1

Η δυστοπία ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης ενός αποτυχημένου συστήματος

 

Όταν το φθινόπωρο του 2013 άρχισα να βάζω τις σκέψεις μου στη σειρά για τον καπιταλισμό στην Ελλάδα, η δυστοπία που ζούσαμε τότε φαινόταν ως κρατούσα, με την έννοια όχι ακριβώς του αναπόδραστου αλλά του ειλημμένου ως αναπόδραστου. Από τη δική μου πλευρά, η προσπάθεια ήταν μια υπόθεση εργασίας, που μένει βεβαίως να ερευνηθεί περαιτέρω, που λέει ότι η καπιταλιστική πατριαρχία στην Ελλάδα αποτυγχάνει συστηματικά, κάτι που την κάνει κατά καιρούς ιδιαίτερα επιθετική. Χρησιμοποιεί δηλαδή πολύ συγκεκριμένους τρόπους που ιστορικά επιχειρούν να ανακόψουν αντιστάσεις που αναπτύσσονται πολύ πιο εκτεταμένα και πολύ πιο αποτελεσματικά από όσο οποιαδήποτε διαθέσιμη μέχρι στιγμής επαναστατική θεωρία, μπορεί να προβλέψει. Eστίασα ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες αλλά και στα «χρόνια των μνημονίων». Βέβαια, αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα, αλλά η μελέτη χάριν περιορισμού του αντικειμένου της για την ώρα ασχολείται μόνο με την νότια Βαλκανική.

Στο συνέδριο της Επιστημονικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονομίας που έγινε στην Πάτρα τον Γενάρη 2014i, η συζήτηση με βάση τη μελέτη εκείνη αναλώθηκε περισσότερο στο θέμα αν έχει αξία η οικιακή εργασία που είναι ουσιαστικά εργασία των γυναικών κατά βάση. Εκεί είχα εντυπωσιαστεί, γιατί περίμενα ότι η διαφωνία θα ήταν στο αν υπάρχουν αντιστάσεις και πόσο ανθεκτικές είναι. Μεταξύ μας, η τροπή της συζήτησης έδειξε ότι η αντίσταση των γυναικών στην Ελλάδα που μείωσαν δραματικά την οικιακή τους εργασία και επένδυσαν τα πενιχρά προλεταριακά τους μέσα (δηλ. τον εαυτό τους) στην εκπαίδευση προσπαθώντας να αντισταθούν στην κατακόρυφη μείωση της αξίας της εργασίας τους στον σύγχρονο καπιταλισμό, μπορεί να ήταν και ό,τι καλύτερο καταφέραμε (όπως και οι γυναίκες σε άλλες χώρες) για να φτάσει ο καπιταλισμός στο αδιέξοδο που σε μικρογραφία ζούμε εμείς τώρα στην Ελλάδα.

 

dystopia1

Αλλιώς: τα εργατικά χέρια δεν αρκούν για τα κέρδη που απαιτούνται, και ο μόνος τρόπος να πειθαρχήσει η εργατική τάξηii είναι να την βυθίσεις στη φτώχεια, να την πνίξεις στα δακρυγόνα και στο ξύλο αν τυχόν διαμαρτυρηθεί και να την χωρίσεις σε ντόπιους και ξένους, ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, άντρες και γυναίκες ή «φτωχούς και ρετιρέ», μήπως και προλάβουν να φαγωθούν μεταξύ τους πριν αρχίσουν να σκέφτονται ότι κάποιοι τους αρπάζουν το ψωμί από τα χέρια.

Στην πραγματικότητα όμως οι αντιστάσεις στην Ελλάδα ήταν πολύ βαθύτερες και δομικές, και υπάρχουν από τότε που εμφανίστηκε και ο καπιταλισμός –απλά για λόγους περιορισμού της υπόθεσης εργασίας, ξεκινώ να ξετυλίγω το κουβάρι της ερώτησης από το 1830, αν και καπιταλισμό είχαμε και πριν από το έτος ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Με άλλα λόγια, και η αντίσταση των γυναικών εντάσσεται μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο αντιστάσεων και ιστορικών συνθηκών που εκτείνονται από τρόπους παραγωγής μέχρι και διαφορετικές αντιλήψεις για τις έμφυλες διαφορές και από κινήματα μέχρι ιδιότυπες μορφές κοινωνικής οργάνωσης σε κοινότητες που μόνο κατ’ επίφαση ή δια της βίας συμμορφώνονται με τις βασικές παραμέτρους της καπιταλιστικής πατριαρχίας.

Εκείνο λοιπόν που προσπαθώ να κατανοήσω με αυτήν την υπόθεση εργασίας, είναι πώς η κατάσταση που ζούσαμε τόσο το 2013 όταν άρχισα να γράφω τη μελέτη όσο και αυτή που ζούμε τώρα όσο και ό,τι άλλο έρχεται στο μέλλον, αποτελεί επιλογή και τίνων. Και επίσης προσπαθώ να δω πώς διαπλάθονται οι συμμαχίες μέσα σε μια κατάστασης ευθείας επίθεσης εναντίον ενός μη συμμορφούμενου πληθυσμού – και πώς εξασφαλίζει η κυρίαρχη οπτική ότι όσο και να αποτυγχάνει μέσες άκρες το επιβεβλημένο πολιτικο-οικονομικό σύστημα, θα εξακολουθεί να υπάρχει, να αναπαράγεται και να μεταφέρει πλούτο και ισχύ από αυτούς που παράγουν σε αυτούς που εξουσιάζουν.

Εκείνο που δεν μπορούσα να προβλέψω τότε, ούτε και το φθινόπωρο του 2014 που ξαναδούλεψα τη μελέτη για ένα διαδικτυακό συνέδριοiii, ήταν ότι η δυστοπία όχι μόνο θα εμφανιζόταν ως ξεκάθαρη επιλογή ανθρώπων και όχι ως φυσικό φαινόμενο, αλλά και ότι θα επιβαλλόταν ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης, δηλαδή ταξικής συλλογικής διαπραγμάτευσης και ανταγωνισμού (ή πάλης, εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπουμε). Η καπιταλιστική πατριαρχία δηλαδή δεν λέει μόνο «εμείς είμαστε οι ισχυροί, εμείς θα επιλέξουμε τί θα γίνει, και θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια και καταπίεση». Λέει πλέον και ότι «ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια και καταπίεση θα γίνει έτσι κι αλλιώς, γιατί μπορώ να την επιβάλλω και θα την επιβάλλω, και το μόνο που θα επιλέξετε είναι το είδος της φτώχειας και καταπίεσης που θα έχετε, π.χ. αυτό το νόμισμα ή το άλλο νόμισμα, αυτόν τον τρόπο λήψης αποφάσεων ή τον άλλον τρόπο λήψης αποφάσεων με τον όρο να μας αρέσουν οι αποφάσεις, και γενικά αν θέλετε εργάτες κι εργάτριες να διαπραγματευτούμε, ξεχάστε ότι είμαστε ισότιμοι, αυτό δα μας έλειπε».

Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή αποκαλύπτεται απερίφραστα η αποικιοκρατική δομή του καπιταλισμού στην καρδιά του, δηλαδή μέσα στην Ευρώπη, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε την αποικιοκρατική δομή του εθνικού κράτους, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, και το πόσο εύκολα γεωγραφίες και τάξεις συμπλέκονται σε πολυεπίπεδες δομές εκμετάλλευσης που ακόμη και χωρίς την ευρωζώνη θα έπρεπε να εξετάσουμε και να καταγγείλουμε. Η συγκυρία όμως λειτουργεί εξαιρετικά ως προς το εκπαιδευτικό της σκέλος, με την έννοια ότι βλέπουμε το αδιέξοδο του πολιτικο-οικονομικού συστήματος με γυμνό μάτι και με κάποια συναισθηματική απόσταση, γιατί πιο εύκολα κατανοείς τα λεγόμενα και πραττόμενα ενός καπιταλιστή στην άλλη άκρη της Ευρώπης σε σχέση με ό,τι λέει και κάνει ο καπιταλιστής της γειτονιάς ή της πόλης σου.

Εκπλήσσει επομένως ότι ο ισχυρός σε αυτήν την περίπτωση θέτει ως πλαίσιο της διαπραγμάτευσης το αποτέλεσμα που επιθυμεί αυτός να έχει η διαπραγμάτευση. Αυτό είναι μια πολύ έξυπνη στρατηγική διαπραγμάτευσης, δηλαδή η χρήση πρωθύστερου λόγου, η περιγραφή της επιθυμίας ως παρούσας κατάστασης, η κατασκευή του μέλλοντος τώρα αμέσως ώστε να εξασφαλιστεί ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το τώρα. Μάλιστα, αν ο μη γένοιτο η διαπραγμάτευση πετύχει από την πλευρά του ισχυρού, το μέλλον όντως θα είναι όμοιο με το τώρα, αφού το τώρα έχει γίνει αντιληπτό ως αναπόδραστη δυστοπία και το μέλλον θα είναι απλώς η διαχείριση αυτής της δυστοπίας και τίποτε άλλο. Θα είναι η εμπειρική πραγματικότητα που θα επιβεβαιώνει τον λόγο που την έφτιαξε και θα καθιστά αδύνατη ή μάλλον, αδιανόητη μια αντίσταση.

Αυτή η περιγραφή της επιθυμίας του ισχυρού ως παρούσας κατάστασης είναι κλασσικό γνώρισμα της πατριαρχίας – η τρομοκράτηση των πατριαρχουμένων (και δεν είναι μόνο οι γυναίκες πατριαρχούμενες). Η χρήση αυτο-εκπληρούμενων προφητειών για την υποταγή στην πατριαρχική ιεραρχία είναι μια τεχνική τόσο παλιά και τόσο αποτελεσματική που ο καπιταλισμός τώρα μάλλον τη μαθαίνει. Ο ίδιος ως σύστημα παραείναι άγαρμπος και καταστροφικός, χρησιμοποιώντας τόση άμεση βία που δεν κατάφερε ποτέ να μην έχει σοβαρά αντίπαλα δέη, από τον Ρομπέν των Δασών μέχρι τις πρόσφατες προσπάθειες για λαϊκές δημοκρατίες στο Ντονμπάς.

Τι σημαίνει όλο αυτό; Στη μελέτη μου είχα επισημάνει τακτικές ταξικού πολέμου από την χρήση των σωμάτων των φτωχών γυναικών (που διαπομπεύτηκαν επειδή ήταν ασθενείς, φτωχές και γυναίκες, άρα αμέσως αμέσως το κράτος χωρίς δίκη τις τιμώρησε σαν να είναι εγκληματίες) μέχρι την κατασκευή της απόλυτης εργατικής τάξης με τα σώματα των ανθρώπων που επειδή δεν είναι ευρωπαίοι πολίτες, βρίσκονται κλεισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή σε καθεστώς δουλείας για να μην βρεθούν στα στρατόπεδα. Μάλιστα ήταν σαφές από το 2013 ότι εθνικές ρητορικές και πατριαρχικές ιδέες θα αναπαράγονται και θα ενισχύονται στην προσπάθεια του συστήματος όπου ζούμε να επιβιώσει εξουδετερώνοντας τις αντιστάσεις μας.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η καπιταλιστική πατριαρχία έχει πολλά ποδάρια, πράγμα που σημαίνει ότι αν δει τα σκούρα ως καπιταλιστική, θα πετάξει το παλιό της ρούχο και θα βρει κάτι άλλο να επιβιώσει ως πατριαρχία πάλι. Δεν δίστασε να ξεμπερδέψει με το κατά τα άλλα εξαιρετικά βολικό γι’ αυτήν δουλοκτητικό σύστημα ή με την φεουδαρχία (που στο κάτω κάτω είχε καταστήσει κάθε τοπικό εξουσιαστή βασιλιά κι αφέντη), αρκεί να επιβιώσει ή να βελτιωθεί. Την έχω ικανή την πατριαρχία λοιπόν να γίνει κάτι άλλο και πολύ γρήγορα μάλιστα αν χρειαστεί, αφήνοντάς μας να νομίζουμε ότι ο καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια ενώ ουσιαστικά βασικοί θεσμοί του (που είναι οι ίδιοι με αυτούς της πατριαρχίας) θα εξακολουθούν να υπάρχουν και να ενισχύονται – μην εκπλαγείτε αν τη δείτε να φορά και το τσίτι της εναλλακτικής, έστω προσωρινά, μέχρι να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της.

 

dyst3

Εκείνο που δεν μπορούσα να διακρίνω λοιπόν ούτε πριν μερικούς μήνες ήταν ότι αυτή τη φορά, η δυστοπία θα παρουσιαστεί ως αναπόφευκτη ό,τι και να επιλέξει κανείς. Η περασμένη εβδομάδα βέβαια απέδειξε ότι και αυτό το επιχείρημα δεν είναι τόσο επιτυχές για να πει κανείς «ναι βρε καπιταλιστική μου πατριαρχία, κάνε ό,τι θες, αφού δεν σωζόμαστε με τίποτε». Είναι όμως το επιχείρημα που αυτή τη στιγμή θα χρησιμοποιηθεί από πολλές πλευρές –γιατί είπαμε, όχι μόνο έχει πολλά ποδάρια αλλά έχει και εκπροσώπους σε διάφορα επίπεδα, όχι μόνο στο διεθνές.

Κατά κάποιον τρόπο, πρόκειται για μια αναβάθμιση του αξιώματος ΤΙΝΑ (There is no alternative – Δεν υπάρχει εναλλακτική). Ή μπορεί να είναι και υποβάθμιση και εκφυλισμός του αξιώματος, αν το δούμε λίγο από την πλευρά της αντικαπιταλιστικής αντίστασης. Όταν εμφανίστηκε το ΤΙΝΑ, συνοδευόταν από επιστημονικοφανή επιχειρήματα για ανάπτυξη, λιγότερο κράτος και αποτελεσματικότερη και παραγωγικότερη εργασία και τον ενθουσιασμό για τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες που θα μείωναν το κόστος εργασίας, θα επέτρεπαν πιο φιλικές στον εργαζόμενο συνθήκες παραγωγής κλπ.. Μετά από τρεις τουλάχιστον δεκαετίες εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και αντίστοιχων αντιστάσεων από τα κάτω (άλλες οργανωμένες, άλλες ανοργάνωτες, αλλά εξαιρετικά ανθεκτικές σε βάθος χρόνου), η γοητεία του ΤΙΝΑ έχει ξεπέσει σε μια ρητορική που θυμίζει πάρα πολύ τα χυδαία επιχειρήματα των Αθηναίων όταν απαιτούσαν από τους Μήλιους να παραδοθούν. Θα μου πείτε, και οι Αθηναίοι τελικά νίκησαν του Μήλιους. Τους νίκησαν, αλλά η Αθηναϊκή δημοκρατία διαλύθηκε λίγο μετά, γιατί αν χρειάζεσαι μια γενοκτονία για να επιβληθείς, δεν έχεις και πολλά ψωμιά ακόμη.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι τόσο το νεοφιλελεύθερο δόγμα όσο και το πολιτικο-οικονομικό σύστημα που αυτό προσπαθεί να διασώσει, ξέρουν κάτι που δεν ξέρουμε: το πιο πιθανό είναι ότι αφ’ενός οι αντιστάσεις από τα κάτω, από τους ανθρώπους δηλαδή και τις κοινωνίες τους ήταν πολύ πιο επιτυχημένες από όσο νομίζαμε, αφ’ετέρου ότι η καπιταλιστική πατριαρχία όπως την ξέρουμε δεν θα αντέξει για πολύ ακόμη. Ο ιστορικός χρόνος βέβαια έχει τη δική του λογική, το πολύ και το λίγο μπορεί να ανάγεται σε έναν αιώνα ή και παραπάνω. Αλλά εδώ μιλάμε για ένα σύστημα που συμπληρώνει αρκετούς αιώνες ζωής ήδη και η συλλογή του από αποτυχίες δεν είναι καθόλου μικρή.

Οπότε δύο είναι τα σημαντικά που μας μένουν σε αυτό το σημείο: πρώτον, το πλαίσιο της ταξικής πάλης δεν μπορεί να ορίζεται από το δυστοπικό φαντασιακό της καπιταλιστικής πατριαρχίας. Αν αυτό θέλει η καπιταλιστική πατριαρχία, θα το προσπαθήσει με κάθε κόστος, αλλά θα είναι μια επιλογή των κοινωνικών ομάδων που ωφελούνται ή θα νομίζουν ότι ωφελούνται από τη δυστοπία και όχι μια αναπόφευκτη κατάσταση για όλους και όλες μας που εμείς απλά θα υποστούμε. Αν δεχτούμε το επιχείρημα που μας λένε συνέχεια ότι η δυστοπία είναι αναπόφευκτη, μόνο τότε είναι.

Δεύτερον, ποιά ωφέλεια μπορεί να έχει ή να νομίζει ότι θα έχει μια κάποια κοινωνική ομάδα από τη συνέχιση της καπιταλιστικής πατριαρχίας και της δυστοπικής της εμμονής, είναι το καίριο σημείο αντίστασης και δυστυχώς αφού μιλάμε για πατριαρχία, είναι σε κάθε τομέα της ζωής μας. Ένα παράδειγμα που έχουμε δει ιστορικά σε πολλές περιπτώσεις είναι η πατριαρχική δόμηση των κινημάτων όσο αυτά εξελίσσονται και εμφανίζουν αντοχές στο χρόνο. Η επιδείνωση της θέσης των γυναικών μέσα σε αυτά και η συγκρότηση ιεραρχιών που θεωρούν τον εαυτό τους πιο σημαντικό από τους ανθρώπους που τάχα υπηρετούν, η ανάδειξη προτύπων «επαναστάτη» που αναπαράγουν πατριαρχικές αρρενωπότητες σε βάρος ανδρών και γυναικών, η υιοθέτηση κινηματικής θεματολογίας που δίνει προτεραιότητα στον ίδιο ανθρωπότυπο με το κυρίαρχο σύστημα (άνδρας, ετεροφυλόφιλος, λευκός-ευρωπαίος, μέσο ή μικρο-αστικής κοινωνικής θέσης, με πρόσβαση σε αστική εκπαίδευση), καταλήγει πάντα, όχι μόνο στην Ελλάδα, όχι μόνο σήμερα, στην εσωτερική διάλυση των κινημάτων. Ή ακόμη χειρότερα: στην επιβεβαίωση που τόσο πολύ ποθεί η καπιταλιστική πατριαρχία ότι «δεν αλλάζει τίποτε, όλοι είναι ίδιοι».

Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν μας βοηθά το να δεχτούμε την δυστοπία ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης αλλά είναι καταστροφικό και να την δημιουργούμε και εμείς οι ίδιοι-ες μέσα στις αντιστάσεις μας που είναι ο μόνος χώρος και χρόνος που έχουμε για να ζούμε τη μη δυστοπία, να ζούμε σαν άνθρωποι. Αυτά τα δυο πάνε μαζί λοιπόν – και προφανώς πιο πολύ με ανησυχεί το δεύτερο ζήτημα παρά το πρώτο. Κυρίως γιατί χωρίς το δεύτερο, το πρώτο απλά δεν έχει πού να σταθεί.

– – – – – – –

i Την παρουσίαση (στα ελληνικά) μπορείτε να βρείτε εδώ: http://tinyurl.com/pmbnkyr
ii Εργατική τάξη: όρος που συνεκδοχικά χρησιμοποιώ εδώ για όποιον και όποια παράγει με την εργασία των χεριών και του μυαλού του/της χωρίς να έχει πρόσβαση σε κεφάλαιο ως μέσο παραγωγής.
iii Τη μελέτη (στα αγγλικά) μπορείτε να βρείτε εδώ: http://tinyurl.com/owzr77e



Οι Ουαλίντ στις κοινωνίες των βασανιστηρίων

 

taksi

Η εξέλιξη της δίκης των βασανιστών του αιγύπτιου εργάτη Ουαλίντ Τάλεμπ, μια θεσμική διαδικασία που υποβάλλει εκ νέου σε βασανιστήριο έναν κατά τα άλλα πολύ δυνατό και ανθεκτικό άνθρωπο, μετανάστη εργάτη, περιέχει κάποιες, όχι καινούριες αλλά ισχυρές περιγραφές για τη δομή της νεοελληνικής κοινωνίας, για τον τρόπο που οργανώνονται οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και για τις ταχύτητες που αναπτύσσονται σ’ ένα κράτος που διαχειρίζεται τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου συστήματος τα τελευταία χρόνια.

Στην αίθουσα του Εφετείου Πειραιά, ο συνήγορος υπεράσπισης του Σγούρδα και υιού, του Ζαχαριάδη και του Zoto, πραγματοποίησε μια χυδαία όπως αρκετοί χαρακτήρισαν την εξέταση του αιγύπτιου. Προσωπικά επειδή δεν έχω καλή επαφή με τη συγκεκριμένη λέξη και τη νοηματοδότησή της (με «ξενίζει» και δεν μπορώ να την αντιστοιχίσω σε συγκεκριμένα συναισθήματα), θεωρώ ότι ο συνήγορος υπεράσπισης εκμεταλλεύτηκε τον εργαλειακό του ρόλο στο πλαίσιο μιας αστικής δίκης. Πρόκειται για έναν ρόλο εγγενώς εξουσιαστικό, για μια θέση που εμπεριέχει λιγότερους κινδύνους απ’ όσους βρίσκονται στο σκαμνί, για μια προνομιακή θέση ειδήμονα-ειδικού που είτε υπερασπίζεται το τεκμήριο της αθωότητας είτε το μάχεται: ενώπιον ενός προεδρείου, τμήματος που αναφέρεται σ’ έναν συγκεκριμένο εθνικό και κρατικό μηχανισμό.

Υπό αυτήν την έννοια, αυτός ο συνήγορος, άσχετα αν είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη επιθετική στρατηγική εναντίον του Ουαλίντ (έφτασε στο σημείο να τον αποκαλέσει κατηγορούμενο), κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του ρόλου του. Στη διακοπή μάλιστα, σε αντιδικία με αλληλέγγυους, είπε ως άλλος Άιχμαν «ρε παιδιά, μην κάνετε έτσι, αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος». Οι αντιδράσεις των παρευρισκόμενων αργότερα ενδεχομένως να τον έβαλαν σε διαφορετικές σκέψεις ωστόσο το πρόβλημα παραμένει: η εξουσία που πηγάζει από θέσεις επιρροής στο καπιταλιστικό σύστημα, η παράλληλη εκπαίδευση πως «κάποιος θα βρεθεί να κάνει αυτή τη δουλειά» και πως κάποιος «χρειάζεται να την κάνει» – με λίγα λόγια η κυρίαρχη πραγματικότητα και αφήγηση πως η παραγωγή και η οργάνωση της ζωής μας είναι ζητήματα προκαθορισμένα, νομιμοποιημένα και «ελεύθερα προσφερόμενα».

Οι πιεστικές ερωτήσεις, στοχευμένες στο να βγάλουν εκτός εαυτού τον Ουαλίντ, συνεχίζονταν για πολλή ώρα μέχρι που πέτυχαν τον σκοπό τους. Ο Ουαλίντ εξεγέρθηκε, δείχνοντας ότι είναι ζωντανός όσο οποιαδήποτε άλλη φορά και κατά τη γνώμη μου, σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τον εαυτό του και τον φυσιολογικό θυμό του, φώναξε σωστά κουνώντας το δάχτυλο τόσο στον συνήγορο όσο και στον Σγούρδα. Βέβαια, μακριά από την αλήθεια του βιώματος, η βαθιά πεποίθηση της δικαστικής διαμεσολάβησης μας λέει ότι μια τέτοια κίνηση δείχνει έλλειψη ψυχραιμίας, αγένεια, επιθετικότητα και λοιπές «ενοχοποιητικές» ενδείξεις για το ήθος και το χαρακτήρα. Τέτοια ήταν άλλωστε η πρόθεση του συνηγόρου των βασανιστών που είπε πώς ο τάλεμπ προσπαθεί να δείξει ότι είναι «ανθρωπάκι» πίσω από το γεγονός ότι είναι θύμα.

Η εργασία ως ευγνωμοσύνη

Κι ερχόμαστε τώρα στο κεντρικό επιχείρημα που ο συνήγορος προσπάθησε, μεταξύ άλλων, να αναπτύξει ως ελαφρυντικό για τον υπ’ αριθμόν ένα βασανιστή του ουαλίντ: μια «καλή εργασιακή σχέση». Πώς ένας εργοδότης (και μάλιστα έλληνας) που πληρώνει μέχρι και 800 ευρώ/μήνα (αποκρύπτοντας βέβαια πόσες και ποιες ώρες εργαζόταν ο Ουαλίντ – από τις 3 το βράδυ μέχρι τις 2-3 το μεσημέρι), πώς ένας εργοδότης που μια φορά έχει βγει και βόλτα μαζί του «σε μια κλειστή κοινωνία όπως η Σαλαμίνα;» (σαν κοινωνική χορηγία να το φανταστούμε;), ή πώς ενώ ο αδερφός του ουαλίντ πήγαινε για μπάλα μαζί με τον ελληναρά υιό Σγούρδα, πώς όλα αυτά είναι δυνατόν να τόν φέρουν στη θέση του βιαστή και του βασανιστή, πώς αυτό σημαίνει ρατσισμό; Πώς, ενώ ο Ουαλίντ αποκαλούσε τον Σγούρδα «μπαμπά» (από εκτίμηση στο πρόσωπό του που του έδωσε δουλειά για να επιβιώσει), έφτασε στο σημείο να πάψει να είναι καλός «γιός»;

Οι προβληματισμοί αυτού του είδους συνιστούν την γενικευμένη υποκρισία του μεγαλύτερου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες εργάτες καθώς και τη βάση της συμπεριφοράς απέναντί τους. Πρόκειται για μια σχέση αληθινή πέρα για πέρα: το ντόπιο αφεντικό εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη του μετανάστη όπως και με όποιον τρόπο γουστάρει. Άλλοτε έχει όπλα να την επιβάλλει σε μανωλάδες, άλλοτε τραμπουκίζει, άλλοτε παίζει το παιχνίδι του ευεργέτη και το κυριότερο, μπορεί να συνδυάζει όλα τα παραπάνω. Κάνει αστειάκια με την χώρα προέλευσης, με το χρώμα του εργάτη, με τη θρησκεία του, με κάθε τι προσωπικό, δίνει την εντύπωση ενός «καλού αφεντικού», ενός ευεργέτη που μαζί με το ελληνικό κράτος κάνουν (όταν θέλουν) τα στραβά μάτια στη νομιμότητα παραμονής του. Χρησιμοποιούν αυτή τη δυνατότητα ως μέσο πίεσης και υποτίμησης με όποια «ένταση» θέλουν. Είναι βασανιστές ακόμη και με το να διατηρούν ένα φιλικό προσωπείο με γενναιοδωρία και «ανθρωπισμό», προσωπείο έτοιμο να εκραγεί και να κλιμακώσει τη βία σε μια εξ’ ορισμού βίαια και άνιση σχέση.

Πρόκειται για βασικά χαρακτηριστικά της σχέσης αφεντικού – εργάτη με τη διαφορά ότι στην περίπτωση των μεταναστών εργατών οι «ισορροπίες» ή καλύτερα, οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο πόλων εκμηδενίζονται a priori και οδηγούν ταχύτερα σε ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, αν δεν καταλήξουν σε δολοφονίες.

Μπροστά σ’ αυτή τη σχέση-βασανιστήριο, το μεγαλύτερο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού έχει να επιδείξει μια αξιοπρόσεκτη ανοχή που ιστορικά μπορεί να εξηγηθεί με την αποτυχία του εργατικού κινήματος να θέσει τα κοινωνικά προτάγματά του κόντρα στον πολιτικό προσανατολισμό των μικρομεσαίων στρωμάτων. Η συλλογική ανοχή είναι το πιο γόνιμο έδαφος για τις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται (και) σ’ αυτόν τον τόπο, προς όφελος των νεοφιλελεύθερων επιδιώξεων.

 

w2

«Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε…»

Σε μια δόση, κατά τη διάρκεια της διακοπής (όταν το «θέατρο» της δίκης σταματάει, ακούει κανείς σημαντικές ατάκες) ένας ένστολος απευθύνεται με έναν σχετικά ήπιο τόνο στους αλληλέγγυους λέγοντας πως «βρε παιδιά σεβαστείτε τη θέση του, είναι πολύ δύσκολη θέση αυτή του κατηγορούμενου, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι στη θέση του». Κρίνοντας από το ολίγον τι χαλαρό και «δε βαριέσαι» ύφος του, ο ένστολος αυτός μοιάζει να είναι αγγελιοφόρος μιας ζωής που θα βιώνεται από εδώ και στο εξής με τους όρους που περιγράψαμε παραπάνω: βασανιστής – βασανιζόμενος.

Πλέον οποιοσδήποτε θα μπορεί να βρίσκεται στη θέση του σγούρδα, σε μια θέση (βασανιστής) δηλαδή που μπορεί από τη μια να εμφανίζεται μπροστά μας ως μια ανατριχιαστική υπόθεση απανθρωπιάς ωστόσο αποτελεί και θα αποτελεί ολοένα περισσότερο έναν εργαλειακό ρόλο, μια φυσιολογική θέση στο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, υπονοείται πως κι από την άλλη πλευρά θα υπάρχουν θύματα, απώλειες, εργάτες – σκλάβοι. Και η εργατική τάξη όπως διδάσκει η ιστορία θα αναγνωρίζει τον εαυτό της ως τέτοια όταν αρνείται την ύπαρξη που διώκεται «φυσιολογικά», στη ροή μιας καθημερινότητας, στη ροή μιας ζωής δηλαδή που την αφορά μόνο η επιβίωση, απογυμνωμένη από ψυχή, πάθη και συναισθήματα. Κάπου διάβασα πρόσφατα ένα εύστοχο σχόλιο για την «θεοποίηση» της επιβίωσης: «η επιβίωση αποτελούσε πάντοτε μια έγνοια των ανθρώπων, μια προεξάρχουσα μάλιστα έγνοια για τους περισσότερους από αυτούς, μόνο στην εποχή μας φαίνεται να λαμβάνει σχεδόν ένα είδος ηθικού κύρους». Η αποκαθήλωσή της θα πρόσθετα εγώ είναι δουλειά των από τα κάτω ταξικών σχηματισμών – οτιδήποτε παίρνει τη θέση ηθικού κύρους στον καπιταλισμό έχει τη σφραγίδα των κυρίαρχων.

Μια τελευταία σημείωση στο ζήτημα της παρακολούθησης της δίκης, του «δημόσιου» χαρακτήρα της και της «διεκδίκησης του χώρου». Χωρίς να έχουμε αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης και τις πολιτικές διευθετήσεις που αναλαμβάνει στις εκάστοτε συγκυρίες, η παρουσία αλληλέγγυων αποδεικνύει ότι ο δημόσιος χαρακτήρας μιας δίκης, η θέασή της για να μπορεί να έχει άποψη η «κοινή γνώμη» όπως χαρακτηριστικά διακηρύττει η φιλελεύθερη αντίληψη, δεν είναι μια κρατική παροχή, ένα «κερδισμένο» δικαίωμα όλων των «πολιτισμένων πλευρών». Ο Ουαλίντ στις αρχές της δικαστικής περιπέτειας συνέχιζε ν’ απειλείται από τα πρώην αφεντικά και τους φίλους του, συνεχίζοντας να ζει σε μια κοινωνία που το πολύ πολύ ν’ άλλαξε τον φούρνο που έπαιρνε το ψωμί της. Το ότι η παρουσία αλληλέγγυων κατάφερε να κόψει τον βήχα της αλαζονείας τους ήταν μια απαραίτητη κίνηση για τον ίδιο πρώτα πρώτα και για τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι βλέπουν εδώ και χρόνια να περνούν από τα δικαστικά έδρανα μετανάστες εργάτες κατηγορούμενοι για τη «νομιμότητα» της παραμονής τους και για το ηθικό τους κύρος.

Στον «δημόσιο χαρακτήρα» της δίκης η αλληλέγγυα παρουσία έχει μια ταξική υπόσταση, αποτελεί μια ελάχιστη ταξική διεκδίκηση μέσα στον στενό κρατικό χώρο των δικαστών και των ανθρωποφυλάκων. Όταν βέβαια συνοδεύεται με πολύμορφες συνοδευτικές δράσεις (πορείες, ενημερώσεις, παραγωγή κειμένων κ.λπ) τότε επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συγκρότηση, συνοχή και το κυριότερο συνέχεια: για να μην φτάνουμε εκ των υστέρων στις δικαστικές αίθουσες.

Είναι προτιμότερο να προλαβαίνουμε την πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης έξω από το θέαμα που παράγεται μέσα στους ναούς της δικαιοσύνης – όπου δυστυχώς είμαστε και μεις συμμέτοχοι.

Είναι προτιμότερο να κόβουμε από τη ρίζα τη σχέση των Ουαλίντ, των βασανιστών αφεντικών τους και των συνηγόρων τους. Αυτοί οι τελευταίοι αμείβονται με χρήματα που παρήγαγε με την υπεραξία του ο ουαλίντ σ’ εκείνο τον φούρνο στη Σαλαμίνα. Σ’ αυτόν τον «κύκλο» είναι το πρόβλημα.




Αποσυσκευάζοντας τη «Δημοκρατία μας»

 

Ε κείνη τη μέρα, στο δημοκρατικό μας κοινοβούλιο «συζητούνταν», αλλά, βασικά, ψηφιζόταν το δημοκρατικό νομοσχέδιο, για τις δημοκρατικές φυλακές τύπου Γ. Από προχτές, αποτελεί και επίσημα νόμο του δημοκρατικού μας κράτους (ΦΕΚ Α 147/14.07.2014) κι έτσι, μπορούμε να κοιμόμαστε πιο ήσυχοι τα βράδια και πιο βαθιά τις μέρες.

Μεθυσμένοι κι εμείς από μια «μυρωδιά Δημοκρατίας» διάχυτη στην ατμόσφαιρα, συναντήσαμε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο τον Σταύρο Κωνσταντακόπουλο, Επίκουρο Καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που μας «μυρίζει».

Πρώτα κουβεντιάσαμε για το σίφουνα που ακούει στο όνομα «Νεοφιλελευθερισμός». Ποια είναι άραγε τα βασικά του χαρακτηριστικά; Τα ζούμε στο πετσί μας, αλλά τι όνομα να τους δώσουμε; «Κοινωνικός δαρβινισμός και βαθειά αντιδημοκρατικότητα» ξεχωρίζουν ανάμεσα σε όλα τα άλλα.

 

Ο Ελιτισμός είναι η ιδεολογική πλατφόρμα πάνω στην οποία ταξίδεψε ο Φιλελευθερισμός από τον 19ο αιώνα και πάνω στην οποία καλπάζει σήμερα ο μακρινός του ξάδερφος, ο Νεοφιλελευθερισμός. Είναι μάλιστα η ίδια ιδεολογία που μας κάνει να «έχουμε ανάγκη τους αρίστους – έστω κι αν έχουν ένα σακίδιο στον ώμο- για να μας σώσουν από το τέλμα που έχουμε βυθιστεί».

 

Πόση σχέση έχει η Συμμετοχική με την Άμεση Δημοκρατία; Όση έχει ο ΓΑΠ με την Κομμούνα.

 

Η ταξική ανάλυση και η ταξική συνειδητοποίηση είναι υπό διωγμόν και υπό εξαφάνιση μετά το ’89. Ευτυχώς στην Ελλάδα έχουμε τους ατενίστας, το ποτάμι και τον Καμίνη για να μας τα θυμίζουν.

 

Τελικά αυτή η μυρωδιά Δημοκρατίας, μπορεί να είναι και αποφορά.