1

make it rain | για το ντοκιμαντέρ «οι βροχοποιοί»

 

— edit: το ντοκιμαντέρ για το οποίο μιλάμε παρακάτω είναι online και μπορείτε να το δείτε εδώ

 

Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του “με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά”. Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου.

Walter Benjamin

Την Τετάρτη στο Μικρόκοσμο έγινε η πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ «Οι βροχοποιοί», που δημιούργησαν οι Εκδόσεις Διάδοση. Το φιλμ αποδείχτηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον, σε πολλές στιγμές συγκινητικό και σίγουρα θα αποτελέσει αφορμή για ευρύτερη συζήτηση και αναστοχασμό πάνω σε μια σειρά από θέματα.

Το ντοκιμαντέρ καταπιάνεται με την κατάσταση στις φυλακές και τους αγώνες που δόθηκαν μέσα σ’ αυτές από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν επιχειρείται να δοθεί κάποια συνολική εικόνα της κατάστασης, με ανάλυση από «ειδικούς», εκτενή αναφορά στις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες ή πολλές λεπτομέρειες και εξηγήσεις. Αντίθετα, το ντοκιμαντέρ εστιάζει στις αφηγήσεις έξι ανθρώπων, οι οποίοι καταθέτουν τις συγκλονιστικές, είναι η αλήθεια, εμπειρίες τους.

Μέσα απ’ την προσωπική ματιά και ιστορία του καθενός, ακολουθούμε μια πορεία που περνά από διάφορους χώρους κράτησης της ελληνικής επικράτειας. Κέρκυρα, Αίγινα, Κορυδαλλός και Πάτρα. Άνθρωποι που πέρασαν χρόνια στις φυλακές ως κρατούμενοι περιγράφουν τις συνθήκες κράτησης, τις πρακτικές των δεσμοφυλάκων και τελικά αποτυπώνουν στιγμιότυπα από την ίδια την πολιτική του εγκλεισμού. Στο δεύτερο μισό του έργου, οι ίδιοι άνθρωποι αφηγούνται τους αγώνες, τις προσπάθειες και τις εξεγέρσεις των κρατουμένων της εποχής.

 

οι περίφημες φυλακές Κέρκυρας. Ένα ελληνικό πανοπτικό.

οι περίφημες φυλακές Κέρκυρας. Ένα ελληνικό πανοπτικό. ( η foto από εδώ )

 

Οι άνθρωποι στην οθόνη μας δίνουν συγκλονιστικές περιγραφές του τι σημαίνει φυλακή. Μιλάνε για το ξύλο, τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Περιγράφεται για παράδειγμα ότι τη δεκαετία του ’80 όταν έμπαινε κανείς στη φυλακή της Κέρκυρας (που θεωρούνταν η μάλλον πιο σκληρή της εποχής και στην οποία στέλνονταν απείθαρχοι ή «επικίνδυνοι» κρατούμενοι), τον περίμεναν για αρχή παρατεταγμένοι σε ένα διάδρομο δεξιά και αριστερά δεσμοφύλακες με ξύλινα γκλομπ. Με αυτά υποδέχονταν τον καινούριο κρατούμενο. Μετά, ανεξαρτήτως ποιος ερχόταν ή τι έκανε, τον πήγαιναν για μια εβδομάδα στα λεγόμενα πειθαρχεία, μικρά σκοτεινά κελιά, που περιγράφονται ως μπαούλα ή κουτιά, αφού ήταν πολύ μικρά και δεν υπήρχε φως από πουθενά. Οι κρατούμενοι έχαναν την αίσθηση του χρόνου, της μέρας και της νύχτας και έμεναν εκεί απομονωμένοι, χωρίς προαυλισμό (τι λέξη κι αυτή) για μία εβδομάδα. Κάτι σαν εβδομάδα προσαρμογής λοιπόν.

Ακούγεται ακόμη μια άλλη μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία, όταν οι δεσμοφύλακες είχαν «κέφια», έμπαιναν στα κελιά και ρωτούσαν ένα κρατούμενο: «Είσαι παντρεμένος;». Αν απαντούσες όχι, σου έλεγαν «γιατί ρε; Για να μην κάνεις παιδιά και να μην πάνε φαντάροι;». Και ύστερα σε χτυπούσαν μέχρι λιποθυμίας. Αν απαντούσες ναι, σου έλεγαν «γιατί; Για να κάνεις παιδιά και να γίνουν κομμουνιστές;». Και ύστερα σε χτυπούσαν μέχρι λιποθυμίας.

Κάποια στιγμή λέγεται ότι στις διαβόητες φυλακές της Κέρκυρας βγήκε εντολή να απαγορευτούν τα βιβλία που είχαν στον τίτλο τις λέξεις «επανάσταση», «αναρχία» και «έρωτας».

 

Κέρκυρα και πάλι

Κέρκυρα και πάλι. ( η foto από εδώ )

 

Ακούγονται και άλλες ιστορίες και περιστατικά, που δεν έχει νόημα να αναφέρουμε αλλά είναι καλύτερα να παρακολουθήσετε πως τις αφηγούνται οι ίδιοι οι πρώην κατηγορούμενοι.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις που ακούγονται για την απόσταση και το διαχωρισμό μεταξύ ποινικών και πολιτικών κρατουμένων. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται ότι αυτή η απόσταση μίκρυνε όταν μπήκαν φυλακή οι πρώτοι αναρχικοί.  Συγκινητικές είναι οι μαρτυρίες για τις γυναικείες φυλακές και την απεργία πείνας του 1980 στον Κορυδαλλό. Μένουν στο μυαλό τα όσα λένε οι γυναίκες για τον ψυχίατρο της φυλακής Κορυδαλλού, Μάριο Μαράτο και τις πρακτικές του. Σημειώνουμε ότι ο Μαράτος το 1990 σκοτώθηκε από την «Επαναστατική Αλληλεγγύη».

Οι διαμαρτυρίες, οι εξεγέρσεις και όλες οι απόπειρες αντίστασης δεν περιγράφονται με κάποιο ηρωισμό ή κάποια οίηση, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Ακούμε πολλές φορές τη φράση «δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς». Βλέπουμε πρόσωπα, στις γκριμάτσες των οποίων, στριμώχνονται με ένα περίεργο τρόπο η αξιοπρέπεια, η ασφυξία της καταπίεσης, μια αλλόκοτη γενναιότητα και η ιδέα μιας βαθιάς αλληλεγγύης. Ακόμη και ο τρόπος που επαναλαμβάνουν τη φράση «μετά μας τσάκισαν» δεν κρύβει ήττα και απογοήτευση, αλλά μοιάζει να σημαίνει κάπως τον χρόνο μιας παύσης πριν την επόμενη επίθεση. Κατά τ’ άλλα, απ’ τις εξιστορήσεις των αγώνων, θα μας μείνει η εικόνα της φλεγόμενης φυλακής της Κέρκυρας, σαν απάντηση στις επιθυμίες και τον τρόμο εκατοντάδων κρατουμένων ανά τα χρόνια, αλλά και οι δυσκολίες στο να αντιμετωπίσουν συλλογικά ποινικοί και πολιτικοί τα κοινά τους προβλήματα.

Μια εντύπωση προκαλεί επίσης και η επισήμανση αρκετών ότι αν η δεξιά τσάκιζε τις εξεγέρσεις με το γκλομπ και τη σωματική βία, οι φυλακές μπήκαν σε καινούρια κατεύθυνση με την έλευση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, όπως λένε, υιοθέτησε μια διαφορετική πρακτική. Γέμισε τη φυλακή με ναρκωτικά.

Μετά το τέλος του ντοκιμαντέρ για κάποιο λόγο πήγε ο νους μου στον Γκαλεάνο. Σκεφτόμουν τις μέρες μετά το θάνατό του, πέρα φυσικά απ’ τη γνώση ή την καλογραμμένη αφήγηση, πως αυτό που μου έμεινε από τα γραπτά του είναι μια κατανόηση του τι σημαίνει επιμονή στο να αφηγούμαστε την ιστορία «από τα κάτω». Ένα απ’ τα (εκατομμύρια βέβαια) προβλήματα του καιρού μας είναι αυτή ακριβώς η απομάκρυνση των ανθρώπων από την ιστορία τους και από την πολιτική ως σκέψη και προσωπική υπόθεση και πράξη. Σήμερα, όπως μας πληροφορούν μερικές εκατοντάδες ρεπορτάζ σε σοβαρές εφημερίδες, λαχανιασμένα κανάλια και έξαλλα σάιτ, όλα βρίσκονται και όλα συμβαίνουν κάπου αλλού. Στις Βρυξέλλες και σε μια τηλεδιάσκεψη του eurogroup, στο ιδιωτικό δωμάτιο του Πούτιν και στα τεράστια δημόσια κτίρια του Βερολίνου. Η αφήγηση λέει ότι είμαστε μικροί και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε τα αποτελέσματα μιας διαπραγμάτευσης που μας αφορά αλλά παραμένει άγνωστη. Τεχνικές λεπτομέρειες, τεχνικά κλιμάκια και ό,τι άλλο τεχνικό μπορεί να φανταστεί κανείς.

η αφίσα τη προβολής της Τετάρτης. ( από εδώ )

η αφίσα της προβολής της Τετάρτης. ( από εδώ )

 

Ένα απ’ τα πράγματα που βγαίνουν από το ντοκιμαντέρ είναι αυτή ακριβώς η υπενθύμιση ότι η πολιτική δεν συμβαίνει κάπου αλλού, αλλά είναι η προσωπική μας στάση απέναντι στα πράγματα και η ίδια μας η πράξη, όσο κι αν αυτή μοιάζει καταδικασμένη από την άνιση κατανομή των δυνάμεων στο γήπεδο που καλούμαστε να δώσουμε τον αγώνα. Η άλλη ίσως ακόμη πιο βασική υπενθύμιση του ντοκιμαντέρ είναι η εξής: Πολλές φορές, η επικρατούσα απίθανη σύγχυση, ο ιδεολογικός χυλός, οι αντιφάσεις της πραγματικότητας και το γενικό ζόρι τείνουν να αποπροσανατολίζουν. Τότε, νομίζω ότι ένα καλό προσδιοριστικό κριτήριο για να βρεις ξανά τη θέση σου στον κόσμο είναι να ακούς τους ίδιους τους ανθρώπους. Όχι με την ασπίδα της προκάτ ιδεολογικής συμφωνίας, ούτε προτάσσοντας μια καθηλωτική γνώση, η οποία έχει σκοπό να αποκλείσει κάθε πράξη εκ των προτέρων, ούτε βέβαια με τον κατανοητό αλλά καταστροφικό κυνισμό του «δεν αλλάζει τίποτα». Να ακούς τους ίδιους τους ανθρώπους, σημαίνει να ακούς όσους έζησαν και ζουν την καταπίεση και τη βία, να ακούς όσους βρέθηκαν στον πάτο του βαρελιού, όσους παρόλο το φόβο προχώρησαν όπως μπορούσαν.

Λέει κάποια στιγμή ένας αφηγητής ότι αν κατάφερε να αγωνιστεί (και τελικά να κάψει το ίδιο του το κελί) ήταν και επειδή είχε «δάσκαλους στη φυλακή, δάσκαλους αγράμματους, εμπειρικούς. Που ό,τι είχαν το έβαζαν».

Και να πως ξαναβρίσκεις τη θέση σου στον κόσμο.

* Δεν ξέρω τίποτα για την ομάδα που έφτιαξε το ντοκιμαντέρ. Σημειώνω πάντως ότι η ίδια ομάδα, οι εκδόσεις Διάδοση δηλαδή, έκανε και το «οι λαχειοπώλες του ουρανού», ένα ντοκιμαντέρ με αφηγήσεις που επαναφέρουν στο προσκήνιο την κοινωνική ιστορία της Ελλάδας του ’60-’70 και το οποίο μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ.




«5 σπασμένες κάμερες» κι ένα χωριό στην Παλαιστίνη

 

ο Εμαντ Μπουρνάτ και οι 5 σπασμένες καμερές του | φωτό: Kino Lorber, Inc

ο Εμάντ Μπουρνάτ και οι 5 σπασμένες καμερές του | φωτό: Kino Lorber, Inc

Ο Εμάντ Μπουρνάτ είναι ο πρώτος Παλαιστίνιος που είδε την ταινία του να κατεβαίνει υποψήφια για βραβείο Όσκαρ, το 2013. Το βραβείο δεν το κέρδισε τελικά, αλλά οι «5 σπασμένες κάμερές» του έχουν κερδίσει περισσότερα από 30 βραβεία, σε διεθνή φεστιβάλ ντοκιμαντέρ και αλλού. Κι έχουν κερδίσει κι ένα πιο σημαντικό βραβείο: το να στριμώχνονται στις αίθουσες εκατοντάδες θεατές και να κρέμονται από αυτοσχέδιες οθόνες για να δουν εικόνες από την Παλαιστίνη, τραβηγμένες από έναν απλό αγρότη που, σε μια κρίσιμη περίοδο, αισθάνθηκε ότι έπρεπε να καταγράφει όσα συνέβαιναν γύρω του. Αυτό συνέβη και την περασμένη Δευτέρα, 2 Μαρτίου, στην πρώτη (εκτός φεστιβάλ*) προβολή της ταινίας στην Ελλάδα. Οι θεατές ξεχείλιζαν στις θέσεις και στα σκαλοπάτια του θεάτρου «Εμπρός», στου Ψυρρή, ενώ δεκάδες άλλοι κάθονταν στο πάτωμα της σκηνής ή όρθιοι τριγύρω για τα 90 λεπτά της προβολής της και για τη συνέντευξη του Μπουρνάτ που ακολούθησε. Αλληλέγγυοι, συγκινημένοι και ευγνώμονες που κάποιος κατάφερε να μεταφράσει σε εικόνα λίγο από τον πόνο και την αδικία που βιώνει η Παλαιστίνη, και να την φέρει ως την Αθήνα.

η μητέρα του Εμαντ Μπουρνάτ παρακαλεί τον ισραηλινό στρατιώτη να αφεθεί ελεύθερος ο άλλος γιος της, Καλέντ, που μόλις έχει συλληφθεί | φωτό: Kino Lorber, Inc

η μητέρα του Εμάντ Μπουρνάτ παρακαλεί τον ισραηλινό στρατιώτη να αφεθεί ελεύθερος ο άλλος γιος της, Καλέντ, που μόλις έχει συλληφθεί | φωτό: Kino Lorber, Inc

  Οι «5 σπασμένες κάμερες» είναι ένα ντοκιμαντέρ με όσα κατέγραψαν οι ισάριθμες κάμερες του Μπουρνάτ από τον Φεβρουάριο του 2005 μέχρι την άνοιξη του 2010, από τη ζωή του και τη ζωή των συγχωριανών του στο Μπιλαϊν, στη Δυτική Όχθη. Η πρώτη κάμερα αγοράστηκε για να μαγνητοσκοπηθούν στιγμές μετά τη γέννηση του τέταρτου γιού του, του Τζιμπρίλ, αλλά έμελε να αποτυπώσει και την αρχή της εξέγερσης που ξεκίνησε στο χωριό εκείνες τις μέρες, λόγω της επέκτασης του υπό ανοικοδόμηση γειτονικού οικισμού ισραηλινών εποίκων πάνω σε εδάφη που κλάπηκαν από τη γη των παλαιστίνιων χωρικών. Υπό την επίκληση της ασφάλειας των ισραηλινών, στήθηκε εκείνο το διάστημα μια περίφραξη κοντά στα σύνορα του Μπιλαϊν, αποκόπτοντας τους Παλαιστίνιους από τους ελαιώνες και τα χωράφια που καλλιεργούσαν στους γύρω λόφους. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβαινε εκείνη την περίοδο σε πολλά σημεία της Δυτικής Όχθης, όπου οι ισραηλινοί οικισμοί απλώνονταν επιθετικά. Έτσι ανάμεσα στις πρώτες λέξες που έμαθε να λέει ο μικρός Τζιμπρίλ ήταν το «τζιντάλ» (το τείχος), κι από τα πρώτα αντικείμενα που έμαθε να ξεχωρίζει στο έδαφος καθώς τον κρατούσαν από το χεράκι και περπατούσε, ήταν τα φυσίγγια που είχαν ξεμείνει από τους πυροβολισμούς με αληθινά πυρά που δέχονταν οι παλαιστίνιοι από τους ισραηλινούς στρατιώτες. Στα έξι χρόνια της καταγεγραμμένης εξέγερσης, στην ταινία αποτυπώνονται οι όλο και συχνότερες έφοδοι του ισραηλινού στρατού στο χωριό, η υποδοχή τους με πετροβολισμούς – ειδικά σε περιόδους έντασης και μετά τη δολοφονία παλαιστινίων-, συλλήψεις ενηλίκων και ανηλίκων παλαιστίνινων, νύχτα στα σπίτια τους ή μέρα στα σημεία των διαδηλώσεων που γίνονταν –και εξακολουθούν να γίνονται- κάθε βδομάδα, κατά της κατασκευής του ισραηλινού τείχους. Υπάρχει μια σκηνή που ένας στρατιώτης χτυπάει νύχτα την πόρτα του Μπουρνάτ και του αναγγέλει ότι κατοικεί σε περιοχή που κυρήχθηκε «κλειστή στρατιωτική ζώνη» και ότι όποιος βρίσκεται μέσα σε αυτή μπορεί να συλληφθεί ανά πάσα στιγμή. Με αυτή τη λογική, σχεδόν όλα τα αγόρια του χωριού έχουν συλληφθεί τουλάχιστον από μία φορά μέχρι σήμερα, μας ενημέρωσε αργότερα ο μεταφραστής της συνέντευης του Μπουρνάτ.

οι φίλοι του Εμαντ Μπουρνάτ, Αντίμπ και Φιλ σε μια διαδήλωση στο Μπιλαϊν| φωτό: Kino Lorber, Inc

οι φίλοι του Εμάντ Μπουρνάτ, Αντίμπ και Φιλ σε μια διαδήλωση στο Μπιλαϊν| φωτό: Kino Lorber, Inc

  Η υπάρξη μιας κάμερας στο χωριό γίνεται επίσης ευκαιρία να καταγραφεί η ζωή των κατοίκων του. Γιορτές, χοροί, το μάζεμα της ελιάς το φθινόπωρο, τα γενέθλια του Τζιμπρίλ κάθε Φεβρουάριο, οι κότες που προτιμούν να ζουν ελεύθερες πάνω σε ένα δέντρο αντί για το κοτέτσι τους, ο Φιλ («ο ελέφαντας») που παίζει με τα παιδιά και πάντα είναι αισιόδοξος «ότι θα βρεθεί μια λύση και όλα θα πάνε καλά», ο Αντίμπ που αγκαλιάζει τον κορμό της ελιάς πριν του την πάρουν. Αλλά και η παρουσία ισραηλινών και ξένων ακτιβιστών, που σκέκονται στο πλευρό των χωρικών του Μπιλαϊν όλα αυτά τα χρόνια, οι πανηγυρισμοί όταν επιτυγχάνονται μικρές νίκες, όπως η δικαστική απόφαση από ισραηλινό δικαστήριο, το 2008 που όριζε ότι μέρος του φράχτη ήταν παράνομο και έπρεπε να κατεδαφιστεί, ή η εκτέλεση αυτής της απόφασης, έστω και με 5 χρόνια καθυστέρηση. Και μετά πάλι αγωνία, οργή και θρήνος για τους εκδικητικούς εμπρησμούς και το αιφνίδιο ξερίζωμα των ελαιώνων του χωριού, συνελεύσεις και αυτοσχέδιοι ακτιβισμοί για να κρατηθεί μέρος της κλεμμένης γης, απειλές από εποίκους στην άλλη πλευρά του φράχτη, τραυματισμοί και κηδείες. Με τον καιρό οι κινητοποιήσεις στο Μπιλαϊν φαίνεται να φέρνουν μικρά αποτελέσματα, κι αυτά αναζωπυρώνουν την ελπίδα. Το 2008, μετά τη δικαστική απόφαση, κι άλλα παλαιστινιακά χωριά που συνορεύουν με το υπό ανέγερση ισραηλινό τείχος ακολουθούν το μοντέλο των τακτικών διαδηλώσεων από τους κατοίκους τους, και πολλές φορές το πληρώνουν με αίμα. Το Μπιλαϊν, διάσημο πλέον, δέχεται επισκέψεις αξιωματούχων και ηγετών των παλαιστινιακών παρατάξεων. Και ο Μπουρνάτ δέχεται συχνότερα προτροπές από τους στρατιώτες να σταματήσει να μαγνητοσκοπεί τη δράση του στρατού σε βάρος των πολιτών και των ακτιβιστών που τους συμπαραστέκονται. Καταγράφει αρκετές από αυτές. Η κάμερά του είναι συχνά στο στόχαστρο. Έτσι χάνει σταδιακά τη μία μετά την άλλη. Κάποια από αυτές έχει ακόμα μέσα της τη σφαίρα που, απ’ ότι καταλαβαίνει, ο ίδιος την γλύτωσε από θαύμα.

 * * *

Στις 20 του περασμένου Φεβρουαρίου, η αντίσταση των κατοίκων του Μπιλαϊν, όπως και ο Τζιμπρίλ, έκλεισαν 10 χρόνια. Χάρη στον αγώνα τους, κάποια κομμάτια γης έχουν επιστραφεί στους χωρικούς του Μπιλαϊν, αλλά το τσιμεντένιο τείχος γύρω τους οριοθετεί το μεγαλύτερο μέρος, που μοιάζει αδύνατο να ξανακερδιθεί. Σήμερα ο Εμάντ Μπουρνάτ εξακολουθεί να τραβάει πλάνα με την έκτη του κάμερα. Έχει χτυπηθεί κι αυτή δυο φορές, αλλά επισκευάστηκε και συνεχίζει να γράφει. Την κρατάει στα χέρια του διαρκώς και στα πλάνα που θα πάρει πίσω στο Μπιλαϊν, θα είναι και η ζεστή υποδοχή που του επιφύλαξε το ελληνικό κοινό στην Αθήνα, τα Τρίκαλα και τα Χανιά στις προβολές που συνδιοργανώθηκαν αυτή τη βδομάδα από την Πρωτοβουλία «Ένα Καράβι για τη Γάζα» και την Παλαιστινιακή Κοινότητα Ελλάδας. Μια τελευταία προβολή έχει προγραμματιστεί για αύριο, Παρασκευή, στις 19.30, στο Nosotros (Θεμιστοκλέους 66) στα Εξάρχεια. Περισσότερες προβολές στην Ελλάδα αναμένεται να διοργανωθούν προσεχώς. Με την ευκαιρία της πρώτης προβολής της ταινίας, προαναγγέλθηκε ένα ακόμη ταξίδι της Πρωτοβουλίας «Ένα Καράβι για τη Γάζα», το 2015, για το οποίο προετοιμάζεται ένας μικρός στόλος. Νεότερες σχετικές ανακοινώσεις θα γίνουν τους επόμενους μήνες, όπως διεκρινίστηκε από το μέλος του συντονιστικού οργάνου της Πρωτοβουλίας, Βαγγέλη Πισσία.

 

* Διόρθωση: Όπως μας επισήμανε ένας σχολιαστής, η ταινία είχε προβληθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 2012.

 

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:




κυρίες και κύριοι, ο Γιάννης Χρήστου

 

Είναι δύσκολο να βρει κάποιος τις λέξεις για να περιγράψει το πρωτοποριακό έργο του συνθέτη Γιάννη Χρήστου. Ειδικά, αν η γνώση του για αυτόν δεν έρχεται μέσα από μια, μακράς διάρκειας, παρατήρηση και μελέτη, αλλά ξεκινάει από το ντοκιμαντέρ του μουσικολόγου Κωστή Ζουλιάτη με θέμα τη ζωή και το έργο του συνθέτη. Πώς γίνεται όμως ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης να είναι άγνωστος; Κι όμως, ακόμα κι αν μερικές φορές η ιστορία αργεί να μας συναντήσει, όταν συμβεί αυτή η επαφή, τότε το ρου της γνώσης αλλάζει, εμπλουτίζεται και εξελίσσεται.

Άργησα να μάθω για την αινιγματική προσωπικότητα του μεγάλου συνθέτη, ωστόσο πριν έναν μήνα σχεδόν, 45 ολόκληρα χρόνια από το θάνατο του στις 8 Ιανουαρίου 1970, προβλήθηκε ξανά, στον κινηματογράφο Τριανόν, το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του Ζουλιάτη με τίτλο “Αναπαράστασις: η ζωή και το έργο του Γιάννη Χρήστου”, ο τίτλος του οποίου είναι εμπνευσμένος από έναν ημιτελή κύκλο 130 πολύτεχνων ψυχοδραματικών τελετουργιών του συνθέτη οι οποίες επιγράφονται ως “Αναπαραστάσεις”.

Το ντοκιμαντέρ του Ζουλιάτη, το οποίο ξεκίνησε ως μελέτη της πτυχιακής του και ολοκληρώθηκε ως διδακτορική διατριβή με θέμα την φιλοσοφική σκέψη του Χρήστου, στο τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, παρουσιάζει έναν φιλόσοφο, σουρεαλιστή της μουσικής ο οποίος για διάφορους λόγους, ιστορικούς αλλά και συγκυριακούς, είχε μείνει άγνωστος για τα ελληνικά δεδομένα. Στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται η πολυετής έρευνα του Ζουλιάτη από σημαντικούς σταθμούς του συνθέτη, όπως το ιστορικό φιλμ του Μίμη Κουγιουμτζή από τις πρόβες του Θεάτρου Τέχνης, το μοναδικό έγχρωμο φιλμικό ντοκουμέντο με οικογενειακές στιγμές του Χρήστου από την Αλεξάνδρεια, πολλές αδημοσίευτες φωτογραφίες του συνθέτη από το προσωπικό του αρχείο, συνεντεύξεις του Καρόλου Κουν και της Ντόρας Τσάτσου από εκπομπές της ΕΡΤ, καθώς, επίσης, πλάνα από συνεντεύξεις ανθρώπων που συνδέθηκαν είτε φιλικά είτε μουσικά με τον Χρήστου, μεταξύ των οποίων οι Στέφανος Βασιλειάδης (συνθέτης και παιδαγωγός), Θόδωρος Αντωνίου (συνθέτης και μαέστρος), η πιανίστρια Νέλλη Σεμιτέκολο και ο εικαστικός καλλιτέχνης και περφόρμερ Γρηγόρης Σεμιτέκολο, αλλά και καλλιτεχνών από το εξωτερικό οι οποίοι ασχολήθηκαν με το έργο του.

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε πως θα εξελισσόταν μια ιστορία αν τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, ακόμα κι αν οι απαντήσεις και οι παράμετροι είναι άπειρες και άγνωστες για μια τέτοια σκέψη, εάν ο Χρήστου δεν έφευγε από τη ζωή τόσο νέος θα είχε ολοκληρώσει τις συνθέσεις του που έχουν μείνει ημιτελείς, ενώ θα είχαν εκτελεστεί και παιχτεί ακόμη περισσότερα έργα του με αποτέλεσμα να επηρέαζε ακόμα περισσότερους μουσικούς, ενώ δεν θα είχε παραμείνει ως ο “άγνωστος” μουσικός για τα ελληνικά δεδομένα ενώ την ίδια στιγμή ως ο μουσικός “φιλόσοφος” για τον υπόλοιπο πλανήτη.

partitura_Christou

Με τους μουσικολόγους να χαρακτηρίζουν το έργο πολυεπίπεδο, γεννημένο μέσα από τα αρχέγονα μονοπάτια της τελετουργίας, ο Χρήστου διευρύνει τα όρια της μουσικής του πατώντας στο άγνωστο. Με μια ρηξικέλευθη χρήση της μουσικής γλώσσας σπάει τους κώδικες της λογικής και του ειρμού, ξεπερνάει τις νότες χρησιμοποιώντας δραματουργικές αναπαραστάσεις ενώ προσφέρει στην τέχνη της μουσικής μια πρωτόλεια εφαρμογή μουσικών τεχνικών που θα μπορούσε να αποτελεί τον χάρτη μιας οιονεί μοντέρνας γραφής της μουσικής. Όλα αυτά μέσα από μία, σχιζοφρενικά και εκρηκτικά, εκθαμβωτική εικονοπλασία. Εικονοκλάστης και εικονοπλάστης, δεν ακροβατούσε μόνο ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, αλλά συνέθετε μέσα από τις αρχές και τις αξίες της φιλοσοφίας βουτώντας στο συνειδητό και το υποσυνείδητο. Το είδος αυτό της μουσικής του, αυτή η γραφή αυτών των στίχων γίνεται μια αυτούσια περιπέτεια πάνω στα χαρτιά όπου οι μουσικοί του παραπαίουν στο μεταίχμιο καταστάσεων, ιδεών, συναισθημάτων, παθών και επιθυμιών, καθώς προσπαθούν να πορευτούν μέσα από τον δαίδαλο του ίδιου του μυαλού. Έτσι, ο Χρήστου δημιουργεί μια ενέργεια με την μουσική του χωρίς να καταλήγει πουθενά, το έργο καθ’ αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας λόγος που διαρκώς τείνει προς το υπερβατό και προς ένα ανέφικτο ιδεατό που ποτέ δεν μοιάζει να συγκεκριμενοποιείται.

Με μια μουσική χειμαρρώδη και ψυχρή ταυτόχρονα, σαν τις αστραπές και τις σπίθες που βραχυκυκλώνονται σ’ έναν ηλεκτρικό στύλο, ο Γιάννης Χρήστου είναι μια προσωπικότητα που μοιάζει με χερσότοπους ανεξερεύνητους όσο όμως την ανακαλύπτεις και την παρατηρείς τόσο νιώθεις ότι την καταλαβαίνεις.

Αντί επιλόγου

Αν και εφόσον δείτε το ντοκιμαντέρ και ακούσετε τις μουσικές του, δώστε λίγα λεπτά σιωπής στη σκέψη να συλλάβει την επιτελεστικότητα της μουσικής του μεγάλου συνθέτη αφήνοντας τις αναθυμιάσεις της μουσικής του να λιώσουν την ψυχή σας όπως το νερό τη ζάχαρη.

*Προσοχή στα όνειρα η Κυρία Με τη Στρυχνίνη εμφανίζεται συχνά ενώ αφεθείτε στις Πύρινες Γλώσσες όσο κι αν σας κάψουν.




τα κενά της συλλογικής μνήμης: οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης

 

Υπάρχει αυτή η γνωστή φράση που λέει «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» και αποδίδεται στον Samuel Johnson. Τη θυμήθηκα τις προάλλες με την υπόθεση Καρατζαφέρη. Είναι κλισέ και χιλιοειπωμένη φράση. Όπως κάθε τέτοια φράση, όσο περισσότερο την ακούς τόσο νιώθεις πως η φράση μένει σταδιακά γυμνή από νόημα και σημασία, καταλήγοντας σιγά σιγά σε έναν απλό ήχο, φθόγγοι στη σειρά που ξεστομίζονται για να μην ειπωθεί τίποτα. Το πρόβλημα με τη φράση όμως είναι ότι, αν και επιεικής, εξακολουθεί να βρίσκει το κέντρο του στόχου.

Έβλεπα το εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Εκτός Ιστορίας, By-standing and standing-by» της Φωφώς Τερζίδου. Εκεί παρακολουθούμε την περίπτωση της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά την κατοχή και μετά την απελευθέρωση. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι έτσι κι αλλιώς μια περίεργη υπόθεση, αφού είναι κάτι που δεν ακούς συχνά, κάτι που αν δεν είσαι από τη Θεσσαλονίκη μπορεί να μην το ήξερες καν, κάτι που ώρες ώρες μοιάζει με μυστικό ή για μια ιστορία των αρχαίων χρόνων. Όλα έχουν την εξήγησή τους και εκτός απ’ τον πατροπαράδατο ελληνικό ρατσισμό, θα βρούμε στο ντοκιμαντέρ και άλλους λόγους για την απόκρυψη ή τέλος πάντων αποφυγή της συζήτησης της παρουσίας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη.

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αντιμετώπισαν διώξεις και εκτόπιση κατά την Κατοχή, κάτι που όμως φανταζόμαστε. Αυτό που ίσως δε φανταζόμαστε, αλλά πιθανώς θα έπρεπε, είναι η στάση των υπόλοιπων συμπολιτών απέναντι τους. Το χριστιανικό στοιχείο, συνδυάζοντας τον αντισημιτισμό των Ναζί με τη δίψα για πλουτισμό, είδε στην γερμανική κατοχή μια χρυσή ευκαιρία. Η ευκαιρία αυτή είχε το όνομα «περιουσίες των Εβραίων». Στο ντοκιμαντέρ περιγράφονται φοβερά πράγματα.

  • Καταδόσεις προκειμένου να μπορέσουν με άνεση να αρπάξουν τη λεία όσων Εβραίων συλλαμβάνονταν. Προγραφές των πιο καλών σπιτιών. Διάφοροι ενδιαφερόμενοι είχαν ήδη σημειώσει τα σπίτια που θα έπαιρναν.
  • Ο θεσμός των «μεσεγγυούχων» (όσοι δηλαδή διαχειρίστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του εβραϊκού στοιχείου ενώ αυτοί έλειπαν στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας. Όταν κάποιοι Εβραίοι επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο, οι μεσεγγυούχοι δεν είχαν διάθεση να παραδόσουν τον πλούτο, τα καταστήματα και τα σπίτια. Σ’ αυτή την απόπειρα κλοπής, που σε γενικές γραμμές ευοδώθηκε, βρήκαν σύμμαχο την ελληνική γραφειοκρατία που ξέρει πότε και πώς να κινείται, αν πρέπει να εξυπηρετήσει τα παιδιά της).
  • Τα μπόνους των Ναζί. Περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων δίνονταν σε ντόπιους που τους είχαν ήδη βοηθήσει ή που θα συνεργάζονταν μαζί τους. Οι ταγματασφαλίτες και αυτοί που σήμερα αποκαλούμε δωσίλογοι επιβραβεύονταν από τους Ναζί. Όχι ηθικά, όχι ιδεολογικά, αλλά υλικά, στον τομέα δηλαδή που τελικά έχει σημασία.

4

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ιστορία με το εβραϊκό νεκροταφείο. Στο ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε την αφήγηση του πως τελικά οι Γερμανοί πίεσαν και εξανάγκασαν τους Εβραίους  να τους παραχωρήσουν το χώρο που βρισκόταν το νεκροταφείο, εξυπηρετώντας ουσιαστικά ένα παλιότερο αίτημα του ελληνικού κράτους (ποιο ελληνικό κράτος; Μα υπήρχε τότε ελληνικό κράτος; Μα βέβαια υπήρχε, πριν κατά τη διάρκεια και μετά την Κατοχή). Στο ντοκιμαντέρ ακούμε ότι πολλά απ’ τα σημερινά κτίσματα της Θεσσαλονίκης (όπως ο Άγιος Δημήτριος) οικοδομήθηκαν έχοντας ως υλικά, μεταξύ άλλων, τις ταφόπλακες απ’ το παλιό νεκροταφείο των Εβραίων.

Εν ολίγοις, ο αντικομουνισμός, ο αντισημιτισμός και γενικά ο ρατσισμός είχε πάντα πολυπλοκότερο κίνητρο από ένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Τα χρήματα και τα ακίνητα είναι η πιο γρήγορη οδός προς τον πατριωτισμό. Και πατρίδα μας μπορεί να μην είναι οι Γερμανοί, ακόμη περισσότερο όμως πατρίδα μας δεν είναι οι Εβραίοι ή οι αριστεροί.

Όπως και να ‘χει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον από τη συνεργασία Ναζί και ντόπιων (κάτι που άλλωστε συνέβη σχεδόν παντού στην Ευρώπη) έχει ότι μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το εβραϊκό στοιχείο αντιμετώπιζε προβλήματα και πριν την Κατοχή. Η δίωξή τους είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν από το 1942. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε με τον εμπρησμό του συνοικισμού Κάμπελ το 1931. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε με το σχηματισμό και τη δημιουργία των εθνικιστικών οργανώσεων. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε με τον ερχομό των προσφύγων, οι οποίοι για χρόνια φιλοξενήθηκαν σε εβραϊκά σχολεία και συναγωγές. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη έγινε ελληνική με τη βούλα και στο ελληνικό κράτος δεν πολυάρεσε το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 80.000 Εβραίοι, το 50% περίπου δηλαδή των κατοίκων. Το 1940 υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 56.000 Εβραίοι, αχ αυτός ο Μεσοπόλεμος και οι ηγέτες του. Ίσως το πρόβλημα πάει ακόμη πιο πίσω, στο πως ιδρύθηκε και πάνω σε ποιες συγκεκριμένες βάσεις στήθηκε το ελληνικό κράτος.

1

Αλλά εντάξει, μέρες που είναι, ας σκεφτούμε ότι υπάρχουν και άλλου είδους ιστορίες. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται η συγκινητική ιστορία των Εβραίων της Κατερίνης και το πώς αυτοί σώθηκαν με τη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων, αλλά και ανθρώπων που υπηρετούσαν στην κρατική μηχανή. Η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αξίζει να την αφηγηθεί το ίδιο το ντοκιμαντέρ κι όχι να γίνει απλά εδώ μια περίληψη. Κρατάω την άποψη μιας ιστορικού που λέει ότι τη μεγάλη διαφορά μεταξύ εξόντωσης και σωτηρίας στο θέμα των Εβραίων δεν την έκανε η παρουσία και η επιμονή των Ναζί, αλλά η συμπεριφορά των συμπολιτών τους.

Ακόμη πιο πολύ, κρατάω κάτι που λέει ο Στράτος Δορδανάς, καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ευρωπαϊκής και Βαλκανικής Ιστορίας. Ο καθηγητής μιλάει για δύο καταλόγους απωλειών (τα ντόπια θύματα των Ναζί και το εβραϊκό στοιχείο που εξοντώθηκε) από την κατοχή και παρατηρεί ότι αν αυτός ο κατάλογος δεν γίνει ένας, δεν πρόκειται να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά. Πολύ σημαντική παρατήρηση, αλλά αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν αυτός ο κατάλογος γίνει ένας. Πως θα χωρέσουμε σ’ αυτό τον κατάλογο μαζί τα θύματα που εκτέλεσαν οι Ναζί και τα θύματα (έστω έμμεσα) των ανθρώπων που αναδύθηκαν αργότερα ως νέα αστική τάξη με τα λεφτά των άλλων. Πως θα χωρέσουμε στην κυρίαρχη αφήγησή όλα αυτά που τώρα αρνούμαστε να δούμε, δηλαδή τι σήμαινε συνεργάτης των Γερμανών, τι σήμαινε να πλουτίζεις μέσα στην κατοχή, τι σήμαινε να οργανώνεις και να συμμετέχεις σε εθνικιστικές οργανώσεις, τι σήμαινε να διώκεις την ετερότητα (και ποια ήταν η κυρίαρχη εικόνα του Εβραίου τότε, ήταν μόνο ο πλούσιος όπως λέει το στερεότυπο σήμερα ή ήταν και ο σοσιαλιστής, ήταν ο Μπεναρόγια ας πούμε), τι σήμαινε αντίσταση του ντόπιου στοιχείου και ένα σωρό άλλες ερωτήσεις που δε χωράνε στον τρόπο που βλέπουμε τον τόπο και το παρελθόν.

Αλλά πάντα υπάρχει μια απάντηση απ’ τους απολογητές των ταγμάτων ασφαλείας και θιασώτες του δόγματος «η πολλή αντίσταση βλάπτει, εξαγριώνει τους κατακτητές» ή απ’ τους άλλους, τους αριστερούς, που θέλουν να καθησυχάσουν και να κάνουν ευκολότερους διαχωρισμούς και κατηγοριοποιήσεις. Ό,τι δεν εξυπηρετεί την οπτική μας μένει εκτός ιστορίας. Σαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που δεν εξοντώθηκαν ξαφνικά μια μέρα στο βαγόνι ενός τρένου για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά που εξοντώνονταν διαρκώς επί χρόνια και χρόνια.

Trailer of the documentary By-standing and standing-by — Εκτός Ιστορίας from www.bystandingandstandingby.com on Vimeo.




«The Internet’s Own Boy»: Μια ταινία για τον Aaron Swartz

 

Οι συνηθισμένες ιστορίες πιτσιρικιών που μπουσουλάνε, πιάνουν στα χέρια τους τον πρώτο τους υπολογιστή και λίγο πριν ή λίγο μετά το τέλος του κολεγίου γίνονται διάσημοι χάρη σε κάποιο από τα ταλέντα τους που άνθισε μέσα από το Ίντερνετ, συνήθως έχουν κι ένα χάπι-έντ. Η περίπτωση του Aaron Swartz δεν είχε. H ιστορία τελείωσε με μια θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Αλλά όσα προηγήθηκαν στα τελευταία από τα 25 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους οραματιστές και αγωνιστές στην ιστορία του Ίντερνετ. Η ταινία «The Internet’s Own Boy» («Το αγόρι του Ίντερνετ») που είναι αφιερωμένη στη ζωή του και αποτυπώνει για πρώτη φορά στην οθόνη τις συνθήκες της δίωξης που οδήγησε στον θάνατο του, είναι από χτες διαθέσιμη ελεύθερα και δωρεάν για όσους θέλουν να την δουν και να την κατεβάσουν, σε χώρες εκτός ΗΠΑ.

Μπορείτε να την δείτε ενσωματωμένη και στο thecricket.gr:

Η ταινία πρακολουθεί τον Swartz μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, συνεργατών, των γονιών και των δύο αδελφών του, αλλά και διακεκριμένων προσωπικοτήτων, όπως ο (συν)ιδρυτής του Παγκόσμιου Ιστού (WWW), Tim Berners Lee και ο εμπνευστής των Creative Commons, Lawrence Lessig, που είχαν συνεργαστεί μαζί του και τον αναγνωρίζουν ως ένα παιδί-θαύμα. Η αφήγηση ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία του Aaron, τότε που οι γονείς του ανακάλυψαν ότι στα 3 του χρόνια ήξερε ήδη να διαβάζει, λίγο πριν κολλήσει στον πρώτο υπολογιστή που μπήκε στο σπίτι και μάθει μόνος του να προγραμματίζει.

Στα 12, είχε φτιάξει ήδη το πρώτο του σάιτ, το The Info Network, όπου καλούσε τους επισκέπτες να εναποθέτουν ό,τι είδους γνώσεις και πληροφορίες διέθεταν, δημιουργώντας ένα είδος διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας. Είχε οραματιστεί, δηλαδή, αυτό που 5 χρόνια αργότερα έγινε η Wikipedia, με τη διαφορά ότι εκείνος εισέπραξε μόνο μια σχολική επίπληξη για την «βλακώδη» ιδέα του.

Ο μικρός

Την ίδια χρονιά παραλαμβάνει το πρώτο του βραβείο προγραμματισμού από το ΜΙΤ και στη συνέχεια γίνεται μέλος σε μη κερδοσκοπικές κοινότητες προγραμματιστών όπως η RSS-DEV Working Group που έγραψε ιστορία δημιουργώντας το RSS 1.0 (το πρότυπο που επιτρέπει για πρώτη φορά στον χρήστη του Ίντερνετ να λαμβάνει αυτόματες ανανεώσεις από ιστοσελίδες). Οι άλλοι προγραμματιστές εκπλήσσονται όταν κάποια στιγμή μαθαίνουν πως ένα από τα πιο δημιουργικά μέλη τους δεν μπορεί να έρθει να τον γνωρίσουν από κοντά καθώς τους λέει «μάλλον δεν θα με αφήσει η μαμά μου». Διαπιστώνουν ότι κάποιος ανάμεσά τους είναι 14 ετών και δούλευε στο πρότζεκτ από τα 13 του.

Ο Swartz βαριέται ήδη το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα. Ξέρει πως τα περισσότερα πράγματα που τους μαθαίνουν εκεί μπορεί να τα μάθει διαβάζοντά τα μόνος του, θέλει να συμβάλλει σε πιο δημιουργικά πρότζεκτ και να βρει πρόσβαση σε περισσότερη γνώση. Είναι μέλος μια γενιάς που βιώνει τη σύγκρουση μεταξύ του παλιού συστήματος περί πνευματικής ιδιοκτησίας και του νέου που χτιζόταν, του Διαδικτύου, διαπιστώνει ο Lawrence Lesssig.

Οι δύο τους γνωρίστηκαν το 2002, όταν ο 16χρονος πια Aaron πήγε στην Ουάσινγκτον να παρακολουθήσει την εκδίκαση μιας υπόθεσης περί πνευματικής ιδιοκτησίας που είχε φέρει ο Lessig στον Ανώτατο Δικαστήριο. Υπάρχει μια συγκινητική φωτογραφία με τους δυό τους να τα λένε σε ένα πεζούλι: ο διανοητής ακαδημαϊκός απέναντι σε ένα μάλλον ατσούμπαλο πιτσιρίκι με ένα σακίδιο στην πλάτη, να του μιλάει.

Το πιτσιρίκι σύντομα καλείται και δίνει ομιλίες παρουσίασης του συστήματος των Creative Commons που είχε στήσει η κοινότητα γύρω από τον Lessig. Είναι μικρός, δεν φτάνει καλά καλά στα μικρόφωνα και η μαμά του, που κάθεται πίσω στην αίθουσα, απορεί πώς όλοι αυτοί οι τύποι δέχονται να ακούν ένα παιδί.

Στα 18 του πάει στο πανεπιστήμιο, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι κι εκεί ασφυκτικό. Στα 20, μαζί με μια ομάδα προγραμματιστών φτιάχνουν την πλατφόρμα διαμοιρασμού ειδήσεων Reddit, που γνωρίζει τεράστια επιτυχία και εξαγοράζεται από την Conde Nast. Βγάζει αρκετά χρήματα από την εξαγορά, πιθανότατα πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια, αλλά δεν αλλάζει τον τρόπο που ζει. Μετακομίζει, όμως στο Σαν Φρανσίσκο, καθώς η Conde Nast του προσφέρει δουλειά στην εταιρεία, που εκδίδει και το περιοδικό Wired. Ο ίδιος, όμως, φρικάρει από το θορυβώδες και αντιπαραγωγικό στυλ των παιδιών της Σίλικον Βάλεϊ. Την πρώτη μέρα καταλήγει κλαίγοντας στην τουαλέτα του γραφείου και σύντομα σταματάει να πηγαίνει. Μετά από λίγο ποζάρει φορώντας ένα μπλουζάκι με το λογότυπο του Wired όπου αντί για W έχει F. Εχει απολυθεί.

Έρευνα και ακτιβισμός

Ο Swartz είχε ήδη επιλέξει τον δρόμο του. Γι’αυτόν η επιτυχία δεν κρίνεται με όρους επιχειρηματικής επιβράβευσης και υλικών ανταμοιβών. Έχει έναν πολιτικό προσανατολισμό σε ό,τι κάνει, λένε οι δικοί του άνθρωποι. Η τότε φίλη και σύντροφός του Quinn Norton διαπιστώνει ότι η η απόλυση από το Wired ήταν η στιγμή που ο επιχειρηματικός κόσμος τον απέρριψε. Κι αυτό φαίνεται πως είναι και το ιστορικό σημείο που διαχωρίζει πλέον ξεκάθαρα τον Swartz από τα υπόλοιπα παιδιά-θαύματα που αναδύονται από τον διαδικτυακό κόσμο των start-ups και μένουν εκεί.

Η δράση του από εκεί και πέρα είναι ερευνητική και χ-ακτιβιστική. Συμβάλει σε μια σειρά από πολύ σημαντικά και δημιουργικά εγχειρήματα, όπως το Open Library [ένα μεγάλο wiki με μια σελίδα για κάθε βιβλίο που έχει γραφτεί, με πληροφορίες από ποικίλες πηγές και με τρόπους να το βρει κανείς, να το δανειστεί , να το αγοράσει ή να το διαβάσει online] και το Internet Archive [μια μεγάλη ηλεκτρονική βιβλιοθήκη που αρχειοθετεί σελίδες του Ίντερνετ κι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που προάγει την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση].

Παράλληλα πειραματίζεται με την εξασφάλιση πρόσβασης σε μεγάλες βάσεις δεδομένων, οι οποίες διαχειρίζονται δημόσια γνώση αλλά την κρατούν κλειδωμένη, κερδοσκοπώντας με τις άδειες πρόσβασης. Μια από αυτές τις περιπτώσεις, είναι η πλατφόρμα PACER, η οποία συγκεντρώνει και προσφέρει με χρέωση όλες τις αποφάσεις των αμερικανικών δικαστηρίων και άλλα νομικά κείμενα, βγάζοντας κέρδη πάνω από 100 εκατ. δολάρια ετησίως. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ (σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης) διέπονται από το κοινό δίκαιο, δηλαδή οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να συμπληρώσουν την υπάρχουσα νομοθεσία ως νέοι νόμοι, το να στερείς από τους πολίτες την δωρεάν πρόσβαση στις δικαστικές αποφάσεις, σημαίνει ότι όσοι δεν έχουν να διαθέσουν χρήματα δεν μπορούν να διαβάσουν τους νόμους.

Χακάροντας το σύστημα των δημόσιων βιβλιοθηκών ώστε να κατεβάσει αποφάσεις από τις βάσεις του PACER και να τις κάνει διαθέσιμες μέσω του public.resource.org, ο Swartz μπήκε για πρώτη φορά στο στόχαστρο του FBI το 2009. Οι παρακολουθήσεις και οι έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά και προσωρινά τον άφησαν ήσυχο. Στο μεταξύ, η δημοσιοποίηση των αρχείων ανέδειξε την παραβίαση της ιδωτικότητας των πολιτών, οι οποίοι εκτίθενταν παρανόμως σε πολλά από τα δικαστικά έγγραφα και ανάγκασε τις δικαστικές αρχές να αλλάξουν πολιτική σε αυτό το θέμα.

«Άδικοι νόμοι υπάρχουν.

Θα πρέπει να τους υπακούμε ευχαριστημένοι,
ή θα πρέπει να προσπαθούμε να τους αλλάξουμε,
και θα τους υπακούμε μέχρι να τους αλλάξουμε;

Ή θα πρέπει να τους υπερβαίνουμε κατευθείαν;»

                                                    Χένρι Ντέιβιντ Θόρω

Το επόμενο ακτιβιστικό πεδίο ήταν οι ακαδημαϊκές βάσεις δεδομένων. Η εκδοτική βιομηχανία που δημοσιεύει τα ακαδημαϊκά συγγράμματα και οχυρώνει την πρόσβαση σε αυτά μέσα σε βάσεις με πανάκριβες χρεώσεις και συνδρομές, επιτυγχάνοντας τζίρους δισεκατομμυρίων ετησίως. Για ερευνητές και πανεπιστήμια χωρίς επαρκείς πόρους, αυτό σημαίνει αποκλεισμό από ένα τεράστιο πεδίο έρευνας και γνώσης. Ο Swartz πρωτοστάτησε στο αναδυόμενο αυτό πεδίο ακτιβισμού που διεκδικεί την απελευθέρωση της ακαδημαϊκής γνώσης. Αν ποτέ επικρατήσει η μη κερδοσκοπική αντίληψη αυτού του κινήματος θα σημάνει τον αφανισμό του υφιστάμενου πανίσχυρου συστήματος, που στις ΗΠΑ εκφράζεται και μέσω ενός εξίσου πανίσχυρου λόμπι. Ο Swartz υπογράφει ο ίδιος το «Guerilla Open Access Manifesto», που συνέταξε το 2008 μαζί με άλλους ακτιβιστές [παρατίθεται μεταφρασμένο στο τέλος του κειμένου] μέσω του οποίου ζητείται από όποιον ακαδημαϊκό, ερευνητή, φοιτητή ή άλλον, έχει πρόσβαση σε ακαδημαϊκά συγγράμματα να τα διαθέσει μέσω ανοιχτών αποθετηρίων σε όλο τον κόσμο.

Στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών

Στο πλαίσιο αυτού του ακτιβισμού για την ελεύθερη πρόσβαση στα ακαδημαϊκά συγγράμματα ή για τους σκοπούς κάποιας έρευνας αντίστοιχης με την επεξεργασία της νομικής βάσης του PACER –κανείς δεν ξέρει για τι από τα δύο-, τον Σεπτέμβριο του 2010 ο Swartz συνδέει έναν υπολογιστή στο δίκτυο υπολογιστών του ΜΙΤ και αρχίζει να κατεβάζει μαζικά τις δημοσιεύσεις που περιλαμβάνονταν σε μια συγκεκριμένη βάση ακαδημαϊκών συγγραμμάτων, του JSTOR. Το κάνει κρυφά και παρακάπτοντας με τεχνικές χάκερ την απαγόρευση του δικτύου του ΜΙΤ.

Αυτή τη φορά δεν αναλαμβάνει το FBI αλλά οι μυστικές υπηρεσίες, που με βάση τον Πατριωτικό Νόμο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, έχουν δικαιοδοσία και για υποθέσεις που σχετίζονται με τη χρήση της τεχνολογίας. Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εισαγγελέα της Μασαχουσέτης, Carmen Ortiz, που ασκεί τη δίωξη εναντίον του Swartz, το να γράφεις υπολογιστικό κώδικα που δίνει εντολή στον υπολογιστή να κατεβάζει το ένα σύγγραμμα μετά το άλλο είναι το ίδιο με τη χρήση λοστού από διαρρήκτη. Στις 14 Ιουλίου ο Swartz συλλαμβάνεται και του απαγγέλονται 4 κατηγορίες, που επισύρουν φυλάκιση 6-35 ετών και πρόστιμο μέχρι 1 εκατ. δολάρια. Από την εισαγγελία τον πιέζουν να αποδεχτεί την κατηγορία για κακούργημα και να στερηθεί την πρόσβαση σε υπολογιστή για περίπου ενάμιση χρόνο με αντάλλαγμα να μην δικαστεί.

Όπως αποδεικνύεται αργότερα, δεν ήταν το ΜΙΤ και το JSTOR που πίεζαν για την δίωξη, αν και η «ουδέτερη» στάση τους λειτούργησε σε βάρος του Swartz. Τη μέρα που απαγγέλονται οι κατηγορίες και ο Swartz αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση, το JSTOR, που θιγόταν, αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του. Στο εξής η δίωξη είναι από την κυβέρνηση, που αρνείται το αίτημα της οικογένειας Swartz να λήξει η υπόθεση. Αντιθέτως τους πιέζουν, μαζί με την σύντροφο και κάποιους συνεργάτες του, για να δώσουν στοιχεία, να καταθέσουν και να τον πιέσουν να δηλώσει ενοχή για κακούργημα. Όπως ομολόγησε αργότερα ο βοηθός της εισαγγελέως Ortiz, Stephen Heymann, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, οι αρχές χρειάζονταν την ομολογία ή την καταδίκη του Swartz ως προηγούμενο προκειμένου να καταστείλουν αντίστοιχες πράξεις στο μέλλον.

Το γεγονός ότι όλα συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου γεμάτης ακτιβιστικές αποκαλύψεις (όπως τα War Logs του Wikileaks) και κοινωνικές διαμαρτυρίες όπως το κίνημα Occupy, εκτιμάται ότι συνέβαλε στην ακατανόητη λύσσα της εισαγγελίας και της κυβέρνησης Ομπάμα να συνεχιστεί μέχρι τέλους η δίωξη. Το γεγονός ότι μεσολάβησε ο θρίαμβος του κινήματος διαμαρτυρίας ενάντια στους νόμους SOPA [Stop Online Piracy Act – Πράξη για τη Διακοπή της Δικτυακής Πειρατείας] και PIPA [Protect Intellectual Property Act – Πράξη για την προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας] που επρόκειτο να ψηφιστούν από την αμερικανική γερουσία προς (ακόμη μεγαλύτερο) όφελος της μουσικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, σκλήρυνε ακόμη περισσότερο την δίωξη εναντίον του Swartz.

Ο ίδιος, εν μέσω της δίωξής του για την υπόθεση του JSTOR, κλήθηκε και συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτά τα κίνημα, συνεισφέροντας τεχνικά και στρατηγικά. Δημιούργησε το Demand Progress, μια συμμετοχική πλατφόρμα που επέτρεπε στους πολίτες να πιέσουν τους πολιτικούς στέλνοντάς τους μηνύματα για να αλλάξουν τη στάση τους υπέρ των δύο προτεινόμενων νόμων. Η κινητοποίηση κορυφώθηκε στις 18-19 Ιανουαρίου 2012, με το 24ωρο μπλακάουτ στις ιστοσελίδες που συμμετείχαν στη διαμαρτυρία, μεταξύ των οποίων ήταν και κορυφαία σάιτ όπως η Wikipedia. Μετά από αυτό, η δίωξη του Swartz πέρασε από προσωπικό σε θεσμικό επίπεδο, ομολόγησε ο Χέιμαν στα στελέχη του ΜΙΤ.

Τον Σεπτέμβριο του 2012 οι 4 κατηγορίες σε βάρος του έγιναν 11 ενώ οι επισειόμενες ποινές και το επαπειλούμενο πρόστιμο αυξήθηκαν. Η πίεση κλιμακώθηκε και αποδείχτηκε αφόρητη. Στις 11 Ιανουαρίου 2013 ο Aaron Swartz βρέθηκε κρεμασμένος στο διαμερισμά του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Ο κόσμος που θέλουμε

Η υπόθεση Swartz, ο τρόπος που η αμερικανική κυβέρνηση και η εισαγγελία χειρίστηκαν τη δίωξη, ακόμη και το γεγονός ότι την ξεκίνησαν, αναγνωρίζεται ως μια από τις κρισιμότερες προκλήσεις για τον νομικό πολιτισμό των ΗΠΑ και για το ισχύον δίκαιό τους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Πέρα από τους νόμους που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η δίωξη, και εναντίον των οποίων ήδη αναπτύσσεται ένα νέο κύμα διαμαρτυριών και κοινωνικού ακτιβισμού, αναδεικνύεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ηθικής τάξης για μια χώρα και μια κοινωνία που παριστάνει την δημοκρατική. Το αποτυπώνει με μεγάλη σαφήνεια ο Lawrence Lessig λέγοντας, συγκλονισμένος για την απώλεια ενός από τους πιο ξεχωριστούς νέους που γνώρισε ποτέ: Η κυβέρνηση Ομπάμα επέλεξε να ασκήσει δίωξη για κακούργημα σε βάρος κάποιου που επεδίωξε τη διάδοση της γνώσης, ενώ εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα κυκλοφορούν ελεύθεροι και τρώνε κάθε τόσο στον Λευκό Οίκο.

Από αυτή την άποψη, η τραγική απώλεια του Aaron Swartz ακυρώνει κάθε πιθανή αμφιβολία περί του ποιά είναι τα αντίπαλα στρατόπεδα στον πόλεμο για τον έλεγχο του Ίντερνετ που ήδη παρακολουθούμε.

Δείτε επίσης:
http://en.wikipedia.org/wiki/Aaron_Swartz
http://www.aaronsw.com
http://www.rememberaaronsw.com

 

Διαβάστε:
Το Μανιφέστο της Αντάρτικης Ανοιχτής Πρόσβασης (“Guerilla Open Access Manifesto”)

Η πληροφορία είναι δύναμη. Αλλά όπως κάθε μορφή δύναμης, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να την κρατάνε για τους εαυτούς τους. Ολόκληρη η επιστημονική και πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου, που δημοσιεύτηκε ανά τους αιώνες σε βιβλία και περιοδικά, ψηφιοποιείται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό και κλειδώνεται από μια χούφτα ιδιωτικές εταιρείες. Θέλεις να διαβάσεις τα έγγραφα που παρουσιάζουν τα διασημότερα επιστημονικά συμπεράσματα; Θα πρέπει να στείλεις υπέρογκα ποσά σε εκδότες όπως το Reed Elsevier.

Υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν να το αλλάξουν αυτό, Το Κίνημα της Ανοιχτής Πρόσβασης έχει πολεμήσει γενναία για να διασφαλίσει ότι οι επιστήμονες δεν θα εκχωρούν τα πνευματικά τους δικαιώματα αλλά αντιθέτως θα διασφαλίζουν ότι η δουλειά τους θα δημοσιεύεται στο Ίντερνετ κάτω από όρους που θα επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση σ’αυτήν. Αλλά ακόμη και σύμφωνα με το πιο ευνοϊκό σενάριο, αυτό στη δουλειά τους θα ισχύσει για ό,τι θα δημοσιεύσουν στο μέλλον. Ο,τιδήποτε άλλο μέχρι σήμερα θα έχει χαθεί.

Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο τίμημα. Να αναγκάζεις τους ακαδημαϊκούς να πληρώνουν λεφτά για να διαβάσουν τη δουλειά των ίδιων των συναδέλφων τους; Να σκανάρεις ολόκληρες βιβλιοθήκες αλλά να επιτρέπεις μόνο στους τύπους της Google να τις διαβάζουν; Να παρέχεις επιστημονικά άρθρα σε όσους είναι σε πανεπιστήμια-ελίτ του Πρώτου Κόσμου, αλλά όχι στα παιδιά του Νότου του πλανήτη; Είναι εξοργιστικό και απαράδεκτο.

“Συμφωνώ”, λένε πολλοί, “αλλά τι μπορούμε να κάνουμε”; Οι εταιρείες διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα, βγάζουν τεράστες ποσότητες χρημάτων χρεώνοντας την πρόσβαση, κι αυτό είναι απολύτως νόμιμο -δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε για να τους σταματήσουμε”. Αλλά υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, κάτι που ήδη γίνεται: μπορούμε να παλέψουμε.

Εσείς που έχετε πρόσβαση σε αυτές τις πηγές – φοιτητές, βιβλιοθηκάριοι, επιστήμονες – σας έχει δοθεί ένα προνόμιο. Μπορείτε να τροφοδοτείτε αυτό το αποθετήριο γνώσης την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος είναι κλειδωμένος απ’ έξω. Αλλά δεν χρειάζεται -πραγματικά, από ηθικής πλευράς, δεν μπορείτε- να κρατάτε αυτό το προνόμιο για τον ευατό σας. Έχετε καθήκον να το μοιραστείτε με τον κόσμο, και έχετε κωδικούς συναλλαγής με συναδέλφους σας, αιτήματα από φίλους για κατέβασμα αρχείων.

Στο μεταξύ, εκείνοι που έχετε αποκλειστεί δεν στέκεστε αδρανείς στην άκρη. Τρυπώνετε μέσα από κενά και σκαρφαλώνετε φράχτες, απελευθερώνοντας την πληροφορία που είναι φυλακισμένη από τους εκδότες και την μοιράζεστε με τους φίλους σας.

Αλλά όλες αυτές οι πράξεις συμβαίνουν στο σκοτάδι, κρυμμένες κάτω από την επιφάνεια της Γης. Αποκαλούνται κλοπή ή πειρατεία, λες και το να μοιράζεσαι τη γνώση είναι το ηθικό ισοδύναμο του να λεηλατείς ένα πλοίο και να δολοφονείς το πλήρωμά του. Αλλά το να μοιράζεσαι δεν είναι ανήθικο – είναι μια ηθική επιταγή. Μόνο όσοι είναι τυφλωμένοι από την απληστία θα αρνούνταν να επιτρέψουν σε έναν φίλο να βγάλει ένα αντίγραφο.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις, φυσικά, είναι τυφλές από απληστία. Οι νόμοι βάσει των οποίων λειτουργούν το απαιτούν -οι μέτοχοί τους θα εξεγείρονταν με οτιδήποτε λιγότερο. Και οι πολιτικοί που έχουν εξαγοράσει τους στηρίζουν, περνώντας νόμους που τους δίνουν αποκλειστική εξουσία να αποφασίζουν ποιός μπορεί να φτιάχνει αντίγραφα.

Δεν υπάρχει καμμία δικαιοσύνη στο να ακολουθείς άδικους νόμους. Είναι καιρός να έρθουμε στο φως και σύμφωνα με την σπουδαία παράδοση της πολιτικής ανυπακοής, να διακυρήξουμε την αντίθεσή μας σ’ αυτή την ιδιωτική κλοπή του δημόσιου πολιτισμού.

Πρέπει να παίρνουμε την πληροφορία, απ’ όπου κι αν είναι αποθηκευμένη, να φτιάχνουμε αντίγραφα και να τα μοιραζόμαστε με τον κόσμο. Πρέπει να παίρνουμε ό,τι δεν ειναι προστατευμένο για ιδιόκτητα πνευματικά δικαιώματα και να το προσθέτουμε στο αρχείο. Πρέπει να αγοράσουμε μυστικές βάσεις δεδομένων και να τις αναρτήσουμε στο Διαδίκτυο. Πρέπει να κατεβάζουμε επιστημονικά περιοδικά και να τα ανεβάζουμε σε δίκτυα διαμοιρασμού εγγράφων. Πρέπει να παλέψουμε για Αντάρτικη Ανοιχτή Πρόσβαση.

Με αρκετούς από εμάς σε όλο τον κόσμο, δεν θα στείλουμε απλώς ένα ισχυρό μήνυμα που θα αντιτίθεται στην ιδιωτικοποίηση της γνώσης – θα την κάνουμε παρελθόν. Θα έρθεις μαζί μας;

Aaron Swartz

Ιούλιος 2008, Έρεμο, Ιταλία