1

Οι Ουαλίντ στις κοινωνίες των βασανιστηρίων

 

taksi

Η εξέλιξη της δίκης των βασανιστών του αιγύπτιου εργάτη Ουαλίντ Τάλεμπ, μια θεσμική διαδικασία που υποβάλλει εκ νέου σε βασανιστήριο έναν κατά τα άλλα πολύ δυνατό και ανθεκτικό άνθρωπο, μετανάστη εργάτη, περιέχει κάποιες, όχι καινούριες αλλά ισχυρές περιγραφές για τη δομή της νεοελληνικής κοινωνίας, για τον τρόπο που οργανώνονται οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και για τις ταχύτητες που αναπτύσσονται σ’ ένα κράτος που διαχειρίζεται τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου συστήματος τα τελευταία χρόνια.

Στην αίθουσα του Εφετείου Πειραιά, ο συνήγορος υπεράσπισης του Σγούρδα και υιού, του Ζαχαριάδη και του Zoto, πραγματοποίησε μια χυδαία όπως αρκετοί χαρακτήρισαν την εξέταση του αιγύπτιου. Προσωπικά επειδή δεν έχω καλή επαφή με τη συγκεκριμένη λέξη και τη νοηματοδότησή της (με «ξενίζει» και δεν μπορώ να την αντιστοιχίσω σε συγκεκριμένα συναισθήματα), θεωρώ ότι ο συνήγορος υπεράσπισης εκμεταλλεύτηκε τον εργαλειακό του ρόλο στο πλαίσιο μιας αστικής δίκης. Πρόκειται για έναν ρόλο εγγενώς εξουσιαστικό, για μια θέση που εμπεριέχει λιγότερους κινδύνους απ’ όσους βρίσκονται στο σκαμνί, για μια προνομιακή θέση ειδήμονα-ειδικού που είτε υπερασπίζεται το τεκμήριο της αθωότητας είτε το μάχεται: ενώπιον ενός προεδρείου, τμήματος που αναφέρεται σ’ έναν συγκεκριμένο εθνικό και κρατικό μηχανισμό.

Υπό αυτήν την έννοια, αυτός ο συνήγορος, άσχετα αν είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη επιθετική στρατηγική εναντίον του Ουαλίντ (έφτασε στο σημείο να τον αποκαλέσει κατηγορούμενο), κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του ρόλου του. Στη διακοπή μάλιστα, σε αντιδικία με αλληλέγγυους, είπε ως άλλος Άιχμαν «ρε παιδιά, μην κάνετε έτσι, αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος». Οι αντιδράσεις των παρευρισκόμενων αργότερα ενδεχομένως να τον έβαλαν σε διαφορετικές σκέψεις ωστόσο το πρόβλημα παραμένει: η εξουσία που πηγάζει από θέσεις επιρροής στο καπιταλιστικό σύστημα, η παράλληλη εκπαίδευση πως «κάποιος θα βρεθεί να κάνει αυτή τη δουλειά» και πως κάποιος «χρειάζεται να την κάνει» – με λίγα λόγια η κυρίαρχη πραγματικότητα και αφήγηση πως η παραγωγή και η οργάνωση της ζωής μας είναι ζητήματα προκαθορισμένα, νομιμοποιημένα και «ελεύθερα προσφερόμενα».

Οι πιεστικές ερωτήσεις, στοχευμένες στο να βγάλουν εκτός εαυτού τον Ουαλίντ, συνεχίζονταν για πολλή ώρα μέχρι που πέτυχαν τον σκοπό τους. Ο Ουαλίντ εξεγέρθηκε, δείχνοντας ότι είναι ζωντανός όσο οποιαδήποτε άλλη φορά και κατά τη γνώμη μου, σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τον εαυτό του και τον φυσιολογικό θυμό του, φώναξε σωστά κουνώντας το δάχτυλο τόσο στον συνήγορο όσο και στον Σγούρδα. Βέβαια, μακριά από την αλήθεια του βιώματος, η βαθιά πεποίθηση της δικαστικής διαμεσολάβησης μας λέει ότι μια τέτοια κίνηση δείχνει έλλειψη ψυχραιμίας, αγένεια, επιθετικότητα και λοιπές «ενοχοποιητικές» ενδείξεις για το ήθος και το χαρακτήρα. Τέτοια ήταν άλλωστε η πρόθεση του συνηγόρου των βασανιστών που είπε πώς ο τάλεμπ προσπαθεί να δείξει ότι είναι «ανθρωπάκι» πίσω από το γεγονός ότι είναι θύμα.

Η εργασία ως ευγνωμοσύνη

Κι ερχόμαστε τώρα στο κεντρικό επιχείρημα που ο συνήγορος προσπάθησε, μεταξύ άλλων, να αναπτύξει ως ελαφρυντικό για τον υπ’ αριθμόν ένα βασανιστή του ουαλίντ: μια «καλή εργασιακή σχέση». Πώς ένας εργοδότης (και μάλιστα έλληνας) που πληρώνει μέχρι και 800 ευρώ/μήνα (αποκρύπτοντας βέβαια πόσες και ποιες ώρες εργαζόταν ο Ουαλίντ – από τις 3 το βράδυ μέχρι τις 2-3 το μεσημέρι), πώς ένας εργοδότης που μια φορά έχει βγει και βόλτα μαζί του «σε μια κλειστή κοινωνία όπως η Σαλαμίνα;» (σαν κοινωνική χορηγία να το φανταστούμε;), ή πώς ενώ ο αδερφός του ουαλίντ πήγαινε για μπάλα μαζί με τον ελληναρά υιό Σγούρδα, πώς όλα αυτά είναι δυνατόν να τόν φέρουν στη θέση του βιαστή και του βασανιστή, πώς αυτό σημαίνει ρατσισμό; Πώς, ενώ ο Ουαλίντ αποκαλούσε τον Σγούρδα «μπαμπά» (από εκτίμηση στο πρόσωπό του που του έδωσε δουλειά για να επιβιώσει), έφτασε στο σημείο να πάψει να είναι καλός «γιός»;

Οι προβληματισμοί αυτού του είδους συνιστούν την γενικευμένη υποκρισία του μεγαλύτερου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες εργάτες καθώς και τη βάση της συμπεριφοράς απέναντί τους. Πρόκειται για μια σχέση αληθινή πέρα για πέρα: το ντόπιο αφεντικό εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη του μετανάστη όπως και με όποιον τρόπο γουστάρει. Άλλοτε έχει όπλα να την επιβάλλει σε μανωλάδες, άλλοτε τραμπουκίζει, άλλοτε παίζει το παιχνίδι του ευεργέτη και το κυριότερο, μπορεί να συνδυάζει όλα τα παραπάνω. Κάνει αστειάκια με την χώρα προέλευσης, με το χρώμα του εργάτη, με τη θρησκεία του, με κάθε τι προσωπικό, δίνει την εντύπωση ενός «καλού αφεντικού», ενός ευεργέτη που μαζί με το ελληνικό κράτος κάνουν (όταν θέλουν) τα στραβά μάτια στη νομιμότητα παραμονής του. Χρησιμοποιούν αυτή τη δυνατότητα ως μέσο πίεσης και υποτίμησης με όποια «ένταση» θέλουν. Είναι βασανιστές ακόμη και με το να διατηρούν ένα φιλικό προσωπείο με γενναιοδωρία και «ανθρωπισμό», προσωπείο έτοιμο να εκραγεί και να κλιμακώσει τη βία σε μια εξ’ ορισμού βίαια και άνιση σχέση.

Πρόκειται για βασικά χαρακτηριστικά της σχέσης αφεντικού – εργάτη με τη διαφορά ότι στην περίπτωση των μεταναστών εργατών οι «ισορροπίες» ή καλύτερα, οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο πόλων εκμηδενίζονται a priori και οδηγούν ταχύτερα σε ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, αν δεν καταλήξουν σε δολοφονίες.

Μπροστά σ’ αυτή τη σχέση-βασανιστήριο, το μεγαλύτερο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού έχει να επιδείξει μια αξιοπρόσεκτη ανοχή που ιστορικά μπορεί να εξηγηθεί με την αποτυχία του εργατικού κινήματος να θέσει τα κοινωνικά προτάγματά του κόντρα στον πολιτικό προσανατολισμό των μικρομεσαίων στρωμάτων. Η συλλογική ανοχή είναι το πιο γόνιμο έδαφος για τις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται (και) σ’ αυτόν τον τόπο, προς όφελος των νεοφιλελεύθερων επιδιώξεων.

 

w2

«Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε…»

Σε μια δόση, κατά τη διάρκεια της διακοπής (όταν το «θέατρο» της δίκης σταματάει, ακούει κανείς σημαντικές ατάκες) ένας ένστολος απευθύνεται με έναν σχετικά ήπιο τόνο στους αλληλέγγυους λέγοντας πως «βρε παιδιά σεβαστείτε τη θέση του, είναι πολύ δύσκολη θέση αυτή του κατηγορούμενου, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι στη θέση του». Κρίνοντας από το ολίγον τι χαλαρό και «δε βαριέσαι» ύφος του, ο ένστολος αυτός μοιάζει να είναι αγγελιοφόρος μιας ζωής που θα βιώνεται από εδώ και στο εξής με τους όρους που περιγράψαμε παραπάνω: βασανιστής – βασανιζόμενος.

Πλέον οποιοσδήποτε θα μπορεί να βρίσκεται στη θέση του σγούρδα, σε μια θέση (βασανιστής) δηλαδή που μπορεί από τη μια να εμφανίζεται μπροστά μας ως μια ανατριχιαστική υπόθεση απανθρωπιάς ωστόσο αποτελεί και θα αποτελεί ολοένα περισσότερο έναν εργαλειακό ρόλο, μια φυσιολογική θέση στο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, υπονοείται πως κι από την άλλη πλευρά θα υπάρχουν θύματα, απώλειες, εργάτες – σκλάβοι. Και η εργατική τάξη όπως διδάσκει η ιστορία θα αναγνωρίζει τον εαυτό της ως τέτοια όταν αρνείται την ύπαρξη που διώκεται «φυσιολογικά», στη ροή μιας καθημερινότητας, στη ροή μιας ζωής δηλαδή που την αφορά μόνο η επιβίωση, απογυμνωμένη από ψυχή, πάθη και συναισθήματα. Κάπου διάβασα πρόσφατα ένα εύστοχο σχόλιο για την «θεοποίηση» της επιβίωσης: «η επιβίωση αποτελούσε πάντοτε μια έγνοια των ανθρώπων, μια προεξάρχουσα μάλιστα έγνοια για τους περισσότερους από αυτούς, μόνο στην εποχή μας φαίνεται να λαμβάνει σχεδόν ένα είδος ηθικού κύρους». Η αποκαθήλωσή της θα πρόσθετα εγώ είναι δουλειά των από τα κάτω ταξικών σχηματισμών – οτιδήποτε παίρνει τη θέση ηθικού κύρους στον καπιταλισμό έχει τη σφραγίδα των κυρίαρχων.

Μια τελευταία σημείωση στο ζήτημα της παρακολούθησης της δίκης, του «δημόσιου» χαρακτήρα της και της «διεκδίκησης του χώρου». Χωρίς να έχουμε αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης και τις πολιτικές διευθετήσεις που αναλαμβάνει στις εκάστοτε συγκυρίες, η παρουσία αλληλέγγυων αποδεικνύει ότι ο δημόσιος χαρακτήρας μιας δίκης, η θέασή της για να μπορεί να έχει άποψη η «κοινή γνώμη» όπως χαρακτηριστικά διακηρύττει η φιλελεύθερη αντίληψη, δεν είναι μια κρατική παροχή, ένα «κερδισμένο» δικαίωμα όλων των «πολιτισμένων πλευρών». Ο Ουαλίντ στις αρχές της δικαστικής περιπέτειας συνέχιζε ν’ απειλείται από τα πρώην αφεντικά και τους φίλους του, συνεχίζοντας να ζει σε μια κοινωνία που το πολύ πολύ ν’ άλλαξε τον φούρνο που έπαιρνε το ψωμί της. Το ότι η παρουσία αλληλέγγυων κατάφερε να κόψει τον βήχα της αλαζονείας τους ήταν μια απαραίτητη κίνηση για τον ίδιο πρώτα πρώτα και για τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι βλέπουν εδώ και χρόνια να περνούν από τα δικαστικά έδρανα μετανάστες εργάτες κατηγορούμενοι για τη «νομιμότητα» της παραμονής τους και για το ηθικό τους κύρος.

Στον «δημόσιο χαρακτήρα» της δίκης η αλληλέγγυα παρουσία έχει μια ταξική υπόσταση, αποτελεί μια ελάχιστη ταξική διεκδίκηση μέσα στον στενό κρατικό χώρο των δικαστών και των ανθρωποφυλάκων. Όταν βέβαια συνοδεύεται με πολύμορφες συνοδευτικές δράσεις (πορείες, ενημερώσεις, παραγωγή κειμένων κ.λπ) τότε επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συγκρότηση, συνοχή και το κυριότερο συνέχεια: για να μην φτάνουμε εκ των υστέρων στις δικαστικές αίθουσες.

Είναι προτιμότερο να προλαβαίνουμε την πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης έξω από το θέαμα που παράγεται μέσα στους ναούς της δικαιοσύνης – όπου δυστυχώς είμαστε και μεις συμμέτοχοι.

Είναι προτιμότερο να κόβουμε από τη ρίζα τη σχέση των Ουαλίντ, των βασανιστών αφεντικών τους και των συνηγόρων τους. Αυτοί οι τελευταίοι αμείβονται με χρήματα που παρήγαγε με την υπεραξία του ο ουαλίντ σ’ εκείνο τον φούρνο στη Σαλαμίνα. Σ’ αυτόν τον «κύκλο» είναι το πρόβλημα.




Η συνέχεια της δίκης των βασανιστών του Ουαλίντ

 

 

Η δίκη των βασανιστών (Γ. Σγούρδα, Στ. Σγούρδα, F.Zoto και Γ. Ζαχαριάδη) του Αιγύπτιου εργάτη Ουαλίντ Τάλεμπ συνεχίστηκε σήμερα σε μια μεγαλύτερη και ακόμα πιο γεμάτη αίθουσα στο Εφετείο Πειραιά. Ξεκίνησε με την παραίτηση του αρχικού συνηγόρου υπεράσπισης και τη σύντομη εισήγηση του καινούριου δικηγόρου. Ο νέος συνήγορος αποδείχτηκε αδιάβαστος (ίσως γιατί όπως ισχυρίστηκε είχε τη δικογραφία στα χέρια του μόλις 2 μέρες) μιας και σε διάφορες στιγμές η έδρα αλλά και οι δικηγόροι του Ουαλίντ τον διόρθωσαν για τις πληροφορίες που εμπεριείχαν οι ερωτήσεις του αλλά και για πληροφορίες που είχαν ειπωθεί στην προηγούμενη δίκη.

Αποδείχτηκε επίσης, ίσως ο πιο χυδαίος συνήγορος υπεράσπισης που έχω δει στα δικαστήρια των τελευταίων ετών. Αρχικά ζήτησε από τον Ουαλίντ να απαντάει στα ελληνικά και να μην επεμβαίνει η διερμηνέας. Όταν ο Ουαλίντ (και οι συνήγοροι) υποστήριξαν πως δεν μιλάει τόσο καλά ελληνικά και πως θα ήταν πιο εύκολο να υπάρχει η διερμηνέας, ο δικηγόρος των βασανιστών είπε «Αν δε ξέρει να μιλάει ή δεν καταλαβαίνει ελληνικά, μήπως δεν κατάλαβε τι του έλεγαν και κείνη την ημέρα ή τι συνέβη» και το γεμάτο από αλληλέγγυο κόσμο ακροατήριο αντέδρασε. Συνέχισε με διάφορες ερωτήσεις που κυρίως αφορούσαν τις σχέσεις των βασανιστών με τον Ουαλίντ πριν την ημέρα του βασανισμού. Παρόλο που ο Ουαλίντ επανέλαβε αυτά που είχε πει και την προηγούμενη φορά, ότι δηλαδή ο Σγούρδας και οι υπόλοιποι τον κορόιδευαν φωνάζοντας τον με γυναικεία ονόματα ή λέγοντας τον Μοχάμεντ, ειρωνευόμενοι τη θρησκεία του, ο συνήγορος υπεράσπισης επέμενε να προσπαθεί να αποδείξει πως ο Σγούρδας ήταν ένας καλός και τίμιος εργοδότης. Τη ρατσιστική αφήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ήρθαν να συμπληρώσουν τα τόσο-της-μόδας ισλαμοφοβικά σχόλια που ακολουθούν. Ο δικηγόρος των βασανιστών ρώτησε τον Ουαλίντ «τι υπαγορεύει το Κοράνι για όσους προσβάλλουν τη θρησκεία;» αναφερόμενος στα λόγια του Ουαλίντ ότι ο Σγούρδας και οι υπόλοιποι έκαναν ειρωνικά σχόλια για το Ισλάμ. Δεν σταμάτησε όμως στην ερώτηση, πρόσθεσε και το: «γιατί ξέρω τι κάνουν οι Μουσουλμάνοι». Το ακροατήριο τότε άρχιζε να φωνάζει «θα τον βγάλεις και τζιχαντιστή;». Όλα αυτά μέσα στην αίθουσα ενός δικαστηρίου και όχι στο δελτίο του μέγκα των 8.

Σε περίπου εκείνο το σημείο η διερμηνέας σχεδόν λιποθύμησε στα χέρια του Ουαλίντ που καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα από το εδώλιο και η δίκη διεκόπη για λίγο. Όταν ξαναγυρίσαμε πίσω στην αίθουσα, ο δικηγόρος των βασανιστών ρώτησε τον Ουαλίντ αν έχει σοβαρά προβλήματα υγείας. Πριν προλάβει να απαντήσει συνέχισε λέγοντας «είπε πως είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας αλλά τόση ώρα τον βλέπουμε να είναι όρθιος και να πηγαινοέρχεται». Ο Ουαλίντ είχε όντως στηρίξει τη διερμηνέα προκειμένου να μην πέσει κάτω και αφού είχε κάτσει λίγη ώρα πλάι της, είχε περάσει όλη την υπόλοιπη ώρα σε μια καρέκλα του ακροατηρίου. Όταν ο δικηγόρος ισχυρίστηκε πως ο Ουαλίντ πηγαινοερχόνταν, ακούστηκαν φωνές από το ακροατήριο που έλεγαν «Λες ψέμματα».

Για αρκετές ώρες ο δικηγόρος των βασανιστών προσπαθούσε με απανωτές ερωτήσεις που δεν αφορούσαν τις κατηγορίες, να φέρει το θύμα (ίσως και το ακροατήριο) σε κατάσταση θυμού. Δε δίστασε να προσβάλει το θύμα αρκετές φορές, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να υπονοήσει με ειρωνεία πως ίσως το τρίτο παιδί του Ουαλίντ δεν είναι δικό του. Ο Ουαλίντ σηκώθηκε όρθιος και έδειχνε σχεδόν τρέμοντας στην πρόεδρο τις φωτογραφίες των τριών του παιδιών. Λίγο αργότερα όταν ο δικηγόρος των βασανιστών ρώτησε τον Ουαλίντ γιατί ισχυρίστηκε στην πρώτη του κατάθεση ότι τα χρήματα που είχε πάνω του ήταν δικά του (ενώ σε επόμενη κατάθεση επεξήγησε πως δεν ήταν μόνο δικά του) ο Ουαλίντ του απάντησε «Αν είχες πάνω σου 100 ευρώ και σε συλλαμβάνανε και σε ρωτούσαν ποιανού είναι τα λεφτά, δε θα έλεγες ότι είναι δικά σου;». Τότε, το ακροατήριο χειροκρότησε ενώ η πρόεδρος παρενέβη υπενθυμίζοντας στον συνήγορο υπεράσπισης «πως δεν δικάζεται ο Τάλεμπ σήμερα» και πως θα πρέπει να προσέξει τις ερωτήσεις και το ύφος του για να μειωθούν οι αντιδράσεις. Λίγα λεπτά αργότερα ο συνήγορος υπεράσπισης θα αναφερθεί στο θύμα ως κατηγορούμενο. Εξάλλου τον ανέκρινε επί περίπου 3, 5 ώρες σαν να ήταν κατηγορούμενος.

Φυσικά δεν δίστασε επίσης να ισχυριστεί πως ο Ουαλίντ «έβγαλε τον εαυτό του ως θύμα ρατσισμού προκειμένου να παραμείνει στην Ελλάδα» αλλά και να ρωτήσει αρκετές φορές τον ίδιο τον Ουαλίντ για τα κίνητρα των κατηγορουμένων, λες και θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τι οδηγεί κάποιον στο να βασανίσει έναν άνθρωπο για 48 ώρες. Τις περισσότερες φορές επενέβη είτε η δικαστής είτε η εισαγγελέας υπενθυμίζοντας του πως αυτές είναι οι ερωτήσεις για τους κατηγορουμένους και όχι για τον Ουαλίντ. Σε κάποιο σημείο ο συνήγορος υπεράσπισης ρώτησε τον Ουαλίντ «γιατί σας πήγαν στο στάβλο» και εκείνος απάντησε «Ρωτήστε τους» δείχνοντας τον Σγούρδα και τους υπόλοιπους. Λίγο αργότερα ο συνήγορος υπεράσπισης προσπάθησε να επανέλθει στις σχέσεις του Ουαλίντ με τους βασανιστές του πριν την ημέρα του συμβάντος και ανέφερε στο δικαστήριο πως ο ο αδελφός του Ουαλίντ έπαιζε ποδόσφαιρο με τον επίσης κατηγορούμενο, γιό του Σγούρδα. Η πρόεδρος τότε σχολίασε «το ότι έπαιζε μπάλα ο αδελφός του Ουαλίντ με τον Μάνι (έτσι φωνάζουν τον γιό) δεν αποδεικνύει ότι δεν είναι ρατσιστής». Το ακροατήριο χειροκρότησε.

Μετά από περίπου τρεις ώρες τελείωσε η «ανάκριση» του Ουαλίντ που ειδικά προς το τέλος ζήτησε πολύ ευγενικά από το δικαστήριο να τον προστατεύσει από την επίθεση που δεχόταν από τον συνήγορο υπεράσπισης. Ο Ουαλίντ βγήκε από την αίθουσα κυριολεκτικά καταρρακωμένος και υποβασταζόμενος μιας και η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και ιδιαίτερα επίπονη.

 

δίκη_walidtalb

 

Μετά από μια μικρή διακοπή, η δίκη συνεχίστηκε με τις καταθέσεις του ανθοπώλη που βρήκε τον Ουαλίντ Ταλέμπ χτυπημένο έξω από το μαγαζί του, τον αστυνομικό Καρανάσιο που έφτασε πρώτος στο συμβάν και την κα Τ. Σταυρινάκη, δικηγόρο και επιστημονική συνεργάτιδα της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι δύο πρώτοι, ο ανθοπώλης και ο αστυνομικός, περιέγραψαν το πόσο βαριά χτυπημένος ήταν ο Ουαλίντ όταν τον είδαν, ενώ ο αστυνομικός περιέγραψε την πρώτη κατάθεση του Σγούρδα στην ασφάλεια της Σαλαμίνας. Η κα Σταυρινάκη περιέγραψε τι επικρατούσε στην χώρα όταν έγινε ο βασανισμός του Ουαλίντ και πως την περίοδο αυτή υπήξε αύξηση των ρατσιστικών περιστατικών, ενώ λίγους μήνες πριν είχε γίνει η επίθεση στους συμπατριώτες του Ουαλίντ, τους Αιγύπτιους ψαράδες στην ιχθυόσκαλα, από μέλη της Χ.Α. Η Σταυρινάκη ισχυρίστηκε πως εκείνη την περίοδο ,ειδικά, υπήρχε σχετική ατιμωρησία και ανοχή από την πολιτεία και τους σχετικούς θεσμούς με αποτέλεσμα τα θύματα ρατσιστικής βίας να φοβούνται να πάνε στην αστυνομία καθότι ήξεραν πως δεν αποδοθεί δικαιοσύνη. Επίσης μίλησε για την εργασιακή σχέση Σγούρδα και Ουαλίντ αλλά και όλων των μεταναστών με τους εργοδότες που χαρακτηρίζονται από την τεράστια ανοχή των εργαζομένων προκειμένου να μην χάσουν τη δουλειά τους και την καταπίεση των εργοδοτών προκειμένου να «ξεζουμίσουν» και να κερδίσουν ότι περισσότερο μπορούν από τον εργαζόμενο. Αποδόμησε τις «καλές σχέσεις» που προσπαθούσε να ισχυριστεί ο συνήγορος υπεράσπισης και τον διόρθωσε διάφορες φορές για τις ανακρίβειες που έλεγε σε σχέση με προηγούμενα λεγόμενα της. Ο συνήγορος υπεράσπισης έφτασε μέχρι και στο αστείο σημείο να υπερασπιστεί πως ο Σγούρδας είναι αντιρατσιστής γιατί προσέλαβε έναν αλλοδαπό Αιγύπτιο που κούτσαινε (κάνοντας την μίμηση, αναφερόμενος στο πρόβλημα που είχε ο Ουαλίντ στο γόνατο). Φαίνεται πως η ειρωνεία, η διαστρέβλωση και οι ανακρίβειες είναι τα ιδιαίτερο ταλέντα του κατά τ’ άλλα αδιάβαστου συνηγόρου υπεράσπισης. Αυτό που επίσης φαίνεται είναι πως η έδρα έχει τη διάθεση να διατηρήσει τη δίκη δημόσια και ανοιχτή ενώ δε φαίνεται να είναι διατεθειμένη να επιτρέψει στο νέο συνήγορο να συνεχίσει να ροκανίζει το χρόνο και την υπομονή όλων με τον ίδιο τρόπο.

*Η συνέχεια της δίκης ορίστηκε για τις 30 Απριλίου στον τρίτο όροφο του Εφετείου Πειραιά. Ο Ουαλίντ δεν θα είναι ξανά μόνος του.

 

 

 

 




«εμείς που είμαστε τίποτα»

 

Πώς να μιλήσει κανείς όταν θέλει να πει για φασιστική και ρατσιστική βία; Τι γλώσσα να χρησιμοποιήσει; Να χρησιμοποιήσει έναν λόγο πολιτικό, σκληρό, ευθύ; Να μιλήσει δηλαδή για τον πάτο της εργατικής τάξης, την εκμετάλλευση και τη βαναυσότητα. Να χρησιμοποιήσει ένα λόγο ανθρωπιστικό; Να επισημάνει τη σκληρότητα, να αφηγηθεί τις προσωπικές ιστορίες και να απευθυνθεί στο συναίσθημα. Να επικαλεστεί την τέχνη; Να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τα υλικά της πραγματικότητας για να πει μια άλλη ιστορία. Να γίνει ερευνητής και δημοσιογράφος; Να καταγράψει και να μαζέψει τις μαρτυρίες και τα γεγονότα.

Βρέθηκα την Κυριακή στο Εμπρός σε μια εκδήλωση – συζήτηση με μαρτυρίες θυμάτων της φασιστικής βίας ενόψει της δίκης της Χρυσής Αυγής. Εκεί διαπίστωσα ότι ο λόγος που εκφέρεται από τα ίδια τα θύματα (ή μάλλον τους ανθρώπους που έχουν δεχτεί φασιστικές επιθέσεις) είναι ένας ενιαίος λόγος, συνδυάζει όλες τις πιθανές εκδοχές και προσεγγίσεις. Είναι πολιτική ανάλυση και συναισθηματική επίθεση, είναι ανθρωπιά και αφήγηση της πρόσφατης ιστορίας.

Όσο και να λες ότι ασχολείσαι ή ενημερώνεσαι για τέτοια ζητήματα, η απευθείας επαφή με τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που δέχτηκε τη φασιστική επίθεση σε καθηλώνει. Τα περιστατικά φυσικά είναι αναρίθμητα και οι λεπτομέρειες σε μεταφέρουν σε όλων των ειδών τις δυστοπίες.

Μια γυναίκα από το Περού περιγράφει σενάριο ταινίας του Ινιαρίτου. Ελεγκτές και μπάτσοι, ενώ αυτή συνεργάζεται και με το παραπάνω, προσφέρεται να πληρώσει, να της κόψουν κλήση που δεν είχε εισιτήριο (αν και πήγαινε να ανανεώσει τη μηνιαία κάρτα για τις συγκοινωνίες και είχε νωρίτερα συνεννοηθεί με τον οδηγό) την κατεβάζουν από το λεωφορείο. Τη βρίζουν, τη χτυπούν, τη δένουν με χειροπέδες και την πάνε στο τμήμα. Όλα αυτά μπροστά στο έντρομο παιδί της. Εκεί δεν της επιτρέπουν να πάει στην τουαλέτα. Την ξαναβρίζουν, τις δένουν με χειροπέδες πόδια και χέρια. Την έχουν χωρίσει από το παιδί της που βρίσκεται αλλού στο τμήμα. Η γυναίκα έχει πρόβλημα στο πόδι (ρήξη μηνίσκου). Αυτοί όμως το χαβά τους. Ρωτάνε από πού είναι και άλλα σχετικά. Για ώρα της αρνούνται οποιαδήποτε επικοινωνία. Με τον άντρα της ή με δικηγόρο. Η γυναίκα έχει απελπιστεί. Κατουριέται πάνω της δεμένη στο κρατητήριο. Λέει «ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει τόση ντροπή και τόση οργή». Όταν επιτέλους έρχεται ο άντρας της, του δίνουν το παιδί να το πάει σπίτι και αυτή την κρατάνε. Έχει κι άλλο ακόμη. Την πάνε στη Νίκαια να την εξετάσει ψυχίατρος γιατί απ’ τη συμπεριφορά της, κρίνει μία αστυνομικός ότι ίσως δεν θα έπρεπε να της επιτρέπεται να είναι με τα παιδιά της. Εκεί ο γιατρός αρνείται να την εξετάσει χωρίς εισαγγελική παραγγελία. Την πάνε στο Σισμανόγλειο. Εκεί ένας άλλος γιατρός αφού ακούει την ιστορία της, λέει στους αστυνομικούς να την πάνε σπίτι και στην ίδια προτείνει να κάνει καταγγελία, να πάρει τα στοιχεία τους και να κάνει μήνυση. Πριν φτάσει η ίδια σπίτι, τη συμβουλεύουν να μην κινήσει τίποτα διαδικασίες. «Όλοι είναι δικοί μας. Μάρτυρες στο τμήμα και οι ελεγκτές του λεωφορείου», λέει ο μπάτσος. Όσο μιλάει σκέφτομαι να κρατάω σημειώσεις, να πω την ιστορία της σωστά και αναλυτικά. Δε γίνεται. Η έντασή της είναι τρομαχτική. Στο τέλος περιγράφει την πεντάχρονη κόρη της. Τις προάλλες είδε ένα μπάτσο και γύρισε και είπε στη μάνα της να μην ανησυχεί «δεν θα τους αφήσει να της ξανακάνουν τίποτα». Τελειώνει, οι άνθρωποι που παρακολουθούν χειροκροτούν, γιατί δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο με τα χέρια τους. Αν δεν χειροκροτούσαν θα έπρεπε να μπήγουν τα νύχια τους στις θέσεις, να ξεριζώνουν τα μάτια και τ’ αυτιά τους.

IMG_1584

Λίγο νωρίτερα ένας άντρας από το Αφγανιστάν, χρόνια στην Ελλάδα, μας εξηγεί πόσο φοβούνται οι συμπατριώτες του να κάνουν καταγγελία. Μας λέει ότι κάποτε μπήκαν στην κοινότητα Αφγανών στην Κυψέλη μπάτσοι και μεταξύ άλλων που έκαναν, τον χτύπησαν. Όταν πήγε στο τμήμα, να κάνει αυτό που προτρέπει τους άλλους μετανάστες να κάνουν, να καταγγείλει το περιστατικό, του είπαν «ετοιμάσου να περάσεις τρεις μέρες στο κρατητήριο». Έφυγε άπραγος με αναμνηστικό τα αίματα στο κεφάλι. Μας περιγράφει μια πολύ σύντομη ιστορία. Μια γυναίκα, μετανάστρια, με μαντήλα είναι στην ουρά στην τράπεζα. Ξαφνικά έρχεται ένας από πιο πίσω, της βγάζει τη μαντήλα και της δίνει ένα χαστούκι. Λέει και κάτι του στιλ «αυτά να τα φοράς στη χώρα σου». Δεκάδες, εκατοντάδες περιπτώσεις. Λέει και λέει κι αν τον αφήναμε ακόμη θα έλεγε.

Μιλάει η μητέρα του πιτσιρικά που δύο φασίστες είχαν μαχαιρώσει στο πρόσωπο στο Παλαιό Φάληρο. Μιλάει για αγκυλωτούς σταυρούς που της έχουν γράψει στο αυτοκίνητο και το σπίτι. Μιλάει για απειλές στο τηλέφωνο. Μιλάει για την εμπειρία της στην ασφάλεια Κυψέλης. Για τον πρώην διευθυντή εκεί. Και πάλι η αστυνομία. Που έχει σχέσεις με τη Χρυσή Αυγή, που καλύπτει, αν δεν συμμετέχει και η ίδια σε επιθέσεις και βασανιστήρια. Η γυναίκα που μιλούσε τώρα, περιγράφει μια κόλαση και λέει «αυτόν το δρόμο δεν μπορείς να τον πας μόνος σου». Λέει ότι δεν υπάρχει καμία στήριξη από την αστυνομία, από τη δικαιοσύνη, από τη ΓΑΔΑ, από πουθενά. Μόνο ό,τι καταφέρει ο κόσμος μόνος του, μιλώντας, κάνοντας ενέργειες, φτιάχνοντας συλλογικότητες.

Όλοι οι άνθρωποι που μιλάνε και λένε τις ιστορίες τους, δικές τους και άλλων, μιλούν για το φόβο. Τι σημαίνει να κοιτάς πίσω σου όταν περπατάς. Τι σημαίνει να σου επιτίθενται στα καλά καθούμενα, όταν είσαι μόνος και ανυπεράσπιστος. Δικαίως μιλούν γι’ αυτά και δικαίως φοβούνται. Υπάρχουν κάποιοι (κυρίως αριστεροί αλλά όχι μόνο) που και προχθές και γενικά, μιλάνε εύκολα, λένε ότι «είμαστε περισσότεροι, θα νικήσουμε επειδή θα είμαστε ενωμένοι». Η γνωστή αισιοδοξία, τα μέτωπα, η ζωή και η αριστερά που θα νικήσει. Η πραγματικότητα δείχνει κάτι τελείως διαφορετικό. Όχι πως όλα είναι μαύρα και πως δεν υπήρχαν νίκες του κινήματος. Αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή. Και από την απόσταση μικρόκοσμων ή συνελεύσεων που ποτέ δεν αντιμετώπισαν το πρόβλημα στην πραγματική ζωή, μπορείς να μιλάς αισιόδοξα. Όμως η γυναίκα από το Περού βασανίστηκε και εξευτελίστηκε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.

Ορθά λοιπόν η Χρυσάνθη Τσιμπίδου, που είχε δεχτεί επίθεση από φασίστες το μακρινό 2002, είπε ότι η αριστερά είχε τότε υποτιμήσει το φαινόμενο Χρυσή Αυγή. Θα επιμείνω και θα πω ότι συνεχίζει να το υποτιμά. Αστυνομία και φασίστες συνεχίζουν το έργο τους και οι αναλύσεις περί μετώπων ή θεωρητικών σχημάτων, δε βοηθάνε στο πραγματικό πρόβλημα. Δηλαδή δεν αντιμετωπίζουν το φόβο των ανθρώπων που κινδυνεύουν στ’ αλήθεια. Δεν προστατεύουν τους ανθρώπους που είναι στο δρόμο.

Η αλληλεγγύη μας, αυτό το χιλιοειπωμένο σύνθημα, αυτό το ξεθωριασμένο πανό που σέρνουμε δεξιά κι αριστερά σε κάθε ευκαιρία, πρέπει να λάβει ένα πολύ πιο σύνθετο περιεχόμενο. Πράγματα και ενέργειες γίνονται, αλλά είναι πολύ λίγα για την συγκεκριμένη πραγματικότητα που ζούμε. Η κατάσταση είναι πέρα από κάθε ανάλυση που έχουμε κάνει. Η έκταση των επιθέσεων δεν έχει καμία σχέση με καμία καταγραφή που έχει γίνει. Ίσως χωρίς να το έχουμε καταλάβει ή έστω μετρήσει σοβαρά, έχουμε ζήσει ένα τεράστιας έκτασης υπόγειο πογκρόμ διαρκείας. Αναφέρθηκε προχθές ότι για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει δεκάδες (ακούστηκε ο αριθμός 50 αν θυμάμαι καλά) επιθέσεις σε ανθρώπους με αναπηρία. Και να για παράδειγμα ακόμη μια περίπτωση που η υποκρισία μας χτυπάει κόκκινο. Ξέρουμε μόνο να αναπαράγουμε το κείμενο του Χατζιδάκι για το νεοναζισμό και που και που να ανεβάζουμε καμιά φωτογραφία με αυτοκίνητα παρκαρισμένα πάνω σε ράμπες. Δεν ξέρουμε όμως για αυτές τις 50 επιθέσεις. Δεν μιλάμε για την Χρυσή Αυγή και την ρητορική της περί ευγονικής. Δεν ξέρουμε και δε μετράμε καλά την πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα είναι ζόρικη. Ο φόβος είναι δικαιολογημένος και όποιος δεν τον νιώθει κρύβεται πίσω από ρητορικές ή πίσω από την προσωπική του ασφάλεια. Η αλληλεγγύη μας θα πρέπει να επανανοηματοδοτηθεί, να αναζητήσει νέους τρόπους και πιο στιβαρές ενέργειες. Η Μιρέλα Λόπεζ, η γυναίκα που λέγαμε από το Περού, όταν περιγράφοντας αυτό που της συνέβη, παρασύρεται από τη μνήμη και την ένταση, ξεσπάει, «μπάτσοι και κυβέρνηση είναι μαζί. Εμείς που είμαστε τίποτα». Δεν το λέει για να υπογραμμίσει την ήττα. Η Λόπεζ συνεχίζει, συμμετέχει σε συλλογικότητα, προσπαθεί να αντιμετωπίσει όπως μπορεί το ρατσισμό των θεσμών και του δρόμου. Αλλά η κουβέντα της στοιχειώνει όλο το θέατρο Εμπρός και όλη την πόλη. «Εμείς που είμαστε τίποτα». Εμείς που είμαστε τίποτα έχουμε κάτι να πούμε και πολύ περισσότερο κάτι να κάνουμε;


11046858_1046868885330513_1706479222499045079_o

 

* Υπενθύμιση: σήμερα, στο lacandona για ένα από τα χιλιάδες θύματα αυτής της ζόρικης πραγματικότητας, για ένα μόνο από τα θύματα της ελληνικής πραγματικότητας των τελευταίων χρόνων. Λέγεται Ουαλίντ Τάλεμπ και είναι ένας από τους πιο δυνατούς ανθρώπους που ξέρω. Εδώ και εβδομάδες σκέφτομαι μόνο μία σκηνή. Ο Ουαλίντ έχει καταθέσει μέσα στο δικαστήριο, καθισμένος σχεδόν γόνατο με γόνατο, μερικά χιλιοστά από τους βασανιστές του. Έχει πει όσα δεν μπορεί άνθρωπος να πει. Έχει πει όσα ο ίδιος ντρέπεται και φοβάται να πει. Βγαίνει λοιπόν έξω. Στα μάτια του έχει δάκρυα, είναι σε φοβερή ένταση, έχει σφίξει τη γροθιά του και τη δαγκώνει με δύναμη. Θα την έχετε δει αυτή την χειρονομία, αυτή την κίνηση, σε οριακές στιγμές. Ένας άνθρωπος δαγκώνει τη γροθιά του για να μην διαλυθεί, να μην καταρρεύσει, να μην ανοίξει το στόμα του και καταπιεί όλο τον κόσμο. Αυτό τον κόσμο τον θλιβερό, τον κόσμο της ανελευθερίας και της βαρβαρότητας. Κάθε μέρα από κείνη τη μέρα, σκέφτομαι τη γροθιά που δαγκώνει ο Ουαλίντ και σκέφτομαι ότι εμείς πρέπει να κοιτάμε κάτω. Να κοιτάμε κάτω και να είμαστε εκεί.




Εμείς πρέπει να κοιτάμε κάτω

3

 

Ο Ουαλίντ είναι από την Αίγυπτο. Έχουμε την ίδια ηλικία πάνω κάτω. Εργαζόταν στη Σαλαμίνα κάνα χρόνο. Όταν πήγε να ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσαν, τον χτύπησαν και τον έβρισαν και τον εξευτέλισαν. Για ώρες. Τον έδεσαν και τον βασάνιζαν. Για ώρες. Ο ιδιοκτήτης του φούρνου, ο γιος του, ένας άλλος μετανάστης από την Αλβανία και ένας φίλος της οικογένειας.

(Στα Αμπελάκια είχαμε αφήσει τον Ουαλίντ μόνο)

Από τότε προσπαθεί να φέρει τη ζωή του στα ίσια της. Προσπαθεί να επανέλθει σωματικά μπας και βρει κανά μεροκάματο. «Όταν κοιτάζω πάνω, κάτι το μάτι μου και μετά όλα μαύρα» θυμάμαι να λέει. Από κείνη την καταραμένη μέρα προσπαθεί να τελειώσει με τις δίκες. Προσπαθεί να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Η δική του έχει πάρει τέσσερις αναβολές. Τέσσερις.

(Συνεχίσαμε να τον αφήνουμε μόνο)

Ο φούρναρης κυκλοφορεί στους δρόμους της Σαλαμίνας και απειλεί τον Ουαλίντ όπου τον βλέπει. Του κάνει νοήματα, του φωνάζει πως θα τον σκοτώσει. Ο νταής, ο φασίστας που ακόμα και στο δικαστήριο έχει το θράσος να πουλάει μαγκιά.

(Έπρεπε να ήμασταν όλοι εκεί, όλες εκείνες τις φορές)

Την πρώτη φορά που γνώρισα τον Ουαλίντ ήθελα να του ζητήσω συγνώμη. Ήθελα να πέσω στα πόδια του και να του ζητήσω συγνώμη. Συγνώμη που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, συγνώμη που σε αφήσαμε μόνο σου ως τώρα. Ο Ουαλίντ δε σε κοιτάει εύκολα στα μάτια, συνήθως κοιτάει κάτω. Εμείς πρέπει να κοιτάμε κάτω, σκέφτομαι κάθε φορά που το παρατηρώ.

***

Και αυτό κάπου εδώ σταματάει. Ο Ουαλίντ δεν πρέπει και δε θα είναι μόνος πια. Ο Ουαλίντ έχει εμάς, πρέπει να έχει εμάς. Την Τρίτη 10 Μαρτίου στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά ο Ουαλίντ πρέπει να έχει όλους εμάς.

 

*η ιστορία του Ουαλίντ εδώ




Ουαλίντ Τάλεμπ

 

Κάθομαι δίπλα στον Ουαλίντ Τάλεμπ (Walid Talb). Είναι ένας πολύ ευγενικός και ντροπαλός άνθρωπος. Χαμογελάει εύκολα και απαντάει με προθυμία σε ερωτήσεις που μια έχουν να κάνουν με τη ζωή στην Αίγυπτο και μια με αυτό που συνέβη τρία χρόνια πριν. Δεν είμαι δημοσιογράφος για να μπορώ να διατηρώ μια συνέχεια στη ροή των ερωτήσεων. Κάθε φορά που περιγράφει μια λεπτομέρεια για αυτό που του έκαναν στη Σαλαμίνα, μου έρχεται αυτόματα η διάθεση να αλλάξω κουβέντα. Να βγω λίγο έξω από το μαγαζί να πάρω μια ανάσα. Απορώ με το κουράγιο αυτού του ανθρώπου. Ο Ουαλίντ Τάλεμπ κάθεται δίπλα μου με το καπέλο και το χαμόγελό του και η ύπαρξή του είναι μια σειρά υπενθυμίσεων.

4

Την ερχόμενη Τρίτη, 10 Μαρτίου, στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων Πειραιά θα γίνει η δίκη της υπόθεσης του Αιγύπτιου εργάτη. Η δίκη έχει ήδη αναβληθεί τέσσερις φορές.

Αντιγράφω από την Αυγή (Οκτώβριος του 14): «Σε κλάματα ξέσπασε το θύμα του άγριου βασανισμού Ουαλίντ Ταλέμπ έξω από την αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, στην είδηση μίας ακόμα αναβολής, της πέμπτης κατά σειρά, για την υπόθεσή του. Και παρά το γεγονός ότι η κακοποίηση του Ουαλίντ από τους εργοδότες του το καλοκαίρι του 2012 στη Σαλαμίνα είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη και είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον, ο άτυχος Αιγύπτιος κατά τη διαδικασία ήταν απελπιστικά μόνος, καθώς το κύμα αλληλεγγύης που είχε τότε ξεσηκωθεί χθες μετριόταν σε μια χούφτα ανθρώπους».

Η ιστορία είναι μάλλον γνωστή. Ή για να είμαι πιο ακριβής, θα πρέπει να πω ότι γνωστή είναι η φωτογραφία που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2012 και η οποία έδειχνε έναν κακοποιημένο άνθρωπο χτυπημένο και τυλιγμένο με μια αλυσίδα να κάθεται μπροστά σε ένα δέντρο. Ο Ουαλίντ Τάλεμπ δούλευε σε ένα φούρνο στη Σαλαμίνα, για λίγο πάνω από ένα χρόνο. Πριν τον Ουαλίντ εργάζονταν στο φούρνο συνολικά τέσσερα άτομα, τρεις έψηναν και ένας μπροστά στην εξυπηρέτηση. Ο Ουαλίντ λέει ότι όταν έπιασε δουλειά αυτός, το αφεντικό του, έδιωξε τους άλλους τρεις «μάστορες» (όπως χαρακτηριστικά τους λέει). Από τρεις μισθούς λοιπόν, έδινε πια μόνο έναν κι αυτόν σημαντικό μειωμένο σε σχέση με τους προηγούμενους. Ο Ουαλίντ έμενε σε ένα σπίτι μαζί με άλλους μετανάστες. Αυτοί, επειδή δεν είχαν χαρτιά και φοβόνταν μήπως τους πιάσει η αστυνομία, έδιναν τα λεφτά που μάζευαν να τα κρατάει ο Ουαλίντ μέχρι να τα στείλουν στην οικογένειά τους στην Αίγυπτο ή όπου αλλού. Ο Ουαλίντ τα κράταγε σε μια τσάντα που έπαιρνε μαζί του κάθε πρωί στο φούρνο. Κάποια μέρα, το ποσό που είχε μαζευτεί στην τσάντα – χωρισμένο σε φακέλους με το όνομα του κάθε μετανάστη – είχε φτάσει στα 12.000. Επειδή ακριβώς το ποσό ήταν μεγάλο, ο Ουαλίντ για να αισθάνεται πιο ασφαλής, είπε στο αφεντικό του για την τσάντα. Του είπε ότι έχει μέσα τόσα χρήματα και ότι την έχει μαζί στο δωμάτιο του μαγαζιού που δούλευε. Σημειώνω ότι τις ίδιες μέρες ο Ουαλίντ είχε ζητήσει από τον ιδιοκτήτη του φούρνου να πληρωθεί, γιατί του οφείλονταν δεδουλευμένα δύο μηνών.

 

2

Ο Ουαλίντ μου λέει ότι το μεσημέρι, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, το αφεντικό του μπήκε στο πίσω μέρος του καταστήματος εκεί που είναι ο φούρνος και τα μηχανήματα, εκεί που δηλαδή δούλευε ο Ουαλίντ. Τον ρώτησε κάτι για τα λεφτά που ζητάει ο Ουαλίντ. Μετά τον χτύπησε. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι στο δωμάτιο (ο γιος του αφεντικού κι άλλοι δύο), οι οποίοι συμμετείχαν στο ξύλο. Ο Ουαλίντ μου περιγράφει ότι το αφεντικό του πήρε την τσάντα με τα λεφτά και αφού τον χτύπησαν, τον έδεσαν με αλυσίδες χειροπόδαρα, έφεραν ένα φορτηγάκι και το πάρκαραν στην είσοδο του μαγαζιού. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι δεν περνούσε κανείς, τον έβαλαν στο φορτηγάκι. Τον πήγαν σ’ ένα στάβλο και τον έδεσαν. Τον βασάνισαν. Ο ίδιος έκλαιγε και τους παρακαλούσε να ξεσφίξουν την αλυσίδα, γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Φεύγοντας κάποια στιγμή, ο γιος του ιδιοκτήτη, του είπε ότι θα πάει να φέρει όπλο, θα τον σκοτώσουν και θα τον πετάξουν στη θάλασσα. Όταν έφυγαν από το στάβλο, ο Ουαλίντ κατάφερε να δραπετεύσει, σπάζοντας την αλυσίδα που τον κράταγε δεμένο στο ξύλο, με μια πέτρα. Χωρίς να βλέπει καλά και με τις αλυσίδες ακόμη πάνω του, έτρεξε μέσα από χωράφια, μέχρι που κατέρρευσε μπροστά σ’ αυτό το δέντρο που είδαμε όλοι στη φωτογραφία.

Τον βρήκε ένας άνθρωπος, πήγαν στην αστυνομία. Τα κατήγγειλε όλα. Η αστυνομία τον άκουσε και τον κράτησε εκεί. Έμεινε ματωμένος, πρησμένος, με σκισμένο κεφάλι, χτυπημένο πόδι και το αριστερό του μάτι σε κακό χάλι για τρεις μέρες στο κρατητήριο. Δεν είχε χαρτιά βλέπεις. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε στο αλλοδαπών. Μετά από 5 μέρες τον πήγαν επιτέλους στο νοσοκομείο.

Όχι δεν πρόκειται για ταινία με θέμα το Mississippi  του 1930. Μιλάμε για τη Σαλαμίνα και την Ελλάδα του 2012. Στο αφεντικό του Ουαλίντ απαγγέλθηκαν κατηγορίες για αρπαγή, ληστεία, απρόκλητη σωματική βλάβη, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και απασχόληση αλλοδαπού χωρίς άδεια παραμονής. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, έχουν υπάρξει ήδη τέσσερις αναβολές στην υπόθεση, η τελευταία επειδή δεν υπήρχε διερμηνέας.

Όσο ακραία κι αν είναι η υπόθεση (είναι όμως στ’ αλήθεια; Ας θυμηθούμε και τη Μανωλάδα) δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μια μεμονωμένη περίπτωση. Ο βασανισμός του Αιγύπτιου εργάτη Ουαλίντ Τάλεμπ έχει πολλές προεκτάσεις και συγκεκριμένο υπόβαθρο. Ο Ουαλίντ περιγράφει ότι κάποια Σάββατα ή Κυριακές, πριν από μοιράσματα της Χρυσής Αυγής, το αφεντικό του έλεγε να ετοιμάσει τυρόπιτες τις οποίες μοίραζε στον πλαϊνό δρόμο του φούρνου στα μέλη της οργάνωσης. Τότε δεν ήξερα τι είναι αυτές οι μπλούζες, λέει.

1

Ο Ουαλίντ λοιπόν είναι το ξένο παράνομο φτηνό εργατικό δυναμικό. Είναι ταυτόχρονα και ο απλήρωτος εργάτης που όταν ζητάει τα δεδουλευμένα του, συναντάει τη γροθιά και το ξύλο. Είναι ο ανώνυμος μετανάστης που πληρώνει στην πράξη και πολύ ακριβά τον ελληνικό φασισμό που επανέκαμψε δριμύτερος τα τελευταία χρόνια. Είναι ο ξένος εργάτης που δουλεύει για τρεις και πληρώνεται λιγότερο απ’ τον έναν. Είναι ο ξένος που πρησμένος και ματωμένος φτάνει στην αστυνομία κι αυτή τον στέλνει όχι στο γιατρό, αλλά στο κελί. Είναι ο μόνος του, που δέχεται απειλές και τραμπουκισμούς και η τριγύρω κοινωνία σωπαίνει, ενώ το κίνημα (κι εγώ μαζί) γράφει ποστ.

Από το Νοέμβριο του 2012  ο Ουαλίντ Τάλεμπ δεν έχει καταφέρει να δουλέψει. Προσπάθησε να δουλέψει σε οικοδομικές εργασίες, αλλά δεν μπορούσε. Έβαφε, αλλά μόλις σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ψηλά, ζαλιζόταν. Εντωμεταξύ καταγγέλλει ότι οι απειλές και οι τραμπουκισμοί συνεχίζονται. Μου λέει, ότι προχθές Δευτέρα, το πρώην αφεντικό του τον πέτυχε σ’ ένα βενζινάδικο. Του φώναζε ότι θα τον σκοτώσει. «Δεν φοβάμαι (γενικά) γιατί έχω κόσμο μαζί μου, αλλά όταν μου φώναζε αυτός χωρίς οι άλλοι να κάνουν τίποτα, φοβάμαι». Ο κόσμος που ήταν εκεί δεν μίλησε. Όταν έφυγε μόνο ο φούρναρης, του είπαν δυο λόγια. Εμείς είμαστε εδώ μη φοβάσαι. Ο Ουαλίντ μου λέει ότι μετά απ’ όλα αυτά, βλέπει (και του λένε) ότι η δουλειά στο φούρνο έχει πέσει. Ίσως είναι κάτι κι αυτό. Αν η ντόπια κοινωνία δεν μιλάει και δεν παρεμβαίνει, τότε ίσως μια ελάχιστη απάντηση είναι σε αυτό το πεδίο, στο οποίο ο κόσμος μας μπορεί να συνεννοηθεί. Στο οικονομικό.

Σήμερα ο 32χρονος Ουαλίντ μου λέει ότι θα ήθελε να μείνει στην Ελλάδα. Να φέρει τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους και να ζήσουν εδώ. Εξακολουθεί να ζαλίζεται μόλις σηκώσει λίγο το βλέμμα. Έχει πρόβλημα με το ένα πόδι και με το αναπνευστικό του. Βλέπει μια φορά τη βδομάδα γιατρό και ψυχολόγο. Ο φόβος είναι ένας πολύ ζόρικος κι επίμονος εχθρός. Ψυχολογικά είναι σε πολύ εύθραυστη κατάσταση, όπως άλλωστε είναι λογικό. Τον βοηθάνε κάποιοι άνθρωποι μεμονωμένοι, για το κίνημα καλύτερα να μη μιλήσουμε. Λέμε να τον κεράσουμε ένα φαΐ, αλλά, είπαμε, ντρέπεται, κάθε φορά που του απευθύνω το λόγο διακόπτει και τις ελάχιστες πιρουνιές του. Δεν θέλει, λέει, λεφτά απ’ το πρώην αφεντικό του. Μόνο όσα πήρε απ’ την τσάντα (τα μισά περίπου επέστρεψε, τα άλλα όχι) για να τα δώσει πίσω στους υπόλοιπους.

Προσπαθώ να τον καταλάβω, είναι αδύνατον. Έχει περάσει από μια κόλαση που δεν μπορεί να συλλάβει το μυαλό μου. Κάνουμε τη γνωστή εξωτική συζήτηση για τα φαγητά. Φαλάφελ (που φτιάχνει για τον αδερφό του τα πρωινά) και ful. Λέει τι ωραίο ψωμί έφτιαχνε. Τυρόπιτες και μπουγάτσες. Λέει για την Αλεξάνδρεια, απ’ όπου ήρθε. Είναι πολύ ωραία. Μιλάει καλά ελληνικά, αλλά τα επίθετα που χρησιμοποιεί είναι περιορισμένα. «Πολύ ωραίο το ful, πολύ ωραίο η Αλεξάνδρεια». Αλλά ο τρόπος που μιλάει υπερνικά τη χρήση του ίδιου επιθέτου. Η φάτσα του, ολόκληρη ένα χαμόγελο, ο τρόπος που κουνάει τα χέρια. Χαίρεται όλος απ’ την κορυφή ως τα νύχια και ίσως για λίγο να ξεχνιέται. Δεν ξέρω, δηλαδή ελπίζω.

Ο Ουαλίντ Τάλεμπ είναι 32 χρονών. Βρίσκεται στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια. Δούλεψε, τον λήστεψαν (με χίλιους δύο τρόπους) και τον βασάνισαν. Παραμένει, εν πολλοίς, σχεδόν μόνος. Ο Ουαλίντ Τάλεμπ δεν είναι ο Ουαλίντ Τάλεμπ. Είναι και ο νεκρός Μοχάμεντ Καμαρά που πέθανε στο ΑΤ Κηφισίας και δεν βρίσκονται τα χρήματα για την ταφή του. Είναι και ο ανώνυμος εργάτης που τρέχει και πίσω απ’ αυτόν τρέχουν οι σφαίρες της Μανωλάδας. Είναι και ο ανώνυμος μετανάστης που ξεφτιλίζει ο αστυνομικός έλεγχος στην Γ’ Σεπτεμβρίου. Είναι όλοι οι έγκλειστοι στην Αμυγδαλέζα.

Η ιστορία του είναι η ιστορία των χρόνων μας, η ιστορία της Ελλάδας. Είναι όλη μας η αδράνεια, η αδιαφορία, η απάθεια, ο κυνισμός και η κατρακύλα προς τον φασισμό.

***

+ ένα σχόλιο για τον Ουαλίντ και για μας.

+ η σελίδα στο facebook Αλληλεγγύη στον Ουαλίντ Τάλεμπ