδοσκοπικό ραδιοφωνικό δίκτυο στις ΗΠΑ, που ελέγχεται από λατινοαμερικανούς και μεταδίδει προγραμμα στα ισπανικά, για τις κοινότητες των μεταναστών.

Από την 1η Οκτωβρίου που η ιστοσελίδα λειτούργησε επισήμως, φαίνεται πως έχουν συγκεντρωθεί ελάχιστες αξιολογήσεις εργοδοτών ή μεσαζόντων. Στην ενότητα για τα δικαιώματα των εργατών, ωστόσο, υπάρχει πλούσιο υλικό, με ηχητικές επεξηγήσεις και αφισάκια με κόμικς που συμπυκνώνουν βασικές συμβουλές με εύληπτο τρόπο.

contratados

Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τα διαδικτυακά μοντέλα που βασίζονται στη συμμετοχή χρηστών, παρομοιάζουν το contratados.org με το Yelp, μια αμερικανική πλατφόρμα αξιολόγησης τοπικών επιχειρήσεων, που περιλαμβάνει πλέον αξιολογήσεις σε 29 χώρες. Είναι φανερό, πάντως, ότι το μοντέλο δεν είναι περιοριστικό. Μπορεί να εμπνεύσει πολλές παραλλαγές, που να αφορούν μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινότητες για τις οποίες η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών τους θα ήταν ζωτικής σημασίας. Ποιός δεν θα ήθελε, για παράδειγμα, να δει ένα αντίστοιχο contratados.org για μετανάστες ή επισφαλείς εργαζόμενους σε κάποιον κλάδο της ελληνικής οικονομίας; Α, ναι, οι εργοδότες δεν θα ήθελαν.

 

Σημείωση:
*To Centro de los derechos del migrante (Κέντρο για τα δικαιώματα του μετανάστη ή CDM) είναι μια οργάνωση που ιδρύθηκε το 2005 από μια αμερικανίδα δικηγόρο που αναλάμβανε υποθέσεις μεξικανών εργατών που έπεφταν θύματα των κυκλωμάτων διακίνησης εργατών για αγροτικές δουλειές στις ΗΠΑ. Έχει γραφεία στις ΗΠΑ και στο Μεξικό και αναπτύσσει έργο στις κοινότητες των εργατών στο Μεξικό και στους χώρους εργασίας τους στις ΗΠΑ.




Το κυνήγι των τρολ

 

Τις τελευταίες μέρες συζητιέται στο Ηνωμένο Βασίλειο η αύξηση της ποινής ενάντια στα τρολ του διαδικτύου. Η ποινή μέχρι τώρα έφτανε τους έξι μήνες φυλάκισης σύμφωνα με το νόμο περί κακόβουλης επικοινωνίας (Malicious Communications Act) και τώρα οι άγγλοι νομοθέτες προτείνουν να φτάσει τα δύο χρόνια. Αφορμή για αυτές τις συζητήσεις είναι διάφορα περιστατικά που έχουν προκύψει τον τελευταίο καιρό στο διαδίκτυο.

Πριν περίπου 20 μέρες και με αφορμή το άνοιγμα της υπόθεσης της Madeleine Mc Cann που απήχθη στην Πορτογαλία πριν κάποια χρόνια, το Sky News και πιο συγκεκριμένα ο ρεπόρτερ του, Martin Brunt, έψαξε και βρήκε μια 63χρονή η οποία σύμφωνα με τους ίδιους ήταν ένα από τα τρόλ που επιτίθονταν στην οικογένεια Mc Cann με το ψευδώνυμο @sweepyface.

 

sweepyface2_3063131c

 

Η 63χρονή Brenda Leyland βγαίνοντας από το σπίτι της στο Lancashire, προσεγγίστηκε από τον Brunt και παραδέχτηκε μπροστά στην κάμερα πως της ανήκει ο λογαριασμός @sweepyface. Όταν ο δημοσιογράφος τη ρώτησε γιατί επιτίθεται στην οικογένεια Mc Cann , εκείνη απάντησε «Έχω το δικαίωμα να το κάνω».

sweepyface

Το βίντεο με τις δηλώσεις της Leyland έπαιξε σε όλα τα μεγάλα διαδικτυακά κανάλια με αποτέλεσμα ο λογαριασμός @sweepyface να έχει πλέον πρόσωπο, ηλικία και τόπο κατοικίας. Την επόμενη μέρα η Leyland εξαφανίστηκε από το σπίτι της και λίγες ώρες αργότερα βρέθηκε νεκρή σε ένα ξενοδοχείο. Τις πρώτες ώρες μετά την αναγγελία του θανάτου της δημιουργήθηκε το #martinbrunt (είναι το όνομα του δημοσιογράφου από το Sky News) που γράφτηκαν εκατοντάδες τουίτς σχετικά με τις επιπτώσεις που είχε η αποκάλυψη της ταυτότητας της καθώς και η «ανάκριση» της Leyland από τον Brunt.

Πολλοί έγραφαν πως η @sweepyface είχε επανειλημμένα γράψει στο τουίτερ τις τελευταίες 3 μέρες της ζωής της ότι παρακολουθείται από τον Brunt, ενώ άλλοι ανέβαζαν φωτογραφίες με διαλόγους άλλων λογαριασμών που επιτίθονταν στην @sweepyface λόγω της στάσης της προς την οικογένεια Mc Cann. Αυτές οι φωτογραφίες αποκαλύπτουν πως και η ίδια ήταν συχνά θύμα της ίδιας συμπεριφοράς που την κατηγορούν.

attackatsweepyface

Άλλοι αναρωτιούνταν αν το να έχεις διαφορετική άποψη για κάτι (όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση για την υπόθεση Mc Cann) είναι αρκετό για να μπεις στο στόχαστρο των Media και τελικά να φτάσεις ως την αυτοκτονία. Τα περισσότερα τουίτς που γράφτηκαν για το θέμα ζητούσαν από το Sky News να απολύσει τον δημοσιογράφο και να ζητήσουν δημόσια συγνώμη για τη στάση που κράτησαν πριν και μετά το θάνατο της Leyland.

Την υπόθεση της Leyland ακολούθησε αυτή του μοντέλου  και κόρη των διάσημων Άγγλων παρουσιαστών Richard & Judy, Chloe Madeley. H Madeley δέχτηκε διάφορες διαδικτυακές απειλές μετά την υποστήριξη που έδειξε στη μητέρα της στο τουίτερ.  Η γνωστή τηλεοπτική παρουσιάστρια Judy Finnigan και μητέρα της Chloe Madeley  υποστήριξε δημόσια την απελευθέρωση του ποδοσφαιριστή Ched Evans, ο οποίος εξέτισε τη μισή ποινή του (2,5 από 5 χρόνια) μετά από την κατηγορία για το βιασμό μιας 19χρονής. Η Finnigan σχολίασε πως ο Evans θα έπρεπε να μπορέσει να συνεχίσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής μιας και δεν κατηγορήθηκε ποτέ πως προκάλεσε κάποια σωματική βλάβη στην 19χρονή κοπέλα. Λίγο αργότερα, η Chloe Madeley,  υποστήριξε στο τουίτερ τα σχόλια της μητέρα της και τότε η ίδια άρχισε να δέχεται επίθεση για τη στάση της.

chloe

Με αφορμή το τελευταίο, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Chris Grayling δήλωσε ότι «Τα διαδικτυακά τρολ είναι κάποιοι δειλοί που δηλητηριάζουν τη ζωή μας σε εθνικό επίπεδο» θέλοντας να υποστηρίξει την πρόταση για αύξηση των ποινών τους στο δικαστήριο.

Διαβάζοντας τις δηλώσεις του Grayling αναρωτιέμαι που σταματά η ελευθερία του λόγου και που ξεκινά η λεκτική κακοποίηση και η επίθεση; Διαφέρουν και θα έπρεπε να διαφέρουν  οι τρόποι με τους οποίους κανείς ορίζει την ελευθερία του λόγου και την επίθεση στο διαδίκτυο και την πραγματική ζωή;

Ποιος ορίζει και ποιος θα έπρεπε να ορίσει σε ποιο σημείο η αντιπαράθεση γίνεται επίθεση; Ισχύουν και θα έπρεπε να ισχύουν οι ίδιοι όροι στο διαδίκτυο με την πραγματική ζωή; Και αν ναι γιατί τότε να μιλάμε για το διαδίκτυο ως κάτι μη-πραγματικό;

 

 




Nomophobia

 

Τ ους τελευταίους έξι μήνες απέκτησα καινούργια συσκευή κινητού, δηλαδή smartphone*. Μετά από μια περίοδο απόλυτης αφοσίωσης στη νέα συσκευή αποφάσισα ότι, τουλάχιστον τα βράδια πριν κοιμηθώ, θα το αφήνω στο τραπέζι του σαλονιού και όχι στο κομοδίνο. Κάθε πρωί όμως, μόλις ξυπνήσω και πριν φτιάξω καν καφέ, κατευθύνομαι στο τραπέζι του σαλονιού για να δω το κινητό. Πριν φτάσω σε αυτό έχω ήδη καταλάβει από το χρώμα που αναβοσβήνει το λαμπάκι του τι πρόκειται να αντικρίσω. Μήνυμα απλό, μήνυμα στο facebook, ή ένα απλό notification ενός like;  Από εκείνη τη στιγμή, γνωρίζω τι κάνουν οι περισσότεροι μου φίλοι, τι ώρα πήγαν για ύπνο, τι ώρα ξύπνησαν, πού βρίσκονται και τι θα κάνουν. Και κάπως έτσι ξεκινάει η ημέρα.

Στο δρόμο για τις δουλειές και πριν βγω καν από την είσοδο του σπιτιού έχω βάλει τα ακουστικά που συνδέονται με τη συσκευή του κινητού. Κάπως έτσι θα συνεχιστεί όλη η μέρα και ακολουθώντας μια τελετουργική διαδικασία θα φτάσει το βράδυ που θα “σκρολάρω” καληνυχτίζοντας για ακόμη μια φορά το κινητό. Γαμώ το χρονισμό μας!

Αν αφιερώσουμε λίγα λεπτά και παρατηρήσουμε τους φίλους μας, τον κόσμο στο μετρό, τους ανθρώπους στο δρόμο, θα δούμε ότι αρκετοί είναι αυτοί που αγχώνονται στα όρια της παράνοιας αν χάσουν το κινητό τους ακόμα και για λίγα δευτερόλεπτα. Άλλωστε, ποιο είναι το μαγικό τρίπτυχο που λέτε φεύγοντας από το σπίτι; Μήπως, είναι κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι;

Πριν κάποια χρόνια σε μια διάλεξη μας ρώτησαν ποια είναι η σχέση μας με τα κινητά. Ακόμα δεν υπήρχαν τα smartphones αλλά αντικειμενικά ανήκα στην γενιά που είχε μεγαλώσει με κινητό. Με αυτά δηλαδή τα κινητά που έπαιζες φιδάκι ενώ κάποιος καθηγητής έκανε μάθημα. Η σκέψη μου για την παραπάνω ερώτηση ήταν διττή. Θυμόμουν δηλαδή τα πρώτα χρόνια που απέκτησα την πρώτη συσκευή κινητού και την φωνή της μαμάς μου να με ψάχνει. Από την άλλη θυμήθηκα τα πρώτα φοιτητικά χρόνια, εκεί που το κινητό κατάφερνε και κάλυπτε κάθε απόσταση μετατρέποντας το “εκεί” δίπλα μου.

Τι γίνεται όμως σήμερα όπου κάθε μέρα που περνάει η δύναμη της τεχνολογίας επαναπροσδιορίζει την καθημερινότητα και επανανοηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις; Άσχετα λοιπόν με την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, το οικονομικό/πολιτιστικό κεφάλαιο που μπορεί να έχει ο καθένας, είναι πολύ πιθανό να διαβάζετε το εν λόγω κείμενο από το κινητό σας τηλέφωνό. Σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο Pew Study, μέχρι το 2013 το 56% των Αμερικάνων πολιτών ήταν κάτοχοι smartphone.

Nomophobia4-Recovered-4

Σήμερα, χρησιμοποιούμε το κινητό σε πάρα πολλές καθημερινές πρακτικές, από το να πούμε “σ’ αγαπώ” μέχρι να χωρίσουμε, από το να ελέγξουμε και να πληρώσουμε τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, να μοιραστούμε φωτογραφίες, μέχρι να βρούμε ερωτικό σύντροφο. Με άλλα λόγια, κουνώντας απλά τη δεξιά μας παλάμη πραγματοποιούμε ένα μεγάλο σύνολο καθημερινών εργασιών.

Μην σοκάρεστε! Ξέρετε ποιοι πραγματικά είστε. Άλλωστε, η απόσταση από την λογική στην παράνοια είναι μόλις λίγα παραπάνω ποσταρίσματα. Το καλοκαίρι πόσες φωτογραφίες ποστάρατε από τις παραλίες που βρεθήκατε; Όταν βρίσκεστε σε ένα γεύμα που είναι το κινητό σας; Για πολλούς από εμάς έχει γίνει παράδοση να τρώμε και να ελέγχουμε παράλληλα τα μηνύματα μας, να διαβάζουμε κείμενα, με την ίδια κεκτημένη ταχύτητα, που μικρότεροι διαβάζαμε τα συστατικά στα δημητριακά, να ποστάρουμε στο Facebook ή απλά να κάνουμε μερικά RT. Στο cinema αρκετοί άνθρωποι ανήκουν στην κατηγoρία multi-tasking παρακολουθώντας ταινία αλλά παράλληλα στέλνοντας μηνύματα. Στο δείπνο, στον κινηματογράφο, στην παράσταση του παιδιού, ακόμα και σε μια συνομιλία πρόσωπο με πρόσωπο, το smartphone αποτελεί την προτεινόμενη σημερινή συνθήκη.

Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ένα μεγάλο ποσοστό χρηστών smartphone παίρνει το κινητό στην κρεβατοκάμαρα ακόμα και όταν βρίσκεται σε ερωτική συνεύρεση. Όπως αναφέρει η μελέτη, ένας στους δέκα από τους συμμετέχοντες της έρευνας παραδέχτηκε ότι χρησιμοποιεί το κινητό του τηλέφωνο κατά την διάρκεια σεξουαλικής επαφής με το σύντροφο του. Την ίδια στιγμή, ένας στους πέντε σε μικρότερες ηλικίες (18-34) σύμφωνα με την έρευνα, δηλαδή το 20%, χρησιμοποιεί το κινητό του όταν είναι με τον ερωτικό του σύντροφο.

Το κινητό τηλέφωνο στην κρεβατοκάμαρα ωστόσο δεν είναι η μόνη και η πιο δυνατή εισβολή στις προσωπικές μας στιγμές. Η έρευνα που πραγματοποίησε το Mobile Consumer Habits το 2013 έδειξε ότι το 12% χρησιμοποιεί την αγαπημένη του συσκευή ακόμα και στο ντους. Ακόμα χειρότερο σενάριο είναι ότι το 50% παραδέχτηκε πως χρησιμοποιεί το κινητό του κατά την οδήγηση, γεγονός το οποίο είναι πιο επικίνδυνο από το να οδηγείς υπό την επήρεια αλκοόλ. 

Τι θα λέγατε για μια FaceTime συνομιλία ενώ περπατάτε;

Οκ. θέλουμε να μιλήσουμε, να στείλουμε μήνυμα, tweet ή να ποστάρουμε μια φωτογραφία στο Facebook ενώ κάνουμε ντους ή σεξ; Αν θεωρείται δεδομένη την παραπάνω συνθήκη και το κινητό σας τηλέφωνο είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού σας, τότε η κατάσταση χρήζει παρατήρησης. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όταν κάποιος δεν μπορεί να αποχωριστεί το smartphone ενώ αγχώνεται όταν βρεθεί εκτός δικτύου, τελειώσει η μπαταρία του ή χάσει τη συσκευή (ακόμα και για λίγα δευτερόλεπτα) τότε η εξάρτηση αυτή ονομάζεται nomophobia.

Nomophobia4-Recovered-1

Όπως φαντάζεστε το ζήτημα του εθισμού με το κινητό δεν αποτελεί μόνο πρόβλημα των Αμερικάνων αλλά είναι παγκόσμιο. Σύμφωνα με έρευνα της Versapak, το 41% των Βρετανών αισθάνονται άγχος ή ότι χάνουν τον έλεγχο όταν αποχωρίζονται το smartphone ή το tablet ενώ το 51% παραδέχτηκε ότι βρίσκεται σε ακραία μορφή άγχους όταν τους συμβαίνει μια από τις δύο παραπάνω περιπτώσεις. O Leon Edwards της Versapak αναφέρει πώς “οι χρήστες που βιώνουν παρόμοια συναισθήματα με τα παραπάνω νιώθουν σα να τους λείπει κάτι συνέχεια”, ενώ συμπληρώνει “πως το συναίσθημα είναι όπως όταν αγχωνόμαστε για ένα γεγονός που δε γνωρίζουμε τι έχει συμβεί”.

Σύμφωνα με μια άλλη έρευνα από το SecurEnvoy, το 70% των γυναικών νιώθουν τεράστιο άγχος όταν αποχωρίζονται το κινητό τους, σε αντίθεση με τους άντρες όπου τo 61% νιώθει άγχος. Παρατηρώντας τα παραπάνω ποσοστά εύκολα μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι σε λίγο καιρό η πάθηση του να μην μπορεί το υποκείμενο να αποχωριστεί το κινητό του θα ανήκει στο εγχειρίδιο των ψυχικών διαταραχών (DSM). Και γιατί όχι, αφού τα smartphone έχουν γίνει προέκταση των χεριών μας, το μηχάνημα που πραγματοποιούμε όλες μας τις δουλειές ή ακόμα και ο καλύτερος μας φίλος. Ακολουθώντας την παραπάνω σκέψη, η απώλεια της συσκευής μπορεί για κάποιους να είναι παρόμοια ακόμα και με την απώλεια ενός καλού φίλου.

Nomophobia4-Recovered-2

Αναλογιστείτε απλά σε τι απόσταση έχετε το  smartphone από τη θέση που κάθεστε στο γραφείο, στη κουζίνα, στο σαλόνι. Το  75% των συμμετεχόντων στην έρευνα του Mobile Consumer Habits δήλωσε πως η απόσταση που έχουν από το κινητό τους είναι λιγότερη από 2 μέτρα.

Εσείς, πόσο συχνά τσεκάρετε το κινητό σας;

Και τώρα ας δούμε μια εικόνα από το μέλλον που μάλλον δε φαντάζει και τόσο μακρινή. Πώς θα σας φαινόταν αν απαγορεύονταν τα κινητά ανά περιοχές όπως απαγορεύεται σήμερα το κάπνισμα; Οκ, πριν καμιά 15ετία μπορούσε κανείς να καπνίσει όπου επιθυμεί, σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει απαγορεύοντας το κάπνισμα ακόμα και έξω από κτήρια. Φανταστείτε λοιπόν να συμβεί το ίδιο και με τα smartophone. Να δημιουργηθούν δηλαδή “quiet zones” όπου να απαγορεύεται το κινητό τηλέφωνο ή να κατασκευασθούν ειδικοί θάλαμοι στα αεροδρόμιο που να είναι ελεύθερη η χρήση του smartphone. Γιατί όχι;

Για κάποιους από εμάς η ιδέα του nomophobia είναι μια καλή αρχή για να πάρουμε την απόσταση μας από τις συσκευές. Για κάποιους άλλους είναι παραπάνω άγχος. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι πότε η εμμονή για το smartphone γίνεται εξάρτηση; Κι αν όντως γίνεται, τότε τι κάνουμε;

*Υ.Γ: Όσοι δεν έχουν smartphone και οι σκέψεις του κειμένου φαίνονται πολύ μακρινές, απλά να θυμάστε ότι όλα μπορεί να αλλάξουν με το που αποκτήσετε την εν λόγω συσκευή.




«The Internet’s Own Boy»: Μια ταινία για τον Aaron Swartz

 

Οι συνηθισμένες ιστορίες πιτσιρικιών που μπουσουλάνε, πιάνουν στα χέρια τους τον πρώτο τους υπολογιστή και λίγο πριν ή λίγο μετά το τέλος του κολεγίου γίνονται διάσημοι χάρη σε κάποιο από τα ταλέντα τους που άνθισε μέσα από το Ίντερνετ, συνήθως έχουν κι ένα χάπι-έντ. Η περίπτωση του Aaron Swartz δεν είχε. H ιστορία τελείωσε με μια θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Αλλά όσα προηγήθηκαν στα τελευταία από τα 25 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους οραματιστές και αγωνιστές στην ιστορία του Ίντερνετ. Η ταινία «The Internet’s Own Boy» («Το αγόρι του Ίντερνετ») που είναι αφιερωμένη στη ζωή του και αποτυπώνει για πρώτη φορά στην οθόνη τις συνθήκες της δίωξης που οδήγησε στον θάνατο του, είναι από χτες διαθέσιμη ελεύθερα και δωρεάν για όσους θέλουν να την δουν και να την κατεβάσουν, σε χώρες εκτός ΗΠΑ.

Μπορείτε να την δείτε ενσωματωμένη και στο thecricket.gr:

Η ταινία πρακολουθεί τον Swartz μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, συνεργατών, των γονιών και των δύο αδελφών του, αλλά και διακεκριμένων προσωπικοτήτων, όπως ο (συν)ιδρυτής του Παγκόσμιου Ιστού (WWW), Tim Berners Lee και ο εμπνευστής των Creative Commons, Lawrence Lessig, που είχαν συνεργαστεί μαζί του και τον αναγνωρίζουν ως ένα παιδί-θαύμα. Η αφήγηση ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία του Aaron, τότε που οι γονείς του ανακάλυψαν ότι στα 3 του χρόνια ήξερε ήδη να διαβάζει, λίγο πριν κολλήσει στον πρώτο υπολογιστή που μπήκε στο σπίτι και μάθει μόνος του να προγραμματίζει.

Στα 12, είχε φτιάξει ήδη το πρώτο του σάιτ, το The Info Network, όπου καλούσε τους επισκέπτες να εναποθέτουν ό,τι είδους γνώσεις και πληροφορίες διέθεταν, δημιουργώντας ένα είδος διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας. Είχε οραματιστεί, δηλαδή, αυτό που 5 χρόνια αργότερα έγινε η Wikipedia, με τη διαφορά ότι εκείνος εισέπραξε μόνο μια σχολική επίπληξη για την «βλακώδη» ιδέα του.

Ο μικρός

Την ίδια χρονιά παραλαμβάνει το πρώτο του βραβείο προγραμματισμού από το ΜΙΤ και στη συνέχεια γίνεται μέλος σε μη κερδοσκοπικές κοινότητες προγραμματιστών όπως η RSS-DEV Working Group που έγραψε ιστορία δημιουργώντας το RSS 1.0 (το πρότυπο που επιτρέπει για πρώτη φορά στον χρήστη του Ίντερνετ να λαμβάνει αυτόματες ανανεώσεις από ιστοσελίδες). Οι άλλοι προγραμματιστές εκπλήσσονται όταν κάποια στιγμή μαθαίνουν πως ένα από τα πιο δημιουργικά μέλη τους δεν μπορεί να έρθει να τον γνωρίσουν από κοντά καθώς τους λέει «μάλλον δεν θα με αφήσει η μαμά μου». Διαπιστώνουν ότι κάποιος ανάμεσά τους είναι 14 ετών και δούλευε στο πρότζεκτ από τα 13 του.

Ο Swartz βαριέται ήδη το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα. Ξέρει πως τα περισσότερα πράγματα που τους μαθαίνουν εκεί μπορεί να τα μάθει διαβάζοντά τα μόνος του, θέλει να συμβάλλει σε πιο δημιουργικά πρότζεκτ και να βρει πρόσβαση σε περισσότερη γνώση. Είναι μέλος μια γενιάς που βιώνει τη σύγκρουση μεταξύ του παλιού συστήματος περί πνευματικής ιδιοκτησίας και του νέου που χτιζόταν, του Διαδικτύου, διαπιστώνει ο Lawrence Lesssig.

Οι δύο τους γνωρίστηκαν το 2002, όταν ο 16χρονος πια Aaron πήγε στην Ουάσινγκτον να παρακολουθήσει την εκδίκαση μιας υπόθεσης περί πνευματικής ιδιοκτησίας που είχε φέρει ο Lessig στον Ανώτατο Δικαστήριο. Υπάρχει μια συγκινητική φωτογραφία με τους δυό τους να τα λένε σε ένα πεζούλι: ο διανοητής ακαδημαϊκός απέναντι σε ένα μάλλον ατσούμπαλο πιτσιρίκι με ένα σακίδιο στην πλάτη, να του μιλάει.

Το πιτσιρίκι σύντομα καλείται και δίνει ομιλίες παρουσίασης του συστήματος των Creative Commons που είχε στήσει η κοινότητα γύρω από τον Lessig. Είναι μικρός, δεν φτάνει καλά καλά στα μικρόφωνα και η μαμά του, που κάθεται πίσω στην αίθουσα, απορεί πώς όλοι αυτοί οι τύποι δέχονται να ακούν ένα παιδί.

Στα 18 του πάει στο πανεπιστήμιο, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι κι εκεί ασφυκτικό. Στα 20, μαζί με μια ομάδα προγραμματιστών φτιάχνουν την πλατφόρμα διαμοιρασμού ειδήσεων Reddit, που γνωρίζει τεράστια επιτυχία και εξαγοράζεται από την Conde Nast. Βγάζει αρκετά χρήματα από την εξαγορά, πιθανότατα πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια, αλλά δεν αλλάζει τον τρόπο που ζει. Μετακομίζει, όμως στο Σαν Φρανσίσκο, καθώς η Conde Nast του προσφέρει δουλειά στην εταιρεία, που εκδίδει και το περιοδικό Wired. Ο ίδιος, όμως, φρικάρει από το θορυβώδες και αντιπαραγωγικό στυλ των παιδιών της Σίλικον Βάλεϊ. Την πρώτη μέρα καταλήγει κλαίγοντας στην τουαλέτα του γραφείου και σύντομα σταματάει να πηγαίνει. Μετά από λίγο ποζάρει φορώντας ένα μπλουζάκι με το λογότυπο του Wired όπου αντί για W έχει F. Εχει απολυθεί.

Έρευνα και ακτιβισμός

Ο Swartz είχε ήδη επιλέξει τον δρόμο του. Γι’αυτόν η επιτυχία δεν κρίνεται με όρους επιχειρηματικής επιβράβευσης και υλικών ανταμοιβών. Έχει έναν πολιτικό προσανατολισμό σε ό,τι κάνει, λένε οι δικοί του άνθρωποι. Η τότε φίλη και σύντροφός του Quinn Norton διαπιστώνει ότι η η απόλυση από το Wired ήταν η στιγμή που ο επιχειρηματικός κόσμος τον απέρριψε. Κι αυτό φαίνεται πως είναι και το ιστορικό σημείο που διαχωρίζει πλέον ξεκάθαρα τον Swartz από τα υπόλοιπα παιδιά-θαύματα που αναδύονται από τον διαδικτυακό κόσμο των start-ups και μένουν εκεί.

Η δράση του από εκεί και πέρα είναι ερευνητική και χ-ακτιβιστική. Συμβάλει σε μια σειρά από πολύ σημαντικά και δημιουργικά εγχειρήματα, όπως το Open Library [ένα μεγάλο wiki με μια σελίδα για κάθε βιβλίο που έχει γραφτεί, με πληροφορίες από ποικίλες πηγές και με τρόπους να το βρει κανείς, να το δανειστεί , να το αγοράσει ή να το διαβάσει online] και το Internet Archive [μια μεγάλη ηλεκτρονική βιβλιοθήκη που αρχειοθετεί σελίδες του Ίντερνετ κι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που προάγει την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση].

Παράλληλα πειραματίζεται με την εξασφάλιση πρόσβασης σε μεγάλες βάσεις δεδομένων, οι οποίες διαχειρίζονται δημόσια γνώση αλλά την κρατούν κλειδωμένη, κερδοσκοπώντας με τις άδειες πρόσβασης. Μια από αυτές τις περιπτώσεις, είναι η πλατφόρμα PACER, η οποία συγκεντρώνει και προσφέρει με χρέωση όλες τις αποφάσεις των αμερικανικών δικαστηρίων και άλλα νομικά κείμενα, βγάζοντας κέρδη πάνω από 100 εκατ. δολάρια ετησίως. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ (σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης) διέπονται από το κοινό δίκαιο, δηλαδή οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να συμπληρώσουν την υπάρχουσα νομοθεσία ως νέοι νόμοι, το να στερείς από τους πολίτες την δωρεάν πρόσβαση στις δικαστικές αποφάσεις, σημαίνει ότι όσοι δεν έχουν να διαθέσουν χρήματα δεν μπορούν να διαβάσουν τους νόμους.

Χακάροντας το σύστημα των δημόσιων βιβλιοθηκών ώστε να κατεβάσει αποφάσεις από τις βάσεις του PACER και να τις κάνει διαθέσιμες μέσω του public.resource.org, ο Swartz μπήκε για πρώτη φορά στο στόχαστρο του FBI το 2009. Οι παρακολουθήσεις και οι έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά και προσωρινά τον άφησαν ήσυχο. Στο μεταξύ, η δημοσιοποίηση των αρχείων ανέδειξε την παραβίαση της ιδωτικότητας των πολιτών, οι οποίοι εκτίθενταν παρανόμως σε πολλά από τα δικαστικά έγγραφα και ανάγκασε τις δικαστικές αρχές να αλλάξουν πολιτική σε αυτό το θέμα.

«Άδικοι νόμοι υπάρχουν.

Θα πρέπει να τους υπακούμε ευχαριστημένοι,
ή θα πρέπει να προσπαθούμε να τους αλλάξουμε,
και θα τους υπακούμε μέχρι να τους αλλάξουμε;

Ή θα πρέπει να τους υπερβαίνουμε κατευθείαν;»

                                                    Χένρι Ντέιβιντ Θόρω

Το επόμενο ακτιβιστικό πεδίο ήταν οι ακαδημαϊκές βάσεις δεδομένων. Η εκδοτική βιομηχανία που δημοσιεύει τα ακαδημαϊκά συγγράμματα και οχυρώνει την πρόσβαση σε αυτά μέσα σε βάσεις με πανάκριβες χρεώσεις και συνδρομές, επιτυγχάνοντας τζίρους δισεκατομμυρίων ετησίως. Για ερευνητές και πανεπιστήμια χωρίς επαρκείς πόρους, αυτό σημαίνει αποκλεισμό από ένα τεράστιο πεδίο έρευνας και γνώσης. Ο Swartz πρωτοστάτησε στο αναδυόμενο αυτό πεδίο ακτιβισμού που διεκδικεί την απελευθέρωση της ακαδημαϊκής γνώσης. Αν ποτέ επικρατήσει η μη κερδοσκοπική αντίληψη αυτού του κινήματος θα σημάνει τον αφανισμό του υφιστάμενου πανίσχυρου συστήματος, που στις ΗΠΑ εκφράζεται και μέσω ενός εξίσου πανίσχυρου λόμπι. Ο Swartz υπογράφει ο ίδιος το «Guerilla Open Access Manifesto», που συνέταξε το 2008 μαζί με άλλους ακτιβιστές [παρατίθεται μεταφρασμένο στο τέλος του κειμένου] μέσω του οποίου ζητείται από όποιον ακαδημαϊκό, ερευνητή, φοιτητή ή άλλον, έχει πρόσβαση σε ακαδημαϊκά συγγράμματα να τα διαθέσει μέσω ανοιχτών αποθετηρίων σε όλο τον κόσμο.

Στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών

Στο πλαίσιο αυτού του ακτιβισμού για την ελεύθερη πρόσβαση στα ακαδημαϊκά συγγράμματα ή για τους σκοπούς κάποιας έρευνας αντίστοιχης με την επεξεργασία της νομικής βάσης του PACER –κανείς δεν ξέρει για τι από τα δύο-, τον Σεπτέμβριο του 2010 ο Swartz συνδέει έναν υπολογιστή στο δίκτυο υπολογιστών του ΜΙΤ και αρχίζει να κατεβάζει μαζικά τις δημοσιεύσεις που περιλαμβάνονταν σε μια συγκεκριμένη βάση ακαδημαϊκών συγγραμμάτων, του JSTOR. Το κάνει κρυφά και παρακάπτοντας με τεχνικές χάκερ την απαγόρευση του δικτύου του ΜΙΤ.

Αυτή τη φορά δεν αναλαμβάνει το FBI αλλά οι μυστικές υπηρεσίες, που με βάση τον Πατριωτικό Νόμο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, έχουν δικαιοδοσία και για υποθέσεις που σχετίζονται με τη χρήση της τεχνολογίας. Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εισαγγελέα της Μασαχουσέτης, Carmen Ortiz, που ασκεί τη δίωξη εναντίον του Swartz, το να γράφεις υπολογιστικό κώδικα που δίνει εντολή στον υπολογιστή να κατεβάζει το ένα σύγγραμμα μετά το άλλο είναι το ίδιο με τη χρήση λοστού από διαρρήκτη. Στις 14 Ιουλίου ο Swartz συλλαμβάνεται και του απαγγέλονται 4 κατηγορίες, που επισύρουν φυλάκιση 6-35 ετών και πρόστιμο μέχρι 1 εκατ. δολάρια. Από την εισαγγελία τον πιέζουν να αποδεχτεί την κατηγορία για κακούργημα και να στερηθεί την πρόσβαση σε υπολογιστή για περίπου ενάμιση χρόνο με αντάλλαγμα να μην δικαστεί.

Όπως αποδεικνύεται αργότερα, δεν ήταν το ΜΙΤ και το JSTOR που πίεζαν για την δίωξη, αν και η «ουδέτερη» στάση τους λειτούργησε σε βάρος του Swartz. Τη μέρα που απαγγέλονται οι κατηγορίες και ο Swartz αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση, το JSTOR, που θιγόταν, αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του. Στο εξής η δίωξη είναι από την κυβέρνηση, που αρνείται το αίτημα της οικογένειας Swartz να λήξει η υπόθεση. Αντιθέτως τους πιέζουν, μαζί με την σύντροφο και κάποιους συνεργάτες του, για να δώσουν στοιχεία, να καταθέσουν και να τον πιέσουν να δηλώσει ενοχή για κακούργημα. Όπως ομολόγησε αργότερα ο βοηθός της εισαγγελέως Ortiz, Stephen Heymann, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, οι αρχές χρειάζονταν την ομολογία ή την καταδίκη του Swartz ως προηγούμενο προκειμένου να καταστείλουν αντίστοιχες πράξεις στο μέλλον.

Το γεγονός ότι όλα συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου γεμάτης ακτιβιστικές αποκαλύψεις (όπως τα War Logs του Wikileaks) και κοινωνικές διαμαρτυρίες όπως το κίνημα Occupy, εκτιμάται ότι συνέβαλε στην ακατανόητη λύσσα της εισαγγελίας και της κυβέρνησης Ομπάμα να συνεχιστεί μέχρι τέλους η δίωξη. Το γεγονός ότι μεσολάβησε ο θρίαμβος του κινήματος διαμαρτυρίας ενάντια στους νόμους SOPA [Stop Online Piracy Act – Πράξη για τη Διακοπή της Δικτυακής Πειρατείας] και PIPA [Protect Intellectual Property Act – Πράξη για την προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας] που επρόκειτο να ψηφιστούν από την αμερικανική γερουσία προς (ακόμη μεγαλύτερο) όφελος της μουσικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, σκλήρυνε ακόμη περισσότερο την δίωξη εναντίον του Swartz.

Ο ίδιος, εν μέσω της δίωξής του για την υπόθεση του JSTOR, κλήθηκε και συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτά τα κίνημα, συνεισφέροντας τεχνικά και στρατηγικά. Δημιούργησε το Demand Progress, μια συμμετοχική πλατφόρμα που επέτρεπε στους πολίτες να πιέσουν τους πολιτικούς στέλνοντάς τους μηνύματα για να αλλάξουν τη στάση τους υπέρ των δύο προτεινόμενων νόμων. Η κινητοποίηση κορυφώθηκε στις 18-19 Ιανουαρίου 2012, με το 24ωρο μπλακάουτ στις ιστοσελίδες που συμμετείχαν στη διαμαρτυρία, μεταξύ των οποίων ήταν και κορυφαία σάιτ όπως η Wikipedia. Μετά από αυτό, η δίωξη του Swartz πέρασε από προσωπικό σε θεσμικό επίπεδο, ομολόγησε ο Χέιμαν στα στελέχη του ΜΙΤ.

Τον Σεπτέμβριο του 2012 οι 4 κατηγορίες σε βάρος του έγιναν 11 ενώ οι επισειόμενες ποινές και το επαπειλούμενο πρόστιμο αυξήθηκαν. Η πίεση κλιμακώθηκε και αποδείχτηκε αφόρητη. Στις 11 Ιανουαρίου 2013 ο Aaron Swartz βρέθηκε κρεμασμένος στο διαμερισμά του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Ο κόσμος που θέλουμε

Η υπόθεση Swartz, ο τρόπος που η αμερικανική κυβέρνηση και η εισαγγελία χειρίστηκαν τη δίωξη, ακόμη και το γεγονός ότι την ξεκίνησαν, αναγνωρίζεται ως μια από τις κρισιμότερες προκλήσεις για τον νομικό πολιτισμό των ΗΠΑ και για το ισχύον δίκαιό τους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Πέρα από τους νόμους που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η δίωξη, και εναντίον των οποίων ήδη αναπτύσσεται ένα νέο κύμα διαμαρτυριών και κοινωνικού ακτιβισμού, αναδεικνύεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ηθικής τάξης για μια χώρα και μια κοινωνία που παριστάνει την δημοκρατική. Το αποτυπώνει με μεγάλη σαφήνεια ο Lawrence Lessig λέγοντας, συγκλονισμένος για την απώλεια ενός από τους πιο ξεχωριστούς νέους που γνώρισε ποτέ: Η κυβέρνηση Ομπάμα επέλεξε να ασκήσει δίωξη για κακούργημα σε βάρος κάποιου που επεδίωξε τη διάδοση της γνώσης, ενώ εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα κυκλοφορούν ελεύθεροι και τρώνε κάθε τόσο στον Λευκό Οίκο.

Από αυτή την άποψη, η τραγική απώλεια του Aaron Swartz ακυρώνει κάθε πιθανή αμφιβολία περί του ποιά είναι τα αντίπαλα στρατόπεδα στον πόλεμο για τον έλεγχο του Ίντερνετ που ήδη παρακολουθούμε.

Δείτε επίσης:
http://en.wikipedia.org/wiki/Aaron_Swartz
http://www.aaronsw.com
http://www.rememberaaronsw.com

 

Διαβάστε:
Το Μανιφέστο της Αντάρτικης Ανοιχτής Πρόσβασης (“Guerilla Open Access Manifesto”)

Η πληροφορία είναι δύναμη. Αλλά όπως κάθε μορφή δύναμης, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να την κρατάνε για τους εαυτούς τους. Ολόκληρη η επιστημονική και πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου, που δημοσιεύτηκε ανά τους αιώνες σε βιβλία και περιοδικά, ψηφιοποιείται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό και κλειδώνεται από μια χούφτα ιδιωτικές εταιρείες. Θέλεις να διαβάσεις τα έγγραφα που παρουσιάζουν τα διασημότερα επιστημονικά συμπεράσματα; Θα πρέπει να στείλεις υπέρογκα ποσά σε εκδότες όπως το Reed Elsevier.

Υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν να το αλλάξουν αυτό, Το Κίνημα της Ανοιχτής Πρόσβασης έχει πολεμήσει γενναία για να διασφαλίσει ότι οι επιστήμονες δεν θα εκχωρούν τα πνευματικά τους δικαιώματα αλλά αντιθέτως θα διασφαλίζουν ότι η δουλειά τους θα δημοσιεύεται στο Ίντερνετ κάτω από όρους που θα επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση σ’αυτήν. Αλλά ακόμη και σύμφωνα με το πιο ευνοϊκό σενάριο, αυτό στη δουλειά τους θα ισχύσει για ό,τι θα δημοσιεύσουν στο μέλλον. Ο,τιδήποτε άλλο μέχρι σήμερα θα έχει χαθεί.

Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο τίμημα. Να αναγκάζεις τους ακαδημαϊκούς να πληρώνουν λεφτά για να διαβάσουν τη δουλειά των ίδιων των συναδέλφων τους; Να σκανάρεις ολόκληρες βιβλιοθήκες αλλά να επιτρέπεις μόνο στους τύπους της Google να τις διαβάζουν; Να παρέχεις επιστημονικά άρθρα σε όσους είναι σε πανεπιστήμια-ελίτ του Πρώτου Κόσμου, αλλά όχι στα παιδιά του Νότου του πλανήτη; Είναι εξοργιστικό και απαράδεκτο.

“Συμφωνώ”, λένε πολλοί, “αλλά τι μπορούμε να κάνουμε”; Οι εταιρείες διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα, βγάζουν τεράστες ποσότητες χρημάτων χρεώνοντας την πρόσβαση, κι αυτό είναι απολύτως νόμιμο -δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε για να τους σταματήσουμε”. Αλλά υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, κάτι που ήδη γίνεται: μπορούμε να παλέψουμε.

Εσείς που έχετε πρόσβαση σε αυτές τις πηγές – φοιτητές, βιβλιοθηκάριοι, επιστήμονες – σας έχει δοθεί ένα προνόμιο. Μπορείτε να τροφοδοτείτε αυτό το αποθετήριο γνώσης την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος είναι κλειδωμένος απ’ έξω. Αλλά δεν χρειάζεται -πραγματικά, από ηθικής πλευράς, δεν μπορείτε- να κρατάτε αυτό το προνόμιο για τον ευατό σας. Έχετε καθήκον να το μοιραστείτε με τον κόσμο, και έχετε κωδικούς συναλλαγής με συναδέλφους σας, αιτήματα από φίλους για κατέβασμα αρχείων.

Στο μεταξύ, εκείνοι που έχετε αποκλειστεί δεν στέκεστε αδρανείς στην άκρη. Τρυπώνετε μέσα από κενά και σκαρφαλώνετε φράχτες, απελευθερώνοντας την πληροφορία που είναι φυλακισμένη από τους εκδότες και την μοιράζεστε με τους φίλους σας.

Αλλά όλες αυτές οι πράξεις συμβαίνουν στο σκοτάδι, κρυμμένες κάτω από την επιφάνεια της Γης. Αποκαλούνται κλοπή ή πειρατεία, λες και το να μοιράζεσαι τη γνώση είναι το ηθικό ισοδύναμο του να λεηλατείς ένα πλοίο και να δολοφονείς το πλήρωμά του. Αλλά το να μοιράζεσαι δεν είναι ανήθικο – είναι μια ηθική επιταγή. Μόνο όσοι είναι τυφλωμένοι από την απληστία θα αρνούνταν να επιτρέψουν σε έναν φίλο να βγάλει ένα αντίγραφο.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις, φυσικά, είναι τυφλές από απληστία. Οι νόμοι βάσει των οποίων λειτουργούν το απαιτούν -οι μέτοχοί τους θα εξεγείρονταν με οτιδήποτε λιγότερο. Και οι πολιτικοί που έχουν εξαγοράσει τους στηρίζουν, περνώντας νόμους που τους δίνουν αποκλειστική εξουσία να αποφασίζουν ποιός μπορεί να φτιάχνει αντίγραφα.

Δεν υπάρχει καμμία δικαιοσύνη στο να ακολουθείς άδικους νόμους. Είναι καιρός να έρθουμε στο φως και σύμφωνα με την σπουδαία παράδοση της πολιτικής ανυπακοής, να διακυρήξουμε την αντίθεσή μας σ’ αυτή την ιδιωτική κλοπή του δημόσιου πολιτισμού.

Πρέπει να παίρνουμε την πληροφορία, απ’ όπου κι αν είναι αποθηκευμένη, να φτιάχνουμε αντίγραφα και να τα μοιραζόμαστε με τον κόσμο. Πρέπει να παίρνουμε ό,τι δεν ειναι προστατευμένο για ιδιόκτητα πνευματικά δικαιώματα και να το προσθέτουμε στο αρχείο. Πρέπει να αγοράσουμε μυστικές βάσεις δεδομένων και να τις αναρτήσουμε στο Διαδίκτυο. Πρέπει να κατεβάζουμε επιστημονικά περιοδικά και να τα ανεβάζουμε σε δίκτυα διαμοιρασμού εγγράφων. Πρέπει να παλέψουμε για Αντάρτικη Ανοιχτή Πρόσβαση.

Με αρκετούς από εμάς σε όλο τον κόσμο, δεν θα στείλουμε απλώς ένα ισχυρό μήνυμα που θα αντιτίθεται στην ιδιωτικοποίηση της γνώσης – θα την κάνουμε παρελθόν. Θα έρθεις μαζί μας;

Aaron Swartz

Ιούλιος 2008, Έρεμο, Ιταλία




«Θα πεις στη μαμά μου ότι δεν κάνω τίποτα κακό στο ίντερνετ;»

 

Η Danah Boyd ξέρει τι κάνουν οι έφηβοι στο ίντερνετ. Το ξέρει καλύτερα από τους περισσότερους γονείς εφήβων που γνωρίζω. Και γνωρίζω πολλούς, επειδή είμαι μία από αυτούς. Και σε προηγούμενες εποχές όλοι εμείς θα ήμασταν λίγο-πολύ φρικαρισμένοι που τα παιδιά μας έχουν περάσει στη φάση που αμφισβητούν τα πάντα, που σέρνουν παντού μαζί τους τη βεβαιότητα πως ό,τι κι αν είναι το επόμενο πράγμα που θα πει ένας γονιός θα είναι λάθος, που λίγο απότομα σταματήσαμε να τα κουβαλάμε στο εικονικό μας μάρσιπο και που όλο και πιο συχνά μας κλείνουν την πόρτα. Σε αυτή την εποχή, όμως, είμαστε επιπλέον αδαείς και πανικόβλητοι, σα να βγήκαμε κατευθείαν από ένα σκοτεινό δωμάτιο στην παραλία χωρίς γυαλιά ηλίου, χωρίς να έχουμε ξαναβγεί ποτέ από αυτό το δωμάτιο και σαν να μην έχουμε ξαναδεί ποτέ ήλιο και παραλία.

Μια τέτοια παραλία είναι για τους περισσότερους γονείς το διαδίκτυο: Ένα μέρος που είτε αγνοούν στο σύνολό του, είτε γνωρίζουν ελάχιστα, συχνά τείνοντας να πιστέψουν ότι αποτελεί ένα τρομακτικό σύμπαν στο οποίο ο επικεφαλής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ενσαρκώνει τις αρετές του Σούπερμαν. Τυφλωμένοι από την -σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη- άγνοιά μας, προσπαθούμε να διακρίνουμε εκεί έξω τα παιδιά μας, να καταλάβουμε τι κάνουν, να τα φωνάξουμε να έρθουν πιο κοντά -τουλάχιστον να τα βλέπουμε- και -ιδανικά- να τα τραβήξουμε πίσω στο γνώριμο δωμάτιο, μαζί μας. Όμως για τα παιδιά μας, το διαδίκτυο είναι το μέρος όπου ζουν και θα συνεχίσουν να ζουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους. Γι’αυτό θα βρίσκουν διαρκώς τρόπους να καταλήγουν πάλι εκεί.pic_pc

Η Danah Boyd είναι μια διακεκριμένη ερευνήτρια που αφιέρωσε την τελευταία δεκαετία στην έρευνα γύρω από τους τρόπους που οι έφηβοι χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες. Το βιβλίο της “It’s Complicated” που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτιο, περιγράφει πώς τα κοινωνικά δίκτυα έγιναν το επίκεντρο της ζωής των εφήβων στις ΗΠΑ και τι μας δείχνουν οι πρακτικές τους για τη σχέση μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας. Παρόλο που η έρευνά της είναι επικεντρωμένη στην αμερικανική κοινωνία, είναι σαφές ότι τα περισσότερα συμπεράσματά της αφορούν κατ΄αναλογία οποιαδήποτε άλλη κοινωνία που έχει παρόμοια σχέση με την τεχνολογία, όπως και η ελληνική.

Το πιο σημαντικό πράγμα που έκανε η Boyd ήταν ότι μίλησε με τους ίδιους τους εφήβους. Έχοντας ξεκινήσει την έρευνά της από το 2003, το 2007 άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις και από παιδιά. Συνολικά μίλησε με 166 εφήβους προερχόμενους από πολλές και διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές και φυλετικές ομάδες, σε 18 πολιτείες των ΗΠΑ, οι οποίοι της έδειξαν και της εξήγησαν πώς χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα. Όπως διαπιστώνει τελικά, «πάρα πολλοί άνθρωποι μιλάνε για την ενασχόληση των νέων με τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά πολύ λίγοι από αυτούς είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο για να ακούσουν τους εφήβους, να δώσουν σημασία σε αυτά που έχουν να πουν για τη ζωή τους, την online και την offline». Κι έτσι αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο για το ευρύ κοινό, ώστε να καλύψει αυτό το κενό.

Το “It’s Complicated” απευθύνεται σε γονείς, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, αξιωματούχους σε πόστα επιβολής του νόμου, και σε όποιον άλλο ασχολείται με τους εφήβους ή/και με τον αντίκτυπο που έχει η τεχνολογία στην κοινωνία. Η Boyd ελπίζει πως όσοι θα το διαβάσουν θα αφήσουν στην άκρη της παραδοχές που ήδη έχουν ασπαστεί σχετικά με τους νέους, και θα προσπαθήσουν να καταλάβουν τι είδους κοινωνικές ζωές βιώνουν δικτυωμένοι. Ας κάνουμε κι εμείς το ίδιο, δοκιμάζοντας μερικά από τα συμπεράσματά της παρακάτω.

 

Παλιοί φόβοι, νέες τεχνολογίες

Mια από τις συνηθέστερες συζητήσεις μας με άλλες μαμάδες και μπαμπάδες περιστρέφεται γύρω από το πόσες ώρες περνάνε τα παιδιά μας κάθε μέρα στο Facebook. Οι περισσότεροι έχουμε σταματήσει να μετράμε, σε αντίθεση με όσους είτε απαγορεύουν εντελώς την εγγραφή ή επιτρέπουν σερφάρισμα «μόνο κάθε Σάββατο, κι αφού θα έχει διαβάσει όλα τα μαθήματα». Κάποιοι ενδίδουν, γράφονται και οι ίδιοι, ελπίζοντας να διατηρήσουν ένα επίπεδο επιτήρησης.

Την ίδια ώρα μερικά από τα 14χρονά μας μετράνε ήδη 3-4ετίες με λογαριασμούς που άνοιξαν εν γνώση ή εν αγνοία μας [η εγγραφή επιτρέπεται από τα 13, αλλά χιλιάδες έφηβοι δίνουν ψεύτικη ηλικία για να γραφτούν και οι διαχειριστές του FB λένε ότι καθημερινά διαγράφουν εκατοντάδες τέτοια προφίλ]. Μοιράζονται κωδικούς και προφίλ με τους κολλητούς τους (όταν εκείνοι δεν έχουν δικά τους), και κατά κανόνα αγνοούν πώς να προστατευτούν (αν υποτεθεί ότι οι κανόνες του δικτύου θα τους προστάτευαν), αφού οι οδηγίες ρύθμισης της ιδιωτικότητας είναι στα αγγλικά. Στην πραγματικότητα καλούνται να βγάλουν άκρη μόνα τους, και η επιτυχία εξαρτάται από τον ψηφιακό αλφαβητισμό τους, του καθενός ξεχωριστά, και των φίλων στους οποίους θα στραφεί όποτε χρειαστεί βοήθεια.

Οι δε γονείς, ακόμη και εκείνοι που νομίζουν ότι ξέρουν ή ότι μπορούν να ελέγξουν την κοινωνική δικτύωση των παιδιών τους, έχουν πολλές πιθανότητες να αυταπατώνται και ακόμη περισσότερες πιθανότητες να είναι πιο ψηφιακά αναλφάβητοι από τα ίδια τους τα παιδιά. Η αδυναμία τους να ασκήσουν έλεγχο, όμως, δεν είναι απαραιτήτως κάτι κακό, αφού, όπως συμπεραίνει η Boyd, οι ενήλικες (γονείς εκπαιδευτικοί κ.α.), εξαιτίας του πατερναλισμού και τον υπερπροστατευτισμού που ασκούν στους νέους, σε μεγάλο βαθμό τούς εμποδίζουν να επωφεληθούν από τη διάδραση μέσω των κοινωνικών δικτύων ώστε να εξελιχθούν σε καλά πληροφορημένους, σκεπτόμενους και ενεργούς πολίτες.

Βέβαια, τα παιδιά όταν δικτυώνονται σπανίως έχουν στο νου τους την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του διαδικτύου. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά συμμετέχουν στα κοινωνικά δίκτυα για τον ίδιο λόγο που απολάμβαναν σε κάθε άλλη ιστορική περίοδο τη συμμετοχή τους σε άλλες κοινωνικές ομάδες: γιατί θέλουν να ανήκουν στον ευρύτερο κόσμo διασυνδεόμενα με άλλους ανθρώπους και έχοντας την ελευθερία να μετακινούνται. Παρομοίως, πολλοί ενήλικες φοβούνται σήμερα τις τεχνολογίες δικτύωσης για τους ίδιους λόγους που ο ενήλικες τρέμουν εδώ και δεκαετίες για τη συμμετοχή των εφήβων στη δημόσια ζωή, την κοινωνικοποίησή τους σε πάρκα, εμπορικά κέντρα και άλλους χώρους συνάθροισης των νέων. (…) Καθώς οι υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Twitter παρέχουν στους εφήβους νέες ευκαιρίες συμμετοχής στη δημόσια ζωή, αυτό ακριβώς είναι που ανησυχεί πάνω από οτιδήποτε άλλο πολλούς αγχωμένους ενήλικες.

Ο όρος κοινωνικά δίκτυα περιλαμβάνει ιστοσελίδες και υπηρεσίες που αναδύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όπως οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, οι σελίδες διαμοιρασμού βίντεο, οι πλατφόρμες μπλόγκινγκ και μικρο-μπλόγκινγκ, καθώς και παρεμφερή εργαλεία που επιτρέπουν στους συμμετέχοντες να δημιουργήσουν και να μοιραστούν το δικό τους περιεχόμενο. Η επικράτησή τους τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα πολιτισμικό φαινόμενο που έχει μετασχηματίσει το οικοσύστημα της πληροφορίας και της επικοινωνίας.

Στις ΗΠΑ σήμερα υπολογίζεται πως το 73% των αμερικανών εφήβων ηλικίας 12-17 ετών έχει λογαριασμό στο Facebook (57% είναι το αντίστοιχο ποσοστό των ενηλίκων), το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί το δημοφιλέστερο κοινωνικό δίκτυο παγκοσμίως. Στα 10 χρόνια της έρευνας της Boyd, δεν ήταν αυτό που είχε πάντα την πρωτοκαθεδρία. Χρειάστηκε να περάσουν 2-3 χρόνια από την ίδρυσή του για να καταφέρει να πάρει τα σκήπτρα από το MySpace ως η πολυπληθέστερη αμερικανική πλατφόρμα δικτύωσης.

Στα κοινωνικά δίκτυα η «φιλία» είναι η έννοια που καθορίζει την διασύνδεση μεταξύ των χρηστών, σε αντίθεση με το “(κοινό) ενδιαφέρον” που αποτελούσε το βασικό κριτήριο διασύνδεσης μεταξύ των χρηστών στα φόρουμ, τις υπηρεσίες μπλόγκινγκ και άλλες τεχνολογίες δικτύωσης που επικρατούσαν προτού εμφανιστούν το Friendster, το MySpace, το Facebook κ.ο.κ. Για τους εφήβους αυτής της περιόδου, η συμμετοχή σε τέτοια δίκτυα δεν αποτελεί μια πρακτική υποκουλτούρας, αλλά μια κανονιστική πρακτική. Είναι κάτι από το οποίο εξαρτάται και κρίνεται η κοινωνική αποδοχή που προσδοκούν από τις ομάδες των διαδικτυακών «φίλων» τους.

Επιπλέον, στα κοινωνικά δίκτυα οι έφηβοι έχουν τη δυνατότητα να εξερευνήσουν διευρυμένα δίκτυα ανθρώπων και ποικίλα είδη περιεχομένου, στα οποία δεν θα είχαν πρόσβαση χωρίς το διαδίκτυο. Έρχονται επίσης σε επαφή με αξίες και ιδέες που διαφέρουν από αυτές που προσπαθούν να τους εμφυσήσουν οι γονείς τους. Κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να τρομοκρατήσει ακόμη περισσότερο τους ενηλίκους, που αντί να εστιάσουν στο πώς να βοηθήσουν τα παιδιά τους να περιηγηθούν σε αυτό το νέο οικοσύστημα, καταφεύγουν στην εύκολη λύση του να κατηγορούν την τεχνολογία, τους θεσμούς ή τους άλλους (π.χ. τους άλλους γονείς ή τα άλλα παιδιά που δεν ακολουθούν τα ίδια πρότυπα) για όσα θεωρούν άσχημα στο ίντερνετ.

Όμως, «το ίντερνετ είναι μια αντανάκλαση της κοινωνίας μας”, θυμίζει δια στόματος Boyd ο Vint Cerf, ένας από τους συνδημιουργούς του, “και αυτός ο καθρέφτης θα αντανακλά αυτό που βλέπουμε. Αν δεν μας αρέσει αυτό που βλέπουμε σε αυτόν τον καθρέφτη, τότε το πρόβλημά μας δεν είναι πώς θα διορθώσουμε τον καθρέφτη αλλά πώς πρέπει να διορθώσουμε την κοινωνία.»

 

Δεν είναι αυτό που νομίζεις

Όπως ένας έφηβος διακοσμεί το δωμάτιό του με τις αφίσες των αγαπημένων του σταρ στον τοίχο, και με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που κλείνεται εκεί μέσα με τους φίλους του, αφήνοντας έξω την υπόλοιπη οικογένεια, κάπως έτσι χτίζει κι έναν λογαριασμό σε ένα κοινωνικό δίκτυο, θέτοντας τα προσωπικά του όρια και την αισθητική. Όμως, αυτό που θα θεωρήσει ένας ενήλικας ότι καταλαβαίνει επισκεπτόμενος το προφίλ του εφήβου, πιθανότατα δεν θα αντικατοπτρίζει αυτό που εκείνος είναι στην πραγματικότητα. Μάλλον το αντίθετο. Μια συνήθως ασφαλέστερη επιλογή είναι να δεχτεί ο ενήλικας ως δεδομένο ότι το εφηβικό προφίλ είναι εν μέρει ψεύτικο, αφού θα εκφράζει τον πειραματισμό ενός παιδιού που προσπαθεί να βρει τον δρόμο του διασχίζοντας πολλά και διαφορετικά φανταστικά ακροατήρια.

Από ένα αμερικάνικο κολέγιο κάλεσαν κάποτε την Boyd να τους βοηθήσει να καταλάβουν την περίπτωση ενός μαύρου εφήβου από μια περιθωριακή συνοικία του Λ.Άντζελες, ο οποίος είχε στείλει μια αίτηση εγγραφής. Είχαν μείνει έκπληκτοι από τον τρόπο που το παιδί εξέφραζε την ανάγκη να ξεφύγει από τον κοινωνικό του περίγυρο όπου κυριαρχούσαν συμμορίες. Όταν, όμως, τον έψαξαν στο ίντερνετ και κατέληξαν στη σελίδα του στο MySpace, διαπίστωσαν ότι το προφίλ του ήταν γεμάτο συμβολισμούς και μήνυμα ταύτισης με την παραβατικότητα από την οποία δήλωνε ότι ήθελε να ξεφύγει. Αδυνατούσαν να φανταστούν πώς ήταν δυνατόν να λέει τόσα ψέμματα στην αίτησή του. Όμως για την Boyd έμοιαζε σαφές ότι ο έφηβος είχε πιθανότατα φτιάξει ένα δημόσιο προφίλ έχοντας στο μυαλό του ένα συγκεκριμένο φανταστικό ακροατήριο: τους συμμαθητές του, την οικογένειά του και την κοινότητα στην οποία ζούσε, όχι τους αξιολογητές του κολλεγίου στο οποίο κάποτε θα έστελνε αίτηση αποδοχής. Αν είχε τολμήσει να εκφράσει στο MySpace την επιθυμία του να φύγει για να σπουδάσει σε ένα διακεκριμένο κολέγιο, θα μπορούσε να εξωστρακιστεί από την κοινότητά του ή ακόμη και να δεχτεί επιθέσεις, μαντεύει η ίδια.

Έχοντας ένα τέτοιο παράδειγμα στο νου, μπορεί κανείς να καταλάβει πόσες προκλήσεις μπορεί να εμπεριέχει η συμμετοχή ενός εφήβου στα κοινωνικά δίκτυα, και πώς αυτές μπορεί να κρύβουν συγκρούσεις με το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται, και από το οποίο ενδεχομένως προσπαθεί να ξεφύγει. Όσα λάθη κι αν κάνουν σε αυτή τη διαδικασία, οι έφηβοι μάς δείχνουν το δρόμο ανακαλύπτοντας πώς μπορεί κανείς να πλοηγείται σε έναν κόσμο όπου έχει να αντιμετωπίσουν εναλλασσόμενα φανταστικά ακροατήρια και διαφορετικά μεταξύ τους γενικότερα πλαίσια που καταρρέουν δίνοντας τη θέση τους το ένα στο άλλο.

teen_president_xkcd

Χωρίς να γνωρίζουν ποιός τους παρακολουθεί κάθε φορά, οι έφηβοι (όπως και οι ενήλικες) φαντάζονται ποιό είναι το διαδικτυακό ακροατήριό τους (π.χ. οι συμμαθητές τους, οι μακρινοί συγγενείς, μια ομάδα με την οποία μοιράζονται μια δραστηριότητα, μια κοινότητα fashion-bloggers). Αντιστοίχως, διαπραγματεύονται την παρουσία και τη συμμετοχή τους σε διαφορετικά γενικότερα πλαίσια, στα οποία εκτίθενται μέσω της συμμετοχής του στα κοινωνικά δίκτυα (την online εκδοχή της σχολικής κοινότητας, ένα γκρουπ οπαδών μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ή ενός συγκροτήματος στο Facebook, ένα τσατ με τους φίλους από τις διακοπές κ.ο.κ.). Κάθε έφηβος δοκιμάζεται και ταυτοχρόνως μαθαίνει πώς να διαχειρίζεται διαφορετικά φανταστικά ακροατήρια μέσα σε εναλλασσόμενα γενικότερα πλαίσια, σύμφωνα με τα υφιστάμενα κάθε φορά κοινωνικά πρότυπα. Σε πλατφόρμες όπου δραστηριοποιούνται πολύ ειδικά κοινά όπως το Tumbr, διαφορετικά φανταστικά ακροατήρια και διαφορετικά γενικότερα πλαίσια δεν συγκρούονται τόσο εύκολα. Στο Facebook, όμως αυτό είναι σύνηθες.

Και καθώς διαχειρίζονται κάτι τόσο περίπλοκο, την ίδια ώρα οι έφηβοι κάνουν αυτό που θα έκαναν και στον offline κόσμο: διαπραγματεύονται την ταυτότητά τους και τα κοινωνικά τους προφίλ. Οι πληροφορίες που ποστάρουν για τους εαυτούς τους στο διαδίκτυο είναι συχνά μέρος του παιχνιδιού που βρίσκουν διασκεδαστικό: του να μη αποδέχονται τους κανόνες που τίθενται από τους διαχειριστές και να τους προκαλούν με δικούς τους όρους. Στο Facebook, για παράδειγμα πολλά αμερικανάκια [και ελληνάκια, αν κρίνω από τα παιδιά που γνωρίζω] δηλώνουν ότι είναι από χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, ότι έχουν εισόδημα πάνω από 250.000 δολάρια και ότι τα έχουν με τον κολλητό ή την κολλητή τους. Και, βέβαια, προτιμούν αντί να αποκαλύψουν αν και με ποιόν τα έχουν, να επιλέξουν για status “it’s complicated”. Αυτές οι μικρές ανακρίβειες είναι σήματα που δείχνουν κάτι για το πώς βιώνουν τις φιλίες τους και για το πώς βλεπουν τις κοινωνίες στις οποίες ζουν.

Με παρόμοιο τρόπο, το τι αποφασίζουν να δηλώσουν ή να αποσιωπήσουν για τους εαυτούς τους δείχνει πώς αυτοσυστήνονται και πώς διαχειρίζονται την εντύπωση που θέλουν να δώσουν για τους εαυτούς τους στα διαφορετικά ακροατήριά τους. Γι’αυτό πολλές φορές τροφοδοτούν ψεύτικες εντυπώσεις (π.χ. για πράγματα που δεν έχουν κάνει) προσπαθώντας να φανούν κουλ σε ένα συγκρεκριμένο φανταστικό κοινό, παρόλο που αυτό μπορεί να κάνει τους γονείς ή τους καθηγητές τους να φρικάρουν αν τύχει να διαβάσουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες. Στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τυχόν αντιδράσεις από την σύγκρουση διαφορετικών φανταστικών κοινών, οι έφηβοι, πασχίζουν να διαφυλάξουν μέρος της ιδιωτικότητας που δικαιούνται.

 

Ξεγλιστρώντας από την επιτήρηση των ενηλίκων

Σε αντίθεση με αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι ως «δημόσιο» και «ιδιωτικό» με βάση τις offline ζωές μας, οι πρακτικές των δικτυωμένων εφήβων αναδεικνύουν μια πολύ διαφορετική αντίληψη και αντιμετώπιση της ιδιωτικότητας. Θεωρώντας δεδομένο ότι όλα όσα γράφονται στα κοινωνικά δίκτυα είναι (ή θα μπορούσαν κάποια στιγμή να γίνουν) δημόσια, οι έφηβοι δεν μπαίνουν στον κόπο να προσπαθήσουν να τα αποκρύψουν αλλά αναπτύσσουν μηχανισμούς ώστε να ελέγχουν οι ίδιοι το νόημα αυτών που αναρτούν, επιτρέποντας σε άλλους παραλήπτες να το καταλάβουν και σε άλλους να το προσπεράσουν αγνοώντας ακόμη και την ύπαρξή του.

Κάποιες φορές, μάλιστα, το κάνουν τόσο επιτυχημένα που δυσκολεύουν αφάνταστα ακόμη και τους τεχνολογικούς κολοσσούς του διαδικτύου. Γνωρίζοντας ότι είναι διαρκώς υπό επιτήρηση -από γονείς, δασκάλους, εκπροσώπους του νόμου, διαφημιστές που τους περιμένουν στη γωνία για να τους πασάρουν το επόμενο διαφημιστικό μπανεράκι κ.ο.κ.- όλο και περισσότεροι έφηβοι και νέοι εφαρμόζουν μια τεχνική που η Boyd και η συνεργάτιδά της Alice Marwick αποκαλούν «κοινωνική στεγανογραφία». Όπως οι αρχαίοι Έλληνες που έκρυβαν απόρρητα μηνύματα σε εμφανέστατα μέρη, χρησιμοποιώντας την τεχνική της στεγανογραφίας (π.χ. γράφοντάς με τατουάζ στο κεφάλι ενός σκλάβου και στέλνοντάς τον να περάσει μέσα ανάμεσα από εχθρούς οι οποίοι δεν φαντάζονταν ότι θα έπρεπε να ξυρίσουν το κεφάλι του για να διαβάσουν το μήνυμα), έτσι και οι δικτυωμένοι έφηβοι κρύβουν μηνύματα μπροστά στα μάτια μας μεταθέτοντας το νόημα που όλοι εκλαμβάνουμε ως εμφανές, χρησιμοποιώντας συνθήματα και εντάσσοντάς τα σε συγκεκριμένα γενικότερα πλαίσια (συμφραζόμενα). Για να ξέρει κανείς να διαβάσει το μήνυμα -π.χ. να καταλάβει τι σηματοδοτεί ένα τραγούδι ή ένα μότο που αναρτήθηκε- πρέπει να ξέρει ότι υπάρχει κάποιο κρυφό νόημα και να υποψιάζεται με ποιό κομμάτι της ζωής του συγκεκριμένου εφήβου συνδέεται. Η τεχνική αυτή, που καταρχήν έχει ως στόχο την διαφυγή από την επιτήρηση των ενηλίκων, αποδεικνύεται πως τελικά δυσκολεύει πολύ τις μηχανές του Facebook να αναλύσουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά ώστε να τους εμφανίσουν στη συνέχεια σχετικές διαφημίσεις, όπως κάνουν σε όλους τους χρήστες.

Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα που οι έφηβοι έχουν να μας διδάξουν με τον τρόπο που διαχειρίζονται την ιδιωτικότητα στο διαδίκτυο: την μετατόπιση των ορίων της ιδιωτικότητας. Αυτό που στον offline κόσμο θεωρείται αποδεκτό στις διαπροσωπικές σχέσεις είναι πως οποιαδήποτε συνομιλία μοιραζόμαστε είναι εξ ορισμού ιδιωτική και μπορεί να γίνει δημόσια μετά από (δική μας) προσπάθεια. Η αλληλογραφία μας, για παράδειγμα, είναι ιδιωτική και μόνο αν το επιλέξουμε μπορεί να δημοσιοποιηθεί. Επίσης, μια συζήτηση μεταξύ δύο ανθρώπων θεωρείται ιδιωτική και από ευγένεια δεν κρυφακούμε, ακόμη κι αν είμαστε κοντά τους. Θεωρούμε, δηλαδή, δεδομένο ένα συγκεκριμένο επίπεδο ιδιωτικότητας. Σε έναν διαμεσοβημένο κόσμο, όπως το διαδίκτυο, τέτοιες παραδοχές τίθενται υπό αμφισβήτηση. Ο σχεδιασμός των κοινωνικών δικτύων με τρόπο τέτοιο ώστε να ενθαρρύνει τον διαμοιρασμό όσων εκφράζουμε, δεν αφήνει περιθώρια για να λειτουργήσουμε όπως λειτουργούμε στον συμβατικό, τον offline, κόσμο. Στο διαδίκτυο όλο και περισσότεροι χρήστες υιοθετούν τη νοοτροπία ότι οι συνομιλίες τους είναι καταρχήν δημόσιες και μπορούν να γίνουν ιδιωτικές μετά από προσπάθεια.

Οι έφηβοι είναι από τις πρώτες πληθυσμιακές ομάδες που το αποδέχονται αυτό και προσαρμόζονται με ευρηματικό τρόπο. Μπορεί να κατηγορούνται ότι μοιράζονται τα πάντα ανοιχτά και ξεδιάντροπα, αλλά εκείνοι είναι οι πρώτοι που πειραματίζονται στη διαχείριση της ιδιωτικότητας στο διαδίκτυο και συνδιαμορφώνουν νέα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς. Δεν σπαταλούν χρόνο προσπαθώντας να ελέγξουν ποιός θα έχει πρόσβαση σε ποιά ανάρτησή τους στο Facebook, αλλά μόνο για να φιλτράρουν όσα έχουν λόγους να κρατήσουν μακριά από το ευρύ κοινό. Αν έχουν να πουν κάτι μόνο σε μια μικρή ομάδα φίλων θα χρησιμοποιήσουν τυχόν διαθέσιμες ειδικές ρυθμίσεις (π.χ. θα κάνουν ορατή μια ανάρτηση μόνο σε μια ομάδα επαφών), ή εφαρμογές που επιτρέπουν επιλεκτικό διαμοιρασμό μηνυμάτων όπως το Snapchat. Άλλες φορές θα πάνε πίσω στο timeline τους και θα σβήσουν αυτά που διαπιστώνουν ότι χρησιμοποιούνται κακόβουλα από άλλους, ή θα ζητήσουν από τους φίλους να διαγράψουν σχόλια που δεν θέλουν στον τοίχο τους. Αυτό που καταφέρνουν με τέτοιες πρακτικές είναι να μεταθέτουν το ζήτημα του ελέγχου της ιδιωτικότητας από ένα τεχνολογικό ζήτημα σε ένα ζήτημα κοινωνικών προτύπων.

Για τους γονείς συχνά είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό αυτό το είδος ελέγχου, ειδικά επειδή πολύ συχνά οι ίδιοι δεν έχουν αντίστοιχο βαθμό εξοικείωσης με την κουλτούρα και τα κοινωνικά πρότυπα των κοινωνικών δικτύων. Ή ακόμη κι επειδή απλώς είναι οι γονείς. Όταν προ καιρού σχολίασα αστειευόμενη μια φωτογραφία στον τοίχο της κόρης μου στο Facebook, κι εκείνη, αντί να γελάσει, μου ζήτησε να σβήσω το σχόλιο, θυμάμαι ότι είχα προσβληθεί πολύ. Μου πήρε μέρες να ξεπεράσω την απόρριψη και παρηγορήθηκα μόνο όταν διάβασα το σημείο στο βιβλίο της Boyd όπου εξηγεί πώς οι φίλοι των παιδιών σταματάνε να σχολιάζουν μια ανάρτηση όταν έχει μπει κι έχει σχολιάσει ένας γονιός. Σωπαίνουν με τον ίδιο τρόπο που θα έκοβαν μια συζήτηση αν ο γονιός άνοιγε την πόρτα σε ένα δωμάτιο όπου θα ήταν μαζεμένοι. Η παρουσία των γονιών στο Facebook ανατρέπει την κοινωνική δυναμική που υπάρχει μεταξύ μιας παρέας εφήβων, εξηγεί η Boyd. Το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι από εμάς συχνάζουμες στα κοινωνικά δίκτυα όπου είναι και τα παιδιά μας, τα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη εφευρετικότητα ώστε να μας αφήνουν έξω από τις σημαντικές κουβέντες τους, αλλά και στην καλλιέργεια μιας προσδοκίας ότι οι μεγάλοι θα σέβομαστε τον δημόσιο χώρο των εφηβικών συνομιλιών με την ίδια διακριτικότητα που θα αποφεύγαμε να κρυφακούσουμε τη συζήτηση δυο αγνώστων δίπλα μας.

Οι περισσότεροι γονείς στις ΗΠΑ, πάντως, δεν δείχνουν την ίδια κατανόηση με μένα, που απέσυρα το ανεπιθύμητο σχόλιο από τον τοίχο της κόρης μου. Ένα πολύ δημοφιλές γονεϊκό στυλ εκεί είναι το «εντατικό» [περί “intensive parenting”: Parenting Out of Control, The Parent App], σύμφωνα με το οποίο «καλός» γονιός είναι ο γονιός που τα ξέρει όλα, που είναι ανά πάσα στιγμή παρών και τα βλέπει όλα, και που για να το πετύχει αυτό απαιτείται να παραβιάζει την ιδιωτική ζωή των παιδιών του. Ειδικά το κομμάτι της που αφορά το ίντερνετ. Συνήθης νοοτροπία είναι ακόμη και η πλήρης άρνηση οποιουδήποτε δικαιώματος ιδιωτικότητας του παιδιού, μέχρι την ενηλικίωση. Το πρότυπο αυτό αποδεικνύεται ότι επιβάλλεται όλο και περισσότερο στον δημόσιο λόγο ενώ περνάει και στη νομοθεσία των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, ακόμη κι όσοι γονείς δεν αποδέχονται αυτό το στυλ για τους εαυτούς τους, δέχονται τεράστια κοινωνική πίεση να επιτηρούν τα παιδιά τους ώστε να θεωρηθούν «καλοί» γονείς.

Η επιτήρηση είναι ένας μηχανισμός μέσω του οποίου ισχυρές οντότητες επιβάλουν την εξουσία τους πάνω σε λιγότερο ισχυρά άτομα, θυμίζει η Boyd, ανατρέχοντας στο Επιτήρηση και Τιμωρία του Φουκώ. Έστω και ως πράξη αγάπης, στην προσπάθεια να προστατεύσουν τα παιδιά τους, οι γονείς δεν καταλαβαίνουν πως η επιτήρηση είναι μια μορφή καταπίεσης, που περιορίζει την ικανότητα των εφήβων να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι έφηβοι που καινοτομούν αναπτύσσοντας online στρατηγικές στην προσπάθειά τους να κερδίσουν λίγο ιδιωτικό χώρο, συχνά επανακαταλαμβάνουν με αυτό τον τρόπο την εξουσία που τους στερείται. Κι όταν το καταφέρνουν, η ικανότητα να επιτυγχάνουν την προστασία της ιδιωτικής του ζωής γίνεται μια έκφραση αυτοβουλίας από την πλευρά τους.

 

Πάθος ή εξάρτηση από το ίντερνετ;

Χωρίς να αμφισβητεί ότι κάποιοι νέοι αναπτύσσουν μια ανθυγειινή σχέση με την τεχνολογία, η Boyd εξετάζει πόσο διαφορετικά μπορεί να οριστεί ο όρος «εθισμός» ανάλογα με το ποιός τον χρησιμοποιεί και σε ποιά αφήγηση τον εντάσσεται κάθε φορά.

Σύμφωνα με την πρωταρχική αφήγηση των ΜΜΕ, περί εφήβων που έχουν γίνει ζόμπι μπροστά στις οθόνες τους, εξαρτημένα από τα κοινωνικά δίκτυα, το πάθος και η εμπλοκή με την τεχνολογία προβάλει ως μια ασθένεια που η κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσει. Ο όρος εθισμός χρησιμοποιείται για να υπονοήσει ότι οι έφηβοι στερούνται ελέγχου. Και ως ενισχυτικό επιχείρημα οι ενήλικες επικαλούνται την δική τους αδυναμία να ελέγξουν την εμμονή τους με τα κοινωνικά δίκτυα. Με τον ίδιο τρόπο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ο όρος εθισμός χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει εφήβους καρφωμένους μπροστά στην τηλεόραση ή κολλημένους στο ακουστικό του (σταθερού) τηλεφώνου. Όμως σε όλες τις εποχές και με όλες τις διαθέσιμες τεχνολογίες, το βασικό κίνητρό τους είναι η διασκέδαση και η κοινωνικοποίηση. Κι αυτό επιβεβαιώνεται από όσα κάνουν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα: συνομιλούν με τους άλλους, ενημερώνονται και ενημερώνουν για τα νέα τους, ανεβάζουν φωτογραφίες και βίντεο, στέλνουν μηνύματα σε φίλους κ.ο.κ. Και όταν κάνεις πράγματα που σου αρέσουν με τους φίλους σου, ο χρόνος περνάει χωρίς να το καταλάβεις.

Η Boyd συνάντησε και εφήβους που είχαν διαπιστώσει το κόλλημά τους με κάποιο κοινωνικό δίκτυο και είχαν αποφασίσει να ξεκόψουν. Περιέγραφαν όμως τον εθισμό τους με διαφορετικό τρόπο από τα ΜΜΕ και τους γονείς τους. Διαπίστωναν π.χ. ότι παρασύρονταν από τη ροή της διάδρασης με τους φίλους τους στο Facebook και κατέληγαν να ξενυχτούν, να μένουν πίσω στα μαθήματά τους κλπ. Από την άλλη πλευρά, όμως, όταν αποφάσιζαν ή εξαναγκάζονταν από τους γονείς τους να απέχουν για μεγάλα διαστήματα από τα κοινωνικά δίκτυα όπου σύχναζαν μέχρι τότε, σύντομα αναγνώριζαν ότι η κοινωνική τους ζωή έμενε σημαντικά πίσω, έχαναν ειδοποιήσεις ή συνεννοήσεις για δραστηριότητες, και έπρεπε να προσπαθούν πολύ για να μαθαίνουν τι γίνεται στον κοινωνικό τους περίγυρο και να μην απομονώνονται.

Σε αντίθεση με τον όρο «εθισμός» που χρησιμοποιείται ευρέως από τους μεγάλους, οι περιγραφές των ίδιων των εφήβων παραπέμπουν περισσότερο σε αυτό που ο ψυχολόγος Mihaly Csikszentmihalyi αποκαλεί «ροή»: μια κατάσταση πλήρους και απόλυτης απορρόφησης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο χρόνος παύει να υπάρχει, η προσοχή είναι απόλυτα εστιασμένη και οι άνθρωποι νιώθουν ευφορία καθώς καταπιάνονται με κάτι. Είναι μια κατάσταση που θεωρείται ιδανική για δημιουργικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες και είναι καθοριστικής σημασίας για την άσκηση ηγεσίας, το γράψιμο, την ανάπτυξη λογισμικού και την εκπαίδευση. Η ίδια κατάσταση, βέβαια, συνδέεται και με τον τζόγο και τα βιντεοπαιχνίδια, που κατά κανόνα συσχετίζονται με παθολογικό εθισμό. Ωστόσο η ανασχόληση σε βάθος με κάτι, δεν μοιάζει να είναι πρόβλημα από μόνη της αν δεν συνδυάζεται με άλλους παράγοντες που η κοινωνία να θεωρεί μη αποδεκτούς, σωματικά επιβλαβείς ή οικονομικά επιβαρυντικούς, τονίζει η Boyd.

Στην περίπτωση των εφήβων η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα δεν φαίνεται να τα αποξενώνει κοινωνικά. Αντιθέτως, ακούγοντάς τους να μιλούν για τον εθισμό τους με αυτά, αποκαλύπτεται ότι εκείνο που τα ενδιαφέρει δεν είναι οι ίδιοι οι υπολογιστές, τα κινητά ή τα σάιτ όπου δραστηριοποιούνται, αλλά οι σχέσεις τους με τους άλλους εφήβους. Συνεπώς, καταλήγει η Boyd, οι έφηβοι δεν είναι εθισμένοι με τα κοινωνικά δίκτυα. Αν είναι εθισμένοι σε κάτι, είναι εθισμένοι ο ένας με τον άλλο.

Παρόλ’αυτά, η ρητορική περί εθισμού εξακολουθεί να είναι χρήσιμη στους ενήλικες στην προσπάθεια να ελέγξουν την ελευθερία και την αυτοβουλία των εφήβων. Όπως θυμίζει η Boyd, ο προσδιορισμός της εφηβείας (με πρωτεργάτη τον G. Stanley Hall) ως μιας περιόδου κατά την οποία οι έφηβοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν την ηθική αλλά είναι ακόμα ένα ευάλωτο κομμάτι του πλυθησμού, αφενός οδήγησε ιστορικά στην προστασία τους από την παιδική εργασία, διεύρυνε τις ευκαιρίες για εκπαίδευση, διαχώρισε τις νομικές και ποινικές τους ευθύνες κ.ο.κ, αφετέρου οδήγησε σταδιακά στην αντιμετώπισή τους μέσα από περιορισμούς: Αντιμετωπίζοντας τους εφήβους σαν μπάλες από ανεξέλεγκτες ορμόνες, τον περασμένο αιώνα η κοινωνία τους έχει στερήσει συστηματικά την αυτοβουλία. Αυτό αποτελεί εμπόδιο στη ωρίμανσή τους, ενώ οι απαγορεύσεις που συνεπάγεται αυτή η στάση, ωθούν τους εφήβους είτε να υποκύπτουν είτε να αντιστέκονται στην εξουσία των ενηλίκων.

 

Αν η Κοκκινοσκουφίτσα είχε smartphone

Οι έφηβοι της Boyd είχαν ακούσει όλοι φοβερές ιστορίες για συνομήλικούς τους είχαν πέσει θύματα σεξουαλικών επιθέσεων από άντρες που γνώρισαν π.χ. στο MySpace. Τα κορίτσια μάλιστα, τις πίστευαν αυτές τις ιστορίες και φοβούνταν ότι και οι ίδιες ήταν πιθανό να πέσουν θύματα βιασμού, απαγωγής και άλλων επιθέσεων από αγνώστους, ως αποτέλεσμα της online συμμετοχής τους. Όμως η γνώση των παιδιών για όλες αυτές τις ιστορίες βασιζόταν σε όσα έλεγαν τα ΜΜΕ και στους φόβους των γονιών τους, όχι σε εμπειρίες δικές τους ή σε βιώματα γνωστών τους.

Ο φόβος του παιδεραστή που εντοπίζει τα θύματά του μέσα από το διαδίκτυο, μπορεί να βασίζεται σε έναν υπαρκτό και πολύ σοβαρό κίνδυνο, αλλά φαίνεται πως έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο για την κατασκευή ενός ηθικού πανικού και για πολιτική εκμετάλλευση, παρά για την προστασία των ίδιων των παιδιών. Ένας ηθικός πανικός θεμελιώνεται όταν το κοινό φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι ένα πολιτισμικό στοιχείο, μια πρακτική ή ένας πληθυσμός απειλεί την κοινωνική τάξη, σύμφωνα με τον ορισμό του εμπνευστή του όρου, κοινωνιολόγου Stanley Cohen. Στην περίπτωση των εφήβων ηθικοί πανικοί τυπικά αφορούν την σεξουαλικότητα, την παραβατικότητα και την μειωμένη ικανότητά τους. Ενδεικτικά, πολύ πριν τον σημερινό φόβο του ίντερνετ, υπενθυμίζεται ότι είχαν προηγηθεί στις ΗΠΑ ηθικοί πανικοί για τα διηγήματα στα οποία «εθίζονταν» τα νεαρά κορίτσια κατά τον 18ο αιώνα και “κινδύνευαν να μείνουν ανύπαντρα”, τα κόμικ που πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1930 και θεωρήθηκε ότι βύθιζαν τους νέους σε φανταστικούς κόσμους και τους προέτρεπαν σε πράξεις βίας, και ο Έλβις Πρίσλεϊ που «διέφθειρε» τους αμερικανούς εφήβους κατά τη δεκαετία του 1950, λινκίζοντας τους γοφούς του.

Οι ηθικοί πανικοί και οι τρόποι με τους οποίους οι κοινωνίες απαντούν σε αυτούς, επανακαθορίζουν τις ζωές των εφήβων μέσα από περιορισμούς, περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να το πετύχει οποιοδήποτε νομικό μέτρο, διαπιστώνει η Boyd. Κάθε κοινωνικό σύστημα, θυμίζει η ίδια επικαλούμενη τη θεωρία του Larry Lessig, καθορίζεται από τέσσερις ρυθμιστικές δυνάμεις: την αγορά, τον νόμο, τα κοινωνικά πρότυπα και την αρχιτεκτονική του (που στην περίπτωση του ίντερνετ είναι η τεχνολογία του). Ο φόβος χρησιμοποιείται συχνά και από τις τέσσερις δυνάμεις, σε βάρος της ελευθερίας των εφήβων: Οι εταιρείες (=αγορά) πιέζουν για την αγορά προϊόντων προστασίας των παιδιών, οι νομοθέτες απαντούν στους φόβους απαγορεύοντας την πρόσβαση των εφήβων σε φυσικούς και δικτυακούς χώρους, τα ΜΜΕ αναπαράγουν και μεγενθύνουν τους φόβους που εκφράζονται μέσα από αντίστοιχα κοινωνικά πρότυπα, ενώ η τεχνολογίες (=αρχιτεκτονική) σχεδιάζονται έτσι ώστε να καταπραϋνουν ή να αναπαράγουν τους φόβους των γονιών.

predator_ad

Σε αντίθεση με όλα αυτά, οι σεξουαλικές επιθέσεις που σχετίζονται με το ίντερνετ είναι σπάνιες στις ΗΠΑ, ενώ και ο συνολικός αριθμός των σεξουαλικών επιθέσεων σε βάρος ανηλίκων μειώνεται σταθερά μετά το 1992. Παρόλο που τα συγκεκριμένα στοιχεία υποδεικνύουν ότι το ίντερνετ δεν φέρνει τελικά τη νέα πανούκλα, διαφημιστικές καμπάνιες βασισμένες στον φόβο εξακολουθούν να προπαγανδίζουν την πεποίθηση πως το ίντερνετ έχει πλημμυρίσει τα καθιστικά των νοικοκυριών των ΗΠΑ με παιδεραστές.

Και παρόλο που στατιστικά οι περισσότερες σεξουαλικές επιθέσεις σε βάρος ανηλίκων γίνονται σε θρησκευτικά ιδρύματα (βλέπε σκάνδαλα παιδεραστίας της Καθολικής Εκκλησίας), στο σχολείο ή στο σπίτι (από μέλη του συγγενικού και στενού οικογενειακού περιβάλλοντος), οι νομοθέτες ασχολούνται μόνο με τις απαγορεύσεις πρόσβασης των ανηλίκων σε online χώρους (π.χ. Deleting Online Predators Act, 2006).

Την ίδια ώρα, έρευνες καταδεικνύουν ότι οι έφηβοι που εμπλέκονται σε προβληματικές καταστάσεις μέσω διαδικτύου, δεν είναι συνήθως εκείνοι που συναναστρέφονται τους φίλους τους στα δημοφιλή κοινωνικά δίκτυα αλλά κυρίως όσοι σχετίζονται με ξένους σε άλλα, πιο απομακρυσμένα από τον περίγυρό τους, διαδικτυακά περιβάλλοντα. Τέτοια περιστατικά δεν είναι λίγα, και βέβαια είναι πολύ σοβαρά, αλλά υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά που διαφεύγει από την συνήθη αφήγηση και τον μύθο που περιβάλλει το φαινόμενο: Τα παιδιά που είναι πιο ευάλωτα σε διαδικτυακές επιθέσεις είναι εκείνα που ταυτοχρόνως αντιμετωπίζουν στη ζωή τους προβληματικές καταστάσεις όπως ψυχολογικά ή οικογενειακά προβλήματα, χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ, προβλήματα στο σχολείο κλπ.

Συχνά τα κοινωνικά δίκτυα αναδεικνύουν τέτοιες καταστάσεις, ή οδηγούν (συνήθως αργά) στον εντοπισμό των βαθύτερων αιτίων που κρύβονται πίσω από τραγικές ειδήσεις και πρωτοσέλιδα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός κοριτσιού από το Κολοράντο, της Tess, που σκότωσε τη μητέρα της τον Φεβρουάριο του 2007. Η δολοφονία προβλήθηκε στην τηλεόραση με τον τίτλο “A girl with MySpace kills her mother”, θυμάται η Boyd, γιατί θεωρήθηκε ότι είχε παρακινηθεί μέσω της σελίδας της στο τότε δημοφιλέστερο εφηβικό δίκτυο. Όπως αποδεικνύεται όμως, η Tess χρησιμοποιούσε το MySpace απευθύνοντας κραυγή αγωνίας πριν τη δολοφονία, καταγράφοντας επί μήνες την οργή για την σωματική και ψυχολογική βία στην οποία υποβαλλόταν από την αλκοολική μητέρα της. Η σελίδα της ήταν ένα ημερολόγιο βασανισμών, αναζήτησης διεξόδου αλλά και συμπαράστασης από φίλους της. Μετά τη σύλληψή της, μια φίλη της Tess εξήγησε στην Boyd ότι κάποιοι από αυτούς είχαν προσπαθήσει να δείξουν στους καθηγητές του σχολείου τη σελίδα της, ώστε να διαπιστώσουν και οι ίδιοι το πρόβλημα και να της βρουν βοήθεια, αλλά αυτό δεν γινόταν γιατί το σχολείο είχε μπλοκάρει την πρόσβαση στο MySpace.

Παρόμοιες ιστορίες καταδεικνύουν ότι συχνά στο ίντερνετ οι άνθρωποι -και όχι μόνο οι έφηβοι- μοιράζονται τον πόνο τους και το ψηφιακό περιβάλλον γίνεται μια πλατφόρμα όπου ο αυτός πόνος γίνεται ορατός στον υπόλοιπο κόσμο. Όμως την ίδια ώρα, η αμερικανική κοινωνία -και όχι μόνο αυτή- λειτουργεί ατομικιστικά, ο καθένας ενδιαφέρεται για το τι γίνεται στο σπίτι του, για το πόσο μπορεί να κινδυνεύσει το δικό του παιδί, για το πώς θα περιορίσει τις επαφές του μέχρι το σημείο που ο ίδιος μπορεί να ελέγξει. Όταν, όμως, οι ενήλικες προσπαθούν να φτιάξουν τέτοια κουκούλια για να κλείσουν εκεί μέσα με ασφάλεια τα παιδιά τους, τα προβλήματα δεν λύνονται, θυμίζει η Boyd. Και επικαλείται την σύσταση της θεωρητικού των πόλεων Jane Jacobs (The Death and Life of Great American Cities) ότι οι άνθρωποι θα πρέπει συλλογικά να έχουν το νου τους για ευάλωτους πληθυσμούς και να παρεμβαίνουν όταν πρέπει. (…) Η κοινωνία ωφελείται όταν ο καθένας είναι πρόθυμος να συνεισφέρει την προσοχή του στη δυναμική του δρόμου. Όσο περισσότερα μάτια είναι στο δρόμο, τόσο ασφαλέστερη είναι η κοινωνία.

 

Προσοχή στο κενό μεταξύ bullying και teenage drama

Για τον ορισμό του σχολικού εκφοβισμού, του bullying, δεν συμφωνούν ούτε οι ειδικοί μεταξύ τους, ούτε τα παιδιά με τους γονείς τους. Οι τελευταίοι, μαζί με τα ΜΜΕ και την συντριπτική μερίδα του κοινού, έχουν την τάση να χρησιμοποιούν τον όρο για οποιαδήποτε συμπεριφορά περιλαμβάνει πείραγμα, αγριάδα και βία από την πλευρά των παιδιών. Ειδικά τα μίντια, κατατάσσουν κάτω από τον ίδιο όρο-ομπρέλα ακόμη και ποινικά αδικήματα όπως η παρενόχληση. Τα παιδιά, όμως, χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα, η οποία αποκαλύπτει μια άλλη κατηγοριοποίηση των περιστατικών.

Οι έφηβοι της Boyd συνέκλιναν στον ορισμό που έχει δώσει ο Σουηδός ψυχολόγος Dan Olweus στο bullying, προκειμένου να το διαχωρίσει από τις άλλες μορφές νεανικής επιθετικότητας. Bullying είναι μια κατάσταση η οποία συνδυάζει ταυτοχρόνως τρεις συνθήκες: την επιθετικότητα, την επανάληψη και την ανισορροπία ισχύος μεταξύ του θύματος και του θύτη. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα στα κοινωνικά δίκτυα θα ήταν ένα δημοφιλές παιδί που βασανίζει ψυχολογικά ένα περιθωριοποιημένο (διαφορετικό) παιδί διαδίδοντας κατ’επανάληψη δυσάρεστες φήμες γι’αυτό.

Δεν θα ήταν, όμως, η περίπτωση δυo κολλητών που κάποια στιγμή τσακώθηκαν, χώρισαν και στη συνέχεια η μία άρχισε να διαδίδει τα μυστικά της άλλης μέσω Facebook για να την ρεζιλέψει σε όλο το σχολείο. Ο ορισμός του Olweus δεν καλύπτει μεμονωμένα περιστατικά παρενόχλησης ή μη επαναλαμβανόμενων επιθέσεων, ούτε καταστάσεις στις οποίες το θύμα έχει τη δύναμη να αντιδράσει στην επίθεση. Τέτοιες περιπτώσεις εντάσσονται στην κατηγορία του «εφηβικού δράματος», που φαίνεται πως αναδύεται ως μία συνήθης πρακτική νεανικής επιθετικότητας.

Οι εφηβικές περιγραφές περί δράματος, στο πλαίσιο της έρευνας, αφορούσαν μια ποικιλία περιστατικών διαπροσωπικών συγκρούσεων, που κυμαίνονταν μεταξύ πλάκας και επιθετικότητας με κίνητρο την ζήλεια. Όταν μιλούσαν για συγκεκριμένες περιπτώσεις με κουτσομπολιά και διάδοση φημών που είχαν παρακολουθήσει στον κοινωνικό τους περίγυρο ή που τους αφορούσαν προσωπικά, δεν θεωρούσαν τα θύματα αδύναμα να αντιδράσουν. Συχνά η πλάκα ή η επίθεση έληγε με εκείνον/εκείνη που δεχόταν επίθεση να βγαίνει να διαψεύδει ή/και να διασκεδάζει με όσα λέγονταν εναντίον του/της.

Αναλύοντας αυτές τις διηγήσεις, η Boyd και η βοηθός της κατέληξαν σε έναν ορισμό περί «δράματος», ως «μια παραστατική, διαπροσωπική σύγκρουση η οποία πραγματοποιείται ενώπιον ενός ενεργού, εμπλεκόμενου κοινού, συχνά στα κοινωνικά δίκτυα». Διαπίστωσαν επίσης ότι στα δράματα δεν ήταν απαραίτητο να νιώθει κανείς επιτιθέμενος ή στόχος, ισχυρός ή αδύναμος, αλλά απλώς ως μέρος μια ευρύτερης -και συχνά κανονιστικής- κοινωνικής διαδικασίας.

Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν παράγοντα-κλειδί στην κλιμάκωση των εφηβικών δραμάτων. Κάποιοι έφηβοι δήλωσαν ότι θεωρούν τα δράματα πηγή διασκέδασης και αντίδοτο της βαρεμάρας, άλλοι τα αντιμετώπιζαν ως μέσο δοκιμασίας της φιλίας και κατανόησης της δυναμικής που μπορεί να συνεπάγεται η δημοφιλία και η ισχύς κάποιου, ως τρόπο προσέλκυσης προσοχής και πειραματισμών ερωτικού ενδιαφέροντος ή ως μέσο για να στρέψουν αλλού τον θυμό και την απογοήτευσή τους. Όποιο κι αν είναι το κίνητρο, μια πιθανή αρνητική κατάληξη είναι η διάδοση των φημών πέρα από τον έλεγχο εκείνου που τις ξεκινά.

Παρόλο που το κουτσομπολιό είναι για όλους μας μια κοινωνική διαδικασία που παίζει κεντρικό ρόλο στο χτίσιμο των ανθρώπινων δεσμών, ειδικά για τους εφήβους είναι ένας από τους λίγους μηχανισμούς ισχύος που διαθέτουν.  Στο σχολείο, το κουτσομπολιό και οι φήμες λειτουργούν ως είδη κοινωνικού νομίσματος, επιτρέποντας την ανάπτυξη και διατήρηση κοινωνικών κατηγοριών και κλικών, υπενθυμίζεται. Οι έφηβοι κουτσομπολεύουν ώστε να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από τους άλλους, συχνά σε μια προσπάθεια να φανούν δημοφιλείς, μειώνοντας κάποιον άλλο. Όμως σε πλατφόρμες όπως το Facebook και το Youtube, που βασίζονται στην οικονομία της προσοχής, το κουτσομπολιό και τα σατιρικά βιντεάκια που ξεκινούν ως πείραγμα ή ως επίδειξη ισχύος, αποκτούν δική τους ζωή, και μπορεί να καταλήξουν σε μαζική διαπόμπευση αυτού για τον οποίο ξεκίνησε το πείραγμα [π.χ. υπόθεση Star War Kid: 1, 2].

Μια από τις μεγαλύτερες επιρροές που δέχονται οι έφηβοι καθώς μαθαίνουν να κατανοούν και να διαχειρίζονται την προσοχή προς όφελός τους, είναι τα παραδείγματα των προτύπων που θαυμάζουν, των σταρ που κυριαρχούν στην εφηβική κουλτούρα. Βλέποντας σε ριάλιτι ότι κάποιοι συνομήλικοί τους μπορούν να γίνουν ξαφνικά σταρ, και παρακολουθώντας τους να διαχειρίζονται δημοσίως τα προσωπικά τους δράματα μέσω των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, οι έφηβοι αποκτούν πρότυπα συμπεριφοράς. Κι όταν εκτίθενται οι ίδιοι στα δικά τους ακροατήρια, μεταξύ των φίλων και των επαφών τους στα κοινωνικά δίκτυα, βιώνουν μια «μικροδιασημότητα», με τα κόστη και τα πλεονεκτήματα που συναπάγεται το να είναι στο επίκεντρο της προσοχής όπως οι σταρ που θαυμάζουν, αλλά χωρίς τον μηχανισμό υποστήριξης που έχουν πίσω τους οι σταρ.

Η κακία και η σκληρότητα που εισπράττουν οι έφηβοι μέσω των κοινωνικών δικτύων είναι υποπροϊόν μιας κουλτούρας που βασίζεται στο μιντιακό πρότυπο των ριάλιτι, του σκανδαλοθηρικού Τύπου και της ειδησεογραφίας που επικεντρώνεται στις ζωές των διασημοτήτων, είναι το συμπέρασμα. Αυτή η κουλτούρα έχει κανονικοποιήσει το δράμα ως de facto άποψη της καθημερινής δημόσιας ζωής. Το κλειδί σε τέτοιες πιεστικές καταστάσεις είναι η δύναμη του κάθε παιδιού. Αν ένα παιδί έχει τη δύναμη να τις αντιμετωπίσει, είναι και λιγότερο πιθανό τόσο το να τους δώσει συνέχεια κλιμακώνοντάς τις, όσο και το να κλονιστεί συναισθηματικά από μια αρνητική εμπειρία.

Ωστόσο, γενικότερα, παρόλο που στα κοινωνικά δίκτυα βρίσκουν χώρο νέοι τύποι δράματος, η εφηβική συμπεριφορά δεν δείχνει να έχει αλλάξει σημαντικά. Ούτε οι δυναμικές τους εκφοβισμού έχουν αλλάξει, αλλά έχουν γίνει πιο ορατές μέσω των κοινωνικών δικτύων. Αυτή την ορατότητα πρέπει να την αξιοποιήσουμε όχι για να αυξήσουμε τις τιμωρίες αλλά για να βοηθήσουμε τους εφήβους που απευθύνουν κραυγές αγωνίας έχοντας ανάγκη για λίγη προσοχή, καταλήγει η Boyd.

 

Ο φόβος για το διαδικτυακό άγνωστο διαιωνίζει τις κοινωνικές ανισότητες

Ένας από τους παλιούς τεχνο-ουτοπικούς μύθους που έχουν καταρρεύσει πια, είναι ότι το ίντερνετ θα έφερνε μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Όπως αποδεικνύεται, η τεχνολογία όχι μόνο δεν εξαλείφει αλλά κατά κανόνα ενισχύει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την μελέτη της διαδικτυακής ζωής των εφήβων. Αλλά ακόμη κι όταν η τεχνολογία όντως διευκολύνει τους ανθρώπους να γνωρίσουν και να συμμετάσχουν σε κόσμους που υπερβαίνουν τον δικό τους, όπως ιδανικά θα μπορούσε να συμβαίνει στα κοινωνικά δίκτυα, στην πράξη κυριαρχούν οι προκαταλήψεις, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία.

Στην αμερικανική κοινωνία, που στιγματίζεται  ούτως ή άλλως από αυτά τα φαινόμενα, η δημοσιότητα που προσφέρουν τα κοινωνικά δίκτυα στις ρατσιστικές φωνές μεγενθύνει το πρόβλημα και τους φυλετικούς διαχωρισμούς. Ούτε οι έφηβοι δεν μπορούν να ξεφύγουν. Οι επιλογές τους, αντανακλούν την κοινωνική τους θέση και ταυτότητα, τις οποίες πολύ δύσκολα υπερβαίνουν.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που καταγράφηκε γύρω στο 2006-2007, το διάστημα που οι αμερικανοί έφηβοι μετακόμιζαν μαζικά από το MySpace στο αναδυόμενο τότε Facebook. Λόγω της δομής του MySpace και της έκφρασης που είχαν βρει εκεί πολλές hip-hop κοινότητες, που κατά κανόνα ήταν κοινότητες μαύρων νέων, οι περισσότεροι από αυτούς έμειναν εκεί, καθώς ήταν φαν της συγκεκριμένης μουσικής. Αντιθέτως, οι λευκοί έφηβοι ακολούθησαν τους νέους των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και των διακεκριμένων κολεγίων που ήταν οι πρώτοι έποικοι του Facebook. Για αρκετό διάστημα, μέχρι η σαρωτική δημοφιλία του Facebook να εξαλείψει αυτόν τον διαχωρισμό, ήταν εμφανές το φυλετικό και ταξικό χάσμα μεταξύ των δύο κοινωνικών δικτύων.

 

#480587031 / gettyimages.com

Ακόμη και χρόνια αργότερα, όμως, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η φυλή και η κοινωνική θέση των εφήβων καθορίζει τις διαδικτυακές συναναστροφές τους, έστω κι αν οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν. Για παράδειγμα, ακόμη και στα διαπολιτισμικά σχολεία, τελικά τα παιδιά καταλήγουν να συνομιλούν κυρίως με συμμαθητές από την δική τους φυλή. Διαχωρισμοί υπάρχουν και στις επιλογές τεχνολογικών συσκευών π.χ. οι ασιάτες έφηβοι χρησιμοποιούν διαφορετικά κινητά από τους μαύρους ή τους λατινοαμερικάνους, ενώ παρατηρούνται φυλετικές διαφορές και στις εφαρμογές που χρησιμοποιούν οι νέοι σε Twitter και Facebook.

Η αναπαραγωγή αυτών των διαχωρισμών συνεπάγεται και διαιώνιση της ανισότητας στις ευκαιρίες που έχουν οι νέοι. Καθώς το δίκτυο των κοινωνικών επαφών μας καθορίζει το εύρος των πληροφοριών που λαμβάνουμε και των πολιτισμικών μας επιρροών, το να περικλείεται κανείς από κοινότητες ανθρώπων που ήδη αναπαράγουν όσα γνωρίζει, δεν του επιτρέπει να επωφεληθεί από τον κοσμοπολιτισμό του διαδικτύου στον βαθμό που θα μπορούσε. Αν προστεθεί σε αυτό το τεχνολογικό χάσμα που χωρίζει τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα από τα πιο προνομιούχα, είναι σαφές γιατί τα ωφέλη των δικτύων δεν θα τα δούμε σύντομα να κατανέμονται ούτε ισομερώς ούτε αξιοκρατικά.

Κι εκτός από όλα αυτά τα δομικά προβλήματα, οι έφηβοι έχουν να αντιμετωπίσουν έναν ακόμη παράγοντα που περιορίζει την ελευθερία τους να υπερβούν την προδιαγεγραμμένη κοινωνική τους θέση: τον “φόβο του ξένου”. Κάτω από την πίεση των γονιών τους και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, αν παρεκλίνουν στα κοινωνικά δίκτυα δείχνοντας ενδιαφέρον για πρόσωπα και δραστηριότητες που ξεφεύγουν από το πολιτισμικό πρότυπο που καθορίζει την κοινωνική τους θέση, βρίσκονται αντιμέτωποι με τους γνωστούς ηθικούς πανικούς.

 

Δεν αρκεί να γεννήθηκες αργά για να είσαι “digital native”

Η ανισομερής πρόσβαση στον ψηφιακό αλφαβητισμό είναι ο βασικότερος πράγοντας που φαίνεται να συμβάλλει στην αμφισβήτηση ενός ακόμη αξιώματος που κυριάρχησε για σχεδόν δύο δεκαετίες στις προσεγγίσεις περί διαδικτυακούς κουλτούρας: της πεποίθησης ότι οι έφηβοι είναι οι «ψηφιακοί ιθαγενείς», ενώ οι ενήλικες οι «ψηφιακοί μετανάστες» που επειδή γεννήθηκαν αργά στερούνται γνώσεων για την τεχνολογία και είναι λιγότερο ικανοί να αναπτύξουν σχετικές δεξιότητες.

Με αυτή τη λογική, οι έφηβοι θα έπρεπε να επιδεικνύουν σχετικές δεξιότητες σχεδόν αυτόματα, καθησυχάζοντάς μας για το ψηφιακό μέλλον της αθρωπότητας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται. Στην πραγματικότητα, η ρητορική περί «ψηφιακών ιθαγενών», τελικά μάλλον είναι σε βάρος των παιδιών, καθώς αποσπά την προσοχή μας από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στον διαδικτυακό κόσμο.

reading

Θεωρώντας για μεγάλο διάστημα δεδομένο ότι οι έφηβοι είναι «ιθαγενείς», το εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ απέτυχε να φροντίσει να τους προετοιμάσει σωστά. Κι αυτό κατέληξε σε μία ακόμη διεύρυνση του ψηφιακού χάσματος, καθώς τα παιδιά των πιο προνομιούχων κοινωνικών τάξεων είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν αυτό το κενό με ιδιωτικά κεφάλαια, ενώ τα λιγότερο προνομιούχα έμειναν πίσω και στην ψηφιακή γνώση.

Ο αλφαβητισμός που χρειάζεται κανείς στον ψηφιακό κόσμο, πάντως, δεν έχει τόση σχέση με την εξοικείωση με γκάτζετ και υπηρεσίες, αλλά κυρίως με την κατοχή κριτικής γνώσης, ώστε να μπορεί κανείς να εμπλακεί παραγωγικά σε διαδικτυακές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να ελέγχει τη ροή προσωπικών πληροφοριών και να αναζητά και να ερμηνεύει τις πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση, τονίζει η Boyd. Δύο από τα εφόδια που χρειάζονται τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά, είναι οι τεχνικές δεξιότητες και η εκπαίδευση για τα μέσα, ώστε αφενός να κατανοούν την δομή του ψηφιακού κόσμου αφετέρου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν κριτικά τις αφηγήσεις που τους παρέχουν τα μέσα, και να αξιολογούν τον ανεξέλεγκτο όγκο πληροφοριών και δεδομένων που βρίσκουν διαθέσιμα.

Ως ένδειξη αναλφαβητισμού, αναφέται το παράδειγμα της πεποίθησης που έχει διαποτίσει το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα ότι η Wikipedia είναι μια αναξιόπιστη πηγή ενώ η Google είναι μια ουδέτερη μηχανή αναζήτησης, που φέρνει πρώτα τα πιο αξιόπιστα αποτελέσματα. H Google έχει αναδειχθεί σε επίκεντρο του ψηφιακού πληροφοριακού σύμπαντος των εφήβων, διαπίστωσαν πρόσφατα ερευνητές του Harvard, παρόλο που αγνούν τη λειτουργία των αλγορίθμων μέσω των οποίων παράγονται τα αποτελέσματά της. Η Wikipedia, αντιθέτως, παρόλο που συχνά προσφέρει πιο πολύπλευρη καταγραφή από αυτή που θα βρει κανείς π.χ. στα εγκυρότερα ιστορικά βιβλία, αντιμετωπίζεται ως μια επικίνδυνη πηγή. Οι περισσότεροι έφηβοι της Boyd δεν είχαν επισκεφτεί την Wikipedia και δεν ήξεραν ότι τα λήμματά της συντάσσονται συλλογικά από τους χρήστες, ούτε ότι αποτελεί ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα επιτεύγματα συλλογικής καταγραφής γνώσης στο διαδίκτυο. Κανείς δεν τους δίδαξε να σκέφτονται την Wikipedia ως ένα εξελισσόμενο ντοκουμέντο, που αποκαλύπτει πώς οι άνθρωποι παράγουν γνώση και πώς διαφορετικές πηγές θέτουν σε αμφισβήτηση πληροφορίες που κάποιες άλλες πηγές παρουσιάζουν ως δεδομένες.

Μια σειρά από τέτοιες λανθασμένες προσεγγίσεις στο θέμα του χειρισμού των «ψηφιακών ιθαγενών» ενισχύει την άποψη ότι ο όρος πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Σύμφωνα με τον εναλλακτικό ορισμό που προτείνουν οι John Palfrey και Urs Gasser στο “Born Digital: Understanding the First Generation of Digital Natives”, «οι ψηφιακοί ιθαγενείς μοιράζονται μια κοινή παγκόσμια κουλτούρα η οποία καθορίζεται όχι αυστηρά από την ηλικία, αλλά από συγκεκριμένα γνωρίσματα και εμπειρίες που έχουν σχέση με το πώς αλληλεπιδρούν με τις τεχνολογίες της πληροφορίας, τις ίδιες τις πληροφορίες, ο ένας με τον άλλο, καθώς και με άλλους ανθρώπους και οργανισμούς».

 

Τα κοινωνικά δίκτυα ως ο νέος δικός τους χώρος

Πλατφόρμες όπως το Facebook, το Twitter και το MySpace δεν είναι απλώς δημόσιοι χώροι, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι οι μόνοι «δημόσιοι» χώροι όπου οι έφηβοι μπορούν εύκολα να συναθροίζονται σε μεγάλες ομάδες συνομηλίκων τους. Eιδικά για μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, όπου εδώ και χρόνια ψηφίζονται νόμοι που απαγορεύουν σε εφήβους την απαγόρευση εισόδου σε πολλά δημόσια μέρη, χωρίς τα κοινωνικά δίκτυα η συρρίκνωση της κοινωνικής τους ζωής θα ήταν αναπόφευκτη.

Πολλά παιδιά δήλωσαν στις συνεντεύξεις τους πως θα προτιμούσαν χίλιες φορές να συναντιούνται με τους φίλους τους από κοντά, αλλά τέτοιες συναντήσεις γίνονται όλο και πιο δύσκολες λόγω των υπερφορτωμένων προγραμμάτων τους, της αδυναμίας τους να μετακινούνται μόνα του (όσο θα ήθελαν ή και καθόλου) και των φόβων των γονιών τους για την ασφάλειά τους σε δημόσιους χώρους. Μερικά από αυτά τα παιδιά αποζητούσαν απελπισμένα ευκαιρίες να βγουν από το σπίτι  και να μαζευτούν με φίλους. Σε πολλές περιπτώσεις τους επιτρεπόταν να πηγαίνουν μόνο σε σχολικές εκδηλώσεις, ενώ άλλα μπορούσαν να συναντιούνται με φίλους σε δημόσιους χώρους τα Σαββατοκύριακα. Υπήρχαν και κάποια που δεν είχαν ούτε καν αυτές τις επιλογές, ή που οι γονείς τους καθόριζαν ασφυκτικά το πρόγραμμα της ζωής τους ώστε να μεγαλώσουν βάσει συγκεκριμένων προτύπων και κανόνων.

Με αυτά τα δεδομένα, τα κοινωνικά δίκτυα προσφέρονται ως ένας ελκυστικός χώρος για να βρει κανείς πρόσβαση σε φίλους, έστω και στα κλεφτά. Ακόμη και έφηβοι που απάντησαν ότι δεν αξιολογούσαν πολύ θετικά τις ίδιες τις πλατφόρμες -π.χ. επειδή διαφωνούσαν με τις επιβολή των διαφημίσεων στο Facebook ή επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν όσο θα ήθελαν το προφίλ τους- είχαν καταφύγει σε αυτές ως τον μόνο διαθέσιμο χώρο τόσο ευρείας κοινωνικοποίησης. Έτσι, από ανάγκη να ανήκουν και να επικοινωνούν, μέσω των κοινωνικών δικτύων έχτιζαν δίκτυα ανθρώπων και πληροφοριών, συμμετείχαν και βοηθούσαν στη δημιουργία δικτυωμένων κοινών.

Για τις ανάγκες της επικοινωνίας, τέτοια δικτυωμένα κοινά λειτουργούν σαν οποιοδήποτε άλλο κοινό, με τη διαφορά ότι αυτό συμβαίνει στις σχετικές τεχνολογικές πλατφόρμες, και δικτυώνουν τους ανθρώπους με νέους τρόπους, σε ουσιαστικές φανταστικές κοινότητες. Και όπως όλα τα κοινά, αποτελούν τον ιστό των κοινωνιών, και παρέχουν στον καθένα μας μηχανισμούς κατασκευής του κοινωνικού μας κόσμου. Συμμετέχοντας σε κοινά οι άνθρωποι αναπτύσσουμε γνώση περί του τι είναι αποδεκτό και κανονιστικό προσαρμόζοντας συλλογικά τη συμπεριφορά μας με βάση αυτά που βλέπουμε στα κοινά στα οποία συμμετέχουμε και τα οποία κατανοούμε, υπενθυμίζει η Boyd. Μπορεί αυτό να μην σημαίνει αυτόματα αλληλοσεβασμό μεταξύ των ανθρώπων στο σύνολό τους, αλλά αυτές οι διαδικασίες δημιουργούν ένα κοινό πολιτισμικό πεδίο συνεννόησης, αποτρέποντας το μίσος μεταξύ μας.

Οι έφηβοι αποδέχονται αυτή την εκδοχή των δικτυμένων κοινών, ακόμη και με τα ελαττώματά της, καθώς είναι ο μοναδικός κόσμος που γνωρίζουν. Μοιάζουν με τους flâneurs του Μποντλέρ, που περιπλανώνται στους δρόμους χωρίς να έχουν να πάνε κάπου συγκεκριμένα, μόνο για να δουν και να ειδωθούν, λίγο επιδειξιομανείς και λίγο ταδιώτες ταυτοχρόνως. Κάπως έτσι και οι σημερινοί έφηβοι περιπλανώνται στα διαδικτυακά κοινά τους ως ψηφιακοί flâneurs.

Αν και κάποιοι από αυτούς αποζητούν την προσοχή που συνεπάγεται το να φαίνονται δημοσίως, οι περισσότεροι διαπιστώνεται ότι θέλουν απλώς να είναι βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Εστιάζουν, δηλαδή στο τι σημαίνει να αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού κόσμου (…) στο να αναπτύξουν μια αίσθηση του εαυτού τους και να νιώσουν ότι είναι κομμάτια της κοινωνίας. Επιπλέον, γι’αυτούς το ίντερνετ λειτουργεί όπως λειτούργησαν σε προηγούμενες εποχές άλλα μέσα και νέες τεχνολογίες που τους έδιναν τη δυνατότητα να κάθονται στο σπίτι τους και να πειραματίζονται με τον δημόσιο χώρο, όπως το πειρατικό ραδιόφωνο ή τα περιοδικά φανζίν.

Σε αυτό το πλαίσιο, πολύ συχνότερα απ’όσο νομίζουμε, τους δίνεται και η δυνατότητα για πολιτική συμμετοχή. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα ήταν η διαμαρτυρία που οργάνωσαν τον Μάρτιο του 2006 παιδιά μεταναστών στην Καλιφόρνια, για τον αντι-τρομοκρατικό και αντι-μεταναστευτικό νόμο HR4437, ο οποίος ξεσήκωσε τις κοινότητες των μεταναστών στις ΗΠΑ. Επειδή οι έφηβοι που προέρχονταν από οικογένειες μεταναστών χωρίς άδειες παραμονής στις ΗΠΑ ένιωσαν αποκομμένοι από τις μαζικές διαδηλώσεις που οργάνωσαν οι επίσημοι φορείς (μεταναστευτικές οργανώσεις, ισπανόφωνα ΜΜΕ, παραδοσιακές ομάδες υποστήριξής τους κ.α.) στράφηκαν στο MySpace, που τότε ήταν το δημοφιλέστερο κοινωνικό δίκτυο μεταξύ τους. Οργάνωσαν αυτοσχέδιες πορείες και έφυγαν από τα σχολεία τους βγαίνοντας κατά χιλιάδες στους δρόμους σε διάφορες πόλεις, με πλακάτ, συνθήματα κατά του ρατσισμού και υπέρ των οικογενειών τους, εξηγώντας ότι είχαν μεταναστεύσει εκεί αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και πως δεν άξιζαν ένα ρατσιστικό φακέλωμα. Η συγκεκριμένη δράση [σαφείς οι ομοιότητες με τον Δεκέμβρη του ‘08 στην Ελλάδα] αποτέλεσε ξεκάθαρο πολιτικό ακτιβισμό. Παρόλ’αυτά, οι δημόσιοι αξιωματούχοι, τα ΜΜΕ και οι διευθύνσεις των σχολείων κατηγόρησαν τους μαθητές ότι το έκαναν για την κοπάνα, είπαν ότι αν ήθελαν να συζητήσουν για τη μετανάστευση μπορούσαν να είχαν κάτσει στα σχολεία τους και να είχαν κουβεντιάσει με πιο «παραγωγικούς» τρόπους, ενώ σε κάποια σχολεία επιβλήθηκαν και τιμωρίες. Αρνήθηκαν, δηλαδή, να νομιμοποιήσουν την πολιτική δράση των εφήβων.

Ακόμη, όμως, και πολύ πιο ταπεινές πράξεις όπως η συμμετοχή σε μια επίθεση των Anonymous ή στην δημιουργία και διάδοση ενός meme μπορεί να εμπεριέχει πολιτικό λόγο. Ενδεικτικά τέτοια παραδείγματα αποτελούν μερικά από τα βιντεάκια με τον Χίτλερ να μαθαίνει για το Digital Millennium Copyright Act, ότι η NSA παρακολουθούσε το τηλέφωνό του, ότι ο λογαριασμός του στο Xbox Live μπλοκαρίστηκε κ.ο.κ. Βλέποντας τέτοιες χιουμοριστικές αποτυπώσεις της πραγματικότητας συνήθως μένουμε στο αστείο, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι η δημιουργία τους -από νέα παιδιά συνήθως- προϋποθέτει την κατανόηση ενός γενικότερου ιστορικού πλαισίου και έναν σημαντικό βαθμό ψηφιακού αλφαβητισμού, που συχνά αγνοούμε ότι κατέχουν οι δημιουργοί τους.

 

«Θα πεις στη μαμά μου…;»

Στην αρχή του “It’s Complicated”, η Boyd θυμάται έναν άλλο έφηβο από την Καλιφόρνια, τον 15χρονο Μάικ που ήταν τότε ξετρελαμένος με το περίφημο βίντεο που έδειχνε πειράματα με εκρηκτικούς συνδυασμούς Coca-Cola με καραμέλες Mentos. Με τους φίλους του έκαναν αντίστοιχα πειράματα, που τα βιντεοσκοπούσαν με μια κάμερα -δανεική για τα Σαββατοκύριακα από το σχολείο επειδή έπρεπε να καταγράφουν τις ασκήσεις της Χημείας- και τα ανέβαζαν στο Youtube. Δεν ήταν τίποτα σπουδαία βίντεο, ήταν μάλλον χαμηλής ποιότητας, και τα έβλεπαν βασικά μόνο οι ίδιοι και οι κολλητοί τους. Κι όμως, το παραμικρό νέο view που αθροιζόταν στα συνολικά τους, προκαλούσε στον Μάικ τρομερό ενθουσιασμό. Καθώς λοιπόν σερφάρανε παρέα και ο Μάικ τής έδειχνε χαρούμενος τα βίντεο, κάποια στιγμή πάτησε pause και γύρισε προς το μέρος της. «Θα μου κάνεις μια χάρη;», τη ρώτησε. «Θα πεις στη μαμά μου ότι δεν κάνω τίποτα κακό στο ίντερνετ; Θέλω να πω, νομίζει ότι όλα όσα είναι online είναι κακά, ενώ εσύ φαίνεσαι να καταλαβαίνεις, κι ας είσαι μεγάλη. Θα της μιλήσεις;».

Και κάπως έτσι γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Το οποίο, όμως, «δεν αποτελεί μια ερωτική επιστολή προς τη νεανική κουλτούρα», όπως διευκρινίζει η συγγραφέας του, αν και η ίδια δηλώνει πως η έρευνά της την έπεισε ότι οι νέοι είναι πιο διαλλακτικοί απ’όσο νόμιζε. «Αυτό το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να να πείσω τους ενήλικες που ασκούν εξουσία στις ζωές των νέων ότι αυτό που κάνουν όταν εμπλέκονται σε διαδικτυακά κοινά, βγάζει νόημα. Την ίδια ώρα, το να συμφιλιώνεται κανείς με τη ζωή στην εποχή της δικτύωσης δεν είναι απαραιτήτως ούτε εύκολο ούτε προφανές. Είναι μάλλον περίπλοκο».