1

Μνήμη Ανατολίας

 

Η αγάπη μας για τις εθνικές εφευρεμένες ημέρες του Οκτώβρη, μας πέταξε πάλι στα ξένα, στο διαφορετικό άλλο, που τελικά υπάρχει για να δικαιολογεί αυτές τις ημέρες ακριβώς. Η Τουρκία μοιάζει σταθερή, πάντα στην εκπληκτική θέση της αρμονίας ήχου και ανθρώπινης κίνησης. Η μουσική του φύλλου που πέφτει αυτή την εποχή ταυτίζεται με τη λα ελάσσονα του Ιμάμη. Ο μιναρές εδώ είναι ο σελιδοδείκτης, Η λάσπη παίρνει τα ηνία από τον κυκλικό ήλιο που καίει αυτά τα εδάφη από τότε που ένα ρόδι αντικαταστάθηκε από τους κοινούς μας προγόνους. Εδώ ο άνθρωπος σπάρθηκε από την τύχη που ορίζει τα πάντα και παρέμεινε άνθρωπος άρα τυχερός. Μοιραία αντιπαραβολή με τη δύση, αρκετή ώστε να καλύπτεται η ακοή μου από τη γλώσσα των άλλων. Η απλότητά τους καλύπτει άνετα την όρασή μου η οποία ξαπλώνει βολεμένη στον καναπέ του βλέμματος των άλλων.

Το Εσκί Σεχίρ είναι ο στόχος και φαίνεται επιτεύξιμος. Τίποτα δεν αντιστέκεται στο κιτρίνισμα της εποχής αλλά και το δικό μας Όταν πας σε μια άλλη χώρα, πρέπει να παίρνεις το χρώμα των κατοίκων της. Εδώ οι άνθρωποι ιστορικά ανήκουν στην κίτρινη κατηγορία, κυρίως σε κλίμακα ψυχικών αποχρώσεων. Πρακτικά το Εσκί Σεχίρ τυγχάνει προοδευτικό έως επαναστατικά αντισυντηρητικό. Εδώ η Τουρκία ξεκουράζει το μουσουλμανικό της πρόσωπο που επιδεικνύει κυκλικά στην Ούρφα. Τελικά όλοι χρειάζονται μία σιέστα, μία ανάπαυλα της καθημερινής τους αναπαράστασης. Το Εσκί Σεχίρ ξεκουράζεται επίσης στα ερείπια των Φρύγων που αποτελέσαν τους παππούδες των Ελλήνων και των Σελτζούκων, δισέγγονα του πρώην ανθρώπου. Η ανθρώπινη ιστορία και το ανθρώπινο είδος είναι ένα και πρέπει να το καταλάβουμε για να βρούμε τη μεταξύ μας ισορροπία. Αλλιώς δεν πρόκειται να λύσουμε το γρίφο ποτέ.

DSC08131

Το χωριό Yazilikaya είναι το στέμμα στο βασίλειο της πέτρινης περιοχής. Εδώ είναι όλα φτιαγμένα από πέτρα παρότι το χέρι του Μίδα ακουμπούσε μόνιμα το έδαφος  της περιοχής. Το πιο μαλακό υλικό στο οποίο χτυπάει το βλέμμα σου είναι το ανθρώπινο σώμα. Αναρωτιέμαι εάν τα σπίτια εδώ προϋπήρχαν της πέτρας ή το αντίθετο. Πάντως είναι  φανερό γιατί η Κυβέλη διάλεξε για πατρική της εστία αυτή την περιοχή της πέτρινης σκληράδας και ερωτεύτηκε μανιωδώς τον Άττι, παρένθετο γιό της, όπως κάθε μητέρα αγαπά να κάνει. Εύκολα σου αποκαλύπτει η φρυγική σοβαρότητα γιατί ο ευνουχισμός –έστω και πραγματικός-των ιερέων της Κυβέλης σκόπευε στην αναγέννηση της θεάς μητέρας. Ποιος είναι έτοιμος σήμερα να θυσιάσει το φαντασιακό του φαλλό για μια γυναίκα; Ποια γυναίκα με τη σειρά της θα δεχτεί την απώλεια του φανταστικού της ανδρισμού αποδεχόμενη τη συνεχή αντρική εγκατάλειψη; Τα καφέ χρώματα του κυβελικού τοπίου είναι ικανά να με αποστομώσουν, εμένα τον υποκρύπτοντα τον Άττι και την Κυβέλη.

Η Ανατολία λοιπόν είναι για την Ευρώπη ό,τι η Αφρική για τον κόσμο. Από εκεί ξεκίνησαν όλα μέχρι ο ελληνικός πολιτισμός να πετάξει στο φυσικό πολιτισμό της Αφρικής μία ακίδα στο μάτι του και να τον τυφλώσει. Και από τότε ανταγωνίζονται συστηματικά, ο πρώτος με την πολυτελή μαθηματική του ανεπάρκεια και ο δεύτερος με τη σπουδαία φυσική του απλότητα. Η Ανατολία λοιπόν δείχνει έτοιμη να σε υποδεχτεί  στο καφέ της φόντο κάθε που ξαναέχεις την ανάγκη να επιστρέφεις στο αρχέτυπο. Ή μήπως ξέχασες πώς γίνεται αυτό; Μήπως ξέχασες πώς κρύβεις τα κάστανα μέσα σε κουβά και τα παραχώνεις στο χώμα για να κρατήσουν όλο το χειμώνα; Ξέχασες πώς να κάνεις προζύμι από αγιοδημητριάτικο λουλούδι και να προσεύχεσαι τρεις μέρες και τρεις νύχτες με παγανιστική ευλάβεια να «πιάσει»; Ξέχασες πώς πιάνουν την τσουκνίδα στο ξεχορτάριασμα και ξεμάθανε τα χέρια σου να σε προστατεύουν από τα τσιμπήματα. Οι κατάρες γίναν πλέον πλαστικές και τις αγοράζεις με πιστωτική κάρτα ενώ οι ευχές συμπυκνώθηκαν σε μηνύματα από απόσταση που πολλές φορές έχουν ήδη αυτοκτονήσει πριν βρουν τον παραλήπτη. Η περιοχή ωστόσο αποτελεί ακόμα καταφύγιο του ανθρώπου προς απογοήτευση των φανταχτερών δυτικών αποστημάτων. Αυτό που μας λείπει σκέφτομαι, είναι το μυστικό που κουβαλούσαν οι γιαγιάδες μας από τον πρώτο άνθρωπο μέχρι χθες. Σήμερα βρέχει διαστρεβλώσεις  προσώπων και προσωπείων. Το κενό έπαψε πλέον να καλύπτεται από τα φύλλα μία σημύδας ή μίας ερυθρελάτης.

DSC08382

Με αυτές τις σκέψεις φτάνω στην Προύσα, πόλη μεταξύ του λευκού πολιτισμού των ακτών και του καφέ των ατελείωτων πεδιάδων. Δεν κρύβει τον Οθωμανικό της χαρακτήρα όσο και αν προσπάθησε η Δύση και η Ιστανμπούλ. Έξυπνα γεννημένη στις πλαγιές του μεγαλεπήβολου Ολύμπου, γνήσιο τέκνο των Οσμανλήδων, αποτελεί το απαραίτητο κομμάτι για να ολοκληρωθεί το παζλ σε αυτή την ανομοιογενή χώρα, την υποδοχή σε ένα κουμπί  που χωρίς αυτήν η επιθυμία μένει ανικανοποίητη. Ξεχνώ για  λίγο της εικόνα της και ψάχνω να βρω το ανάστημα του Κάρολου Κουν, παιδιού της πόλης, καθώς και το μυστικό της ακαταμάχητης αυστηρότητάς του, που σε δυσκολεύει να του ζητήσεις να τσουγκρίσετε τα αυγά σας το Πάσχα.

Η Προύσα είναι η κατηφορική της φορά στις πλαγιές του βουνού που την καθιστά έτοιμη για φυγή κάθε στιγμή. Είναι τα εκατοντάδες οθωμανικά της κατάλοιπα που δεν έχασε ούτε εκατοστό από το ιστορικό της παρελθόν, ούτε ένα δάχτυλο στην πορεία προς το αβέβαια δυτικότροπο πεπρωμένο, ούτε έναν τρούλο από αυτούς που φύτευε σαν κυπαρίσσια ο Οσμάν όταν αποφάσισε να τη χρήσει πρώτη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Συντηρητικά γρήγορη αυτή η πόλη, επιβάλλει στη γυναίκα της να φέρει ύφασμα στο κεφάλι για να φαντάζεσαι το άλλο, το μόνιμο, το επιλεκτικά επικαλυπτόμενο.

 

DSC08419

Ψάχνω όμως στην πόλη και άλλες καταγωγές. Διασχίζω τις μακριές σα φίδια σκεπαστές αγορές και ρίχνω στις γωνιές ματιές, μπας και ακούσω την «Προύσα παινεμένη και στο κόσμο ξακουσμένη». Η μυρωδιά από χασίς μάλλον έχει στερεύσει. Φαντάζομαι ωστόσο ρεμπέτες στα εκατοντάδες μαγαζιά να καπνίζουν μαυράκι και καμιά φορά όπιο, πουλώντας ταυτόχρονα τα χιλιάδες μικροπράγματά τους σε αενάως κινούμενες οθωμανικές φιγούρες.

Βράδυ Δευτέρας βρίσκομαι σε μία ιεροτελεστία δερβίσηδων. Σε ένα κτήριο τόσο στατικής αυθεντικότητας όσο τα πλακάκια του Yesil Camii ή τα χρώματα του ουράνιου τόξου που καμιά μπόρα και κανένα οξυζενέ δε μπορούν να τα ξεβάψουν. Η ιστορία εδώ ξεκινάει πάντα με την επίκληση στο μεγάλο Άλλο. Η ενδυμασία των δερβίσηδων αποτελεί ψυχική προέκταση από μαλακά και κυκλικά υλικά. Ο κύκλος εδώ ορίζει τα πάντα και η «επανάληψη υπάρχει επειδή δεν υπάρχει η επανάληψη». Ο κύκλος ορίζει την κίνησή μας, τα υποκείμενα που ξεκουράζονται στις αυταπάτες, αλλά και εμάς τους μη δρώντες  αλλά διδασκόμενους. Ο χορός των δερβίσηδων αποτελεί το ίδιο σταθερό μοτίβο που βλέπεις σε έναν χορό στη Σενεγάλη με χτυπήματα των ποδιών στη γη, σε μία ανάλαφρη ταραντέλα, σε έναν αυστηρό ροδίτικο. Ο κύκλος ανοίγει τη ζωή, την ιστορία, τα μάτια μας και ο κύκλος τα κλείνει.

 

DSC08554

Μπορεί λοιπόν η Προύσα να αποτελεί μία ονείρωξη για τους Τούρκους, για εμάς είναι όμως μία μεγάλη υποψία πολιτισμού, η γιαγιά μας που ξεριζώθηκε από την επανάληψή της, για να εγκατασταθεί ως μίασμα σε έναν τόπο εθνικών κοτζαμπάσηδων, φέροντας μάλιστα ταμπέλα ρατσισμού, όπως φρόντισαν οι Νότιοι κυβερνήτες του Βορά να της δώσουν. Αφού λοιπόν, όλα αυτά σβήστηκαν με το πάτημα ενός κουμπιού που κράτησε 20 χρόνια και σβήστηκαν τα ίχνη εκατέρωθεν, πού και πού αποφασίζω να κάνω μνημόσυνο στη συλλογική μας μνήμη και εάν δεν πετύχει τουλάχιστον επιστρέφω με κάποια κιλά μπακλαβά στις αποσκευές μου.




σκουντουφλόπετρες

 

Κατεβήκαμε τα σκαλιά της παλιάς βερολινέζικης πολυκατοικίας δύο δύο. Πεινούσαμε πολύ και η Leitha μου είχε υποσχεθεί κρέπες σε μία κλειστή αγορά του Kreuzberg. Λίγη ώρα μετά χωνεύαμε τις υπέροχες κρέπες και κάναμε βόλτες στους πλακόστρωτους παράδρομους μιλώντας για ό,τι είχε συμβεί αυτά τα 8 χρόνια που είχαμε να βρεθούμε. H Leitha μόλις μετακόμισε από την Νέα Υόρκη στο Βερολίνο και φαίνεται χαρούμενη με τη γειτονιά και τη νέα της ζωή. Μου μιλάει για την αίσθηση της κοινότητας και την διάθεση της να συμμετέχει.«Το Βερολίνο νοιώθω να μου δίνει συνεχώς ενέργεια. Στη Νέα Υόρκη ένιωθα τα τελευταία χρόνια να στερεύω, σαν να μου ρουφάει την ενέργεια η ίδια η πόλη και οι ρυθμοί της». Δεν έκανα καν τον κόπο να μιλήσω πάλι για την Αθήνα, απλά κούνησα το κεφάλι και κοίταξα τα παπούτσια μου. Εκεί ακριβώς ανάμεσα στα μικρά τετράγωνα πλακάκια του πεζοδρομίου πρόσεξα για πρώτη φορά δύο μπρούτζινες πλάκες και παραμέρισα τα πόδια μου για να διαβάσω το κείμενο πάνω τους.

Α μου λέει, αυτά είναι τα Stolperstein, “σκουντουφλόπετρες” του καλλιτέχνη Guenther Demnig. Τις τοποθετεί στο Βερολίνο αλλά και σε άλλες γερμανικές πόλεις, έξω από σπίτια ανθρώπων που απήχθηκαν και δολοφονήθηκαν από τα SS ή την Gestapo. Κάθε μπρούτζινο γλυπτό είναι ένα μικρό μνημείο αφιερωμένο σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Μια ανάμνηση, που αναφέρει το όνομα και πληροφορίες για την απαγωγή ή τη δολοφονία του ανθρώπου και συχνά βρίσκεται δίπλα και σε άλλα αντίστοιχα τετραγωνάκια. Κάποιες φορές οικογένεια, κάποιες φορές όχι. Εβραίοι, αντιστασιακοί, άτομα με αναπηρία, ομοφυλόφιλοι, ρομά και ο κατάλογος ατελείωτος.

Heidelberg,_Germany_Stolperstein_for_Max_and_Olga_Mayer,_June_2013

Το έψαξα λίγο παραπάνω, πλέον τις τοποθετούν και σε άλλες χώρες και ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει αναφέρει ότι «αυτό το είδος του μνημείου, είναι πιο προσωπικό, καθώς υπενθυμίζει το σημείο από όπου ξεκίνησε ο τρόμος, πιθανότατα εκεί που η Gestapo ή τα SS εισέβαλαν στο διαμέρισμα του θύματος». Ένα σημείο ανάμνησης τρόμου λοιπόν, σε μια πολύχρωμη πόλη.

Stolperstein στα ελληνικά είναι το εμπόδιο, ένα εμπόδιο που σε κάνει να σταματήσεις και να θυμηθείς ή να σκεφτείς. Τις επόμενες μέρες κοιτούσα συχνά χαμηλά ψάχνοντας να βρω τα μικροσκοπικά μνημεία και απέφευγα να τα πατήσω. Προσπαθούσα να μαντέψω τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, πώς συνέβη και τι να νοιώθουν οι συγγενείς τους ή όσοι τους ήξεραν περνώντας καθημερινά πάνω από τις πλάκες αυτές. Σε κάποιες πόλεις αρνήθηκαν στον καλλιτέχνη να τις τοποθετήσει, αποφάσισαν ότι δεν τιμά την ανάμνηση των ανθρώπων τους, ή ότι υπενθυμίζει ιστορίες που δεν κάνουν κανένα να νιώθει άνετα. Σημεία ανάμνησης, απαρχές τρόμου, πολύ προσωπικά, πολύ άμεσα.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα μία εβδομάδα αργότερα, πήγα στα Εξάρχεια να δω τους φίλους και να προλάβω λίγη από τη γιορτή στην πλατεία. Αναρωτήθηκα πόσα πλακάκια θα έπρεπε να αποφύγω και εδώ. Ένα για τον νεαρό άνδρα που χτυπούσε για ώρα η διμοιρία, δύο για το μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρι που πήγε να τον υποστηρίξει, τρία για τα παιδιά που έσπασαν στο ξύλο τις προάλλες γιατί αντάλλαξαν ένα βιαστικό φιλί σε ομόφυλο μάγουλο, τέσσερα για την παρέα που τόλμησε να φαίνεται διαφορετικά, πέντε για την οικογένεια που κάπου κάπως κάποτε δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις. Και μετά σήκωσα τα μάτια μου γιατί στην πλατεία έπαιζε μουσική και οι φίλοι με περίμεναν. Και αποφάσισα ότι ίσως να φαίνεται πιο ταιριαστό, εδώ συγκεκριμένα, να μη χρειάζεται να περπατάμε με τα μάτια χαμηλά για να ακολουθούμε τις αναμνήσεις της πόλης, αλλά να τα σηκώνουμε κάπου κάπου. Εδώ έχουμε αρκετές φανταστικές σκουντουφλόπετρες, εμπόδια, αρκετές ευκαιρίες να σταματήσουμε και να σκεφτούμε κοιτώντας χαμηλά. Αυτή την εποχή, νομίζω ότι ίσως αντιληφθούμε και κάνουμε δική μας την ιστορία της πόλης αν σηκώσουμε το βλέμμα λίγο πιο ψηλά. Μέχρι να συναντήσουμε το βλέμμα του άλλου και λίγο πιο ψηλά.




Nepal 2065

 

Από την πρώτη στιγμή που άκουσα για το ταξίδι στο Νεπάλ με μια απόλυτη φυσικότητα αποφάσισα ότι θα πάω. Καμία αναβλητικότητα, καμία δεύτερη σκέψη, κανένας φόβος, αυτό το ταξίδι για το “αλλού” θα γινόταν πραγματικότητα. Και έτσι έγινε. Μέσα σε λίγες ημέρες η σκέψη άρχισε να παίρνει μορφή. Και, κάπως, πώς, όλα τα ερωτηματικά: πού, ποιοι, πότε, γιατί, πώς, πόσο άρχισαν να δρομολογούνται.

Νεπάλ. Ο χρόνος στο Νεπάλ κυλάει με άλλες ταχύτητες από αυτές που διανύει ο υπόλοιπος πλανήτης. Κι ενώ ξεκινήσαμε το ταξίδι το 2008 βρεθήκαμε σαν από κάψουλα στο μέλλον, στο 2065. Ο χρόνος εκεί διαβάζεται ανάποδα και ένας άλλος κόσμος γίνεται ο κόσμος σου, όπου κανείς δεν επιστρέφει ο ίδιος.

Bahrein, Katmandu, Lukla, Phakding, Mojo, Namze Bazaar, Khumjung, Dole, Majermo, Gokyo-Gokyo Ree, Thank Nank, Cho La Pass (κάπου εκεί η ανάσα μικραίνει…5.600 μ.), Gzoghe, Namze Bazaar, Lukla και πάλι από την αρχή.

Εικόνες παντρεμένες με την αντίθεση και συγχρόνως συμπληρωμένες από τη συνέχεια. Από τη μια, η δύση του φεγγαριού ασημίζει διαστημικά τις χιονισμένες οροσειρές των Ιμαλαΐων, από την άλλη πλευρά της ανατολής, ο ήλιος βάφει με απαλό ροδί χρώμα τις κορυφές τους. Ότι κλισέ φράση έχει ειπωθεί για το Νεπάλ, στον τόπο αυτό λαμβάνει την ρεαλιστική της μορφή. Και, ναι, σηκώνεις τον κόσμο με τα μάτια σου. Με μόνο φόβο το Έβερεστ και το οξύμετρο παίρνεις βαθιές και γρήγορες ανάσες, κάνεις μικρά βήματα συμπληρώνοντας τις κινήσεις του μπροστινού σου, έχεις σταθερό το κεφάλι και τα μάτια παλεύουν να αποστηθίσουν κάθε λεπτομέρεια.

Namaste”1 πάλι λοιπόν, κι αυτό που μου δυσκολεύει ιδιαίτερα την αφήγηση- ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα παρόν- είναι οι μεγάλες διαφορές των εικόνων της μνήμης μου. Γιατί, υπάρχει, χωρίς αμφιβολία, κάτι το παράδοξο στην ιδέα μιας ανάμνησης της οποίας οι μνήμες συνίστανται σε θρύψαλα και θραύσματα. Όταν λες ανάμνηση, ωστόσο, εννοείς ένα σύνολο στιγμών μέσα στο χρόνο. Πώς τοποθετείς όμως τον χρόνο; πώς οι λέξεις μέσα από τις μνήμες των εικόνων μπορούν να ορίσουν τις στιγμές που ο χρόνος διαστέλλει;

Κι αυτό γιατί δεν ταξιδέψαμε μόνο μέσα στους χώρους αλλά και μέσα στους χρόνους. Το να περπατάς μέσα στο χρόνο είναι σα να παίζεις μέσα σε ένα σκηνικό θεάτρου και για πρώτη φορά να γίνεσαι ο σκηνοθέτης δίνοντας την ελευθερία να ζεις ότι σκέφτεσαι. Και ναι, κάπως έτσι είναι να χάνεσαι στα σοκάκια του Κατμαντού, να διασχίζεις τα μονοπάτια του Mojo, να πέφτεις πάνω στα Yaak ( ή αλλιώς γαϊδουροβούβαλα), να αντικρίζεις ορίζοντες δίχως τέλος, να παρατηρείς ματιές που η απλότητα είναι η ζωής τους. Νιώθεις ότι βρήκες το μυστικό. Αφήνεσαι δηλαδή στην ρευστή ευτυχία των ονείρων σου. Μάλλον, αυτό ήταν το ταξίδι.

Ίσως, πάλι, οι παρακάτω φωτογραφίες να αποτελούν μια κρυψώνα, στην οποία η φαντασία μπορεί και προσθέτει ένα πριν και ένα μετά. Και ενώ ήταν ένα ταξίδι που ξεκίνησε ως περιήγηση στο κάπου “αλλού”, κατέληξε ως αφήγηση που δε λέγεται αλλά σημαίνεται. Συμφωνώ λοιπόν με τον σοφό από την Ανατολή, τον Σιντάρτα του Έρμαν Έσσε που είπε ότι: “Οι λέξεις δεν είναι σύμβολα για τη μυστική τους έννοια. Όλα αλλάζουν και μάλιστα αμέσως, διαστρεβλώνονται λιγάκι, γίνονται κάπως τρελά κι όμως κι αυτό ακόμη, είναι μέσα στην τάξη πραγμάτων κ’ είμαι σύμφωνος και σύμμαχος αυτών των καταστάσεων. Αυτό που είναι του ενός ο θησαυρός και η σοφία, φαντάζει στον άλλο παραδοξότητα” (1999: 69).

1. Κάθε φορά που συναντάς ή αποχαιρετάς κάποιον στo Νεπάλ, απλώνεις τα χέρια και λες: “Namaste”. Που σημαίνει: καλωσόρισες ή καλό δρόμο.