1

“Εμείς οι πρόσφυγες”, οι άνθρωποι χωρίς δικαίωμα να έχουν δικαιώματα

φωτό: Pen Tri

φωτό: Pen Tri

Το «Εμείς οι πρόσφυγες», από τις Εκδόσεις του 21ου Αιώνα, είναι μια συλλογή τριών κειμένων που τα χωρίζουν μεταξύ τους δεκαετίες, αλλά συναντιούνται κριτικά απέναντι στα τείχη που δεν σταμάτησαν ποτέ να υψώνονται απέναντι στους πρόσφυγες όλα αυτά τα χρόνια:

Το ομώνυμο «Εμείς οι πρόσφυγες», γραμμένο από την πολιτική φιλόσοφο Χάνα Άρεντ το 1943, ενώ έχει καταφύγει στις ΗΠΑ μαζί με τους χιλιάδες άλλους κυνηγημένους Εβραίους της Γερμανίας, το «Πέρα από τα δικαιώματα του ανθρώπου», του Ιταλού φιλοσόφου Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ακριβώς πενήντα χρόνια αργότερα, ενώ η Ευρώπη γνώριζε νέα προσφυγικά κύματα και φυλαγόταν από «παράνομους μετανάστες», και το «Εξορία και βία», του Ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, γραμμένο πολύ πιο κοντά στις μέρες μας, το 2012, αλλά με το βλέμμα στο παρελθόν, προσπαθώντας να φωτίσει τις συγκλίσεις και τις σιωπές της διανόησης για τη θέση της προσφυγιάς στον κόσμο μας.

Όπως εύγλωττα εξηγεί το οπισθόφυλλο, το συγκεκριμένο βιβλίο «φέρνει πλάι-πλάι τα τρία αυτά κείμενα, την ίδια στιγμή που ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας περνάει στην κατάσταση του πρόσφυγα, στερημένου από κάθε δικαίωμα – κι ενώ η πολιτική τοποθέτηση απέναντι στο πρόβλημα της μετανάστευσης γίνεται αποφασιστική διαχωριστική γραμμή».

* * *

Στο δικό της δοκίμιο, «Εμείς οι πρόσφυγες», δημοσιευμένο το 1943, η Άρεντ χρησιμοποιεί μια παρομοίωση για τον –πηγάζοντα από απελπισία- ενθουσιασμό των Εβραίων της εποχής, να ασπαστούν κάθε νέα εθνική ταυτότητα που τους προσφέρεται κατά την περιπλάνησή τους, καθώς διώκονται από χώρα σε χώρα κι από ήπειρο σε ήπειρο:

«Καταγοητευόμαστε από κάθε καινούργια εθνικότητα με τον ίδιο τρόπο που μια εύσωμη κυρία είναι ευχαριστημένη με κάθε καινούργιο φόρεμα που υπόσχεται να της δώσει την επιθυμητή μέση. Το καινούργιο φόρεμα, όμως, της αρέσει μόνο για όσο καιρό πιστεύει στις θαυματουργές του ικανότητες, και θα το πετάξει μόλις ανακαλύψει ότι δεν αλλάζει το παράστημά της – ούτε άλλωστε και την κοινωνική της θέση. (…) Αν αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά Εβραίοι, αυτό θα σήμαινε ότι εκθέτουμε τους εαυτούς μας στη μοίρα εκείνων των ανθρώπινων όντων που, απροστάτευτα από κάποια συγκεκριμένη νομοθεσία ή πολιτική συνθήκη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά σκέτα ανθρώπινα όντα. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ μια συμπεριφορά περισσότερο επικίνδυνη, δεδομένου ότι ζούμε σήμερα σε έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα καθαυτά έχουν πάψει να υφίστανται εδώ και καιρό, δεδομένου ότι η κοινωνία έχει ανακαλύψει τις διακρίσεις ως το μεγαλύτερο κοινωνικό όπλο με το οποίο μπορεί κανείς να σκοτώσει ανθρώπους δίχως αιματοχυσία, δεδομένου τέλος ότι τα διαβατήρια και τα πιστοποιητικά γέννησης, και μερικές φορές ακόμα και οι αποδείξεις φόρου εισοδήματος δεν είναι πλέον τυπικά έγγραφα αλλά ζητήματα κοινωνικών διακρίσεων.»

Ένας τρόπος για να αφανίσεις κάποιον είναι να τον κατατάξεις ως παρία, ιδιότητα που σύμφωνα με τον στοχασμό της Άρεντ αφορά «την κατάσταση των ανθρωπίνων πλασμάτων δίχως κράτος, των απάτριδων που αποκλείστηκαν από το σύστημα των εθνών-κρατών κι επομένως στερούνται κάθε δικαίωμα. Κοντολογίς, για την Άρεντ, οι παρίες ήταν άτομα που «δεν είχαν δικαίωμα να έχουν δικαιώματα» (right to have rights), πρόσωπα που ζούσαν σε κατάσταση «ακοσμισμού» και αορατότητας στο δημόσιο χώρο», υπενθυμίζει παρακάτω στο βιβλίο, στο άρθρο «Εξορία και βία», ο Έντσο Τραβέρσο.

Σε αντίθεση με τους κοινωνικά νεόπλουτους Εβραίους, οι «συνειδητοί» παρίες, δηλαδή οι Εβραίοι που αρνήθηκαν «τα κόλπα και τα τεχνάσματα της προσαρμογής και της αφομοίωσης», σύμφωνα με την Άρεντ, αποτέλεσαν την πρωτοπορία του λαού τους, αφού διατήρησαν την ταυτότητά τους διωγμένοι από χώρα σε χώρα. Κι αυτό γιατί, ενώ και οι μεν και οι δε μοιράζονται την ίδια κατάσταση που τους έχει επιβάλει η ιστορία, είναι δηλαδή εξίσου προγραμμένοι, οι παρίες λένε την αλήθεια για το ποιοί είναι, κι ας γίνονται δυσάρεστοι. Και τελικά, καταλήγει, η ιστορία τους επιβεβαιώνει, αφού την ίδια με αυτούς τύχη γνώρισαν στη συνέχεια κι άλλοι λαοί της Ευρώπης.

* * *

Πιάνοντας το νήμα από το συγκεκριμένο άρθρο της Άρεντ, μισό αιώνα αργότερα, σε μια εποχή του η Ευρώπη γνωρίζει ένα ακόμη κύμα προσφυγιάς ο ιταλός φιλόσοφος Τζιόρτζιο Αγκάμπεν διαπιστώνει στο άρθρο του «Πέρα από τα δικαιώματα του ανθρώπου» (1996), πόσο σαθρές είναι η ρητορίες περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού στην πράξη σκοντάφτουν στην έννομη τάξη του έθνους-κράτους.

«… κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά μαζικό φαινόμενο (όπως συνέβη το μεσοπόλεμο, και όπως συμβαίνει πάλι τώρα), τόσο αυτές οι οργανώσεις [αναφέρεται στην Κοινωνία των Εθνών, τον ΟΗΕ, τις διεθνείς και εθνικές επιτροπές, αρμοστείες, οργανισμούς και άλλους θεσμούς που ορίστηκαν αρμόδιοι για την προστασία των προσφύγων] όσο και τα μεμονωμένα κράτη, παρά τις επίσημες επικλήσεις των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, έχουν αποδειχθεί απολύτως ανίκανα όχι μόνο να επιλύσουν το πρόβλημα αλλά έστω να το αντιμετωπίσουν στοιχειωδώς. Κατ’αυτό τον τρόπο, το σύνολο του ζητήματος μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων».

Όπως είναι ολοφάνερο και στις μέρες μας, παρατηρώντας τους χειρισμούς του προσφυγικού κύματος που κορυφώθηκε στην Ευρώπη το 2015, το πραγματικό εμπόδιο επίλυσης του ζητήματος, δεν είναι άλλο από το πολιτικό σύστημα του κράτους-έθνους, που συνδέει τα ανθρώπινα δικαιώματα με την πολιτογράφηση, αποσυνδέοντας τα από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

«Το ότι δεν υπάρχει κανένας αυτόνομος χώρος μέσα στην πολιτική τάξη του έθνους-κράτους για κάτι σαν τον καθαρό άνθρωπο καθαυτόν είναι εμφανές τουλάχιστον από το γεγονός ότι, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, η θέση του πρόσφυγα θεωρείται πάντα μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο καθεστώς «ανθρώπου καθαυτόν» είναι αδιανόητο για το δίκαιο του κράτους έθνους», διαπιστώνει ο Αγκάμπεν.

Ο Αγκάμπεν διαβλέπει μια λύση τόσο ριζοσπαστική που το άκουσμά της θα μπορούσε να αφήσει στον τόπο κάποιον που έχει γαλουχηθεί με ρητορείες εθνικοφροσύνης. Την εμπνέεται από το ιδιότυπο καθεστώς της Ιερουσαλήμ και το υπό συζήτηση ενδεχόμενο να αποτελέσει ταυτοχρόνως πρωτεύουσα δυο κρατικών οργανισμών χωρίς να διαιρεθεί εδαφικά, αλλά και από την «γη του κανενός» μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, όπου είχαν είχαν απελαθεί 450 Παλαιστίνιοι την εποχή εκείνη (μέσα του ’90). Οι συγκεκριμένοι Παλαιστίνοι, επισημαίνει ο Αγκάμπεν, είναι κάτι σαν τους παρίες της Άρεντ, «οι πρωτοπόροι του λαού τους», και η παρουσία τους εκεί αντεπιδρά στο έδαφος του Ισραήλ πολύ καθοριστικά. Κι αυτό, σημειώνει, μπορεί να εμπνεύσει ένα νέο μοντέλο για τη δεθνή κοινότητα:

«Η παράδοξη κατάσταση της αμοιβαίας εξωεδαφικότητας (ή, καλύτερα, α-εδαφικότητας) που αυτό θα συνεπαγόταν, θα μπορούσε να γενικευτεί ως πρότυπο νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο εθνικά κράτη που τα χωρίζουν αμοιβαία και απειλητικά σύνορα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που κατοικούν στην ίδια περιοχή και βρίσκονται σε κατάσταση εξόδου η μία προς την άλλη, οι οποίες διαρθρώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αμοιβαίων ετεροδικιών, όπου η καθοδηγητική έννοια δεν θα ήταν πλέον το ius [δικαίωμα] του πολίτη, αλλά μάλλον το refugium [άσυλο] του ατόμου.»

Έτσι, και η Ευρώπη θα μπορούσε, κατά τον Αγκάμπεν, να ειδωθεί ως ένας α-εδαφικός ή εξωεδαφικός χώρος «στον οποίο όλοι οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών κρατών (πολίτες και μη πολίτες) θα ήταν σε θέση εξόδου ή καταφυγίου, και το καθεστώς του Ευρωπαίου θα σήμαινε το «είναι εν εξόδω» (έστω και σε ακινησία, προφανώς) του πολίτη». Κι έτσι η Ευρώπη θα έπαυε να είναι «τοπογραφικά αθροίσματα εδαφών», και η έννοια του λαού (που είναι μειονότητα) θα υπερίσχυε της έννοιας του έθνους πάνω στην οποία έχει στηριχθεί η κατασκευή της «Ευρώπης των εθνών». (…)

Και καταλήγει ως εξής: «Μόνο σε ένα έδαφος όπου οι χώροι των κρατών έχουν διαπεραστεί και έχουν παραμορφωθεί τοπολογικά με τον τρόπο αυτό, και που ο πολίτης θα έχει μάθει να αναγνωρίζει τον πρόσφυγα που ο ίδιος είναι, είναι σήμερα νοητή η πολιτική επιβίωση των ανθρώπων».

* * *

Ο Έντσο Τραβέρσο, με τη σειρά του, στο άρθρο «Εξορία και βία» (2012), εξετάζει τη στάση των εξόριστων διανοούμενων, Εβραίων και μη, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαπιστώνει πως χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία συνάντησης μεταξύ της εβραϊκής και της «μαύρης» διασποράς.

Εκπρόσωποι και των δύο προσέγγισαν τις εκδοχές του αποκλεισμού και των διακρίσεων που βίωσαν οι λαοί από τους οποίους προέρχονταν, στη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα, και λόγω της απόστασης που τους χώριζε από τα γεγονότα (αφού πια είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες ή μετανάστες αλλού) κατάφεραν να δώσουν βαθύτερες ερμηνείες στα γεγονότα και τις μετατοπίσεις που συνέβαιναν, αποστασιοποιούμενοι συχνά ακόμη και από τις εθνικές ταυτότητες που κουβαλούσε ο καθένας τους.

Χαρακτηριστικά, μιλώντας για τη στάση των εξόριστων Εβραίων διανοούμενων στην Ευρώπης που είχαν βρει καταφύγιο στις ΗΠΑ, ο Τραβέρσο επισημαίνει ότι στα εγκλήματα των νικητών που γιορτάστηκαν ως νίκες –όπως οι βομβαρδισμοί και ο αφανισμός της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι- εκείνοι κράτησαν κυρίως αντικομφορμιστική στάση σε σχέση με τους υπόλοιπους διανοούμενους:

Ενσάρκωναν τα ανθρωπιστικά γνωρίσματα που η Χάνα Άρεντ απέδιδε στον παρία, εξηγεί ο Τραβέρσο: «την γενναιοψυχία, την ευαισθησία απέναντι στις αδικίες, την ευρύτητα πνεύματος και την απουσία προκαταλήψεων. Απάτριδες, ξέφευγαν από τα εθνικά στερεότυπα και αντιδρούσαν στα πιο σκοτεινά γεγονότα της εποχής τους, όχι σαν Ρώσοι, Αμερικανοί, Γερμανοί, ούτε καν σαν κυνηγημένοι Εβραίοι αποκλειστικά, αλλά σαν πολίτες του κόσμου (διαλεκτική αντιστροφή της πραγματικής τους κατάστασης ως απάτριδων και του «ακοσμισμού» τους».

Αυτό βέβαια, δεν κράτησε για πάντα και για όλα τα ζητήματα, ειδικά αφότου οι Εβραίοι διανοούμενοι έγιναν μέρος του κατεστημένου και συχνά «φυλακισμένοι στον ευρωκεντρισμό τους (…) έδειξαν μάλλον αδιαφορία, αν όχι εχθρότητα, απέναντι στο αντι-ιμπεριαλιστικό κύμα που θέριευε στην Ασία και την Αφρική μετά τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο».

Οι Τραβέρσο αναφέρεται σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα μαύρων εξόριστων διανοούμενων, του Γ.Ε.Μπ. Ντουμπόις και του μαρξιστή ιστορικού από το Τρινιντάντ Σ.Λ.Ρ.Τζέιμς που προσέγγισαν κριτικά την αποικιοκρατία και ανέδειξαν τον ολοκληρωτισμό του δυτικού πολιτισμού.

«Για τη Χάνα Άρεντ [The origins of Totalitarianism (1951)], ο ολοκληρωτισμός δεν ήταν απλώς ένα πολιτικό καθεστώς που δεν αντιστοιχούσε στις κλασσικές τυπολογίες αλλά και μια εμπειρία καταστροφής της πολιτικής ως τόπου έκφρασης της πολλαπλότητας των ανθρώπων, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε πια να υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε δυνατότητα δράσης» | Έντσο Τραβέρσο, «Εξορία και βία» (2012)

Ο Ντουμπόις, που αρχικά εξέτασε τον ρατσισμό ως διάκριση με βάση το χρώμα, σπουδάζοντας και ταξιδεύοντας στην Γερμανία, στις ΗΠΑ και αλλού, διαπίστωσε ότι τα άλλα είδη ρατσισμού δεν ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και ανακαλύπτοντας τις ομοιότητές τους κατάφερε να κατανοήσει καλύτερα το «μαύρο πρόβλημα»:

Όπως γράφει στο “The Negro and the Warsaw Ghetto” (1949), «πέρα από το “σύνορο του χρώματος”, της εθνικής ή θρησκευτικής καταπίεσης, ο ρατσισμός «διέσχιζε τα φυσικά φράγματα, τα φράγματα του χρώματος, της πίστης, της κοινωνικής θέσης – ήταν μάλλον ένα ζήτημα πολιτισμικής διαπαιδαγώγησης, στρεβλής παιδείας, ανθρώπινου μίσους και προκαταλήψεων που αφορούσαν κάθε είδους ανθρώπους και έκανε άπειρο κακό σε όλους τους ανθρώπους».

Ο Τζέιμς, που υπήρξε μέλος της αφροαμερικανικής και καραϊβικής διανόησης η οποία στρατεύτηκε ενάντια στον ιταλικό φασισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αιθιοπία, διέκρινε μια σαφέστατη σύνδεση ανάμεσα στην αποικιοκρατική βία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του φασισμού. Και πίστευε στην επανάσταση, υπενθυμίζει ο Τραβέρσο. Σε αυτό διέφερε από τους γερμανοεβραίους εξόριστους, η κριτική σκέψη των οποίων «εντασσόταν σ’έναν ορίζοντα σημαδεμένο από την τομή του Άουσβιτς. Για τον Τζέιμς, οι καταστροφές που είχαν συνταράξει τον πλανήτη αναγγέλλανε την εισβολή των αποικισμένων λαών στο προσκήνιο της ιστορίας».

Ακόμη κι αν δεν έχει ξανακούσει κανείς για τον Τζέιμς, δεν θα εκπλαγεί μαθαίνοντας ότι το 1952 φυλακίστηκε στο Έλις Άιλαντ ως «ανεπιθύμητος ξένος» και στη συνέχεια απελάθηκε στη Μ.Βρετανία, αφού οι μακαρθικές ΗΠΑ του αρνούνταν την υπηκοότητα και την παράταση της άδειας παραμονής.

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




prisoners, εγκλωβισμένοι στην πόλη

 




Ο Σνόουντεν και άλλοι υπερήρωες – Γιατί ο κόσμος χρειάζεται βαθιά λαρύγγια

 

Τον Ιανουάριο του 2009, οι New York Times δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ που αποκάλυπτε κάποιο μυστικό ισραηλινό σχέδιο επίθεσης στο Ιράν καθώς και σχετικές απόρρητες διαπραγματεύσεις του πρώην προέδρου Μπους με το Ισραήλ. Το δημοσίευμα βασιζόταν σε διαρροές διαβαθμισμένων πληροφοριών, από κρατικούς αξιωματούχους προς την εφημερίδα. Δυο χρήστες της τεχνολογικής ιστοσελίδας Arstechnica.com – ο ένας τους, μάλιστα, πολύ θυμωμένος με τη διαρροή- σχολίαζαν την αποκάλυψη, ως εξής:

«TheTrueHOOHA» ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ
http://www.nytimes.com/2009/01/11/washington/11iran.html?_r=1&hp
«TheTrueHOOHA» Είστε μαλάκες εκεί στους NYTIMES;
«TheTrueHOOHA» προσπαθείτε να ξεκινήσετε ΠΟΛΕΜΟ; Για όνομα του Θέου, άλλα wikileaks μας βρήκαν
«Χρήστης 19» ρεπορτάζ κάνουν, φίλε.
«TheTrueHOOHA» ρεπορτάζ με απόρρητες μαλακίες
«Χρήστης 19» μπα
«TheTrueHOOHA» για μια αντιδημοφιλή χώρα κυκλωμένη από εχθρούς ήδη εμπλεκόμενους σε πόλεμο και για τις επικοινωνίες μας με αυτή τη χώρα σχετικά με τα σχέδια παραβίασης της κυριαρχίας μιας άλλης χώρας δεν δημοσιεύεις τέτοιες μαλακίες σε ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
«Χρήστης 19» τεσπα
«TheTrueHOOHA» επιπλέον, ποιες είναι οι ανώνυμες πηγές που τους τα λένε;
«TheTrueHOOHA» θα’πρεπε να τους ρίξουν [σ.σ. πυροβολήσουν] στα αχαμνά
(…)

Και ο διάλογος συνεχιζόταν περιλαμβάνοντας την εξής στιχομυθία:

(…) «Χρήστης 19» είναι ανήθικο να κάνουν ρεπορτάζ για τις κρατικές μηχανοραφίες;
«TheTrueHOOHA» ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ; ΝΑΙ
«Χρήστης 19» τεσπα
«Χρήστης 19» εθνική ασφάλεια
«TheTrueHOOHA» Εμμ, ΝΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙ.
«TheTrueHOOHA» υπάρχει λόγος που αυτές οι μαλακίες είναι απόρρητες
«TheTrueHOOHA» κι όχι επειδή «ω καλύτερα να μην το μάθει ο λαός»
«TheTrueHOOHA» επειδή «η μαλακία δεν πρόκειται να πιάσει αν το Ιράν ξέρει τι κάνουμε»
(…)

[Μετάφραση, όπως παρατίθεται στο βιβλίο «Φάκελος Σνόουντεν», εκδ. Καστανιώτη]

Όπως φαίνεται, ο χρήστης «TheTrueHOOHA» ήταν έξαλλος με τη διαρροή των κρατικών μυστικών στην εφημερίδα. Δεν πρέπει, δε, να είχε σε καμία υπόληψη το Wikileaks, το οποίο είχε κάνει νωρίτερα την μεγαλύτερη αποκάλυψη στην ιστορία, διαρρέοντας εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα από τα διπλωματικά αρχεία των ΗΠΑ (Cablegate). Το εκπληκτικό είναι ότι ο «TheTrueHOOHA» ήταν ο Έντουαρντ Σνόουντεν, την εποχή που αντιλαμβανόταν ακόμα την πραγματικότητα ως ένας πατριώτης ρεπουμπλικάνος, και που όχι μόνο δεν πίστευε στην αξία των διαρροών, αλλά συνιστούσε να πυροβολούν στα αχαμνά τους τύπους που λειτουργούν ως βαθιά λαρύγγια.

Η στιχομυθίες αυτές και η ταυτότητα του «TheTrueHOOHA» ήρθαν στο φως το 2013, όταν πια ο Σνόουντεν ήταν φυγάς και καταζητούμενος από τις αμερικανικές αρχές, έχοντας κάνει τη μεγαλύτερη διαρροή απόρρητων εγγράφων που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία (NSA leaks). Το τι μεσολάβησε ώστε από συντηρητικός υπερασπιστής της κρατικής μυστικότητας να γίνει ακτιβιστής εγκαταλείποντας τα πάντα και διακινδυνεύοντας τη ζωή του, είναι ίσως το κλειδί για να καταλάβουμε τι κάνει σημαντικές τις διαρροές πληροφοριών αυτού του είδους.

πηγή: https://www.flickr.com/photos/mw238/14898437980

πηγή: https://www.flickr.com/photos/mw238/14898437980

Είναι η κρίση νομιμότητας, ηλίθιε

Ο Γιοκάι Μπένκλερ, καθηγητής της Νομικής του Χάρβαρντ, υποστηρίζει ότι αυτό με το οποίο ήρθε αντιμέτωπος ο Σνόουντεν ήταν η κρίση νομιμότητας του συστήματος για το οποίο δούλευε. Το ίδιο κίνητρο εξηγεί, σύμφωνα με τον Μπένκλερ, τις περισσότερες από τις υποθέσεις διαρροών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Και μάλιστα, η τρέχουσα κρίση, του θυμίζει μια ανάλογη σειρά αποκαλύψεων από βαθιά λαρύγγια που είχε πυροδοτήσει ο πόλεμος του Βιετνάμ, τη δεκαετία του 1970.

Ο ίδιος ανέλυσε τις 22 υποθέσεις που έχουν καταγραφεί στις ΗΠΑ από από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε, για τις οποίες ασκήθηκαν διώξεις ή οι οποίες καταχωρήθηκαν ως υποθέσεις διαρροών έστω κι αν δεν υπήρξαν διώξεις. Οι 16 από αυτές χρονολογούνται από το 2002 και μετά, και η συνήθης εξήγηση που δίνεται γι’αυτή την κορύφωση είναι ότι «φταίει η τεχνολογία» και η δυνατότητα μεταφοράς των απόρρητων εγγράφων. Αποδίδεται, δηλαδή, στην ψηφιοποίηση των αρχείων και στο ότι είναι ευκολότερο να τα κατεβάσει κανείς μαζικά και να τα δημοσιοποιήσει ανοιχτά (κατά το στυλ του Wikileaks) ή δίνοντάς τα σε δημοσιογράφους (όπως έκανε ο Σνόουντεν).

Ο Μπένκλερ απορρίπτει αυτή την επιχειρηματολογία: Τα στοιχεία «δεν υποστηρίζουν ούτε την άποψη ότι έχουμε γενικευμένη αύξηση των διαρροών, ούτε την ιδέα ότι ο σχετικά μεγάλος αριθμός διαρροών που αφορούν πράξεις αμφιλεγόμενης νομιμότητας προκλήθηκαν από την τεχνολογική αλλαγή», αναφέρει, έστω κι αν η τεχνολογία βοήθησε κάποιους. Κι αυτό, καταρχάς, γιατί μόνο οι πράξεις του Μπράντλεϊ (μετέπειτα Τσέλσι) Μάνινγκ, που έδωσε τα αρχεία του Πενταγώνου στο Wikileaks, και του Έντουαρντ Σνόουντεν διευκολύνθηκαν ξεκάθαρα από την τεχνολογία. Κατά δεύτερον, γιατί η κορύφωση των διαρροών μετά το 2002 αφορά τελικά κυρίως απόπειρες να δημοσιοποιηθούν περιπτώσεις συστηματικής κατάχρησης εξουσίας ή ανάγκης λογοδοσίας. Είναι αποκαλύψεις για την εποχή που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου 2001, που, στο όνομα ενός υποτιθέμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, άνθρωποι απήχθησαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν απ’αόριστον ή τέθηκαν υπό μαζική παρακολούθηση από τις αμερικανικές υπηρεσίες.

Σύμπτωμα της υπέρβασης των εξουσιών που έγιναν στο όνομα της 11ης Σεπτεμβρίου είναι και η εμμονή στις διώξεις των ανθρώπων που κάνουν τις διαρροές. Παρόλο που η αμερικανική νομοθεσία ενστερνίζεται την διαρροή πληροφοριών «ως έναν κρίσιμο μηχανισμό αντιμετώπισης εκείνων των καταστροφικών οργανωτικών δυναμικών που οδηγούν σε λάθη, ανικανότητα και κατάχρηση», η ισχύουσα τάση είναι η δίωξη των πληροφοριοδοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Μπράντλεϊ Μάνινγκ επιβλήθηκε 35ετής κάθειρξη. Αν, όμως, οι αποκαλύψεις υπηρετούν την ανάγκη της δημοκρατίας για λογοδοσία, τότε η δίωξη των ανθρώπων που λειτουργούν ως βαθιά λαρύγγια, είναι σοβαρότερη απειλή από τις ίδιες τις διαρροές κρατικών μυστικών, συμπεραίνει ο Μπένκλερ.

«Οι διαρροές πληροφοριών θεωρούνται κεντρικός πυλώνας αντιμετώπισης της κυβερνητικής διαφθοράς και αποτυχίας, ανά τον κόσμο. Εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι το κατεστημένο των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας αποτελεί κάποια μαγική εξαίρεση από τις δυναμικές που οδηγούν όλους τους οργανισμούς μεγάλης κλίμακας σε λάθη, τότε η διαρροή πληροφοριών πρέπει να είναι διαθέσιμη ως ένα όπλο στη φαρέτρα κάθε δημοκρατίας που θέλει να αναχαιτίζει τις τραγικές συνέπειες που ακολουθούν όποτε οι οργανισμοί εθνικής ασφάλειας διαπράττουν σημαντικά λάθη ή εμπλέκονται σε παρανομίες ή σε συστηματικές καταχρήσεις». Yochai Benkler

πηγή: https://www.flickr.com/photos/posterboynyc/

πηγή: https://www.flickr.com/photos/posterboynyc/

Ασφάλεια εναντίον δημοκρατίας

Τι δεν έβλεπε, λοιπόν, ο «TheTrueHOOHA»-Σνόουντεν σε αντίθεση με τον πληροφοριοδότη-Σνόουντεν; Δεν έβλεπε ότι πίσω από το δίλλημα «ασφάλεια ή δημοκρατία» κρυβόταν επιμελώς το πραγματικό δίλημμα «μυστικότητα ή διαφάνεια», εξηγεί ο Μπένκλερ. Τα κράτη και οι κυβερνήσεις επικαλούνται τη σημασία που έχει η «εθνική ασφάλεια» για να επιβάλλουν μυστικότητα γύρω από τη δράση τους. Όμως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η εθνική ασφάλεια αποτελεί από μόνη της ένα αυθύπαρκτο σύστημα μέσα στο κράτος, και ως τέτοιο έχει ισχύ και δρα προσπαθώντας να περιορίσει την άσκηση ισχύος επάνω του από άλλα συστήματα, όπως από το σύστημα δημόσιας λογοδοσίας.

Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, στην περίπτωση των ΗΠΑ το σύστημα αυτό αποτελείται από οργανισμούς και θεσμούς της κρατικής γραφειοκρατίας (Πεντάγωνο, CIA, NSA κλπ) και την αντίστοιχη γραφειοκρατία της αγοράς (την βιομηχανία εξοπλισμών, παρακολουθήσεων κλπ) και «αναπτύσσει διάφορες ιδέες και έννοιες όπως “εθνική ασφάλεια” ή “μυστικότητα”, προκειμένου να κυνηγήσει στόχους και να αποκτήσει πόρους (περίπου το 4% του ΑΕΠ, ή το 1/6 των ομοσπονδιακών δαπανών) και απασχολεί ως εργατική δύναμη περίπου το 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ που δουλεύεουν στο Υπουργείο Άμυνας, με έναν αντίστοιχο αριθμό να εργάζεται στην παράλληλη αγορά αυτού του συστήματος. Χρησιμοποιεί την μυστικότητα για να κατακερματίσει τη ροή πληροφοριών σχετικά με τη δομή και λειτουργεί έτσι ώστε να της επιτρέπει να προβάλλει ισχύ σε άλλα συστήματα και να αντιστέκεται σε δικές τους διεισδύσεις». Όπως έχουν καταδείξει οι διαρροές που έγιναν τον τελευταίο μισό αιώνα, «η προστασία της μυστικότητας σε αυτές τις περιπτώσεις είχε στόχο την προβολή ισχύος στη δημόσια αμερικανική σφαίρα, παρόλο που υποστηριζόταν ότι προστάτευε την προβολή ισχύος επί νόμιμων στόχων [εχθρών της ασφάλειας]». Με λίγα λόγια, το πολυδάπανο σύστημα που τρέφεται γύρω από την «εθνική ασφάλεια», χρησιμοποιεί την ισχύ του για να εξυπηρετήσει τον εαυτό του και για να αποτρέψει τον έλεγχό του από το αντίπαλο σύστημα «λογοδοσίας και διαφάνειας».

Αυτό, λοιπόν, ήταν που διαπίστωσε ο Έντουαρντ Σνόουντεν δουλεύοντας για την NSA. Είδε την υποκρισία της επίκλησης λόγων εθνικής ασφάλειας να καλύπτει τις μαζικές παρακολουθήσεις εντός και εκτός συνόρων, και όπως αποδείχθηκε αναθεώρησε τη άλλοτε στιχομυθία του με τον «Χρήστη19», όπου απαντούσε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που αργότερα τον ηρωοποίησε στα μάτια πολλών και τον δαιμονοποίησε στα μάτια των παλιών ομοϊδεατών του:
«Χρήστης 19» είναι ανήθικο να κάνουν ρεπορτάζ για τις κρατικές μηχανοραφίες;
«TheTrueHOOHA» ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ; ΝΑΙ

 

πηγή: https://www.flickr.com/photos/linksfraktion/10926888243

πηγή: https://www.flickr.com/photos/linksfraktion/10926888243

Γιατί οι Γερμανοί δεν συμπαθούν τις διαρροές;

Η Γερμανία είναι πιθανότατα η χώρα όπου καταγράφεται ο μεγαλύτερος θαυμασμός για αυτό που τόλμησε να κάνει ο πληροφοριοδότης της NSA. Αλλά αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ευρεία αντιπάθεια που επικρατεί στη χώρα για τα βαθιά λαρύγγια. Όπως εξηγεί η Αριάν Κλάιβιγκτ, μια Ολλανδή δημοσιογράφος, η οποία μελετά την αλλαγή της στάσης του ρόλου και της αποδοχής των πληροφοριοδοτών στις δυτικές κοινωνίες και ειδικά στη Γερμανία, ο θαυμασμός για τον Σνόουντεν εξηγείται από την βαθιά αντιπάθεια των Γερμανών στην παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους από συστήματα παρακολουθήσεων. Η Γκεστάπο και η Στάζι έχουν αφήσει γερά αντισώματα στον πληθυσμό της χώρας.

Ταυτοχρόνως, όμως, είναι βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα τους «η αφοσίωση και οι όρκοι μυστικότητας στους χώρους εργασίας» κι έτσι απορρίπτουν τη διαρροή μυστικών εκτός ενός κλειστού κύκλου όπως η δουλειά (ή και η οικογένεια). Η γερμανική νομοθεσία απαγορεύει μάλιστα στους δημοσίους υπαλλήλους να αναφέρουν παρανομίες που έχουν διαπράξει οι προϊστάμενοί τους, με μια μικρή εξαίρεση που άρχισε να ισχύει μετά το 1999, λόγω συμμόρφωσης με κάποια διεθνή σύμβαση περί διαφάνειας που υιοθέτησε η χώρα, εξηγεί η Κλάιβιγκτ.

Έτσι δεν ακούγεται παράξενο που οι υπεύθυνοι για την απονομή ενός βραβείου πληροφοριοδοτών που απονέμεται κάθε δύο χρόνια στη Γερμανία, δυσκολεύονται ιδιαίτερα να βρουν υποψήφιους. Κι όχι επειδή αναζητούν βαθιά λαρύγγια σνοουντενικής κλίμακας, που να διαρρέουν τόνους κρατικών μυστικών. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση πληροφοριοδότη που έγραψε ιστορία ήταν μια νοσοκόμα σε γηροκομείο του Βερολίνου, η Μπριγκίτε Χέινις, που απολύθηκε επειδή αποκάλυψε τις κακές συνθήκες νοσηλείας των τροφίμων. Οι καταγγελίες της «έγραψαν ιστορία» για το νομικό δίκαιο της χώρας, και το 2007 της απονεμήθηκε το συγκεκριμένο βραβείο, αλλά κανείς δεν την θυμάται, αναφέρει στην Κλάιβιγκτ ο πρόεδρος του Γερμανικού Δικτύου Πληροφοριοδοτών.

Η κρίση νομιμότητας της Ευρώπης

Στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού, η κρίση νομιμότητας φαίνεται να αγγίζει πολύ πιο έντονα τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι υγιές και ότι δεν έχει ταρακουνηθεί από τη δράση πληροφοριοδοτών ή ότι στην Ευρώπη δεν γίνεται επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας για να επιβληθεί μυστικότητα στις παρακολουθήσεις και άλλες δράσεις. Απλώς, οι πιο ηχηρές διαρροές των τελευταίων χρόνων αφορούν τη δράση των φορολογικών παραδείσων στην καρδιά της ηπείρου.

Η διαρροή των εγγράφων Φαλσιανί (βάσει των οποίων δημιουργήθηκε η γνωστή λίστα Λαγκάρντ) με τους πελάτες της τράπεζα HSBC που φυγάδευαν τις καταθέσεις τους στην Ελβετία, καθώς και η πιο πρόσφατη αποκάλυψη των Luxleaks, του συστήματος ειδικών συμφωνιών που είχε στήσει το κράτος του Λουξεμβούργου με τις πολυεθνικές που ήθελαν να κρύβουν τα κέρδη τους και να μην φορολογούνται, κάνει τα δύο κράτη να μοιάζουν αδελφάκια της Γκόθαμ Σίτι.

Βέβαια, σε μία από τις περιπτώσεις των συγκεκριμένων αποκαλύψεων, ο πληροφοριοδότης προστατεύθηκε. Ο Φαλσιανί κατέφυγε στη Γαλλία, η οποία αρνήθηκε να τον παραδώσει στην Ελβετία. Αντιθέτως, το Λουξεμβούργο άσκησε δίωξη εναντίον του φερόμενου ως υπεύθυνου της διαρροής.

Το μεγάλο ζήτημα είναι αν οι αποκαλύψεις έκαναν τον κόσμο λίγο καλύτερο, και αν ναι, πόσο. Όχι και πάρα πολύ. Οι διαρροές από την HSBC οδήγησαν στον εντοπισμό κάποιων πλουσίων που έκρυβαν τις περιουσίες τους, αλλά όπου τα συστήματα ελέγχου ήθελαν να κάνουν τα στραβά μάτια ή –όπως συνέβη στην Ελλάδα- να εξαφανίσουν τα στικάκια με τις λίστες, ή να κρύψουν ονόματα, απλώς το έκαναν. Ο δε πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου επί των ημερών του οποίου στήθηκε το κόλπο, ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, είπε ότι όλα έγιναν νόμιμα και συνέχισε να προεδρεύει της Ευρωπακής Επιτροπής με τις ευλογίες της πλειοψηφίας.

Επειδή, όμως, αν δεν σε λένε Γιώργο Βουλγαράκη, πιθανότατα δεν πιστεύεις πώς ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, τα ευρωπαϊκά κράτη χρειάζονται κι αυτά να κουρδίσουν τα ηθικόμετρά τους.

πηγή: https://www.flickr.com/photos/118591608@N08/

πηγή: https://www.flickr.com/photos/118591608@N08/

Μια νέα (παλιά) ηθική για την κοινωνία και τη δημοσιογραφία

Το παράδειγμα της γερμανίδας νοσοκόμας είναι πολύ πιο κοντά στο πρότυπο του υπεύθυνου πολίτη που ονειρεύονται οι δημοκρατίες, ενώ ο Μάνινγκ και ο Σνόουντεν μοιάζουν με υπερήρωες, σαν τον Μπάτμαν που αναλαμβάνει να καθαρίσει για λογαριασμό των πολιτών όταν η διαφθορά στην Γκόθαμ Σίτι έχει κυριαρχήσει παντού. Αν, λοιπόν, τα βαθιά λαρύγγια είναι οι υπερήρωες της εποχής μας, είναι όλες οι διαρροές ανιδιοτελείς πράξεις ηρωισμού; Θα ήταν ένα πολύ αφελές συμπέρασμα.

Υπάρχουν πάρα πολλές διαρροές που εξυπηρετούν μια χαρά το σύστημα που υποτίθεται ότι εκθέτουν, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν τη δημόσια ατζέντα, ή στο πλαίσιο εσωτερικών συγκρούσεων του ίδιου συστήματος. Αντί για “leaks” (τον αγγλικό όρο για τις διαρροές) ο καθηγητής της Νομικής του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Πόζεν, τις ονομάζει “pleaks” -από τον συνδυασμό “plants” + “leaks”- δηλαδή «φυτεμένες» διαρροές, που κατά κανόνα γίνονται από στελέχη οργανισμών και θεσμών προς δημοσιογράφους, με κάθε άλλο παρά ανιδιοτέλεια, και χωρίς οι δήθεν πληροφοριοδότες να υφίστανται διώξεις.

Σε τι διαφέρει αυτό από την κλασσική δημοσιογραφική πρακτική, που όλες οι πληροφορίες αξιοποιούνται όταν συνεισφέρουν στη σύνθεση μιας ευρύτερης εικόνας για τον κόσμο, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Διαφέρει στον βαθμό που η δημοσιογραφική διαχείριση αυτών των διαρροών επιτρέπει να κυριαρχεί η εικόνα που θέλουν να επιβάλλουν συγκεκριμένες πηγές, οι οποίες τυγχάνει να είναι ισχυροί παίκτες και φορείς εξουσίας. Κάτι που προσθέτει στον προβληματισμό το θέμα της «αντικειμενικότητας».

Η «αντικειμενικότητα» στη δημοσιογραφία είναι μια έννοια που μετράει λίγο λιγότερο από έναν αιώνα ζωής. Προτού εφευρεθεί και υιοθετηθεί ως μέτρο αξιοπιστίας, τα μέσα ενημέρωσης ήταν πολύ μικρότερα (σε μέγεθος και απήχηση) και εξέφραζαν ανοιχτά συγκεκριμένες απόψεις, απευθυνόμενα στις κοινωνικές ομάδες που συφωνούσαν με αυτές. Ήταν το βιομηχανικό μοντέλο του Τύπου, στις αρχές του 20ου αιώνα, που χρειαζόταν πιο μαζικά κοινά για να επιτύχει πωλήσεις και κέρδη, εκείνο που επέβαλε το στρογγύλεμα των απόψεων και προέβαλε την ανάγκη να υπάρχουν επαγγελματίες δημοσιογράφοι που θα αναλάβουν να μεσολαβούν ανάμεσα στις ελίτ που κυβερνούν και ασκούν εξουσία και στον απλό κόσμο που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Και υιοθετήθηκε ο κανόνας που λέει ότι η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα ήταν επαρκείς ενδείξεις επαγγελματισμού των δημοσιογράφων, στην υπηρεσία τους υπέρ της «αντικειμενικής αλήθειας».

Μόνο που στην πράξη η «αντικειμενικότητα» των κυρίαρχων ΜΜΕ δεν αποδείχτηκε πολύ αντικειμενική και τελικά δούλευαν σε μεγάλο βαθμό ή μόνο υπέρ των ελίτ. Από αυτό το σημείο η συζήτηση αποκτά πολλές προεκτάσεις, αλλά καθώς μιλάμε για την αξία και τη χρήση των διαρροών, θα μείνουμε σε μία: στην ανάγκη για διαφάνεια που προέκυψε λόγω των ουσιαστικών αλλαγών που επέφερε η ψηφιακή εποχή. Η διαφάνεια είναι το νέο στοιχείο που προστίθεται ως ένδειξη αξιοπιστίας στην διαχείριση των πληροφοριών, εξηγεί ο Ρίτσαρντ Σάμπρουκ, ερευνητής του Ιδρύματος Thomson Reuters, στην σχετική μελέτη του. Κι αυτό αφορά τόσο την επαγγελματική δημοσιογραφία –που επικρίνεται γιατί εξαρτήθηκε από τις επίσημες και τις κυρίαρχες πηγές πληροφόρησης και σταδιακά έπαθε επιλεκτική τύφλωση απέναντι σε εναλλακτικές φωνές και εκδοχές της αλήθειας-, όσο και την ίδια τη δημοκρατία, για να επιστρέψουμε στην ανάλυση του Μπένκλερ, για την αξία των διαρροών.

Ο Μπένκλερ, ας θυμηθούμε, υποστηρίζει ότι το δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπίζει μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι «ασφάλεια ή δημοκρατία» αλλά «μυστικότητα ή διαφάνεια». Όταν η επιλογή είναι «διαφάνεια» ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από διαρροές, καθώς μπορεί να υπάρχει πληροφόρηση και δημόσιος διάλογος. Όταν, όμως, τα συστήματα λογοδοσίας που προβλέπονται για τον έλεγχο των εξουσιών, απενεργοποιούνται με την επίκληση της ανάγκης για μυστικότητα, τότε τα βαθιά λαρύγγια που εκθέτουν καταχρήσεις και λάθη του συστήματος, είναι απαραίτητα όσο και το οξυγόνο που αναπνέουμε.




Οι Ουαλίντ στις κοινωνίες των βασανιστηρίων

 

taksi

Η εξέλιξη της δίκης των βασανιστών του αιγύπτιου εργάτη Ουαλίντ Τάλεμπ, μια θεσμική διαδικασία που υποβάλλει εκ νέου σε βασανιστήριο έναν κατά τα άλλα πολύ δυνατό και ανθεκτικό άνθρωπο, μετανάστη εργάτη, περιέχει κάποιες, όχι καινούριες αλλά ισχυρές περιγραφές για τη δομή της νεοελληνικής κοινωνίας, για τον τρόπο που οργανώνονται οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και για τις ταχύτητες που αναπτύσσονται σ’ ένα κράτος που διαχειρίζεται τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου συστήματος τα τελευταία χρόνια.

Στην αίθουσα του Εφετείου Πειραιά, ο συνήγορος υπεράσπισης του Σγούρδα και υιού, του Ζαχαριάδη και του Zoto, πραγματοποίησε μια χυδαία όπως αρκετοί χαρακτήρισαν την εξέταση του αιγύπτιου. Προσωπικά επειδή δεν έχω καλή επαφή με τη συγκεκριμένη λέξη και τη νοηματοδότησή της (με «ξενίζει» και δεν μπορώ να την αντιστοιχίσω σε συγκεκριμένα συναισθήματα), θεωρώ ότι ο συνήγορος υπεράσπισης εκμεταλλεύτηκε τον εργαλειακό του ρόλο στο πλαίσιο μιας αστικής δίκης. Πρόκειται για έναν ρόλο εγγενώς εξουσιαστικό, για μια θέση που εμπεριέχει λιγότερους κινδύνους απ’ όσους βρίσκονται στο σκαμνί, για μια προνομιακή θέση ειδήμονα-ειδικού που είτε υπερασπίζεται το τεκμήριο της αθωότητας είτε το μάχεται: ενώπιον ενός προεδρείου, τμήματος που αναφέρεται σ’ έναν συγκεκριμένο εθνικό και κρατικό μηχανισμό.

Υπό αυτήν την έννοια, αυτός ο συνήγορος, άσχετα αν είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη επιθετική στρατηγική εναντίον του Ουαλίντ (έφτασε στο σημείο να τον αποκαλέσει κατηγορούμενο), κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του ρόλου του. Στη διακοπή μάλιστα, σε αντιδικία με αλληλέγγυους, είπε ως άλλος Άιχμαν «ρε παιδιά, μην κάνετε έτσι, αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος». Οι αντιδράσεις των παρευρισκόμενων αργότερα ενδεχομένως να τον έβαλαν σε διαφορετικές σκέψεις ωστόσο το πρόβλημα παραμένει: η εξουσία που πηγάζει από θέσεις επιρροής στο καπιταλιστικό σύστημα, η παράλληλη εκπαίδευση πως «κάποιος θα βρεθεί να κάνει αυτή τη δουλειά» και πως κάποιος «χρειάζεται να την κάνει» – με λίγα λόγια η κυρίαρχη πραγματικότητα και αφήγηση πως η παραγωγή και η οργάνωση της ζωής μας είναι ζητήματα προκαθορισμένα, νομιμοποιημένα και «ελεύθερα προσφερόμενα».

Οι πιεστικές ερωτήσεις, στοχευμένες στο να βγάλουν εκτός εαυτού τον Ουαλίντ, συνεχίζονταν για πολλή ώρα μέχρι που πέτυχαν τον σκοπό τους. Ο Ουαλίντ εξεγέρθηκε, δείχνοντας ότι είναι ζωντανός όσο οποιαδήποτε άλλη φορά και κατά τη γνώμη μου, σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τον εαυτό του και τον φυσιολογικό θυμό του, φώναξε σωστά κουνώντας το δάχτυλο τόσο στον συνήγορο όσο και στον Σγούρδα. Βέβαια, μακριά από την αλήθεια του βιώματος, η βαθιά πεποίθηση της δικαστικής διαμεσολάβησης μας λέει ότι μια τέτοια κίνηση δείχνει έλλειψη ψυχραιμίας, αγένεια, επιθετικότητα και λοιπές «ενοχοποιητικές» ενδείξεις για το ήθος και το χαρακτήρα. Τέτοια ήταν άλλωστε η πρόθεση του συνηγόρου των βασανιστών που είπε πώς ο τάλεμπ προσπαθεί να δείξει ότι είναι «ανθρωπάκι» πίσω από το γεγονός ότι είναι θύμα.

Η εργασία ως ευγνωμοσύνη

Κι ερχόμαστε τώρα στο κεντρικό επιχείρημα που ο συνήγορος προσπάθησε, μεταξύ άλλων, να αναπτύξει ως ελαφρυντικό για τον υπ’ αριθμόν ένα βασανιστή του ουαλίντ: μια «καλή εργασιακή σχέση». Πώς ένας εργοδότης (και μάλιστα έλληνας) που πληρώνει μέχρι και 800 ευρώ/μήνα (αποκρύπτοντας βέβαια πόσες και ποιες ώρες εργαζόταν ο Ουαλίντ – από τις 3 το βράδυ μέχρι τις 2-3 το μεσημέρι), πώς ένας εργοδότης που μια φορά έχει βγει και βόλτα μαζί του «σε μια κλειστή κοινωνία όπως η Σαλαμίνα;» (σαν κοινωνική χορηγία να το φανταστούμε;), ή πώς ενώ ο αδερφός του ουαλίντ πήγαινε για μπάλα μαζί με τον ελληναρά υιό Σγούρδα, πώς όλα αυτά είναι δυνατόν να τόν φέρουν στη θέση του βιαστή και του βασανιστή, πώς αυτό σημαίνει ρατσισμό; Πώς, ενώ ο Ουαλίντ αποκαλούσε τον Σγούρδα «μπαμπά» (από εκτίμηση στο πρόσωπό του που του έδωσε δουλειά για να επιβιώσει), έφτασε στο σημείο να πάψει να είναι καλός «γιός»;

Οι προβληματισμοί αυτού του είδους συνιστούν την γενικευμένη υποκρισία του μεγαλύτερου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες εργάτες καθώς και τη βάση της συμπεριφοράς απέναντί τους. Πρόκειται για μια σχέση αληθινή πέρα για πέρα: το ντόπιο αφεντικό εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη του μετανάστη όπως και με όποιον τρόπο γουστάρει. Άλλοτε έχει όπλα να την επιβάλλει σε μανωλάδες, άλλοτε τραμπουκίζει, άλλοτε παίζει το παιχνίδι του ευεργέτη και το κυριότερο, μπορεί να συνδυάζει όλα τα παραπάνω. Κάνει αστειάκια με την χώρα προέλευσης, με το χρώμα του εργάτη, με τη θρησκεία του, με κάθε τι προσωπικό, δίνει την εντύπωση ενός «καλού αφεντικού», ενός ευεργέτη που μαζί με το ελληνικό κράτος κάνουν (όταν θέλουν) τα στραβά μάτια στη νομιμότητα παραμονής του. Χρησιμοποιούν αυτή τη δυνατότητα ως μέσο πίεσης και υποτίμησης με όποια «ένταση» θέλουν. Είναι βασανιστές ακόμη και με το να διατηρούν ένα φιλικό προσωπείο με γενναιοδωρία και «ανθρωπισμό», προσωπείο έτοιμο να εκραγεί και να κλιμακώσει τη βία σε μια εξ’ ορισμού βίαια και άνιση σχέση.

Πρόκειται για βασικά χαρακτηριστικά της σχέσης αφεντικού – εργάτη με τη διαφορά ότι στην περίπτωση των μεταναστών εργατών οι «ισορροπίες» ή καλύτερα, οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο πόλων εκμηδενίζονται a priori και οδηγούν ταχύτερα σε ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, αν δεν καταλήξουν σε δολοφονίες.

Μπροστά σ’ αυτή τη σχέση-βασανιστήριο, το μεγαλύτερο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού έχει να επιδείξει μια αξιοπρόσεκτη ανοχή που ιστορικά μπορεί να εξηγηθεί με την αποτυχία του εργατικού κινήματος να θέσει τα κοινωνικά προτάγματά του κόντρα στον πολιτικό προσανατολισμό των μικρομεσαίων στρωμάτων. Η συλλογική ανοχή είναι το πιο γόνιμο έδαφος για τις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται (και) σ’ αυτόν τον τόπο, προς όφελος των νεοφιλελεύθερων επιδιώξεων.

 

w2

«Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε…»

Σε μια δόση, κατά τη διάρκεια της διακοπής (όταν το «θέατρο» της δίκης σταματάει, ακούει κανείς σημαντικές ατάκες) ένας ένστολος απευθύνεται με έναν σχετικά ήπιο τόνο στους αλληλέγγυους λέγοντας πως «βρε παιδιά σεβαστείτε τη θέση του, είναι πολύ δύσκολη θέση αυτή του κατηγορούμενου, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι στη θέση του». Κρίνοντας από το ολίγον τι χαλαρό και «δε βαριέσαι» ύφος του, ο ένστολος αυτός μοιάζει να είναι αγγελιοφόρος μιας ζωής που θα βιώνεται από εδώ και στο εξής με τους όρους που περιγράψαμε παραπάνω: βασανιστής – βασανιζόμενος.

Πλέον οποιοσδήποτε θα μπορεί να βρίσκεται στη θέση του σγούρδα, σε μια θέση (βασανιστής) δηλαδή που μπορεί από τη μια να εμφανίζεται μπροστά μας ως μια ανατριχιαστική υπόθεση απανθρωπιάς ωστόσο αποτελεί και θα αποτελεί ολοένα περισσότερο έναν εργαλειακό ρόλο, μια φυσιολογική θέση στο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, υπονοείται πως κι από την άλλη πλευρά θα υπάρχουν θύματα, απώλειες, εργάτες – σκλάβοι. Και η εργατική τάξη όπως διδάσκει η ιστορία θα αναγνωρίζει τον εαυτό της ως τέτοια όταν αρνείται την ύπαρξη που διώκεται «φυσιολογικά», στη ροή μιας καθημερινότητας, στη ροή μιας ζωής δηλαδή που την αφορά μόνο η επιβίωση, απογυμνωμένη από ψυχή, πάθη και συναισθήματα. Κάπου διάβασα πρόσφατα ένα εύστοχο σχόλιο για την «θεοποίηση» της επιβίωσης: «η επιβίωση αποτελούσε πάντοτε μια έγνοια των ανθρώπων, μια προεξάρχουσα μάλιστα έγνοια για τους περισσότερους από αυτούς, μόνο στην εποχή μας φαίνεται να λαμβάνει σχεδόν ένα είδος ηθικού κύρους». Η αποκαθήλωσή της θα πρόσθετα εγώ είναι δουλειά των από τα κάτω ταξικών σχηματισμών – οτιδήποτε παίρνει τη θέση ηθικού κύρους στον καπιταλισμό έχει τη σφραγίδα των κυρίαρχων.

Μια τελευταία σημείωση στο ζήτημα της παρακολούθησης της δίκης, του «δημόσιου» χαρακτήρα της και της «διεκδίκησης του χώρου». Χωρίς να έχουμε αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης και τις πολιτικές διευθετήσεις που αναλαμβάνει στις εκάστοτε συγκυρίες, η παρουσία αλληλέγγυων αποδεικνύει ότι ο δημόσιος χαρακτήρας μιας δίκης, η θέασή της για να μπορεί να έχει άποψη η «κοινή γνώμη» όπως χαρακτηριστικά διακηρύττει η φιλελεύθερη αντίληψη, δεν είναι μια κρατική παροχή, ένα «κερδισμένο» δικαίωμα όλων των «πολιτισμένων πλευρών». Ο Ουαλίντ στις αρχές της δικαστικής περιπέτειας συνέχιζε ν’ απειλείται από τα πρώην αφεντικά και τους φίλους του, συνεχίζοντας να ζει σε μια κοινωνία που το πολύ πολύ ν’ άλλαξε τον φούρνο που έπαιρνε το ψωμί της. Το ότι η παρουσία αλληλέγγυων κατάφερε να κόψει τον βήχα της αλαζονείας τους ήταν μια απαραίτητη κίνηση για τον ίδιο πρώτα πρώτα και για τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι βλέπουν εδώ και χρόνια να περνούν από τα δικαστικά έδρανα μετανάστες εργάτες κατηγορούμενοι για τη «νομιμότητα» της παραμονής τους και για το ηθικό τους κύρος.

Στον «δημόσιο χαρακτήρα» της δίκης η αλληλέγγυα παρουσία έχει μια ταξική υπόσταση, αποτελεί μια ελάχιστη ταξική διεκδίκηση μέσα στον στενό κρατικό χώρο των δικαστών και των ανθρωποφυλάκων. Όταν βέβαια συνοδεύεται με πολύμορφες συνοδευτικές δράσεις (πορείες, ενημερώσεις, παραγωγή κειμένων κ.λπ) τότε επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συγκρότηση, συνοχή και το κυριότερο συνέχεια: για να μην φτάνουμε εκ των υστέρων στις δικαστικές αίθουσες.

Είναι προτιμότερο να προλαβαίνουμε την πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης έξω από το θέαμα που παράγεται μέσα στους ναούς της δικαιοσύνης – όπου δυστυχώς είμαστε και μεις συμμέτοχοι.

Είναι προτιμότερο να κόβουμε από τη ρίζα τη σχέση των Ουαλίντ, των βασανιστών αφεντικών τους και των συνηγόρων τους. Αυτοί οι τελευταίοι αμείβονται με χρήματα που παρήγαγε με την υπεραξία του ο ουαλίντ σ’ εκείνο τον φούρνο στη Σαλαμίνα. Σ’ αυτόν τον «κύκλο» είναι το πρόβλημα.




“Λεβιάθαν”, η ταινία που μίσησε το ρωσικό κατεστημένο

leviathan1

Τη στιγμή που ο εκσκαφέας κατεδαφίζει το σπίτι του Κόλια, εκείνος έχει ήδη χάσει τα πάντα. Δεν του έχει απομείνει ούτε ένας από τους δικούς του ανθρώπους. Κι οι στοίβες με τα βιβλία, δεμένες με σπάγκο δίπλα στη σκάλα, περιμένουν ακόμα τη μετακόμιση που δεν έγινε. Η δύναμη έχει νικήσει, η αλήθεια έχει χάσει.

Πριν από αυτό, ο Κόλια ζει με τη δεύτερη γυναίκα του και το γιο του σε μια παραθαλάσσια πόλη στη βορειοδυτική Ρωσία, στα παράλια του Μπάρεντς, όπου τα πάντα αποπνέουν σήψη. Ο δήμαρχος, είναι η προσωποποίηση της διαφθοράς που διαποτίζει κάθε εκατοστό του κρατικού ιστού, κι έχει βάλει στο μάτι τη γη του Κόλια, κληρονομημένη από γενιά σε γενιά.

Η τελευταία του ελπίδα να περισώσει το σπίτι του, κρέμεται από τον Ντιμίτρι, έναν φίλο του από τον στρατό που πλέον είναι δικηγόρος στη Μόσχα. Ο Ντιμίτρι έχει ένα φάκελο με μυστικά του δημάρχου και τον πιέζει υπέρ του Κόλια. Όμως ο δήμαρχος δεν είναι μόνος του, εξυπηρετεί ένα ολόκληρο σύστημα, που καταλήγει σε ένα αφεντικό το οποίο ποτέ δεν κατονομάζεται, αλλά που κάνει τους φορείς όλων των εμπλεκόμενων εξουσιών να τρέμουν στη σκέψη του.

«Ο Λεβιάθαν (1651) , το σημαντικότερο βιβλίο του Χομπς, εξηγεί λεπτομερώς τα αναγκαία βήματα για να κινηθούμε από την εφιαλτική συνθήκη της φυσικής κατάστασης σε μια ασφαλή κοινωνία όπου η ζωή είναι ανεκτή. Ο «Λεβιάθαν» ήταν ένα γιγάντιο θαλάσσιο τέρας που περιγράφεται στη Βίβλο. Για τον Χομπς, είναι μια αναφορά στη μεγάλη ισχύ του κράτους. Ο Λεβιάθαν αρχίζει με την εικόνα ενός γίγαντα πάνω σε έναν λόφο, ο οποίος κρατά ένα σπαθί και ένα σκήπτρο. Αυτή η μορφή αποτελείται από πολλούς μικρότερους ανθρώπους που αναγνωρίζονται ως μεμονωμένα άτομα. Ο γίγαντας αντιπροσωπεύει το ισχυρό κράτος με τον κυρίαρχο επικεφαλής. Δίχως έναν κυρίαρχο, πίστευε ο Χομπς, όλα θα κατέρρεαν και η κοινωνία θα αποσυντίθετο σε ξεχωριστούς ανθρώπους έτοιμους να αλληλοσπαραχτούν για να επιβιώσουν»

«Μικρή Ιστορία της Φιλοσοφίας», κεφάλαιο 10 (Τόμας Χομπς) – εκδ. Πατάκη

Η διαφθορά έχει διαπεράσει την κοινωνία της μικρής πόλης. Κι όπου δεν φτάνει αυτή, δίνει τη θέση της στην υποκρισία, που την ενσαρκώνουν τόσο οι φίλοι της οικογένειας του ήρωα όσο και η εκκλησία, από την οποία ο ίδιος απέχει. Όμως, «όλες οι εξουσίες προέρχονται από το Θεό. Και όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει ισχύς», τονίζει στο δήμαρχο ο τοπικός θρησκευτικός άρχοντας, ένας ορθόδοξος χριστιανός αρχιερέας. «Χρησιμοποίησε την ισχύ σου εκεί όπου έχεις εξουσία, δεν χρειάζεται να ζητάς την παρέμβαση ανωτέρων», τον συμβουλεύει αργότερα, αρνούμενος να μάθει τι συμβαίνει και γιατί ανησυχεί ο δήμαρχος. Όταν στο τέλος βλέπουμε τον ίδιο αρχιερέα να κηρύσσει από άμβωνος την αξία της αλήθειας, είναι σαν το κήτος να έχει ήδη καταπιεί ολόκληρη την πόλη και να την χωνεύει.

Η ισχύς του δημάρχου επιβάλεται, όπως συμβούλεψε η εκκλησία, και ο νόμος αποχωρεί από το πεδίο της δράσης. Δεν υπάρχει πια χώρος για δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι πλέον καλούνται μόνο να απαντήσουν αν πιστεύουν στο θεό. Κι αν όχι, τότε τι περιμένουν. Κι αν ναι, τότε τι τους λέει ο θεός για όλα αυτά που συμβαίνουν.

* * *

Ο Λεβιάθαν του Αντρέι Ζβιαγκνίτσεφ είναι σίγουρα μια ταινία που αποτυπώνει την ρωσική πραγματικότητα, όπως σωστά προϊδεάζουν τα δημοσιεύματα που μπορεί να διαβάσει κανείς προτού πάει να την δει. Η φωτογραφία του Πούτιν κρέμεται στον τοίχο του δημάρχου, όπως θα συνέβαινε σε κάθε απολυταρχικό καθεστώς, ενώ οι προκάτοχοι του ρώσου προέδρου–οι πιο μακρινοί, καθώς για τους πρόσφατους «η ιστορία δεν έχει αποφανθεί ακόμα»– χρησιμεύουν πλέον ως στόχοι σκοποβολής. Οι Pussy Riots είναι είδηση στην τηλεόραση που παίζει στο βάθος ενός δωματίου, και κοινωνικό παράδειγμα προς αποφυγή σύμφωνα με το εκκλησιαστικό κήρυγμα.

leviathan2

Από όποια σκοπιά κι αν δει κανείς τον Λεβιάθαν του Ζβιαγκνίτσεφ, είτε ως την αναπαράσταση της βιβλικής περιπέτειας του Ιώβ -που τιμωρήθηκε για την ανυπομονησία του από τον θεό, ο οποίος «του έκανε δώρο» μια λαίλαπα υποχρέωνοντάς τον να αποδεχτεί τελικά τη μοίρα του-, είτε ως τη φιλοσοφική ερμηνεία του Τόμας Χομπς για το συμβόλαιο που υπέγραψε ο άνθρωπος εκχωρώντας στο κράτος την ελευθερία του -προκειμένου να προφυλάξει τον εαυτό του και τους άλλους από την ίδια τη φύση του-, ο Κόλια είναι καταδικασμένος.

Η ίδια η πόλη του είναι η κοιλιά του κήτους, είναι η Βίβλος και ο Χομπς μαζί. Όλοι του υποδεικνύουν πως πρέπει να πάψει να αναζητά δικαιοσύνη, πώς πρέπει να φύγει μακριά, να αφεθεί στη μοίρα του. Στη σημερινή Ρωσία το κήτος είναι το σύστημα που τρέφεται από το κράτος. Αλλά και εκτός Ρωσίας το ίδιο είναι. Με τον ίδιο τρόπο που το μεταλλικό στόμα του κήτους καταπίνει τον Κόλια και απαιτεί την κεφαλή του επί πίνακι, «για να μάθει επιτέλους ποιά είναι η θέση του», οι εξουσίες μπορούν, αν το θελήσουν, να πειθαρχήσουν τον καθένα μας, όπου κι αν ζούμε. Συνεπώς ο «Λεβιάθαν» δεν είναι μόνο μια ταινία για τη Ρωσία, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους και για τη σχέση μας με το κράτος, όποιο κι αν είναι αυτό, από την πιο ανεπτυγμένη, μέχρι την πιο αρχαϊκή ανθρώπινη κοινωνία, όπως λέει κι ο ίδιος ο Ζβιαγκνίτσεφ στο σημείωμά του:

«Όταν ένας άνθρωπος νιώθει τη θηλιά του άγχους αντιμέτωπος με την ανάγκη και την αβεβαιότητα, όταν τον κατακλύζουν σκοτεινές εικόνες για το μέλλον, τρέμοντας για το μέλλον εκείνων που αγαπά και με το φόβο του θανάτου να τον περικυκλώνει, τι άλλο μπορεί να κάνει παρά να εκχωρήσει την ελευθερία και τη βούλησή του και να παραδώσει με τη θέλησή του αυτούς τους θυσαυρούς σε κάποιον που εμπιστεύεται με αντάλλαγμα απατηλές εγγυήσεις περί ασφάλειας, κοινωνικής προστασίας ή ακόμη και περί μιας απατηλής κοινότητας;

Η άποψη του Τόμας Χομπς για το κράτος είναι αυτή ενός φιλοσόφου για τη συμφωνία ενός ανθρώπου με τον διάβολο: το βλέπει σαν ένα τέρας δημιούργημα του ανθρώπου προκειμένου να αποτρέψει «τον πόλεμο όλων εναντίον όλων», και της κατανοητής πρόθεσης να επιτύχει ασφάλεια με αντάλλαγμα την ελευθερία, το μοναδικό που πραγματικά κατέχει ο άνθρωπος.

Όπως όλοι μας, εκ γενετής σημαδεμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γεννιόμαστε μέσα σε ένα «κράτος». Η πνευματική ισχύς του κράτους πάνω στον άθρωπο δεν γνωρίζει όρια.

Η επίπονη συμμαχία μεταξύ ανθρώπου και κράτους αποτελεί ζήτημα ζωής στη Ρωσία εδώ και πολύ καιρό. Αλλά αν η ταινία μου έχει τις ρίζες της στη Ρωσική γη, είναι μόνο επειδή δεν νιώθω συγγένεια, κανένα γενετικό δεσμό με τίποτ’ άλλο. Και πάλι είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι, σε όποια κοινωνία κι αν ζει ο καθένας μας, από την πιο ανεπτυγμένη μέχρι την πιο αρχαϊκή, όλοι μας μια μέρα θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις εξής εναλλακτικές: είτε να ζήσουμε ως σκλάβοι είτε να ζήσουμε ως ελεύθεροι άνθρωποι. Και αν αφελώς νομίζουμε πως πρέπει να υπάρχει ένα είδος κρατικής ισχύος που μπορεί να μας απελευθερώσει από αυτή την επιλογή, κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος. Στη ζωή κάθε ανθρώπου έρχεται μια στιγμή που αυτός έρχεται αντιμέτωπος με το σύστημα, με τον «κόσμο», και πρέπει να σταθεί και να υπερασπιστεί τη δική του αντίληψη περί δικαιοσύνης, τη δική τους αντίληψη περί Θεού και Γης.

Σήμερα είναι ακόμη δυνατό να θέτεις αυτά τα ερωτήματα στο κοινό και να βρίσκεις έναν τραγικό ήρωα στη γη μας, έναν «υιό του Θεού», έναν χαρακτήρα που είναι τραγικός από αμνημονεύτων χρόνων, κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η πατρίδα μου δεν έχει χαθεί ακόμα για μένα, ή για εκείνους που έκαναν αυτή την ταινία.»

– Αντρέι Ζβιαγκνίτσεφ (το σημείωμα του σκηνοθέτη στη σελίδα της Sony Pictures – οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

Έτσι, δεν είναι καθόλου παράξενο που η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μίσησε τον «Λεβιάθαν» ή που ο Ρώσος υπουργός Πολιτισμού εξέφρασε την απογοήτευσή του γι’αυτήν, παρόλο που –μάλλον κατά λάθος, όπως λέγεται- αυτή γυρίστηκε με κρατική συγχρηματοδότηση. Η προβολή της στη Ρωσία γίνεται εδώ και τρεις εβδομάδες, μετά από επιβολή λογοκρισίας και περικοπή σκηνών και αφού είχε προηγηθεί η διαρροή του φιλμ μέσω ίντερνετ, προφανώς για να αποτραπεί ενδεχόμενη εμπορική της επιτυχία στους κινηματογράφους.

Παρόλ’αυτά, ο «Λεβιάθαν» είναι αυτές τις μέρες μια από τις πέντε εμπορικότερες ταινίες στη Ρωσία. Απομένουν, δε λίγες ώρες μέχρι να μάθουμε αν θα πάρει και το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Aν και, εγώ θα το έδινα στην “Ida”.




Η εκδίκηση της παράλληλης κοινωνίας;

 

Είναι από εκείνες τις ειδήσεις που τακτοποιούνται τελευταίες στη λίστα των διεθνών από το συντάκτη του δελτίου των οκτώ. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που της αφιερώνονται, μόλις που προλαβαίνεις να δεις κάποιους λίγους, με βαριά χειμωνιάτικα ρούχα, να περιφέρονται στους δρόμους μιας μάλλον ωραίας πόλης, κρατώντας χαρτόνια με συνθήματα σε μια γλώσσα που αργότερα μαθαίνεις ότι είναι γερμανικά.

Όλα αυτά στο τέλος Οκτώβρη όπου πράγματι δεν υπήρχε λόγος να αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στη συγκέντρωση περίπου 400 ανθρώπων μιας οργάνωσης με το όνομα Pegida, «Πατριώτες Ευρωπαίοι κατά της Ισλαμοποίησης της Δύσης».

Μέχρι το τέλος Δεκέμβρη, όμως, τα πράγματα αλλάζουν γιατί οι συμμετέχοντες στις πορείες από 400 γίνονται 17.000 και έτσι το θέμα ανεβαίνει στην ειδησεογραφική ατζέντα και οι απορίες σχεδόν λύνονται. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι αυτή η ωραία πόλη είναι η  Δρέσδη που σταδιακά την μιμούνται και άλλες στη γερμανική επικράτεια και όχι μόνο, αυτοί οι αρχικά λίγοι που πλέον γίνονται πολλοί είναι ένα συνονθύλευμα από απλά συντηρητικούς, δεξιούς, ακροδεξιούς, μερικούς χούλιγκαν και νεοναζί και τα συνθήματα στα χαρτόνια λένε «Έξω οι ξένοι», «Για την διατήρηση της κουλτούρας μας», «Είμαστε κατά των ιερών πολέμων σε γερμανικό έδαφος». Η τυπική αφορμή για την οργάνωση αυτού του ξενοφοβικού ξεσπάσματος με επίκεντρο το Ισλάμ φαίνεται να είναι μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ υποστηρικτών του εργατικού κόμματος του Κουρδιστάν PKK και ομάδας ισλαμιστών στο Αμβούργο. Και να σκεφτεί κανείς ότι η Γερμανία δεν είναι καν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συνεχών και αριθμητικά σημαντικών μεταναστευτικών ροών από μουσουλμανικές χώρες, αφού σύμφωνα με στοιχεία μέχρι και το 2005, το 32% του πληθυσμού των αλλοδαπών προερχόταν από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, ένα επιπλέον ποσοστό 48%  προερχόταν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μόλις 12% και 4% από Ασία και Αφρική αντίστοιχα.

https://www.flickr.com/photos/dierkschaefer/

Η Pegida ίσως και να απομονωθεί ως αποτέλεσμα των συντονισμένων προσπαθειών σε επίπεδο επίσημου πολιτικού λόγου. Η δημοφιλής καγκελάριος διαμηνύει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι «Δεν υπάρχει στη Γερμανία χώρος για μίσος κατά πιστών, ούτε για ισλαμοφοβία, ούτε για ξενοφοβία» και οι τελευταίες εκλογές έδειξαν ότι ο λόγος της περνάει στον Γερμανό πολίτη. Παράλληλα, όμως, η εμπειρία δείχνει ότι η Pegida μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από μια πρόσκαιρη, ενοχλητική και γραφική παρουσία στη γερμανική κοινωνία. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί η φτώχεια, – συνθήκη που ανατέλλει δυναμικά στη Γερμανία με τον αριθμό των φτωχών και των επαγγελματικά «ανασφαλών» να αυξάνει δραματικά – , φέρνει γκρίνια και ενίοτε φέρνει πιο κοντά τις ρατσιστικές και ακροδεξιές μετατοπίσεις αλλά και γιατί αρκετά χρόνια τώρα ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος των ΜΜΕ έχει μια πολύ συγκεκριμένη στάση απέναντι στη μετανάστευση.

Ο γερμανικός τύπος (για παράδειγμα το Der Spiegel) αντιλαμβάνεται την ενσωμάτωση των μεταναστών ως την ύπαρξη μιας “παράλληλης κοινωνίας” μέσα στη γερμανική κοινωνία. Με λίγα λόγια και με όρους καθημερινότητας, ο μετανάστης γείτονας πρέπει να είναι προσεκτικός στην οδήγηση, να κατεβάζει τα σκουπίδια του, να μην δημιουργεί ταραχές, τέλος πάντων να υπάρχει κάπου εκεί έξω αλλά να μην ξέρω και πολλά γι’ αυτόν. Με παραδειγματικά του άρθρα το Der Spiegel μας λέει ότι η «παράλληλη κοινωνία» εξασφαλίζει στους μετανάστες την ασφάλεια του ανήκειν, την ιδιωτικότητα και στους Γερμανούς την ικανοποίηση να ζουν σε μια ποικιλότροπη, πολυπολιτισμική κοινωνία, ανεξάρτητα βέβαια που δεν είναι διατεθειμένοι να της ρίξουν δεύτερη ματιά.   

Με την ίδια λογική, το Deutsche Welle προτιμάει ιδιαιτέρως τις αφηγήσεις και τα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο που προσπαθούν να βρουν την τύχη τους στη Γερμανία και είναι πραγματικά αξιοσημείωτο πόσο αποστασιοποιημένα το κάνει αυτό. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το ντοκιμαντέρ Strangers που τόσο ο τίτλος όσο και το περιεχόμενο προτείνουν την τάση αντιμετώπισης των εν δυνάμει μεταναστών από την γηγενή κοινωνία. Ένα τηλεοπτικό εγχείρημα αποτροπής με πολύ ξεκάθαρη την προσέγγιση του «εσείς» και «εμείς».

Η «παράλληλη κοινωνία» των κυρίαρχων μέσων της Γερμανίας είναι το τέλειο άλλοθι για τη μη λήψη ουσιαστικών μέτρων ενσωμάτωσης αφού έμμεσα υποδηλώνει και προπαγανδίζει ότι οι μετανάστες διαχωρίζονται με τη θέλησή τους, ότι αρνούνται να αποκτήσουν πολιτισμικά εργαλεία όπως η γλώσσα και η εκπαίδευση και έτσι καταλήγουν να περιθωριοποιούνται εργασιακά, επιζητώντας να λάβουν κοινωνικές παροχές που τελικά βλάπτουν το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος και τους προσφέρονται σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με θέματα που κατά καιρούς προκύπτουν όπως η απαίτηση μερικών μουσουλμάνων δασκάλων να φορούν μαντίλες στην τάξη ή οι κακές σχολικές επιδόσεις των παιδιών μεταναστών στα οποία επιρρίπτεται η γενικότερη ανεπάρκεια του γερμανικού σχολικού συστήματος ή μεμονωμένα κρούσματα βίας σε γειτονιές μεταναστών, έχουν συμβάλει σε μια ιδιαίτερα αρνητική στάση της κοινής γνώμης για τους μετανάστες. Μια κοινή γνώμη που είναι ελάχιστα εξασκημένη στην πραγματική κατανόηση των πολιτισμικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων, των εθνικών ιδιοσυγκρασιών και μια κρατική εξουσία με ελάχιστο ενδιαφέρον να τις διδάξει, συγκεντρώνοντας προς το παρόν αιτήσεις ασύλου για τις οποίες έτσι και αλλιώς, επιφυλάσσει ελάχιστα ποσοστά αποδοχής.

Πόση έκπληξη άραγε να προκαλεί η παρουσία μιας οργάνωσης όπως η Pegida;

  

Άννα Τριανταφυλλίδου – Ρουμπίνη Γρώπα (επιμέλεια), Η μετανάστευση στην Ενωμένη Ευρώπη, εκδόσεις  Κριτική




Ισλαμοφοβία και φανατισμός: Μια εκδήλωση για τις Μουσουλμανικές σπουδές στο ΑΠΘ

 

 

Με απόφαση της γενικής συνέλευσης (το Μάρτιο του 2014) το τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ψήφισε θετικά στην πρόταση ίδρυσης Εισαγωγικής κατεύθυνσης Μουσουλμανικών σπουδών. Αυτή η κατεύθυνση θα δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές να εξειδικευθούν στην ισλαμική θεολογία, κάτι που έως τώρα δεν ήταν δυνατόν να συμβεί εντός Ελλάδας. Την ψήφιση της κατεύθυνσης των μουσουλμανικών σπουδών ακολουθεί και η ομόφωνη ψήφιση της Συγκλήτου της Φιλοσοφικής Σχολής για τη δημιουργία εβραϊκών σπουδών. Μέχρι στιγμής έχουν υπάρξει αντιρρήσεις και διαφωνίες, κυρίως προς την κατεύθυνση των μουσουλμανικών σπουδών. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος μαζί με διάφορους θεολόγους, υπουργούς, βουλευτές και γνωστούς Θεσσαλονικείς έχουν ξεκινήσει «πόλεμο» στο ΑΠΘ και τον πρόεδρο του τμήματος Θεολογίας Χρυσόστομο Σταμουλή με το πρόσχημα της επικινδυνότητας των καιρών. Υποθέτω ότι μετά τα τελευταία γεγονότα στο Παρίσι, ο Άνθιμος και η παρέα του θα βρουν ακόμη πιο πρόσφορο έδαφος για να απλώσουν τις ισλαμοφοβικές και ρατσιστικές τους απόψεις.

Η αφορμή για να κοιτάξω λίγο το θέμα αυτό, ήταν η αντι-ομιλία που οργάνωσε η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στις 25 Νοεμβρίου του 2014. Διοργάνωσαν λοιπόν μια ομιλία ενάντια στην ίδρυση της κατεύθυνσης μουσουλμανικών σπουδών στο ΑΠΘ. Υπεύθυνοι αυτής της ομιλίας ήταν, όπως έγραφε και η σχετική αφίσα, «φοιτητές του Α.Π.Θ. που αντιτίθενται στις ισλαμικές σπουδές στη Θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης». Καλεσμένοι ομιλητές ήταν φυσικά μεταξύ άλλων οι μητροπολίτες Άνθιμος και Σεραφείμ, ο Κώστας Ζουράρις, ο διεθνολόγος και λέκτορας της Νομικής Βενιαμίν Καρακωστάνογλου και αρκετοί άλλοι. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε και μίλησε και ο Υπουργός Μακεδονίας-Θράκης Γ. Ορφανός, υποστηρίζοντας κι αυτός με τη σειρά του την αντίρρηση του στη δημιουργία αυτής της κατεύθυνσης. Την ομιλία αυτή διαφήμισαν τα περισσότερα εθνικιστικά και θρησκευτικά site και blogs, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της ημερίδας από πλευράς εθνικού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με site που αυτοπροσδιορίζεται ως «24ωρο πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων», η εκδήλωση είχε τόσο κόσμο που εκτός από την αίθουσα στη Μητρόπολη είχαν γεμίσει οι σκάλες, η είσοδος και το πεζοδρόμιο.

4061159572_3e9405f0a3_z
Την ημερίδα άνοιξαν εκπρόσωποι των φοιτητών που αντιτίθενται στη ψήφιση της κατεύθυνσης Μουσουλμανικών σπουδών, αφού πρώτα έψαλαν κάτι που αδυνατώ να αναγνωρίσω. Το βήμα πήρε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος που μεταξύ άλλων είπε: «Η προσπάθεια αυτή είναι κατά την άποψη μου και την αίσθηση του λαού της Θεσσαλονίκης, εγκληματική». Σύμφωνα με τον Άνθιμο «είναι αδύνατον να συνυπάρξει το Ισλάμ με την Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία» συμπληρώνοντας πως είναι ανεπίτρεπτο να λέει η Θεσσαλονίκη στους Μουσουλμάνους «περάστε» όταν οι Τούρκοι «εμπαίζουν σαράντα χρόνια το Πατριαρχείο μας για το άνοιγμα της θεολογικής σχολής της Χάλκης». Και αν νομίζετε ότι τα επιχειρήματα είναι ανύπαρκτα, ασόβαρα ή απλά επιπέδου να-το-κάνουν-αυτοί-πρώτα-γιατί-να-το-κάνω-εγώ, τότε αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω θα σας διασκεδάσουν ακόμα περισσότερο.
Ο διεθνολόγος Βενιαμίν Καρακωστάνογλου, για παράδειγμα, μίλησε για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, ενώνοντας το, φυσικά, με τη μετανάστευση. Ο Καρακωστάνογλου μοιράζεται με το κοινό ότι «ο πρύτανης είπε πως έχοντας ο ίδιος ζήσει για πολλά χρόνια στην Αμερική και έχοντας συγχρωτιστεί με Μουσουλμάνους, δε νομίζει ότι υπάρχουν κίνδυνοι και προβλήματα από αυτήν την επιχειρούμενη δημιουργία κατεύθυνσης ισλαμικών σπουδών» αλλά ο ίδιος διαφωνεί. Όταν διάβασε το συγκεκριμένο κομμάτι ακούστηκαν αποδοκιμασίες από το κοινό που επίσης απ’ ότι φάνηκε διαφωνούσε με τις εμπειρίες του πρύτανη. Ο Καρακωστάνογλου συνέχισε λέγοντας πως υπάρχει αναβρασμός στη Θεσσαλονίκη και πως «ο κόσμος είναι ανάστατος για αυτό που επιχειρούν να κάνουν». Μετέφερε τέλος τα λόγια του καθηγητή Κατσανέβα που λέει ότι «η σημερινή οικονομική καταστροφή μας έχει αποπροσανατολίσει από έναν μεγαλύτερο κίνδυνο, την ταχύτατη αλλοίωση της εθνολογικής σύνδεσης της χώρας μας και τελικά τη μουσουλμανοποίηση της».

Στο ίδιο κλίμα συνέχισε και η παραληρηματική ομιλία του Ζουράρι. Για να ισχυροποιήσω τον όρο «παραληρηματική» θα αναφέρω κάποια από τα σχόλια του. «Ξέρετε τι θέλουν οι Μουσουλμάνοι από μας; Τι μας ζητάνε εμάς τους Χριστιανούς Ορθόδοξους; Ότι εμείς οι Χριστιανοί ορθόδοξοι για να είμαστε αποδεκτοί από τους Μουσουλμάνους πρέπει να γίνουμε σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Ε, δεν γίνεται». Από το κοινό ακούστηκαν ταυτόχρονα «δεν γίνεται». Και συνέχισε «Εμένα οι φοιτητές μου στη Γαλλία, μου έλεγαν ότι εσείς είστε ειδωλολάτρες που λατρεύετε τις εικόνες. Με τέτοιο σαχλαμαριστάν τι κουβέντα να κάνεις;» Αλλά εκεί που φαίνεται να απογειώνονται τα επιχειρήματα του Ζουράρι είναι όταν λέει «Άσε που τα κορίτσια μας από το Μάιο έως τον Οκτώβριο έχουν πενιχρά την κάλυψη του ολοκλήρου σώματος. Φαντάζεστε μανιασμένους γενειοφόρους νεαρούς 19 χρονών μουσουλμάνους να έρχονται στα κορίτσια μας…και να ουρλιάζουν μπροστά τους;». Οι μουσουλμάνοι ως μαύροι βιαστές.

24660690_93ef5c1309_o
Ο μητροπολίτης Σεραφείμ μίλησε για τη «νέα τάξη πραγμάτων που εργάζεται για την ισλαμοποίηση της Ευρώπης και της Ελλάδας». Ανέφερε πως ο Μωάμεθ είναι ένας ψευδοπροφήτης και πως ο ισλαμισμός είναι «μια αίρεση αντίστοιχη του ζωροαστρισμού», ενώ συχνά αναφερόταν στους ισλαμιστές αποκλειστικά ως τζιχαντιστές. «Οι ορθόδοξοι καθηγητές που το ψήφισαν αγνοούν ότι η συνύπαρξη είναι άκρως επικίνδυνη… ότι συνιστά ευθεία προσβολή της επικρατούσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του συντάγματος αμωμήτου πίστεώς μας στη χώρα, αυτής που με το αίμα της πότισε το δέντρο της πίστεως» και πως «θα αλλοιώσει το σημερινό χαρακτήρα της θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ενδεχομένως θα αποτελέσει πηγή εντάσεων και εξάρσεως του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη χώρα μας». Δεν δίστασε επίσης να φτάσει μέχρι το σημείο να ισχυριστεί πως σύμφωνα με τον αντιρατσιστικό νόμο δεν θα έπρεπε να δημιουργηθεί αυτή η κατεύθυνση γιατί «το κοράνι περιέχει σαφείς ρατσιστικές αναφορές και προτροπές σε πράξεις βίας και εγκλήματος». Τέλος ο Υπουργός Μακεδονίας-Θράκης Γιώργος Ορφανός είπε πως «δεν υπάρχει χώρος στη θεολογική σχολή, η οποία ασχολείται με την ορθόδοξο πίστη και λατρεία και φροντίζει να μας δίνει τις κατευθύνσεις, να δημιουργεί τους καθηγητές οι οποίοι εκείνοι θα διδάξουν την πίστη μας, να την αναμείξουμε με κάτι άλλο». Δήλωσε «ριζικά αντίθετος» και το κοινό τον καταχειροκρότησε. Το αστείο είναι πως στα εθνικιστικά/ορθόδοξα site κατηγορούσαν τους διοργανωτές που έδωσαν τον λόγο σε άτομα όπως ο Ορφανός μιας και είναι της παράταξης που οφείλεται για την «ισλαμοποίηση» της χώρας μας.

Όση ώρα άκουγα τις ομιλίες των καλεσμένων δεν κατάφερα να διακρίνω ούτε ένα λογικό επιχείρημα που να στηρίζει τις θέσεις τους. Όλα τριγύριζαν γύρω από τα ρατσιστικά στερεότυπα που θέλουν τους μουσουλμάνους βίαιους, σεξουαλικά πεινασμένους και αδίστακτους και σε μια εξίσωση του Ισλάμ με τους τζιχαντιστές και τα πιστεύω του ISIS. Δεν ακούστηκε τίποτα που να αφορά την ακαδημία ή τη γνώση. Τα ίδια και χειρότερα θα έλεγαν αν το ζήτημα αφορούσε το άνοιγμα ενός τζαμιού στη Θεσσαλονίκη. Κανένας διαχωρισμός, όλα είναι ένας πόλεμος θρησκειών. Η δικιά μας είναι καλύτερη, είναι πιο σοβαρή, είναι της αγάπης. Μιας αγάπης που χωράει μόνο αυτούς που εγκρίνουν αυτοί, οι δήθεν ιεροδιδάσκαλοι και διανοούμενοι. Η ρατσιστική ρητορική και ο φανατισμός απέναντι στους μουσουλμάνους είναι δίπλα μας, ακούγεται από το βήμα της εκκλησίας, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό που μόλις χτες δήλωσε ότι «Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να κατέβουν οι εικόνες» αναφερόμενος στις χριστιανικές εικόνες στα δημόσια κτίρια αλλά και από τον ανερχόμενο πρωθυπουργό που αφήνει περιστέρια στα Θεοφάνεια να πετάξουν. Όχι μόνο δε συζητιέται ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας αλλά η κεντρική αφήγηση μοιάζει να είναι αυτή του Ζουράρι «η οποιαδήποτε πρόταση εκκοσμικεύσεως ή εγκοσμιοκρατικής αντιλήψεως, ουσιαστικά τείνει στη διάλυση του κοινωνικού, πολιτικού και εθνικού ιστού, δηλαδή τείνει και στη διάλυση της Ελλάδος ως πολιτικής υποστάσεως». Είμαστε οι φονταμενταλιστές του χριστιανισμού, είμαστε μια χώρα που η επίσημη γραμμή της καθορίζεται από τα πιστεύω του Άνθιμου και του κάθε φανατισμένου ρατσιστή.

***

«Για περίπου ενάμιση αιώνα η Ευρώπη πραγματοποίησε οχτώ Σταυροφορίες στα εδάφη των απίστων της Ανατολής. Το Ισλάμ, που είχε σφετεριστεί τον Άγιο Τάφο του Ιησού, ήταν ο μακρινός εχθρός. Όμως επειδή ήταν μακρύς ο δρόμος, στα ενδιάμεσα οι πολεμιστές της χριστιανοσύνης επωφελήθηκαν για να καθαρίσουν και άλλες περιοχές. Ο ιερός πόλεμος άρχιζε από την πατρίδα. Η Α’ Σταυροφορία έβαλε φωτιά στις συναγωγές και δεν άφησε ούτε έναν ζωντανό Εβραίο στο Μάιντς και σε άλλες γερμανικές πόλεις. Η Δ’ Σταυροφορία ξεκίνησε για την Ιερουσαλήμ αλλά δεν έφτασε ποτέ. Οι χριστιανοί πολεμιστές σταμάτησαν στη χριστιανική Κωνσταντινούπολη με τα πλούτη, κι επί τρία μερόνυχτα τη λεηλατούσαν, δίχως να ξεχάσουν τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, κι όταν πια δεν υπήρχαν γυναίκες για να τις βιάσουν ή παλάτια για να τα αδειάσουν, έμειναν να απολαύσουν τα λάφυρα, και ξέχασαν τον τελικό προορισμό της ιερής τους αποστολής. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1209, άλλη Σταυροφορία ξεκίνησε αφανίζοντας χριστιανούς στο γαλλικό έδαφος.

Οι Καθαροί, που ήταν πουριτανοί χριστιανοί, είχαν απαρνηθεί την εξουσία του βασιλιά και του πάπα και πίστευαν πως όλοι οι πόλεμοι πρόσβαλλαν τον Θεό, ακόμα κι εκείνοι που γινόντουσαν στο όνομα Του, όπως οι Σταυροφορίες. Αυτή η πολύ δημοφιλής αίρεση εξαλείφθηκε ριζικά. Από πόλη σε πόλη, από πύργο σε πύργο, από χωριό σε χωριό. Η πιο άγρια σφαγή έγινε στο Μπεζιέ. Εκεί τα μαχαίρι τους καθάρισε όλους. Όλους: τους Καθαρούς και τους Καθολικούς μαζί. Μάταια μερικοί έτρεξαν στον καθεδρικό ναό να βρούν καταφύγιο. Κανείς δεν σώθηκε από τον μαζικό αφανισμό. Δεν είχαν χρόνο να εξακριβώσουν ποιος ήταν ποιος.
Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, ο αρχιεπίσκοπος Αρνό-Αμορί, δούκας της Ναρμπόν κι εκπρόσωπος του πάπα, ήταν απόλυτα σαφής. Διέταξε: «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του».

(Eduardo Galeano, Καθρέφτες, 2008)




Η νέμεση που δεν έρχεται ποτέ

 

Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ένα συνέδριο με τίτλο «Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά- Μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας». Παρακολούθησα την εισήγηση της 21ης Νοεμβρίου σχετικά με τους δοσίλογους και τους συνεργάτες τους. Ένας από τους ομιλητές, ο κος Μ. Αθανασόπουλος, διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πελοποννήσου, αναφέρθηκε στην τιμωρία των δοσίλογων και τις δίκες τους, στην περιοχή της Μεσσηνίας την περίοδο 1945 με 1953. Κατέγραψα κάποιες πληροφορίες από την εισήγησή του. Η στρατηγική που φαίνεται να ακολούθησε το κράτος σε σχέση με τις δεκάδες κατηγορίες που απορρίφθηκαν πριν καν φτάσουν στα δικαστήρια, μου θύμισε τα δεκάδες περιστατικά ρατσιστικής βίας που δεν φτάνουν σήμερα στα δικαστήρια.

Μπορεί η συσχέτιση μεταξύ των δύο να μοιάζει μακρινή, νομίζω όμως ότι υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους και αυτό ίσως να είναι η σχέση των θυτών με τους κρατικούς  μηχανισμούς και η ασυλία που τους παρέχεται.

tagmatasfalitis

Ταγματασφαλίτες

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στην περίπτωση τον δοσίλογων της Μεσσηνίας και σύμφωνα με τον Αθανασόπουλο, οι καταγγελίες αφορούσαν «ισχυρούς τοπικούς παράγοντες» και «απλούς πολίτες». Οι κατηγορίες για τους απλούς πολίτες, που αφορούσαν ένα ευρύ φάσμα, «ξεκινούσε από την απλή εκδήλωση φιλοϊταλικών ή φιλογερμανικών αισθημάτων και έφτανε μέχρι τη συνειδητή συνεργασία με τους κατακτητές σε οικονομικό επίπεδο και καταδόσεις, έως και φόνους κρυπτόμενων ανδρών των συμμαχικών δυνάμεων και των Ελλήνων αντιστασιακών». Με λίγα λόγια, οι κατηγορούμενοι ως δοσίλογοι ευθύνονταν είτε για συνεργασία με τον κατακτητή, είτε για καταδόσεις και δολοφονίες αντιστασιακών και συμμάχων.

Σήμερα σώζονται 111 δοσιλογικά βουλεύματα εκ των οποίων μόνο 16 υποθέσεις έφτασαν σε δίκη και τελικά μόνο δύο απ’ αυτές ολοκληρώθηκαν. «Απορρίφτηκαν σχεδόν όλες οι μηνυτήριες καταγγελίες» αναφέρει ο Αθανασόπουλος. Οι λόγοι ποικίλουν και έχουν να κάνουν,  είτε με την ανεπάρκεια των στοιχείων, είτε με την αναίρεση των καταθέσεων των μαρτύρων για διάφορους λόγους. Ο Αθανασόπουλος περιγράφει τη στάση των δικαστικών αρχών ως εξής:  «Οι δικαστικές αρχές προσπαθούσαν να αποσυνδέσουν  τις σχέσεις των ταγμάτων ασφαλείας με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, προκειμένου να βάλουν τις υποθέσεις στο συρτάρι και να δικαστούν ως ποινικοί και όχι ως δοσίλογοι». Συνεχίζει λέγοντας,  ότι προσπαθούσαν να το παρουσιάσουν ως « αντίποινα των πράξεων των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» ή ως « αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης που ήδη είχε ξεσπάσει». Εν ολίγοις, οι δικαστικές αρχές υποστήριζαν με τη στάση τους, ότι οι φόνοι από τα τάγματα ασφαλείας γίνονταν λόγω πολιτικών διαφορών, που προέκυπταν από τις προσωπικές πολιτικές διαφωνίες και δεν είχαν να κάνουν με την στοχοποίηση των αντιστασιακών ή των κομμουνιστών. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να στηθούν τα κατηγορητήρια περί δοσιλογισμού  και  δικάζονταν (όσοι δικάστηκαν) σε ποινικά δικαστήρια. Τέλος, οι δικαστικές αρχές, σύμφωνα με την εισήγηση του Αθανασόπουλου, μιλούσαν για «καλά και κακά τάγματα ασφαλείας», προσπαθώντας να αποδώσουν τις πράξεις των δραστών σε μεμονωμένα περιστατικά και όχι στο σύνολο της δράσης και της λογικής των ταγμάτων ασφαλείας.  Με λίγα λόγια, οι δικαστικές αρχές και αντίστοιχα κάποια Μέσα της εποχής εκείνης, προσπάθησαν να αποκρύψουν τις πραγματικές σχέσεις των ταγμάτων ασφαλείας και των πολιτών με τους κατακτητές, προκειμένου πιθανότατα, να μην εκθέσουν τους κρατικούς μηχανισμούς που συνεργάζονταν με τους κατακτητές. (τάγματα ασφαλείας και αστυνομία)

mixaloliakos_pappas

Ρατσιστικές επιθέσεις

Στην περίπτωση των περιστατικών ρατσιστικής βίας, παρατηρούμε τα εξής. Σύμφωνα με την έκθεση του 2013 από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, έχουν καταγραφεί «166 περιστατικά ρατσιστικής βίας με τουλάχιστον 320 θύματα». Η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων (146) είναι μετανάστες και οι υπόλοιποι είναι άτομα που ανήκουν στη ΛΟΑΤ κοινότητα, καθώς και μια συνήγορος θυμάτων.

Από τα 166 περιστατικά ρατσιστικής βίας που έχουν καταγραφεί από το Δίκτυο, μόνο «33 έχουν καταγγελθεί στην αστυνομία και έχει κινηθεί η ποινική διαδικασία». Σύμφωνα με την ίδια έκθεση «η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων δεν θέλει να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες κυρίως λόγω φόβου που σχετίζεται με την έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων». Στη συνέχεια όμως αναφέρεται η « απροθυμία ή αποθάρρυνση και  σε ορισμένες περιπτώσεις  άρνηση στην πράξη των αστυνομικών αρχών να συμπράξουν για υποβολή μήνυσης.  Επίσης κάποια θύματα δεν επιθυμούσαν να προβούν σε καταγγελία επειδή έχουν υπάρξει στο παρελθόν θύματα αστυνομικής βίας ή επειδή γνωρίζουν ότι οι θύτες έχουν σχέσεις με την αστυνομία ή και τη Χρυσή Αυγή και φοβούνται ότι θα στοχοποιηθούν. Επίσης αναφέρθηκε η έλλειψη εμπιστοσύνης των θυμάτων στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να θεωρούν μάταιο να κινήσουν κάποια διαδικασία».

Στη σελίδα της ομάδας δικηγόρων για την Πολιτική Αγωγή του  Αντιφασιστικού Κινήματος (jailgoldendawn.com) και συγκεκριμένα στην ενότητα με τις Ανεξιχνίαστες Δολοφονίες, παρατηρεί κανείς  ότι ενώ έγιναν δολοφονίες ή επιθέσεις που υπήρχαν μάρτυρες, η αστυνομία δεν προχώρησε τις έρευνες ή έβγαλε γρήγορα πορίσματα περί «ξεκαθαρισμάτων λογαριασμών» ή «αυξημένης εγκληματικότητας στην περιοχή». Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπήρχαν δημόσιες δηλώσεις των δραστών στο ίντερνετ, οι υποθέσεις μπήκαν στο συρτάρι. Οι πρώτες φορές που αναγνωρίζεται το ρατσιστικό κίνητρο είναι στις δίκες για τον εμπρησμό στο κατάστημα υπηκόου από το Καμερούν στην Κυψέλη και φυσικά σε αυτή των δολοφόνων του Σαχζάτ Λουκμάν.  Σίγουρα οι αποφάσεις αυτές θεωρούνται κομβικές και ενθαρρύνουν τα θύματα να καταγγέλλουν επίσημα τις επιθέσεις, όπως και τις δικαστικές αρχές να προχωρούν στην εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων. Παρόλα αυτά, η εμπειρία μέχρι τώρα μας δείχνει πως κάτι τέτοιο θα αλλάξει μόνο αν σταματήσει η ασυλία των δραστών, των συνεργών τους και κυρίως των επισήμων αρχών που εμπλέκονται.

Ομοιότητες

Όπως ανέφερα και παραπάνω, ίσως η συσχέτιση των δικών των δοσίλογων με αυτές των περιστατικών ρατσιστικής βίας να φαίνεται μακρινή, αλλά η αλήθεια είναι πως υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία.

Οι καταγγελίες και στις δύο περιπτώσεις απορρίπτονταν και απορρίπτονται  λόγω ανεπάρκειας των στοιχείων ή λόγω αναίρεσης των καταθέσεων από τους μάρτυρες. Η ανεπάρκεια των στοιχείων αφορά κυρίως τις έρευνες  που χρειάζεται να γίνουν από τις διωκτικές αρχές,  προκειμένου να στηθεί το κατηγορητήριο. Σε πολλές περιπτώσεις, η αστυνομία φαίνεται να κωλυσιεργεί με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται κρίσιμα στοιχεία ή να μην κάνει απολύτως τίποτα . Η αναίρεση των καταθέσεων των μαρτύρων έχει να κάνει, υποθέτω,  με το φόβο του στίγματος και της στοχοποίησης. Πολλοί από τους δοσίλογους έμπαιναν μετά την απελευθέρωση στον Εθνικό στρατό και έτσι οι μάρτυρες είχαν πια να αντιμετωπίσουν ένα κομμάτι του κρατικού μηχανισμού και όχι απλά έναν άνθρωπο. Άρα οι καινούριες θέσεις που οι πρώην ταγματασφαλίτες άρχισαν να κατέχουν, λειτουργούσαν ως ανασταλτικός παράγοντας για τους μάρτυρες. Αντίστοιχα συμβαίνει και με τα θύματα της ρατσιστικής βίας. Τα θύματα δεν θέλουν να τα βάλουν με τους θύτες γιατί σε πολλές περιπτώσεις, κι αυτό ήδη αποδεικνύεται στην περίπτωση της Χ.Α., σχετίζονται με την αστυνομία ή  καλύπτονται απ’ αυτήν. Και στις δύο περιπτώσεις τα θύματα είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι περισσότερο από έναν θύτη. Είχαν να αντιμετωπίσουν το επίσημο κράτος και τους μηχανισμούς του.

Επίσης υπάρχει και ένα ακόμα κοινό στις δυο αυτές περιπτώσεις και αυτό είναι η στάση των δικαστικών αρχών. Τόσο  στις υποθέσεις των δοσίλογων όσο και στα περιστατικά ρατσιστικής βίας που έχουν φτάσει στη δικαιοσύνη, οι δικαστικές αρχές έδειξαν τη διάθεση τους να μπουν οι υποθέσεις στο συρτάρι. Περιγράφοντας τα περιστατικά ως  «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» ή αποτέλεσμα «προσωπικών διαφορών» το κατηγορητήριο είτε κατέρρεε, είτε απλά η υπόθεση εκδικαζόταν σαν μια απλή υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου. Στην περίπτωση των δικών των δοσίλογων, οι δικαστικές αρχές προσπαθούσαν να αποσυνδέσουν τα τάγματα ασφαλείας από τον επίσημο κρατικό μηχανισμό της Κατοχής, όπως για χρόνια προσπαθούσαν (κι ακόμα προσπαθούν) να αποσυνδέσουν τη σχέση της Χ.Α. με την αστυνομία.  Ακόμα και στην περίπτωση της δίκης της Χ.Α. που αναμένεται,  στο βούλευμά του, ο εισαγγελέας Ι. Ντογιάκος απορρίπτει τις καταγγελίες συμμετοχής του Σπυρίδη (αστυνομικός που καταγγέλθηκε ότι εκπαίδευε μέλη της Χ.Α. στη Ρόδο) στη Χ.Α., παρόλο που ο ίδιος κατέβηκε ως υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος με τη Χ.Α., στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Μια τέτοια πρόταση από τον εισαγγελέα φανερώνει τη διάθεση των δικαστικών και διωκτικών αρχών να αποφύγουν να ενώσουν τα τάγματα εφόδου της Χ.Α. με την ελληνική αστυνομία και άλλα θεσμικά όργανα.

Όπως προανέφερα, οι δικαστικές αρχές και στη συνέχεια κάποιες εφημερίδες της εποχής, προσπάθησαν να περάσουν συνολικά την εικόνα μιας εμφύλιας διαμάχης. Όταν ξεκίνησαν οι δίκες των δοσίλογων ανά τη χώρα, σχεδόν όλες οι εφημερίδες κράτησαν μια στάση κατά του δοσιλογισμού και έδειξαν πίστη στη δικαιοσύνη ότι θα καταδικαστούν οι δράστες. Κατά τη διάρκεια των δικών, κάποιες εφημερίδες αρχίζουν να αλλάζουν την αφήγηση τους είτε ενισχύοντας το εμφυλιακό κλίμα (θεωρία των δύο άκρων) , είτε υποβιβάζοντας το μέγεθος του δοσιλογιστικού φαινομένου και αποκόβοντας το από το κράτος. Στην εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΡΗΚΑΣ» οι δοσίλογοι είναι μια «μικρά μειονότης». Στην μεταπτυχιακή εργασία του Γιώργου Νικητόπουλου «Η δίωξη των δοσίλογων της κατοχής στην Πάτρα: τα πρακτικά των δικών και οι εφημερίδες της πόλης» ο ίδιος αναφέρει: «η κριτική του “ΝΕΟΛΟΓΟΥ” (σ.σ. εφημερίδα της εποχής που ισχυριζόταν ότι και το ΕΑΜ συνεργάστηκε με τους κατακτητές) είναι υπερβολική και έχει μάλλον άλλο στόχο από την καταγραφή της αλήθειας. Στην προκειμένη περίπτωση ο “κόκκινος φασισμός” αδυνατεί να ξεχωρίσει από τον Γερμανικό και τον Ιταλικό, με τους οποίους εμφανίζεται να δρα οργανωμένα. Μ’ αυτόν τον τρόπο υποστηρίζεται ότι τα μέσα, οι στόχοι και οι σκοποί μεταξύ τους δεν διαφέρουν σε τίποτα. Κατά συνέπεια ο Γερμανικός φασισμός είναι ταυτόσημος του κομμουνισμού ,συμπέρασμα στο οποίο ουσιαστικά στοχεύει και η εφημερίδα»

Ερχόμενοι στο σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε την προσπάθεια ορισμένων μέσων (εφημερίδων και καναλιών) να δημιουργήσουν μια παρόμοια θεωρία. Σύμφωνα με το defence.net η δολοφονία Φύσσα «Πρόκειται ξεκάθαρα για συμπλοκή μεταξύ δύο ατόμων και όχι για επίθεση ομάδας ή «τάγματος εφόδου», ενώ στην εφημερίδα Δημοκρατία γράφεται «Οι 600.000 ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως μιάσματα, εγκληματίες ή νεοναζί. Ούτε μπορούν να συνεχιστούν συλλήβδην οι φυλακίσεις των ηγετικών στελεχών της χωρίς χειροπιαστές αποδείξεις που να τεκμηριώνουν εγκληματική δράση στην κατεύθυνση της ανατροπής του Πολιτεύματος. Αν αυτό δεν γίνει γρήγορα αντιληπτό, θα οδηγηθούμε σε καταστάσεις ανωμαλίας, εκτροπής και ρατσιστικού τύπου περιθωριοποίησης του 10% του εκλογικού σώματος. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…»

Οι συγκεκριμένες ακροδεξιές εφημερίδες επιχειρούν να πετύχουν το ίδιο πράγμα με τις αντίστοιχες εφημερίδες του ’45. Η δολοφονία του Φύσσα είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό προσωπικών διαφορών και η ευθύνη για τη δολοφονία του δεν είναι συλλογική αλλά ανήκει σε κάποιος που λειτούργησαν μεμονωμένα.  Όπως αντίστοιχα και σε κάποιες περιπτώσεις των ταγματασφαλιτών της Μεσσηνίας.

Αντίστοιχα τις επιθέσεις στους μετανάστες προσπαθούν να τη χωρέσουν στην αφήγηση ότι «το κέντρο έχει καταληφθεί από απροσδιόριστες φυλές» που το έχουν μεταβάλει «σε ένα απροσπέλαστο γκέτο βίας, ανομίας, παραβατικότητας και τρόμου» (Γ. Πρετεντέρης, Τα Νέα, 2011)υπονοόντας ότι οι όποιες επιθέσεις είναι αντίποινα της απαράδεκτης κατάστασης που βιώνουμε. Και φυσικά το φτάνουν μέχρι και στο σημείο να μιλήσουν για σοβαρή και ασόβαρη Χρυσή Αυγή (Μπ.Παπαδημητρίου, Σκαϊ, 2013) όπως οι δικαστικές αρχές το ’45 μιλούσαν τότε για καλά και κακά τάγματα ασφαλείας.

Η στάση των δικαστικών αρχών και εν τέλει του ίδιου του κράτους στις υποθέσεις των δοσίλογων το ’45 με ’53 είναι ενδεικτική για να θεωρήσουμε ότι μιλάμε για μια προσπάθεια απόκρυψης της σχέσης των ταγμάτων ασφαλείας με τους κατακτητές. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να πούμε για τη στάση των δικαστικών αρχών και του κράτους σήμερα, σε σχέση με τα περιστατικά ρατσιστικής βίας που φτάνουν στα δικαστήρια. Και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε πως επιχειρείται η απόκρυψη της σχέσης των θυτών (που στη πλειοψηφία είναι μέλη ακροδεξιών ομάδων όπως η Χ.Α.) με τους κρατικούς μηχανισμούς (ΕΛ.ΑΣ, Μπαλτάκος κλπ). Όλοι μαζί συγκαλύπτουν τους δράστες και τα πραγματικά τους κίνητρα γράφοντας μια διαφορετική ιστορία. Μια ιστορία που δε μιλάει για φασισμό, ρατσισμό ή κρατική ανοχή. Μια ιστορία που μιλάει για δύο άκρα, για θύματα που έχουν προσωπικές διαφορές με τους θύτες και που τα τάγματα ασφαλείας και αντίστοιχα τα τάγματα εφόδου διαχωρίζονται σε καλά και κακά.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με διαφορετικό προσωπείο αλλά κοινές τακτικές.  Μέχρι και σήμερα το κράτος χρησιμοποιεί το παρακράτος για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, χωρίς εκκαθαρίσεις ή δικαιοσύνη. Το κράτος βολεύεται από τις δράσεις των εκάστοτε ταγμάτων για να τους κάνει τη βρώμικη δουλειά, όσο εκείνοι τάζουν «εθνική νέμεσι»* και ότι «θα κάνουν τα πάντα» *.

 

 

*1 «Η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος» εναντίον των προδοτών της πατρίδας, Γ.Παπανδρέου, 18/10/1944, Ο Λόγος της Απελευθερώσεως.

*2 «Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής έχει πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης. Θα κάνουμε τα πάντα», Αντώνης Σαμαράς, 30/09/2013

 

 




Συνέντευξη Τύπου για τους αναρχικούς απεργούς πείνας

 

Τ α στυνομοκρατούμενα νοσοκομεία στα οποία έχουν μεταφερθεί οι διαμαρτυρόμενοι με απεργία πείνας αναρχικοί Ν. Ρωμανός, Α. Μπουρζούκος, Γ. Μιχαηλίδης και Δ. Πολίτης, τα ειρωνικά σχόλιά σε αλληλέγγυους («περνάτε μόνο αν έχετε φαγητό») καθώς και η πρόταση – «λύση» του υπουργού Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου για παρακολούθηση μαθημάτων με τηλεδιάσκεψη, αποτελούν μια σαφή επίδειξη κρατικής πυγμής, προεόρτια για τις φυλακές τύπου Γ που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση.

Κάπως έτσι θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει την πολιτική στάση που εξέφρασαν στη σημερινή συνέντευξη Τύπου στο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός οι γονείς των απεργών πείνας Ρωμανού και Μιχαηλίδη.

Η γιατρός των κρατουμένων Λίνα Βεργοπούλου (μητέρα του Μπουρζούκου) επεσήμανε για άλλη μια φορά την κρισιμότητα της κατάστασης του Νίκου Ρωμανού ήδη από την 10η ημέρα ενώ σημείωσε ότι δεν πρόκειται για ένα άτομο αποκλίνουσας συμπεριφοράς, όπως αρκετοί τον παρουσιάζουν, ούτε ένα άτομο με κάποια ψυχοπαθολογική διαταραχή. Η γιατρός αρνήθηκε να μπει σε μια ιατρική φιλολογία για τον θάνατό του ενώ σχολίασε ότι καμιά εξουσιαστική κίνηση δεν κατάφερε ποτέ να απαξιώσει μια απεργία πείνας.

«Πρόκειται για μια συνειδητή απόφαση αγώνα […] ο Νίκος οδηγήθηκε σε απεργία πείνας λόγω της απάθειάς μας», συμπλήρωσε σε άλλο σημείο της τοποθέτησής της ενώ έκανε εκτενείς αναφορές στο βασανιστήριο της αναγκαστικής σίτισης.

Από την πλευρά του ο Πέτρος Δαμιανός, εκπαιδευτικός-διευθυντής στο σχολείο φυλακών ανηλίκων στον Αυλώνα και δάσκαλος του Νίκου Ρωμανού, εκπροσωπώντας το σύλλογο καθηγητών του σχολείου χαρακτήρισε ανεπίτρεπτο αυτό που συμβαίνει: «η λύση έπρεπε να έχει βρεθεί χθες», είπε χαρακτηριστικά.

Με τη σειρά της η Αναστασία Τσουκαλά, εγκληματολόγος, σχολίασε την κυβερνητική στάση ως επίδειξη κρατικής πυγμής ενώ έκανε λόγο για την πολιτική διαχείριση του ζητήματος από την κυβέρνηση και από τον υπουργό Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου. «Ο κ. Αθανασίου περίμενε να μετρήσει το κύμα συμπάθειας και αλληλεγγύης στον Ρωμανό σ’ όλη τη χώρα, ωστόσο όλο αυτό το διάστημα διακινδυνεύει την υγεία του». Η κ. Τσουκαλά είπε ότι η παιδεία δεν είναι ένα νεκρό γράμμα για να «προτείνεται» εξ αποστάσεως από τον υπουργό, ενώ τέλος χαρακτήρισε τη διαχείριση του ζητήματος ως μια απόπειρα προέκτασης της νοοτροπίας των φυλακών τύπου Γ στις φυλακές τύπου Β.

Ο πατέρας του Νίκου Ρωμανού στην εισήγησή του κατέστη σαφές ότι για οτιδήποτε συμβεί από δω και στο εξής ο υπουργός Χ. Αθανασίου και η κυβέρνησή του είναι οι μόνοι υπαίτιοι για ό,τι συμβεί. «Η νομότυπη βία εκπροσωπεί τους επιβιώσαντες της μεταπολίτευσης», σχολίασε σε άλλο σημείο της ομιλίας του και κατέληξε: «Δεν πρόκειται να βγάλω σε κοινή θέα τα συναισθήματά μου, ο γιος μου ακολουθεί μια υπεύθυνη ηθική στάση».

Έκκληση από την πλευρά του για άσκηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση από τους πολιτικούς κρατούμενους έκανε ο πατέρας του Μιχαηλίδη ο οποίος αναφέρθηκε στη διαπόμπευση από τα ΜΜΕ καθώς και την τιμωρητική διάθεση του κράτους με πρόσχημα πειθαρχικές ποινές του παρελθόντος.

«Ένας λαός που δεν έχει οδηγό την ουτοπία, δεν πάει πουθενά, διαλύεται», θα πει λίγο αργότερα σε σύντομη παρέμβασή ο πατέρας του Μπουρζούκου.

Τέλος, η γιατρός Όλγα Κοσμοπούλου παρενέβη για να ξεκαθαρίσει πως την ευθύνη για ό,τι συμβεί την έχει όποιος δεν ικανοποιεί ένα τόσο απλό αίτημα. Η Ο. Κοσμοπούλου αναφέρθηκε στα ψηφίσματα του συλλόγου εργαζομένων του νοσοκομείου Γεννηματάς καθώς και της ΕΙΝΑΠ (Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας-Πειραιά) σύμφωνα με τα οποία καταγγέλλεται η παραγγελία της αναγκαστικής σίτισης στους θεράποντες ιατρούς από τις κρατικές αρχές.

«Η στόχευση τους», δήλωσε χαρακτηριστικά, «δεν είναι η προφύλαξή του κόσμου από κάποιον εχθρό, η στόχευση είναι οι άλλοι, οι υπόλοιποι».

Την αλληλεγγύη τους εξέφρασαν συλλογικότητες όπως η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας, η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων κ.α.

Σημειώνεται ότι η αρνητική εισήγηση στο δικαστικό συμβούλιο για το αίτημα του Ρωμανού για εκπαιδευτική άδεια στο ΤΕΙ που πέρασε, έγινε από τον εισαγγελέα Παναγιώτη Καψιμάλη. Το συμβούλιο αποφασίζει σήμερα.

Φωτογραφία Δρομογράφος




Το κράτος δεν χρειάζεται πρό(σ)κληση

2014-11-17 17.29.36

Οχυλός της ιστορίας που κατασκευάζει ο κυρίαρχος λόγος και οι βασικοί εκφραστές του, το κράτος και το κεφάλαιο, μαγειρεύτηκε και στο φετινό Πολυτεχνείο με πολλούς τρόπους: τα «έμπειρα» καθεστωτικά μέσα τα πήγαν περίφημα στο αγαπημένο παιχνίδι της θεαματοποίησης, παιχνίδι που εσκεμμένα αποσιωπά την ιστορικότητα (1) μιας εξέγερσης καθώς στοχεύει στο να διακόψει τη μεταφορά της γνώσης και της διάθεσης για εξεγερσιακά σχέδια και επαναστατικές προοπτικές.

Ωστόσο, παρά το ότι η συγκρότηση του κρατικού λόγου ενάντια σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως συνεπείς αντιφρονούντες έχει αναλυθεί και αποδομηθεί, δε φαίνεται να επαρκεί ως ερμηνεία του αστυνομικού ολοκληρωτισμού και της εδραιωμένης κρατικής επίθεσης των τελευταίων χρόνων.

Από μια πλευρά αυτό εξηγείται διότι η επετειακή νόρμα του Πολυτεχνείου είναι αυστηρά οριοθετημένη, πρόκειται για μια στιγμή: η συλλογική μνήμη εξαναγκάζεται σ’ ένα «ξύπνημα», σε μια βεβιασμένη συμμετοχή στον δρόμο, σε μια συμπιεσμένη μαθητεία αρχών, συμβόλων, πράξεων, πολιτικών. Ο εξαναγκασμός αυτός εξυπηρετεί πρώτα απ’ όλα τον κυρίαρχο λόγο ο οποίος ενσωματώνει έξυπνα ένα εξεγερσιακό συμβάν εναντίον του: ένας κόσμος που σπεύδει σε μια γιορτή επαναστατικότητας για να διαφοροποιείται «άπαξ» από μια καταπιεστική εξουσία με την οποία βέβαια συνυπάρχει και συμβιώνει από την πρώτη μέρα της γέννησής του˙ αυτή η βιωματική συνδιαλλαγή, η μάχη της καθημερινότητας, είναι και η πιο δύσκολη υπόθεση.

Ωστόσο, οι μέρες της καπιταλιστικής ειρήνης με τις διευθετήσεις του κράτους πρόνοιας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τα κινηματικά ντοκουμέντα και βιώματα των τελευταίων ετών για την κρατική δυστοπία (από τον Δεκέμβρη του 2008 και έπειτα) οδηγούν ή πρέπει να οδηγούν σε σαφή συμπεράσματα για την «αναβάθμιση» της κρατικής υπεροπλίας και την σκλήρυνση της επίθεσης κόντρα σε κοινωνικές επιλογές αντι-εξουσίας, ελευθεριακότητας και αυτονομίας: απώτερος στόχος είναι η εδραίωση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, ενός ανήμπορου φυλακισμένου.

Ενώ λοιπόν ο αστυνομικός ολοκληρωτισμός είναι το σχέδιο που μας επιδεικνύεται καθημερινά με περίσσια χάρη και ενώ η παράδοση των καταπιεσμένων, αν θεωρούμε ότι ανήκουμε σ’ αυτούς, θα έπρεπε να μας διδάσκει ότι «η κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας (2) φαίνεται ότι κάπως υστερούμε και κάνουμε σα να μην βλέπουμε αυτά που βιώνουμε στο πετσί μας.

Τις τελευταίες μέρες, γύρω από την επέτειο, αρκετά κινηματικά μέσα και συλλογικότητες που βρέθηκαν στο δρόμο και χτυπήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής, αναπαρήγαγαν κάτι ιδιαίτερα ενοχλητικό και μάλλον ανιστόρητο. Στην προσπάθειά αφήγησής τους χαρακτήρισαν μεταξύ άλλων τις επιθέσεις των ΜΑΤ «απρόκλητες».

Από τη στιγμή που υπολογίζεις τον εαυτό σου ως κομμάτι μιας κινηματικής προσπάθειας με ταξικό προσανατολισμό και δράση, σηκώνοντας το δάχτυλο στη στρατιωτικοποίηση, τις περιφράξεις και τους βίαιους αποκλεισμούς της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, δε νοείται να χαρακτηρίζεις την επίθεση των ΜΑΤ «απρόκλητη».

Όταν βιώνεις το μέγεθος και την ένταση της ταξικής επίθεσης από πάνω προς τα κάτω, δεν μπορείς παρά να μην ξεχνάς ότι ο ιστορικός ρόλος του κράτους, του οργάνου με το οποίο μια προνομιούχα μειονότητα έχει αποκτήσει εξουσία πάνω στην τεράστια πλειονότητα (3) είναι ένας ρόλος που εμπεριέχει διαχείριση με βία, καταστολή και αν μη τι άλλο μπόλικη πρόκληση.

Το ελληνικό κράτος σαν ταξικός διαιρέτης που είναι οφείλει να είναι προκλητικό και μάλιστα να αυξάνει την προκλητικότητά του διότι πώς αλλιώς θα μπορούσε να διατηρήσει τα κεκτημένα των τελευταίων χρόνων, σε μια εποχή παγκόσμιου ολοκληρωτισμού; Από τους μετανάστες, τους πρώτες δέκτες του ελληνικού ολοκληρωτισμού μέχρι την τελευταία συνέλευση της γειτονιάς, το κράτος έχει μια νέα δουλειά να φέρει σε πέρας. Από τα χρόνια της «πρόνοιάς» του, οι συνθήκες παραγωγής και τα καπιταλιστικά σχέδια τού έχουν αναθέσει έναν νέο ρόλο μεσολάβησης, εκείνον του χωροφύλακα μέχρι το τελευταίο μόριο της ανθρώπινης αυτονομίας. Σ’ αυτήν την συνθήκη, η κρατική προκλητικότητα δεν χρειάζεται να νομιμοποιηθεί στη βάση κάποιας μεμονωμένης αντίδρασης ή κάποιας αντι-εξουσιαστικής απόπειρας: είναι μια κανονικότητα που χρειάζεται συνεχή συντήρηση στο πλαίσιο του φόβου και του ελέγχου με όρους φυλακής. Η κεντρική κινηματική διεκδίκηση σήμερα θα πρέπει να ενδιαφέρεται για το ξερίζωμα αυτής της κανονικότητας σε καθημερινή βάση, σε όλους τους χώρους του κοινωνικού.

Το να χαρακτηρίζουμε απρόκλητη την επίθεση των ΜΑΤ είναι σα να παραγνωρίζουμε τον ιστορικό ρόλο του κράτους στο σήμερα -ποιους έχουμε απέναντί μας- ενώ ταυτόχρονα φαίνεται σα να υποτιμάμε τις πρωτοβουλίες των εργατικών και κοινωνικών διεκδικήσεων˙ είναι σαν να κάνουμε τα στραβά μάτια μπροστά στο ιστορικό βάρος της συνείδησης και της πάλης απέναντι στους θηριώδεις κυρίαρχους κάθε εποχής. Κάθε επίθεση είναι σχεδιασμένη για να απαντήσει σε όσους αντιστέκονται, σε όσους αναπνέουν απλώς διαφορετικά.

 «Οι λέξεις δουλεύουν – εκ μέρους της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς αυτοματοποιημένες», έγραφαν οι καταστασιακοί (4) το 1963 μιλώντας για την πάλη της γλώσσας μεταξύ εκείνων των δυνάμεων που μάχονται την αλλοτρίωση και την αποξένωση και εκείνων που μάχονται υπέρ της συντήρησης.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η «απρόκλητη» επίθεση των ΜΑΤ μοιάζει σαν ο κυρίαρχος λόγος να στήνει μια παγίδα, υπονοεί ότι στην καρδιά του φασιστικού κήτους υπάρχει μια αχτίδα εμπιστοσύνης σε μια αστική δημοκρατία, σ’ έναν σοβαρό κοινοβουλευτισμό και τους θεσμούς του.

Το μόνο που υπάρχει όμως είναι ένας ζόφος που πρέπει να απαντηθεί στα μέτρα που του αναλογούν, στα μέτρα που μας αναλογούν, σαν τυχερές γενιές που είμαστε.

 

Σημειώσεις:

  1. Σπάνια μπροσούρα: [Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών] – Νοέμβρης 1973 Εξι χρόνια αρκετά Δεν θα γίνουν εφτά, 1979
  2. Μιχαήλ Μπακούνιν – θεός και Κράτος
  3. Walter Benjamin, Πάνω στην έννοια της ιστορίας-Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας
  4. All the King’s Men, Situationist International 1963