1

«Μετά τη δικτατορία νομίζαμε ότι γλυτώσαμε από τη λογοκρισία»

Ποια είδη λογοκρισίας ευδοκιμούν στην Ελλάδα; Τι είναι και τι δεν είναι λογοκρισία; Επιτρέπονται σε μια δημοκρατία περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου;

Το πρώτο συνέδριο για τη λογοκρισία στην Ελλάδα, που διοργανώνεται από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το παράρτημα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στην Ελλάδα, και θα διεξαχθεί 17-19 Δεκεμβρίου στην Αθήνα, διερευνά αυτά και άλλα ειδικότερα ερωτήματα, για πρώτη φορά στη χώρα. Το πρόγραμμά του περιλαμβάνει μια ποικιλία θεματικών που εκτείνονται από την τέχνη, η οποία γνωρίζει τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις λογοκριτικών παρεμβάσεων, μέχρι πολύ πιο επίμονες ή και ύπουλες μορφές ελέγχου της ελευθερίας του λόγου, όπως η διαχρονική αυτολογοκρισία στα ΜΜΕ, στον ακαδημαϊκό κόσμο και στη δημόσια σφαίρα, για θέματα που θεωρούνται ακανθώδη, ή όπως οι κραυγές περί «λογοκρισίας» από ανθρώπους που θέλουν να αποφύγουν την κριτική.

Εν όψει του συνεδρίου, κάναμε μια κουβέντα με τους συνδιοργανωτές του, Δημήτρη Χριστόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου και Αντιπρόεδρο της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και Πηνελόπη Πετσίνη, διδάκτορα Τεχνών & Ανθρωπιστικών Επιστημών.

 

2

-Στο συνέδριο θα προσεγγίσετε για πρώτη φορά συστηματικά τα είδη της λογοκρισίας που διαπιστώνεται ότι υπάρχουν στην Ελλάδα. Το πρώτο πράγμα που θέλω να ρωτήσω είναι αφενός ποιά είδη λογοκρισίας είναι αυτά στα οποία δίνουμε σημασία αλλά και αν υπάρχουν είδη λογοκρισίας τα οποία συνήθως παραβλέπουμε.

Π.Π.: Ένα συνέδριο αντανακλά όχι ακριβώς το τι συμβαίνει σε ένα πεδίο αλλά το τι έρευνα υπάρχει σε αυτή τη θεματική. Άρα οι εισηγήσεις που έχουμε μαζέψει μέχρι τώρα και οι θεματικές που έχουν διαμορφωθεί, δεν είναι απαραίτητο ότι μόνο αυτά τα είδη λογοκρισίας υπάρχουν στην Ελλάδα ότι μόνο αυτά τα είδη τέχνης λογοκρίθηκαν. Είναι ότι με αυτά τα είδη ασχολήθηκαν είτε ακαδημαϊκοί είτε γενικά άνθρωποι που τους ενδιέφερε να ασχοληθούν με το ζήτημα. Απ’ότι φαίνεται είχαμε περισσότερες εισηγήσεις που να αφορούν τον κινηματογράφο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό αντανακλά και τις πολλές περιπτώσεις λογοκρισίας που παρατηρούμε στον χώρο. Ίσως γιατί πρόκειται για ένα εξαιρετικά μαζικό μέσο και γιατί έχει και τόσο πρόσβαση στον κόσμο άρα υπάρχει και σοβαρός λόγος να λογοκριθεί, να ελεγχθεί το μήνυμα που φτάνει στον κόσμο.

Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις λογοκρισίας στη λογοτεχνία αλλά έχουμε πολύ λιγότερες εισηγήσεις απ’ αυτές που θα περίμενε κανείς. Κι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι, για μένα το πιο ενδιαφέρον, είναι αυτό που αφορά τα εθνικά θέματα και τη σύγχρονη λογοκρισία στο λόγο, στο τι συζητιέται, τι λέμε είτε σε ακαδημαϊκό κι επιστημονικό επίπεδο είτε στο δημόσιο λόγο.

Δ.Χ.: Εγώ θα έλεγα ότι το συνέδριο είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια συστηματική καταγραφή και ανάλυση του φαινομένου της λογοκρισίας στην Ελλάδα, και μάλιστα όχι στην περίοδο αυτού που ονομάστηκε «η καχεκτική δημοκρατία», της δεκαετίας του ‘50 και του ’60, πολλώ δε μάλλον ούτε στη δικτατορία. Συζητάμε για τη λογοκρισία στη δημοκρατία. Αυτό είναι το ιδιαίτερο, το πιο ελκυστικό και το πιο ακανθώδες θέμα. Και αυτό είναι που δεν συζητιέται.

Γιατί δεν συζητιέται; Δεν συζητιέται, νομίζω, γιατί από τη στιγμή που η Ελλάδα πέρασε στη μεταπολίτευση και ξεκίνησε να εδραιώνει ένα δημοκρατικό φιλελεύθερο πολίτευμα, θεώρησε ότι γλύτωσε από τη λογοκρισία, ότι ο κανόνας είναι πλέον η ελευθερία χωρίς λογοκρισία. Η λέξη λογοκρισία καταγράφηκε ως νοσηρή λέξη, ως κακή λέξη, αλλά τα φαινόμενα περιορισμού και επιτήρησης του λόγου, σε όποια εκδοχή του, δεν σταματήσανε.

Φυσικά ούτε την έκταση, ούτε τη θεσμοποίηση που είχαν προηγουμένως, έχουν στη μεταπολίτευση. Όμως φάνηκε ότι επιβιώνουν παραδοσιακές νησίδες λογοκριτικού ελέγχου, και στην τέχνη και στα μίντια, και συνάμα φαίνεται να αναδεικνύεται κι ένας λογοκριτικός μηχανισμός, για τον οποίο δεν συζητάμε, που σχετίζεται με την αυτολογοκρισία.

– Υπάρχουν τα τρία είδη λογοκρισίας, όπως επισημαίνετε…

Δ.Χ.: Ναι. Ένα είναι η καταστολή: Βλέπω αυτό το βιβλίο που με ενοχλεί και στο κόβω, είτε βάζω τον εισαγγελέα και κάνει ασφαλιστικά μέτρα, όπως έγινε για το βιβλίο «Μ εις στη ν» του Ανδρουλάκη, που το κατασχέσαν τη Θεσσαλονίκη. Ή έχουμε προληπτική λογοκρισία, δηλαδή πριν βγει, λέει ο άλλος «μεγάλε, αυτό δεν βγαίνει, άστο». Κι αυτό το βλέπεις παντού, από ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, μέχρι ο αρχισυντάκτης σου να σου πει «αγάπη μου, θέλεις τη δουλειά σου;»…

– Το είδαμε και την περασμένη εβδομάδα στην Ειδομένη, που έδιωξαν τους φωτορεπόρτερ για να καθαρίσουν το τοπίο.

Δ.Χ.: …Και μετά έχεις την αυτολογοκρισία, που εσύ ο ίδιος έχεις ενσωματώσει: Τι πρέπει να λες και τι δεν πρέπει να λες.

Κι εγώ αυτό που θα έλεγα για τη λογοκρισία είναι ότι η λογοκρισία είναι κάτι παραγωγικό. Πρέπει να σταματήσουμε να εννοιολογούμε τη λογοκρισία μόνο σαν ένα «απαγορεύεται, στοπ». Πρέπει να σκεφτόμαστε πώς πλέον η ανθρώπινη νόηση ενσωματώνει τη λογοκρισία ως παράγοντα δημιουργίας. Δημιουργούμε λογοκριμένοι, αυτολογοκριμένοι.

– Κι αυτό δεν έχει σχέση απαραιτήτως με συστήματα εξουσίας. Έχει σχέση με το πώς λειτουργούμε καθημερινά, με το πόσο αποδεχόμαστε την ελευθερία του άλλου να εκφράσει ο,τιδήποτε σκέφτεται. Αυτό το συνειδητοποιούμε ή συνδέουμε πάντα τη λογοκρισία με συστήματα εξουσίας;

Π.Π.: Εξαρτάται πώς εννοείς τα συστήματα εξουσίας. Η λογοκρισία πάντα έχει να κάνει με συστήματα εξουσίας, με συστήματα ισχύος, με το ποιός έχει τη δύναμη.

Δ.Χ.: …Κι [έχει επίσης σχέση με το] ότι υπάρχει δύναμη. Γιατί αν είμαστε ίσοι, τότε δεν μπορείς να με λογοκρίνεις ούτε να σε λογοκρίνω. Η λογοκρισία έχει ως προϋπόθεση την ανισότητα.

Π.Π.: Όταν μιλάμε για συστήματα εξουσίας έχουμε στο μυαλό μας την κρατική εξουσία. Δεν είναι πάντα και μόνο η κρατική εξουσία. Το «εύκολο» κομμάτι της λογοκρισίας είναι να μιλήσουμε για την κρατική καταστολή, την κρατική λογοκριτική παρέμβαση, κι ακόμη καλύτερα σε ένα απολυταρχικό καθεστώς. Δηλαδή, δικτατορία στην Ελλάδα: Η λογοκρισία έχει ένα σύστημα, διαπερνά όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Δ.Χ.: …Λέγεται, καταγράφεται, υπάρχει «Επιτροπή λογοκρισίας». Δεν ντρέπεται ο άλλος να πει «σε λογοκρίνω». Μετά, αρχίζει να μαζεύεται, ντρέπεται.

Π.Π.: …Και μετατρέπεται σε κάτι άλλο: Είναι μια επιτροπή κρίσης, μια επιτροπή που δίνει άδειες… κάπως λέγονται, αλλάζουν τα ονόματα στα δημοκρατικά πολιτεύματα. Εκεί μέσα, όμως, υπάρχουν δομές, υπάρχουν κανόνες που ορίζουν. Ο κινηματογράφος από την αρχή, από τη δημιουργία του ακόμη, έχει μια δομή ελέγχου, στημένη, έτοιμη. Υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, παίρνεις άδεια για να γυρίσεις μια ταινία, παίρνεις άδεια για να προβάλεις μια ταινία. Άρα υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες.

– Αυτή είναι μια θεσμοθετημένη μορφή λογοκρισίας, αλλά υπάρχουν κι άλλες, που, όπως λέτε προκύπτουν, για παράδειγμα, τώρα στην κρίση. Το επισημαίνουν διάφοροι από τους ερευνητές που θα κάνουν παρουσιάσεις στο συνέδριο: Υπάρχει μια ομογενοποίηση του λόγου, για να μην υπάρξει σύγκρουση για τα εθνικά θέματα. Δεν μπορείς να λες κάποια πράγματα για εθνικά θέματα ή για θέματα που αφορούν την κρίση ή την διακυβέρνηση ας πούμε.

Δ.Χ.: Για την κρίση μπορείς να λες, νομίζω. Η κρίση, απλώς, νομίζω, έχει ενισχύσει τους περιορισμούς αυτολογοκρισίας, κυρίως στα μίντια. Στην τέχνη δεν νομίζω, ίσα-ίσα η κρίση μάλλον λειτούργησε σαν μηχανισμός μιας ευεξίας και μιας έντασης της δημιουργίας, τουλάχιστον στην Ελλάδα.

Π.Π.: Έγινε της μόδας κάποια στιγμή. Όλοι κάναν δουλειά για την κρίση.

Δ.Χ.: Ναι. Αλλά αυτό το οποίο νομίζω ότι χαρακτηρίζει τη λογοκρισία στη δημοκρατία, είναι αφενός μεν ο περιορισμός της έκτασής της σε σχέση με αυτή των αυταρχικών καθεστώτων, αλλά [και] η διάχυσή της μέσα από άτυπα δίκτυα εξουσίας, αγοράς, και ο,τιδήποτε άλλο. Δηλαδή, εσύ θα πεις αυτό το οποίο αρέσει στον κόσμο. Ή αυτό το οποίο αρέσει στο αφεντικό σου. Ή αυτό το οποίο πουλάει. Ή αυτό το οποίο ξέρεις ότι δεν θα σε βάλει στον κίνδυνο να απολυθείς. Ή αυτό το οποίο είναι εθνικά ορθό.

Και όταν συζητάμε για όλα αυτά τα θέματα στα οποία συστηματικά υπάρχει μια αλεργία, ας πούμε, τότε αυτός ο μηχανισμός είναι ενισχυμένος, είναι συμπαγής. Κι αυτό το βλέπουμε από την υπόθεση του Φίλη, που είπε αυτό που είπε και πήγαν να τον φάνε, μέχρι και πλέον θεσμοθετημένες μορφές νέου λογοκριτικού τύπου, ο οποίος φυσικά δεν λέγεται λογοκρισία αλλά είναι στο όνομα της αντιρατσιστικής ορθότητας.

Αυτή τη στιγμή που μιλάμε διεξάγεται μια δίκη στην Κρήτη, ενός γερμανού ιστορικού που λέει ό,τι λέει. Ο νόμος βάσει του οποίου αυτός διώκεται είναι ο αντιρατσιστικός νόμος, και υποτίθεται ότι αυτός ας πούμε αρνείται τα εγκλήματα του ναζισμού κλπ κλπ, ή εν πάσει περιπτώσει τα σχετικοποιεί με έναν τρόπο, και βρίσκεται στο δικαστήριο.

Π.Π.: Το ενδιαφέρον είναι ότι το κομμάτι της σχετικοποίησης των εγκλημάτων των ναζί στην Κρήτη είναι κάτι το οποίο υπάρχει εδώ και χρόνια, στο Μάλεμε στο γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο, πρώτο τραπέζι πίστα όταν μπαίνεις μέσα. Το κείμενο το οποίο έχουν λέει: Ζητούμε συγνώμη ως γερμανικός λαός για την Κάνδανο, για παράδειγμα, αλλά εμείς ήμασταν σε πόλεμο με τους Βρετανούς, εσείς μπήκατε στη μέση, ανακατευτήκατε, μας χτυπήσατε, δεν ακολουθήσατε τους κανόνες του πολέμου, οπότε τα αντίποινα δεν ήταν κι εντελώς αδικαιολόγητα.

– Και υπάρχουν είδη λογοκρισίας που διαπιστώνετε ότι δεν τα προσεγγίζει ακόμα κανένας, τουλάχιστον ερευνητικά, ή που θα θέλατε να τα δείτε να ερευνώνται λίγο περισσότερο βαθύτερα;

Δ.Χ.: Ναι, υπάρχουν. Το ερώτημα που εγώ προσπαθώ να σκεφτώ, είναι για ποιο λόγο δεν έχει ξαναδουλευτεί το θέμα «λογοκρισία» στην Ελλάδα. Τώρα έχω αρχίσει να το δουλεύω και νομίζω ότι είναι αυτό που είπα στην αρχή: Ότι επειδή το ΄74 μπήκαμε στη μέθη της ελευθερίας της μεταπολίτευσης, θεωρήσαμε ότι αυτό το αφήσαμε πίσω. Οπότε όταν θεωρείς ότι κάτι το έχεις αφήσει πίσω διότι δεν σε αφορά, δεν ασχολείσαι μαζί του ή αντιμετωπίζεις τα φαινόμενα τα λογοκριτικά, τα οποία έρχονται κι επανέρχονται -με τη συχνότητα που έρχονται- σαν εξαιρέσεις, σαν κάτι δηλαδή που δεν μπορεί να αμαυρώσει την εικόνα της ελευθερίας.

Προσέξτε, δεν λέω ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία έχουμε συστηματική λογοκρισία. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε Ιράν και μπαίνει σε ευρωπαϊκή τυπολογία, και του περιορισμού του λόγου και της ελευθερίας του λόγου. Όμως, αυτό το οποίο κατά την άποψή μου είναι η πρόκληση, και πολιτικά και ερευνητικά, είναι να καταλάβουμε πώς μπορεί να συμφιλιωθεί η δημοκρατία με τη λογοκρισία. Πώς, δηλαδή, μέσα στην ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να επιβιώνει και να αναπαραγάγεται, θεσμικά ή μη θεσμικά, το φαινόμενο του περιορισμού του λόγου που ονομάζεται λογοκρισία.

– Από την άλλη, υπάρχουν σίγουρα μορφές λογοκρισίας πολύ πιο εγκατεστημένες, όπως αυτές που αφορούν τα σχολικά βιβλία, για παράδειγμα, που βλέπω ότι είναι ένα κομμάτι του συνεδρίου. Για το οποίο γίνεται ακόμη λιγότερος λόγος, και το οποίο φαντάζομαι ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο να προκαλέσει κανείς, ώστε να υπάρχει οποιαδήποτε αλλαγή, να υπάρχει μια ελευθερία λόγου, μια ελευθερία κριτικής, να δίνεται η δυνατότητα στον δάσκαλο να βγει από το βιβλίο και να δώσει κάτι παραπάνω το οποίο δεν είναι ήδη πλαισιωμένο μέσα στα βιβλία.

Δ.Χ.: Το θέμα των εκπαιδευτικών βιβλίων πρέπει να το δούμε με τη δέουσα προσοχή. Δε λέω ότι η εκπαίδευση είναι μια διαδικασία η οποία κατ’ ανάγκη βασίζεται στη ποδηγέτηση και στην αυστηρή πειθαρχία. Αλλά ένα εκπαιδευτικό βιβλίο, εξ αντικειμένου δεν μπορεί να έχει τα ελευθεριακά χαρακτηριστικά που θα έχει ένα βιβλίο που γράφω εγώ, ας πούμε, για να το βγάλω στο εμπόριο. Εγώ αποδέχομαι ότι αυτό είναι ένα fair play εκ μέρους του κράτους.

Δηλαδή, σου λέει, κύριε εγώ θέλω να φτιάξω ένα βιβλίο με θέμα αυτό και με μια άλφα προσέγγιση. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, φυσικά, εγώ έχω όση ελευθερία θέλω, αλλά σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, η διοίκηση έχει το δικαίωμα και την έλλογη αξίωση από έναν δημιουργό που δουλεύει για μια δημόσια υπόθεση, να ακολουθήσει την προβληματική που θέτει. Αυτό εγώ το θεωρώ ΟΚ, δεν το θεωρώ λογοκρισία.

Αυτό που θα θεωρούσα λογοκρισία είναι να πάμε και να μπούμε [στο βιβλίο] και να κοιτάμε λέξη-λέξη τι γίνεται. Και, ακόμη περισσότερο, αυτό που θεωρώ ότι δεν είναι καν λογοκρισία αλλά κάτι πιο βαρύ κατά την άποψή μου, είναι το γεγονός ότι ουσιαστικά χτίζουμε μια εκπαίδευση γύρω από τις επιστήμες τις κοινωνικές, τις ανθρωπιστικές και γύρω από την ήπειρο των επιστημών, την ιστορία, που όταν έρχονται τα παιδιά στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου διαλύονται. Το μυαλό τους παθαίνει τραλαλά. Γιατί ακούνε ιστορία και λένε «εμείς τι μαθαίναμε;».

Αυτό είναι το θέμα, αλλά αυτό είναι κάτι ακόμα χειρότερο από τη λογοκρισία. Δηλαδή όταν ένα παιδί έρχεται κι ενώ είναι 18 χρονών νομίζει ότι υπάρχει κρυφό σχολειό… Τι λογοκρισία; Αυτό σημαίνει ότι το παιδί έχει μεγαλώσει με παραμύθια.

– Άρα η λογοκρισία είναι μία από τις κορυφές μιας οροσειράς ολόκληρης.

Δ.Χ.: Ακριβώς. Η λογοκρισία είναι η κορυφή του παγόβουνου. Σου λέω, έρχεται ο άλλος πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, και θεωρεί ότι «η Ελληνική Επανάσταση έγινε… ο Παλαιών Πατρών Γερμανός… το λάβαρο στα Καλάβρυτα…» και δεν ξέρει τίποτα άλλο. Και τον ρωτάς «πότε έγινε το ελληνικό κράτος;» και σου λέει «το 1821».

Διότι ο τρόπος που εμείς δεξιωνόμαστε την εθνική μας αφήγηση, μας έχει κολλήσει στην 25η Μαρτίου και δεν ξέρουμε ότι το ελληνικό κράτος έγινε το 1830. Οπότε, εκεί μπαίνεις σε μια διαδικασία συστηματικής αποδόμησης του παραμυθιού προκειμένου να βάλεις στη θέση του παραμυθιού κάποια ψήγματα ιστορικής ανάλυσης.

– Πού θέλετε να οδηγήσετε τη συζήτηση μέσα από το συνέδριο;

Δ.Χ.: Εγώ θα έλεγα ότι η πρώτη μέριμνα είναι να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η λογοκρισία και η δημοκρατία είναι έννοιες που μπορούν να συνυπάρξουν, να αναδείξουμε, να τεκμηριώσουμε και να καταγράψουμε ποιες είναι οι εκδοχές αυτού του πράγματος που εμφανίζονται στην ελληνικό δημόσιο λόγο, να μπορέσουμε να συναρμολογήσουμε μια μηχανική και μια τυπολογία της λογοκρισίας στην Ελλάδα, στο βαθμό του δυνατού, και να δούμε πού αυτό το πράγμα εντάσσεται διεθνώς. Πού τοποθετεί τη χώρα μας σε ό,τι αφορά αυτό το πράγμα; Με ποιες είναι συγκρίσιμη; Τι γίνεται με άλλες χώρες με τις οποίες εξ αντικειμένου η Ελλάδα μπορεί να συγκριθεί;

Το δεύτερο το οποίο μας ενδιαφέρει είναι να βρούμε έναν τεράστιο όγκο ερευνητών, ο οποίος όπως φάνηκε από την ανταπόκριση στην πρόσκληση ενδιαφέροντος, που ήταν πολύ μεγάλη, εδώ και πολλά χρόνια δουλεύει μόνος του τα της λογοκρισίας, ο καθένας στο πεδίο του, και όλοι ξαφνικά είπαν, ωπ, κάτι να βγούμε να πούμε. Κατ’ουσίαν, δηλαδή, αυτό το οποίο νομίζω ότι βγαίνει από εδώ είναι μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας χώρος μέσα στον οποίο γίνεται αυτός ο διάλογος για ένα υπό διαμόρφωση υπο-αντικείμενο, που είναι η λογοκρισία στην Ελλάδα. Για μένα αυτό θα ήταν το ζητούμενο.

Από εκεί και πέρα, το συνέδριο αυτό θεωρώ ότι μπορεί να προχωρήσει και σε άλλες δουλειές. Δηλαδή, μπορείς να δουλέψεις ένα ευρετήριο της λογοκρισίας στην Ελλάδα, τι έχει γίνει, να καταγραφούν και να μπουν όλα αυτά κάπου μαζί. Μπορείς να δεις γιατί έχουμε τόσο εκτεταμένη λογοκρισία στον κινηματογράφο και λιγότερο στα εικαστικά. Φυσικά αυτό αποδίδεται στο γεγονός που είπε η Πηνελόπη, ότι ο κινηματογράφος είναι μια μαζική τέχνη, ας το πούμε, άρα εκεί πέφτει περισσότερο μαχαίρι. Ε, ας κάτσουμε μαζί να τα δούμε όλα αυτά, να δούμε τι γίνεται, να δούμε τι γινόταν στην Ισπανία του 1975. Τέτοιου είδους πράγματα μπορούν να βγούνε. Δηλαδή, κατ’ουσίαν να δουλευτεί συστηματικά η λογοκρισία ως ένας γνωστικός χώρος.

Π.Π.: Ή, ας πούμε, σε τι βαθμό έχει γίνει η αυτολογοκρισία που λειτουργεί περισσότερο -εγώ τείνω να καταλήξω σε αυτό- σε σχέση με την φωτογραφία; Στην φωτογραφία, που θα περίμενε κανείς να έχουμε τεράστια λογοκρισία – αφού η εικόνα είναι κι αυτή ένα σαφέστατα μαζικό μέσο-, δεν έχουμε. Τα κρούσματα λογοκρισίας είναι μετρημένα στα δάχτυλα.

Για το φωτορεπορτάζ, που θα περίμενε κανείς ότι…, να, πριν από δυο μέρες είχαμε αυτό το πράγμα στην Επανομή. Πριν από αυτό ήταν το 2008, με τη φωτογραφία του Κώστα του Τσιρώνη, που φωτογράφησε τους αστυνομικούς με το όπλο στη διαδήλωση. Πριν από αυτό είναι πραγματικά ελάχιστα. Η περίπτωση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που λιποθύμησε στο Προεδρικό Μέγαρο και μαζέψαν τους φωτορεπόρτερ και τους πήραν τα φιλμ για να μην βγουν οι φωτογραφίες από το γεγονός. Αυτό είναι γνωστό, αλλά αυτό είναι από τη δεκαετία του ’80, πότε ήταν τελευταία φορά πρόεδρος ο Κ.Καραμανλής.

Δεν είναι πολλά, δεν είναι συχνά. Γιατί ο φωτογράφος τελικά καταλήγει, ξέρει και κάνει αυτό που πρέπει να κάνει ή δίνει τις φωτογραφίες που πρέπει να δώσει. Δηλαδή ένας φωτορεπόρτερ ξέρει πολύ καλά τι φωτογραφίες πρέπει να δώσει στην εφημερίδα που δουλεύει ή στο πρακτορείο. Ή το πρακτορείο ξέρει από εκεί και πέρα τι θα διακινήσει, αν θέλει να το ελέγξει. Ούτε προλαβαίνει να έχει λόγο ένας φωτορεπόρτερ, ούτε μπορεί να έχει παρέμβαση σε όλο αυτό το σύστημα, σε όλο αυτό τον μηχανισμό. Οπότε, δεν είναι μόνο το αν είναι κάτι τόσο μαζικό, ή αν υπάρχει έτοιμη δομή κρατική ή νομική που να ελέγχει ένα πράγμα.

Π.Π.: Να πούμε κι ένα καλό πράγμα για τη λογοκρισία; Θυμήθηκα, όταν λογοκρίθηκε το έργο της Εύας Στεφανή στην Art Αθήνα, τo 2007, εκείνο το βίντεο με τον εθνικό ύμνο και τη σκηνή απ’ το πορνό -παρενέβη ο εισαγγελέας, συνελήφθη ο καλλιτεχνικός διευθυντής, ήταν καταζητούμενη η Στεφανή-, ξημερώματα της επόμενης μέρας άρχισαν τα τηλέφωνα στον χώρο των εικαστικών και μέσα σε ελάχιστον χρονικό διάστημα μαζευτήκαμε καμιά εκατοστή άνθρωποι και στήσαμε μια έκθεση μέσα στην οποία συμπεριλάβαμε και το έργο της Εύας της Στεφανή, με τη λογική ότι όλοι συνυπογράφουμε όλα τα έργα άρα αν έρθει ο εισαγγελέας θα αναγκαστεί να μας συλλάβει όλους μαζί.

Και μείναμε εκεί μέχρι πολύ αργά. Όχι μόνο αυτοί που συμμετείχαν στην έκθεση αλλά κι άλλοι άνθρωποι, γιατί άρχισε νά’ρχεται κόσμος από τον χώρο. Το εντυπωσιακό λοιπόν ήταν η συναίσθηση που αποκτήσαμε οι περισσότεροι εκεί πέρα, ότι ήμασταν ο καθένας μόνος του και ξαφνικά ενωθήκαμε. Έστω γι’αυτό το 24ωρο -δεν κράτησε πολύ. Αλλά η λογοκριτική πράξη κατάφερε να ξυπνήσει κάποιο κόσμο, κατάφερε να ενώσει κάποιο κόσμο και κατάφερε κάποιο κόσμο να αντιδράσει, να δει τι κάνει κι ο διπλανός του. Για πρώτη φορά άνθρωποι που η υπογραφή τους είχε κάποιο βάρος – δεν ήταν αστείο- δεν νοιάστηκαν καθόλου για το αν θα υπογράψουν μαζί με άλλους.

Δ.Χ.: Εντάξει, ήταν και τρομερό με τη Στεφανή. Ένας αστυνομικός σταμάτησε ένα βίντεο. Αυτό είναι ασύλληπτο. Δεν είναι καν ο εισαγγελέας. Είναι τρομερό, αυτό είναι χούντα, κανονικά.

– Στην τέχνη έχω την εντύπωση ότι είναι πιο κραυγαλέα η λογοκρισία. Ακόμη κι αυτό που είπατε στην αρχή, το να πρέπει να πάρεις άδεια για να γυρίσεις μια ταινία. Γιατί είναι τόσο εύκολο, ιστορικά ενδεχομένως, να επιβάλεις λογοκρισία στην τέχνη; Ή δεν είναι;

Δ.Χ.: Το ανάποδο. Η τέχνη είναι πιο προνομιούχα, πιο ελεύθερη.

– Είναι, όμως, χοντροκομμένα τα παραδείγματα.

Δ.Χ.: Μα, γι’αυτό. Είναι τέχνη! Πώς θα με λογοκρίνεις όταν κάνω τέχνη; Η τέχνη είναι ένας κλειστός χώρος που αν μπεις μέσα του είσαι πιο ελεύθερος απ’ότι είσαι εκτός τέχνης. Και γι’αυτό εκπλησσόμαστε όταν έχει λογοκρισία στην τέχνη. Διότι παραβιάζεται αυτό ακριβώς που λέει το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος, ότι η τέχνη είναι ανεπιφύλακτα ελεύθερη.

Π.Π.: …Και υποχρεούται το κράτος να την προστατεύσει.

Δ.Χ.: …Ενώ ο λόγος δεν είναι ανεπιφύλακτα ελεύθερος. Είναι ελεύθερος υπό επιφυλάξεις. Αυτό είναι που μας σοκάρει στην τέχνη.

– Όταν νωρίτερα αναφερθήκατε σε τυπολογίες που ενδεχομένως να αναγνωριστούν για τις μορφές της λογοκρισίας ή για συγκρίσεις με άλλες χώρες, σκέφτεστε πού μπορεί να κατατασσόμαστε;

Δ.Χ.: Μιλάω περισσότερο σκεπτόμενος, χωρίς να έχω τεκμηρίωση: Σίγουρα στην Ελλάδα έχουμε μια μορφή, αυτά με τα εθνικά, θρησκευτικά κλπ, που είναι αρκετά με το Οθωμανικό πράγμα, βαλκανικό, που σχετίζεται και με την πολιτική ιστορία του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, τις διαιρέσεις, όλα αυτά τα δυσάρεστα. Των εθνών δηλαδή που έχουν υπάρξει θύματα και που ακόμα περισσότερο πάνω στα θύματα αυτοθυματοποιούνται κιόλας. Σκέφτομαι, ξέρω’γώ το Ισραήλ, που είναι μερικά πράγματα που δεν διανοείσαι να τα πεις. Άμα πεις ο,τιδήποτε που σπάει λίγο το κεντρικό, το σύστημα παθαίνει αμόκ.

Από την άλλη, θα έλεγα, στα κλασικά ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης, τύπου και τέχνης, νομίζω η χώρα μπαίνει λίγο στη λογική της νότιας Ευρώπης και του ύστερου εκδημοκρατισμού, της δεκαετίας του ΄70, δηλαδή, σε Ισπανία-Πορτογαλία, όπου αυτές οι χώρες ανοίγονται στην ελευθερία του αστικού κόσμου στα μέσα της δεκαετίας του ΄70.

Γενικά μπαίνουμε, επίσης, σε κάτι το οποίο είναι αρκετά ιδιόμορφο σε ό,τι αφορά το ότι η Ελλάδα σε πολλά πράγματα έχει ακατάσχετη ελευθερία έκφρασης – είπα για ποιούς λόγους, πριν. Σε όλο αυτό εντασσόμαστε μέσα στο ευρωπαϊκό παράδειγμα, της ελευθερίας του λόγου, υπό αιρέσεις όμως. Ένα παράδειγμα που δεν το έχει το αμερικάνικο freedom of speech -οι Αμερικάνοι είναι πολύ πιο «λέγε ό,τι θέλεις», ας πούμε. Και η ευρωπαϊκή περιοριστική αντίληψη που υπάρχει σε ότι αφορά το θέμα της ελευθερίας του λόγου είναι προϊόν του ότι η Ευρώπη, επειδή έχει κάψει τη γούνα της με τους πολέμους της δυο φορές στον 20ο αιώνα, προσέχει περισσότερο. Και βλέπετε ότι οι νομοθεσίες οι αντιρατσιστικές, οι νομοθεσίες για την ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων, όλα αυτά είναι ευρωπαϊκό χούι. Στην Αμερική δεν υπάρχουν αυτά. Στην Αμερική, στη δεκαετία του ΄70, κάτι ναζιστές Αμερικάνοι πήγαν και κάναν παρέλαση σε μια εβραϊκή γειτονιά. Και πήγε η υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με συνήγορο που βάλαν οι ναζιστές τον πρόεδρο της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Civil Liberty Union, και είπαν έχουμε δικαίωμα να την κάνουμε την πορεία. Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ στην Ευρώπη, να αφήσει ευρωπαϊκό κράτος ναζί να κάνουν παρέλαση μπροστά στα θύματα των ναζί.

Οπότε, δηλαδή, η Ελλάδα μπαίνει και λίγο στο της γειτονιάς, «νοτιοανατολική Ευρώπη», και λίγο στο «νότια Ευρώπη» και στο «Ευρώπη». Αυτό λέω. Τώρα, βέβαια, είμαστε και σε μερικά πράγματα αδιανόητοι. Ξερω’γω όλα αυτά τα πράγματα με τα εθνικά πράγματα, το ότι δικάζεται ο Ρίχτερ και δεν δικάζεται ο Αμβρόσιος, είναι απίθανο. Αυτά είναι που λες καμιά φορά «αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται».

Συνέδριο «Λογοκρισίες» | 17-19 Δεκεμβρίου | Αθήνα, Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ) | http://logokrisies.wix.com/logokrisies | https://www.facebook.com/events/1680625768825510/




Η Πρωτομαγιά των Σπουδαίων

φωτο καισ

 

Υπάρχει ένα λεύκωμα στη βιβλιοθήκη που αγοράστηκε πριν αρκετά χρόνια. Σπάνιο και σπουδαίο μου το χαρακτήρισε ο ηλικιωμένος κύριος που στέκονταν στο τραπεζάκι όπου βρίσκονταν τακτοποιημένα κάποια λίγα αντίτυπα. Δεν πέρασε ημέρα έκτοτε που να μη σκέφτομαι πόσο δίκιο είχε, δεν πέρασε ημέρα που να μην πιάνω τον εαυτό μου να καρφώνει το βλέμμα στη θέση που του ανήκει στη βιβλιοθήκη, ενίοτε να το αγγίζω αφηρημένα, κάποιες φορές να αισθάνομαι λίγη και ανάξια για να το ξεφυλλίσω και όταν τελικά το ανοίγω, να με συγκινεί με τέτοιο απόλυτο τρόπο ώστε να αναλογίζομαι ότι το πολυτιμότερο υλικό μου απόκτημα είναι αυτό, ένα λιτό και περιποιημένο λεύκωμα με τίτλο Εθνική Αντίσταση 1941-1944 «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», Αθήνα 1974.

Η Πρωτομαγιά του 1944 έμελλε να προσθέσει υλικό σε αυτή τη παρακαταθήκη πόνου, αγωνίας αλλά κυρίως περηφάνιας, προτροπής και αγωνιστικότητας αφού σε όλα τα πεταμένα χαρτάκια μελλοθανάτων πριν τις διάφορες εκτελέσεις από τα κατοχικά στρατεύματα ανακαλύπτεις το μεγαλείο της ζωής και της παρηγοριάς.

Οι εξορισμένοι από τον Ι. Μεταξά κομμουνιστές στην Ακροναυπλία είχαν ήδη παραδοθεί στα ναζιστικά στρατεύματα και βρίσκονταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, όταν το πρωινό της 1ης Μαΐου βρήκε 200 από αυτούς να ακούν το όνομά τους και να οδεύουν προς εκτέλεση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού στρατηγού και τριών συνοδών του στους Μολάους Λακωνίας (λίγες ημέρες πριν η απόφαση ανακοινώθηκε σε κατοχική εφημερίδα: «…Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του (…) Ως αντίποινα θα εκτελεστούν: 1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944. 2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην…»).

Το βράδυ πριν την εκφώνηση των καταλόγων των μελλοθανάτων ακούγονταν μόνο τραγούδια και χοροί. Το πρωινό κατά την εκφώνηση των ονομάτων, οι μελλοθάνατοι έβγαιναν μπροστά με υψωμένη τη γροθιά. Έτσι στοιβαγμένοι όπως μεταφέρθηκαν στον τόπο θυσίας, τα μικρά σημειώματα έφευγαν πίσω τους.

«Κόρη μου, Καίτη Πόλκου, μένει Κλειούς 22, Θεσσαλονίκη, να γίνει δασκάλα. Ο πατέρας της»

«Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για την λευτεριά παρά να ζει σκλάβος»

«Πρωτομαγιά, γεια σας όλοι, πάμε στη μάχη»

«Δεν σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα, 1η Μάη 1944 σας φιλώ για τελευταία φορά»

«Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα»

«Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιο μου»

«Ο θάνατος μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για τη μάχη»

Πολλές Πρωτομαγιές έχει τύχει να σκεφτώ τον κόσμο που οραματίζονταν αυτοί οι άνθρωποι βαδίζοντας προς το θάνατο και κάθε φορά μετράω τις αποκλίσεις και τις κινήσεις πίσω ολοταχώς. Όπως σήμερα, με τους δρόμους στις γειτονιές της πόλης να είναι άδειοι, όχι για τον λόγο ότι οι κάτοικοι βρίσκονταν στον εορτασμό του νοήματος της Πρωτομαγιάς αλλά γιατί η 1η Μάη ήταν Παρασκευή και έφτιαχνε ένα θαυμάσιο τριήμερο εξορμήσεων και δεν τρέχει και τίποτα…




«The Internet’s Own Boy»: Μια ταινία για τον Aaron Swartz

 

Οι συνηθισμένες ιστορίες πιτσιρικιών που μπουσουλάνε, πιάνουν στα χέρια τους τον πρώτο τους υπολογιστή και λίγο πριν ή λίγο μετά το τέλος του κολεγίου γίνονται διάσημοι χάρη σε κάποιο από τα ταλέντα τους που άνθισε μέσα από το Ίντερνετ, συνήθως έχουν κι ένα χάπι-έντ. Η περίπτωση του Aaron Swartz δεν είχε. H ιστορία τελείωσε με μια θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Αλλά όσα προηγήθηκαν στα τελευταία από τα 25 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους οραματιστές και αγωνιστές στην ιστορία του Ίντερνετ. Η ταινία «The Internet’s Own Boy» («Το αγόρι του Ίντερνετ») που είναι αφιερωμένη στη ζωή του και αποτυπώνει για πρώτη φορά στην οθόνη τις συνθήκες της δίωξης που οδήγησε στον θάνατο του, είναι από χτες διαθέσιμη ελεύθερα και δωρεάν για όσους θέλουν να την δουν και να την κατεβάσουν, σε χώρες εκτός ΗΠΑ.

Μπορείτε να την δείτε ενσωματωμένη και στο thecricket.gr:

Η ταινία πρακολουθεί τον Swartz μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, συνεργατών, των γονιών και των δύο αδελφών του, αλλά και διακεκριμένων προσωπικοτήτων, όπως ο (συν)ιδρυτής του Παγκόσμιου Ιστού (WWW), Tim Berners Lee και ο εμπνευστής των Creative Commons, Lawrence Lessig, που είχαν συνεργαστεί μαζί του και τον αναγνωρίζουν ως ένα παιδί-θαύμα. Η αφήγηση ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία του Aaron, τότε που οι γονείς του ανακάλυψαν ότι στα 3 του χρόνια ήξερε ήδη να διαβάζει, λίγο πριν κολλήσει στον πρώτο υπολογιστή που μπήκε στο σπίτι και μάθει μόνος του να προγραμματίζει.

Στα 12, είχε φτιάξει ήδη το πρώτο του σάιτ, το The Info Network, όπου καλούσε τους επισκέπτες να εναποθέτουν ό,τι είδους γνώσεις και πληροφορίες διέθεταν, δημιουργώντας ένα είδος διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας. Είχε οραματιστεί, δηλαδή, αυτό που 5 χρόνια αργότερα έγινε η Wikipedia, με τη διαφορά ότι εκείνος εισέπραξε μόνο μια σχολική επίπληξη για την «βλακώδη» ιδέα του.

Ο μικρός

Την ίδια χρονιά παραλαμβάνει το πρώτο του βραβείο προγραμματισμού από το ΜΙΤ και στη συνέχεια γίνεται μέλος σε μη κερδοσκοπικές κοινότητες προγραμματιστών όπως η RSS-DEV Working Group που έγραψε ιστορία δημιουργώντας το RSS 1.0 (το πρότυπο που επιτρέπει για πρώτη φορά στον χρήστη του Ίντερνετ να λαμβάνει αυτόματες ανανεώσεις από ιστοσελίδες). Οι άλλοι προγραμματιστές εκπλήσσονται όταν κάποια στιγμή μαθαίνουν πως ένα από τα πιο δημιουργικά μέλη τους δεν μπορεί να έρθει να τον γνωρίσουν από κοντά καθώς τους λέει «μάλλον δεν θα με αφήσει η μαμά μου». Διαπιστώνουν ότι κάποιος ανάμεσά τους είναι 14 ετών και δούλευε στο πρότζεκτ από τα 13 του.

Ο Swartz βαριέται ήδη το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα. Ξέρει πως τα περισσότερα πράγματα που τους μαθαίνουν εκεί μπορεί να τα μάθει διαβάζοντά τα μόνος του, θέλει να συμβάλλει σε πιο δημιουργικά πρότζεκτ και να βρει πρόσβαση σε περισσότερη γνώση. Είναι μέλος μια γενιάς που βιώνει τη σύγκρουση μεταξύ του παλιού συστήματος περί πνευματικής ιδιοκτησίας και του νέου που χτιζόταν, του Διαδικτύου, διαπιστώνει ο Lawrence Lesssig.

Οι δύο τους γνωρίστηκαν το 2002, όταν ο 16χρονος πια Aaron πήγε στην Ουάσινγκτον να παρακολουθήσει την εκδίκαση μιας υπόθεσης περί πνευματικής ιδιοκτησίας που είχε φέρει ο Lessig στον Ανώτατο Δικαστήριο. Υπάρχει μια συγκινητική φωτογραφία με τους δυό τους να τα λένε σε ένα πεζούλι: ο διανοητής ακαδημαϊκός απέναντι σε ένα μάλλον ατσούμπαλο πιτσιρίκι με ένα σακίδιο στην πλάτη, να του μιλάει.

Το πιτσιρίκι σύντομα καλείται και δίνει ομιλίες παρουσίασης του συστήματος των Creative Commons που είχε στήσει η κοινότητα γύρω από τον Lessig. Είναι μικρός, δεν φτάνει καλά καλά στα μικρόφωνα και η μαμά του, που κάθεται πίσω στην αίθουσα, απορεί πώς όλοι αυτοί οι τύποι δέχονται να ακούν ένα παιδί.

Στα 18 του πάει στο πανεπιστήμιο, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι κι εκεί ασφυκτικό. Στα 20, μαζί με μια ομάδα προγραμματιστών φτιάχνουν την πλατφόρμα διαμοιρασμού ειδήσεων Reddit, που γνωρίζει τεράστια επιτυχία και εξαγοράζεται από την Conde Nast. Βγάζει αρκετά χρήματα από την εξαγορά, πιθανότατα πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια, αλλά δεν αλλάζει τον τρόπο που ζει. Μετακομίζει, όμως στο Σαν Φρανσίσκο, καθώς η Conde Nast του προσφέρει δουλειά στην εταιρεία, που εκδίδει και το περιοδικό Wired. Ο ίδιος, όμως, φρικάρει από το θορυβώδες και αντιπαραγωγικό στυλ των παιδιών της Σίλικον Βάλεϊ. Την πρώτη μέρα καταλήγει κλαίγοντας στην τουαλέτα του γραφείου και σύντομα σταματάει να πηγαίνει. Μετά από λίγο ποζάρει φορώντας ένα μπλουζάκι με το λογότυπο του Wired όπου αντί για W έχει F. Εχει απολυθεί.

Έρευνα και ακτιβισμός

Ο Swartz είχε ήδη επιλέξει τον δρόμο του. Γι’αυτόν η επιτυχία δεν κρίνεται με όρους επιχειρηματικής επιβράβευσης και υλικών ανταμοιβών. Έχει έναν πολιτικό προσανατολισμό σε ό,τι κάνει, λένε οι δικοί του άνθρωποι. Η τότε φίλη και σύντροφός του Quinn Norton διαπιστώνει ότι η η απόλυση από το Wired ήταν η στιγμή που ο επιχειρηματικός κόσμος τον απέρριψε. Κι αυτό φαίνεται πως είναι και το ιστορικό σημείο που διαχωρίζει πλέον ξεκάθαρα τον Swartz από τα υπόλοιπα παιδιά-θαύματα που αναδύονται από τον διαδικτυακό κόσμο των start-ups και μένουν εκεί.

Η δράση του από εκεί και πέρα είναι ερευνητική και χ-ακτιβιστική. Συμβάλει σε μια σειρά από πολύ σημαντικά και δημιουργικά εγχειρήματα, όπως το Open Library [ένα μεγάλο wiki με μια σελίδα για κάθε βιβλίο που έχει γραφτεί, με πληροφορίες από ποικίλες πηγές και με τρόπους να το βρει κανείς, να το δανειστεί , να το αγοράσει ή να το διαβάσει online] και το Internet Archive [μια μεγάλη ηλεκτρονική βιβλιοθήκη που αρχειοθετεί σελίδες του Ίντερνετ κι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που προάγει την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση].

Παράλληλα πειραματίζεται με την εξασφάλιση πρόσβασης σε μεγάλες βάσεις δεδομένων, οι οποίες διαχειρίζονται δημόσια γνώση αλλά την κρατούν κλειδωμένη, κερδοσκοπώντας με τις άδειες πρόσβασης. Μια από αυτές τις περιπτώσεις, είναι η πλατφόρμα PACER, η οποία συγκεντρώνει και προσφέρει με χρέωση όλες τις αποφάσεις των αμερικανικών δικαστηρίων και άλλα νομικά κείμενα, βγάζοντας κέρδη πάνω από 100 εκατ. δολάρια ετησίως. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ (σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης) διέπονται από το κοινό δίκαιο, δηλαδή οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να συμπληρώσουν την υπάρχουσα νομοθεσία ως νέοι νόμοι, το να στερείς από τους πολίτες την δωρεάν πρόσβαση στις δικαστικές αποφάσεις, σημαίνει ότι όσοι δεν έχουν να διαθέσουν χρήματα δεν μπορούν να διαβάσουν τους νόμους.

Χακάροντας το σύστημα των δημόσιων βιβλιοθηκών ώστε να κατεβάσει αποφάσεις από τις βάσεις του PACER και να τις κάνει διαθέσιμες μέσω του public.resource.org, ο Swartz μπήκε για πρώτη φορά στο στόχαστρο του FBI το 2009. Οι παρακολουθήσεις και οι έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά και προσωρινά τον άφησαν ήσυχο. Στο μεταξύ, η δημοσιοποίηση των αρχείων ανέδειξε την παραβίαση της ιδωτικότητας των πολιτών, οι οποίοι εκτίθενταν παρανόμως σε πολλά από τα δικαστικά έγγραφα και ανάγκασε τις δικαστικές αρχές να αλλάξουν πολιτική σε αυτό το θέμα.

«Άδικοι νόμοι υπάρχουν.

Θα πρέπει να τους υπακούμε ευχαριστημένοι,
ή θα πρέπει να προσπαθούμε να τους αλλάξουμε,
και θα τους υπακούμε μέχρι να τους αλλάξουμε;

Ή θα πρέπει να τους υπερβαίνουμε κατευθείαν;»

                                                    Χένρι Ντέιβιντ Θόρω

Το επόμενο ακτιβιστικό πεδίο ήταν οι ακαδημαϊκές βάσεις δεδομένων. Η εκδοτική βιομηχανία που δημοσιεύει τα ακαδημαϊκά συγγράμματα και οχυρώνει την πρόσβαση σε αυτά μέσα σε βάσεις με πανάκριβες χρεώσεις και συνδρομές, επιτυγχάνοντας τζίρους δισεκατομμυρίων ετησίως. Για ερευνητές και πανεπιστήμια χωρίς επαρκείς πόρους, αυτό σημαίνει αποκλεισμό από ένα τεράστιο πεδίο έρευνας και γνώσης. Ο Swartz πρωτοστάτησε στο αναδυόμενο αυτό πεδίο ακτιβισμού που διεκδικεί την απελευθέρωση της ακαδημαϊκής γνώσης. Αν ποτέ επικρατήσει η μη κερδοσκοπική αντίληψη αυτού του κινήματος θα σημάνει τον αφανισμό του υφιστάμενου πανίσχυρου συστήματος, που στις ΗΠΑ εκφράζεται και μέσω ενός εξίσου πανίσχυρου λόμπι. Ο Swartz υπογράφει ο ίδιος το «Guerilla Open Access Manifesto», που συνέταξε το 2008 μαζί με άλλους ακτιβιστές [παρατίθεται μεταφρασμένο στο τέλος του κειμένου] μέσω του οποίου ζητείται από όποιον ακαδημαϊκό, ερευνητή, φοιτητή ή άλλον, έχει πρόσβαση σε ακαδημαϊκά συγγράμματα να τα διαθέσει μέσω ανοιχτών αποθετηρίων σε όλο τον κόσμο.

Στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών

Στο πλαίσιο αυτού του ακτιβισμού για την ελεύθερη πρόσβαση στα ακαδημαϊκά συγγράμματα ή για τους σκοπούς κάποιας έρευνας αντίστοιχης με την επεξεργασία της νομικής βάσης του PACER –κανείς δεν ξέρει για τι από τα δύο-, τον Σεπτέμβριο του 2010 ο Swartz συνδέει έναν υπολογιστή στο δίκτυο υπολογιστών του ΜΙΤ και αρχίζει να κατεβάζει μαζικά τις δημοσιεύσεις που περιλαμβάνονταν σε μια συγκεκριμένη βάση ακαδημαϊκών συγγραμμάτων, του JSTOR. Το κάνει κρυφά και παρακάπτοντας με τεχνικές χάκερ την απαγόρευση του δικτύου του ΜΙΤ.

Αυτή τη φορά δεν αναλαμβάνει το FBI αλλά οι μυστικές υπηρεσίες, που με βάση τον Πατριωτικό Νόμο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, έχουν δικαιοδοσία και για υποθέσεις που σχετίζονται με τη χρήση της τεχνολογίας. Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εισαγγελέα της Μασαχουσέτης, Carmen Ortiz, που ασκεί τη δίωξη εναντίον του Swartz, το να γράφεις υπολογιστικό κώδικα που δίνει εντολή στον υπολογιστή να κατεβάζει το ένα σύγγραμμα μετά το άλλο είναι το ίδιο με τη χρήση λοστού από διαρρήκτη. Στις 14 Ιουλίου ο Swartz συλλαμβάνεται και του απαγγέλονται 4 κατηγορίες, που επισύρουν φυλάκιση 6-35 ετών και πρόστιμο μέχρι 1 εκατ. δολάρια. Από την εισαγγελία τον πιέζουν να αποδεχτεί την κατηγορία για κακούργημα και να στερηθεί την πρόσβαση σε υπολογιστή για περίπου ενάμιση χρόνο με αντάλλαγμα να μην δικαστεί.

Όπως αποδεικνύεται αργότερα, δεν ήταν το ΜΙΤ και το JSTOR που πίεζαν για την δίωξη, αν και η «ουδέτερη» στάση τους λειτούργησε σε βάρος του Swartz. Τη μέρα που απαγγέλονται οι κατηγορίες και ο Swartz αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση, το JSTOR, που θιγόταν, αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του. Στο εξής η δίωξη είναι από την κυβέρνηση, που αρνείται το αίτημα της οικογένειας Swartz να λήξει η υπόθεση. Αντιθέτως τους πιέζουν, μαζί με την σύντροφο και κάποιους συνεργάτες του, για να δώσουν στοιχεία, να καταθέσουν και να τον πιέσουν να δηλώσει ενοχή για κακούργημα. Όπως ομολόγησε αργότερα ο βοηθός της εισαγγελέως Ortiz, Stephen Heymann, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, οι αρχές χρειάζονταν την ομολογία ή την καταδίκη του Swartz ως προηγούμενο προκειμένου να καταστείλουν αντίστοιχες πράξεις στο μέλλον.

Το γεγονός ότι όλα συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου γεμάτης ακτιβιστικές αποκαλύψεις (όπως τα War Logs του Wikileaks) και κοινωνικές διαμαρτυρίες όπως το κίνημα Occupy, εκτιμάται ότι συνέβαλε στην ακατανόητη λύσσα της εισαγγελίας και της κυβέρνησης Ομπάμα να συνεχιστεί μέχρι τέλους η δίωξη. Το γεγονός ότι μεσολάβησε ο θρίαμβος του κινήματος διαμαρτυρίας ενάντια στους νόμους SOPA [Stop Online Piracy Act – Πράξη για τη Διακοπή της Δικτυακής Πειρατείας] και PIPA [Protect Intellectual Property Act – Πράξη για την προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας] που επρόκειτο να ψηφιστούν από την αμερικανική γερουσία προς (ακόμη μεγαλύτερο) όφελος της μουσικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, σκλήρυνε ακόμη περισσότερο την δίωξη εναντίον του Swartz.

Ο ίδιος, εν μέσω της δίωξής του για την υπόθεση του JSTOR, κλήθηκε και συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτά τα κίνημα, συνεισφέροντας τεχνικά και στρατηγικά. Δημιούργησε το Demand Progress, μια συμμετοχική πλατφόρμα που επέτρεπε στους πολίτες να πιέσουν τους πολιτικούς στέλνοντάς τους μηνύματα για να αλλάξουν τη στάση τους υπέρ των δύο προτεινόμενων νόμων. Η κινητοποίηση κορυφώθηκε στις 18-19 Ιανουαρίου 2012, με το 24ωρο μπλακάουτ στις ιστοσελίδες που συμμετείχαν στη διαμαρτυρία, μεταξύ των οποίων ήταν και κορυφαία σάιτ όπως η Wikipedia. Μετά από αυτό, η δίωξη του Swartz πέρασε από προσωπικό σε θεσμικό επίπεδο, ομολόγησε ο Χέιμαν στα στελέχη του ΜΙΤ.

Τον Σεπτέμβριο του 2012 οι 4 κατηγορίες σε βάρος του έγιναν 11 ενώ οι επισειόμενες ποινές και το επαπειλούμενο πρόστιμο αυξήθηκαν. Η πίεση κλιμακώθηκε και αποδείχτηκε αφόρητη. Στις 11 Ιανουαρίου 2013 ο Aaron Swartz βρέθηκε κρεμασμένος στο διαμερισμά του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Ο κόσμος που θέλουμε

Η υπόθεση Swartz, ο τρόπος που η αμερικανική κυβέρνηση και η εισαγγελία χειρίστηκαν τη δίωξη, ακόμη και το γεγονός ότι την ξεκίνησαν, αναγνωρίζεται ως μια από τις κρισιμότερες προκλήσεις για τον νομικό πολιτισμό των ΗΠΑ και για το ισχύον δίκαιό τους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Πέρα από τους νόμους που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η δίωξη, και εναντίον των οποίων ήδη αναπτύσσεται ένα νέο κύμα διαμαρτυριών και κοινωνικού ακτιβισμού, αναδεικνύεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ηθικής τάξης για μια χώρα και μια κοινωνία που παριστάνει την δημοκρατική. Το αποτυπώνει με μεγάλη σαφήνεια ο Lawrence Lessig λέγοντας, συγκλονισμένος για την απώλεια ενός από τους πιο ξεχωριστούς νέους που γνώρισε ποτέ: Η κυβέρνηση Ομπάμα επέλεξε να ασκήσει δίωξη για κακούργημα σε βάρος κάποιου που επεδίωξε τη διάδοση της γνώσης, ενώ εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα κυκλοφορούν ελεύθεροι και τρώνε κάθε τόσο στον Λευκό Οίκο.

Από αυτή την άποψη, η τραγική απώλεια του Aaron Swartz ακυρώνει κάθε πιθανή αμφιβολία περί του ποιά είναι τα αντίπαλα στρατόπεδα στον πόλεμο για τον έλεγχο του Ίντερνετ που ήδη παρακολουθούμε.

Δείτε επίσης:
http://en.wikipedia.org/wiki/Aaron_Swartz
http://www.aaronsw.com
http://www.rememberaaronsw.com

 

Διαβάστε:
Το Μανιφέστο της Αντάρτικης Ανοιχτής Πρόσβασης (“Guerilla Open Access Manifesto”)

Η πληροφορία είναι δύναμη. Αλλά όπως κάθε μορφή δύναμης, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να την κρατάνε για τους εαυτούς τους. Ολόκληρη η επιστημονική και πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου, που δημοσιεύτηκε ανά τους αιώνες σε βιβλία και περιοδικά, ψηφιοποιείται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό και κλειδώνεται από μια χούφτα ιδιωτικές εταιρείες. Θέλεις να διαβάσεις τα έγγραφα που παρουσιάζουν τα διασημότερα επιστημονικά συμπεράσματα; Θα πρέπει να στείλεις υπέρογκα ποσά σε εκδότες όπως το Reed Elsevier.

Υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν να το αλλάξουν αυτό, Το Κίνημα της Ανοιχτής Πρόσβασης έχει πολεμήσει γενναία για να διασφαλίσει ότι οι επιστήμονες δεν θα εκχωρούν τα πνευματικά τους δικαιώματα αλλά αντιθέτως θα διασφαλίζουν ότι η δουλειά τους θα δημοσιεύεται στο Ίντερνετ κάτω από όρους που θα επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση σ’αυτήν. Αλλά ακόμη και σύμφωνα με το πιο ευνοϊκό σενάριο, αυτό στη δουλειά τους θα ισχύσει για ό,τι θα δημοσιεύσουν στο μέλλον. Ο,τιδήποτε άλλο μέχρι σήμερα θα έχει χαθεί.

Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο τίμημα. Να αναγκάζεις τους ακαδημαϊκούς να πληρώνουν λεφτά για να διαβάσουν τη δουλειά των ίδιων των συναδέλφων τους; Να σκανάρεις ολόκληρες βιβλιοθήκες αλλά να επιτρέπεις μόνο στους τύπους της Google να τις διαβάζουν; Να παρέχεις επιστημονικά άρθρα σε όσους είναι σε πανεπιστήμια-ελίτ του Πρώτου Κόσμου, αλλά όχι στα παιδιά του Νότου του πλανήτη; Είναι εξοργιστικό και απαράδεκτο.

“Συμφωνώ”, λένε πολλοί, “αλλά τι μπορούμε να κάνουμε”; Οι εταιρείες διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα, βγάζουν τεράστες ποσότητες χρημάτων χρεώνοντας την πρόσβαση, κι αυτό είναι απολύτως νόμιμο -δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε για να τους σταματήσουμε”. Αλλά υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, κάτι που ήδη γίνεται: μπορούμε να παλέψουμε.

Εσείς που έχετε πρόσβαση σε αυτές τις πηγές – φοιτητές, βιβλιοθηκάριοι, επιστήμονες – σας έχει δοθεί ένα προνόμιο. Μπορείτε να τροφοδοτείτε αυτό το αποθετήριο γνώσης την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος είναι κλειδωμένος απ’ έξω. Αλλά δεν χρειάζεται -πραγματικά, από ηθικής πλευράς, δεν μπορείτε- να κρατάτε αυτό το προνόμιο για τον ευατό σας. Έχετε καθήκον να το μοιραστείτε με τον κόσμο, και έχετε κωδικούς συναλλαγής με συναδέλφους σας, αιτήματα από φίλους για κατέβασμα αρχείων.

Στο μεταξύ, εκείνοι που έχετε αποκλειστεί δεν στέκεστε αδρανείς στην άκρη. Τρυπώνετε μέσα από κενά και σκαρφαλώνετε φράχτες, απελευθερώνοντας την πληροφορία που είναι φυλακισμένη από τους εκδότες και την μοιράζεστε με τους φίλους σας.

Αλλά όλες αυτές οι πράξεις συμβαίνουν στο σκοτάδι, κρυμμένες κάτω από την επιφάνεια της Γης. Αποκαλούνται κλοπή ή πειρατεία, λες και το να μοιράζεσαι τη γνώση είναι το ηθικό ισοδύναμο του να λεηλατείς ένα πλοίο και να δολοφονείς το πλήρωμά του. Αλλά το να μοιράζεσαι δεν είναι ανήθικο – είναι μια ηθική επιταγή. Μόνο όσοι είναι τυφλωμένοι από την απληστία θα αρνούνταν να επιτρέψουν σε έναν φίλο να βγάλει ένα αντίγραφο.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις, φυσικά, είναι τυφλές από απληστία. Οι νόμοι βάσει των οποίων λειτουργούν το απαιτούν -οι μέτοχοί τους θα εξεγείρονταν με οτιδήποτε λιγότερο. Και οι πολιτικοί που έχουν εξαγοράσει τους στηρίζουν, περνώντας νόμους που τους δίνουν αποκλειστική εξουσία να αποφασίζουν ποιός μπορεί να φτιάχνει αντίγραφα.

Δεν υπάρχει καμμία δικαιοσύνη στο να ακολουθείς άδικους νόμους. Είναι καιρός να έρθουμε στο φως και σύμφωνα με την σπουδαία παράδοση της πολιτικής ανυπακοής, να διακυρήξουμε την αντίθεσή μας σ’ αυτή την ιδιωτική κλοπή του δημόσιου πολιτισμού.

Πρέπει να παίρνουμε την πληροφορία, απ’ όπου κι αν είναι αποθηκευμένη, να φτιάχνουμε αντίγραφα και να τα μοιραζόμαστε με τον κόσμο. Πρέπει να παίρνουμε ό,τι δεν ειναι προστατευμένο για ιδιόκτητα πνευματικά δικαιώματα και να το προσθέτουμε στο αρχείο. Πρέπει να αγοράσουμε μυστικές βάσεις δεδομένων και να τις αναρτήσουμε στο Διαδίκτυο. Πρέπει να κατεβάζουμε επιστημονικά περιοδικά και να τα ανεβάζουμε σε δίκτυα διαμοιρασμού εγγράφων. Πρέπει να παλέψουμε για Αντάρτικη Ανοιχτή Πρόσβαση.

Με αρκετούς από εμάς σε όλο τον κόσμο, δεν θα στείλουμε απλώς ένα ισχυρό μήνυμα που θα αντιτίθεται στην ιδιωτικοποίηση της γνώσης – θα την κάνουμε παρελθόν. Θα έρθεις μαζί μας;

Aaron Swartz

Ιούλιος 2008, Έρεμο, Ιταλία