1

Θέλω να γίνω γριά στη Θεμιστοκλέους

 

480full-ralph-steadman

Ralph Steadman

 

(εισαγωγικό)

Απέναντι σ’ ένα σπίτι που έμενα παλιά, χαμηλά στη σόλωνος, στο πάρτι μιας κοινής φίλης που θα έπρεπε να την έχουν όλοι φίλη, σ’ ένα μπαρ που ήταν ποτισμένο με τσιγάρα από τους τοίχους ως τα ποτήρια και από τα ρούχα ως τα δόντια και τις συλλαβές, εκεί κάπου, χωρίς να βλέπω πολύ καλά από την κούραση, είχα μια μικρή κουβέντα.

«Θα φύγω για τη Μαδαγασκάρη», μου λέει.

«Πάλι θα φύγεις, και τι θα κάνεις τώρα;» απαντάω.

Αφού μου δίνονται οι απαραίτητες εξηγήσεις, πληροφορίες και εικόνες, προκύπτει ότι είμαι ο μόνος που δεν έχει ρωτήσει «για πόσο καιρό;».

«Ωραία, για πόσο καιρό;»

«Εντάξει, δεν θα κάτσω για πάντα. Έχω καταλήξει νομίζω. Θέλω να γεράσω εδώ, να γίνω γριά στη Θεμιστοκλέους».

Κάπως έτσι γεννήθηκε το παρακάτω.

Άρχισα να φεύγω σιγά σιγά, πρώτα κοντά, λίγο, να απλώνεις χεράκι να φτάνεις. Για τα μακρινά έφυγα από περιέργεια. Εφηβικά σχεδόν, να δοκιμάσω τα όρια.

Εκεί που πήγα δεν ήταν όμορφα, δεν είχε πάρκα, σιντριβάνια, ποδηλατόδρομους και κοινωνικό κράτος, θέατρα, σινεμάδες, τέχνη γενικώς. Δεν είχε καφετέριες και μπαρ, κοκτέιλ και ναρκωτικά, μουσική που να ξέρω, μια γλώσσα που να αγγίζω, πολιτική που να την καταλαβαίνω, αναφορές να γελάω, φίλους να εκτιμώ και γωνιές να αναγνωρίζω.

Είχε ζέστη, σκουπίδια, θάλασσα, πηχτό αέρα, μάτια, χέρια, αλάτι, βρωμιά, θόρυβο, κομπίνα , ελιγμό, εξατμίσεις // και φρούτα. Είχε καταπίεση και πόνο στην ιστορία και τη στιγμή, υλική υπόσταση σε όλα, συνάντηση και αναμέτρηση, είχε έκπληξη – για μένα – είχε ομορφιά, είχε ανθρώπους που με κοιτούσαν και απενοχοποίησαν το δικό μου βλέμμα. Εκεί που πήγα ήταν όμορφα. Κι εγώ εθίστηκα.

Εδώ έχει τη γλώσσα μου να με σηκώνει, να με τυλίγει, να με νανουρίζει, να μου λέει γλυκόλογα και να με πνίγει, έχει κλισέ να με ζορίσουν και να με σώσουν και ματιές να ακουμπήσω. Η πολύτιμη καταγωγή μου. Αυτά τα χρώματα που αναγνωρίζω, αυτά τα λόγια που αποκωδικοποιώ και μέσα σ’ αυτά ο τρόμος, η ανελευθερία, η καταπίεση κι ο φασισμός που μου ζητάει να παίρνω θέση – κάθε στιγμή – κι εγώ παίρνω θέση και η θέση μου είναι σωστή, αλλά ξέρεις κάτι; Δε θέλω πάντα. Θέλω να καταλαβαίνω λιγότερα. Εθίστηκα στο συναίσθημα να κοιτάς χωρίς να μπορείς να αποκωδικοποιήσεις.

Φεύγω για να μπορέσω να γυρίσω.

Να γίνω γριά στη Θεμιστοκλέους.

 

Η Ελίζα Παναγιωτάτου είναι συγγραφέας του βιβλίου «Αυτά έγιναν χτες», από τις εκδόσεις «κουκούτσι». 

 

(εισαγωγικό: Χρήστος Σύλλας)




ΣΥΝΟΡΑ: Αφιέρωμα στη λέξη που σημάδεψε το 2015

no borders 1500

Το 2015 είναι μια χρονιά που δεν μπορείς να την αποχαιρετήσεις χωρίς να κοιτάξεις πίσω, μέσα από αγκαθωτά σύρματα και κάτω από πρόχειρες τέντες, ούτε διαγράφοντας από τη μνήμη τις εικόνες από το Αιγαίο και από τα στρατόπεδα αυτής της νέας προσφυγιάς.

Και το 2016 είναι μια χρονιά που δεν μπορείς να υποδεχτείς ανέμελα, χωρίς να τυλίξεις στην άκρη μια κουβέρτα ή ένα ρούχο που μπορείς να στερηθείς, χωρίς να βάλεις στη λίστα του σούπερ μάρκετ κάτι για τους άλλους. Οι άλλοι, το ξέρεις πια, θα μπορούσαν να είσαι εσύ, οι φίλοι σου, οι οικογένειά σου. Ή μπορεί να είστε στο μέλλον.

Η πολιτική επιβίωση των ανθρώπων είναι σήμερα νοητή μόνο αν ο πολίτης μάθει να αναγνωρίζει τον πρόσφυγα που ο ίδιος είναι, έλεγε ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben πριν από δυο δεκαετίες. Αν τον ακούγαμε τότε, μάλλον δεν θα είχαμε ιδέα τι εννοεί. Σήμερα, αποχαιρετώντας το 2015, ξέρουμε ότι η προσφυγιά έχει πολλές εκδοχές. Τόσες όσοι και οι μηχανισμοί περιθωριοποίησης που εφευρίσκουν τα κράτη και τα συστήματα εξουσίας για να ξεφορτωθούν τους ανθρώπους που δεν χωράνε στα σχήματά τους.

Στο cricket, αποχαιρετούμε, λοιπόν, το 2015 μιλώντας για τα σύνορα ως μηχανισμούς αποκλεισμού:

Ο Χρήστος Σύλλας, στις εφτά κουβέντες για τα σύνορα, αναποδογυρίζει τη γυάλα του Αιγαίου, συναντάει φτηνούς εργάτες που το διέσχισαν, παρατηρεί πώς άλλαξε το βλέμμα όσων γύρισαν από τη Μυτιλήνη και την Ειδομένη κι ακούει τραγούδια που λένε οι μετανάστες περιμένοντας το πλοίο για τον Πειραιά.

Η Khalida μετράει νεκρούς και ζωντανούς που περνούν καθημερινά από το Μάους παντ σε προχωρημένη σήψη του γραφείου της.

Το βυτίο διηγείται δυο παράλληλες ιστορίες λουσμένες σε όλο το ασήμι του κόσμου.

Η Λένα Δελβερούδη γράφει για δύο ιστορικά ποδοσφαιρικά ματς και για τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου, όπου δεν θα έχει σημασία πού γεννήθηκε κανείς ή ποια σύνορα πέρασε.

Ο Γιώργος Δρόσος ξεχωρίζει ένα τραγούδι για τα σύνορα, ό,τι κι αν σημαίνουν τα σύνορα για τον καθένα που θέλει να απελευθερωθεί περνώντας τα.

Η Ζαΐρα Κωνσταντοπούλου διαπιστώνει ότι, σαν τον πίθηκο του Κιούμπρικ στην Οδύσεια του Διαστήματος, ασκούμε εξουσία με τη βία και ξαναγυρνάμε όλο στα ίδια, αναγκασμένοι να διεκδικήσουμε δικαιώματα και ελευθερίες που ήταν ζητούμενα και πριν από έναν αιώνα.

Η Αγγελική Μπούμπουκα γράφει για το βιβλίο «Εμείς οι πρόσφυγες», με τα δοκίμια της Hanna Arendt, του Giorgio Agamben και του Enzo Traverso, που στοχάζονται, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, πάνω στην κατάσταση των προσφύγων, δηλαδή των ανθρώπων που χάνουν το δικαίωμα να έχουν δικαιώματα, όταν δεν χωράνε στις κατασκευές των κρατών-εθνών.

Ο Γιάννης Νικολόπουλος σκιτσάρει φράχτες και οικογενειακές φωτογραφίες και οι apophenia_2 αποτυπώνουν τις απολογιστικές στατιστικές του προσφυγικού κύματος της Ευρώπης σε ένα γράφημα. Τα αχνά σύνορα που θα διακρίνετε εκεί είναι και τα μόνα που θα βρείτε σε αυτό το αφιέρωμα του cricket για το 2015.

γράφημα συνορα 2

 




επτά κουβέντες για τα σύνορα

borderspic

σκόρπιες κουβέντες μέσα από σύνορα […]

*******

[ O Χαν που έρχεται να καθαρίσει τα τζάμια κάθε τρίτη, τώρα τελευταία έρχεται και την κυριακή γιατί θέλει να μαζέψει κανα φράγκο, σου λέει αυτοί κατεβαίνουν μιλιούνια, κάτσε μπας και τσιμπήσω κάτι τώρα που τους βλέπω χαμογελαστούς. Το Κεφάλαιο με χαμόγελο. Με τα λουλούδια ο «ω τον φίλο μου!», προσπαθεί να πουλήσει κανα τριαντάφυλλο και εγκαινιάζει μια νέα εποχή «των παιδιών των λουλουδιών» χωρίς γουντστοκ και ναρκωτικά, μα με υγρασία, κρύο και φάτσες μικροαστικής κούρασης και μητροπολιτικής κατάθλιψης, ιστορικά προϊόντα του Κεφαλαίου με χαμόγελο. Αυτά συμβαίνουν, με χαμόγελο, σε όσους πέρασαν κάποτε κάποια σύνορα. Αν όμως αναποδογυρίσουμε τη γυάλα του αιγαίου, η κατάσταση είναι διαφορετική, δεν έχει χαμόγελα.]

*******

[ O Ντουρούτι αν και μιλάει μέσα από σύνορα, τα τρυπάει κάθε ώρα και λεπτό με τα λόγια του, τις μάχες του. Οι εργάτες έχουν περάσει δύσκολα, θα βρουν τον τρόπο να ζήσουν για λίγο, για όσο χρειαστεί, ξέρουν, έχουν χτίσει παλάτια και πόλεις. Οι εργάτες και τα σύνορα. Η ταξική συνείδηση κάποτε είχε αστράψει. ]

“We know what we want. To us it means nothing that there is a Soviet Union somewhere in the world, for the sake of whose peace and tranquillity the workers of Germany and China were sacrificed to fascist barbarians by Stalin. We want revolution here in Spain, right now, not maybe after the next European war.
“We are giving Hitler and Mussolini far more worry with our revolution than the whole Red Army of Russia. We are setting an example to the German and Italian working class how to deal with fascism.”
But, interjected van Passen, even if you win “You will be sitting on a pile of ruins.” Durruti answered “We have always lived in slums and holes in the wall. We will know how to accommodate ourselves for a while. For, you must not forget, we also know how to build. It is we the workers who built these palaces and cities, here in Spain and in America, and everywhere”

*******

[ Με τον Ν. τρέχαμε κάποτε τη μαυρομιχάλη από την αλεξάνδρας προς τα κάτω, μέχρι την πλατεία στα εξάρχεια. Αστυνομικός αθλητισμός. Ο Ν. μετά από χρόνια πήγε στη μυτιλήνη. Ευρωπαϊκός αθλητισμός στα σύνορα. Φονικός. Τον εμπιστεύομαι τον Ν. Μου έλεγε ότι στη μυτιλήνη χτίζεται η ασφάλεια του κάθε ευρωπαίου, με τη μπίζνα των ΜΚΟ και του κράτους να συνεργάζονται σε ρυθμούς αποικιοκρατικού σουίνγκ. «Ξέρεις πόσοι περάσανε; Κανείς δεν ακούμπησε ρε το θέμα, σχεδόν κανείς». Γιατί αυτό το θέμα δεν το ακουμπάς, χώνεσαι ολόκληρος και βοηθάς με τα ξερά σου, δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Το ξέρουν καλά οι αυτοοργανωμένες δομές, οι συλλογικότητες και εκείνος ο ψηλός ή ο άλλος ο κοντός που το βλέμμα τους σα να άλλαξε από τότε που γύρισαν από τη μυτιλήνη, την ειδομένη. ]

*******

[ «Βρίσκομαι στην Αλεξάνδρεια το 1942 και μαζί με φίλους βγάζουμε το αντιφασιστικό περιοδικό ‘Έλλην’. Η κατάσταση των πολεμικών μετώπων είναι πολύ δύσκολη και αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε με κάποιον τρόπο να φτάσουμε στον Ευφράτη, να περάσουμε στον Καύκασο και τη Σοβιετική Ένωση και να γλιτώσουμε από τα χέρια των χιτλερικών. Φτάσαμε στην Παλαιστίνη χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτε. Η μόνη ταυτότητα που είχα ήταν μια κάρτα διαρκείας του τραμ με μια φωτογραφία μικρή απάνω. Μ’ αυτό το χαρτί πέρασα τα σύνορα. Εκεί, λοιπόν, στην Παλαιστίνη, δεν μπορούσαμε να εμφανιστούμε σε κανένα ξενοδοχείο επίσημο, από αυτά που ζητάνε διαβατήρια. Κάναμε επαφή με αριστερούς Εβραίους, οι οποίοι μας έστειλαν σε μια πανσιόν όπου η κυρία που την διηύθυνε ήταν τόσο αριστοκράτισσα, ώστε νόμιζε πως ήταν ντροπή να ζητάς ταυτότητα, ότι έπρεπε να πιστεύεις τον κάθε άνθρωπο». Στρατής Τσίρκας: Η Λέσχη, 1961 ]

*******

[ «Οι μετανάστες περνούν τη ζωή τους περνώντας σύνορα. Κατά τη διάρκεια αυτού του μόνιμου περάσματος των συνόρων, βρίσκονται σ’ έναν νέο κόσμο: στο εξής δυο πόλοι εξουσίας θα διαφεντεύουν τις ζωές τους. Ο ένας είναι ο κόσμος της ‘νόμιμης’ εκμετάλλευσης, οι μπάτσοι, οι τοπικές κοινωνίες και τ’ αφεντικά τους, τα κέντρα κράτησης και οι φυλακές. Ο δεύτερος είναι ο κόσμος του παράνομου κεφαλαίου, οι παράνομοι μηχανισμοί διακίνησης που τρέφονται ακριβώς από τον παράνομο χαρακτήρα των ροών εμπορευμάτων και εργασίας, αδιαφορώντας φυσικά για το αν το παράνομο φορτίο τους είναι άνθρωποι, πρέζα ή λαθραία τσιγάρα».

Σχεδόν Αόρατοι: Η παρανομοποίηση της εργασίας ως κρατική στρατηγική για τη μετανάστευση, Δεκέμβριος 2013, δεύτερη έκδοση. Antifa Scripta. ]

*******

[ Η Ελένη έλεγε ότι δεν αντέχεται η καταγραφή με τα νούμερα των νεκρών στο αιγαίο, γιατί άλλα νούμερα λένε οι μεν και άλλα οι δε και πρέπει να χουμε το νου μας να μην μας κρύβουν τους νεκρούς και μετά πάλι τι νόημα έχει όλο αυτό – έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που είχαν ονόματα και ιστορία. Δυσκολεύεται η Ελένη αλλά την καταλαβαίνω. ]

*******

[ Το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου 2015 εκατοντάδες μετανάστες, κυρίως από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, περιμένουν στο λιμάνι της Μυτιλήνης το πλοίο που θα τους μεταφέρει στον Πειραιά. Fuck all lines, ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ των Jason Bakey και Jazra Khaleed. Ακούστε εδώ. ]

fenceuncut

Josh MacPhee

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




Μάους παντ σε προχωρημένη σήψη

σκίτσο του Γιάννη Νικολόπουλου

σκίτσο του Γιάννη Νικολόπουλου

Στο γραφείο δεν έχω μάους παντ. Τη δουλειά αυτή κάνουν δυο λευκές κόλλες χαρτί. Η επάνω έχει διάφορες μικρές σημειώσεις, λέξεις, τηλέφωνα, ονόματα και την ανανεώνω κάθε τόσο που γεμίζει. Στην από κάτω, έχει μόνο ημερομηνίες και αριθμούς: 2/9-26/10-> 69 παιδιά, 28-30/10-> 86 άτομα, 4/11-> 5 άτομα, 5/11-> 5 άτομα, 7/11-> 2 άτομα, 10/11-> 7 άτομα, 11/11-> 18 άτομα, 13/11-> 2 παιδιά, 16/11-> 2 παιδιά, 25/11-> 3 άτομα, 3/12-> 3 άτομα, 4/12-> 1 άτομο, 3 αγνοούμενοι, 8/12-> 6 παιδιά, 9/12-> 12 άτομα, 12 αγνοούμενοι, 10/12-> 4 άτομα, 15/12-> 3 άτομα, 17/12-> 7 άτομα, 24/12-> 8 άτομα, 25/12-> 5 άτομα, 28/12-> 4 ξεβρασμένα πτώματα σε προχωρημένη σήψη. Ένα κοριτσάκι, δύο γυναίκες και ένας άντρας. Χριστούγεννα σε προχωρημένη σήψη.

Κάθε πρωί ένα μικρό μνημόσυνο. Για να μην ξεχάσω. Για να μη συνηθίσω. Κάθε πρωί που ανοίγω τα μέηλ μου, πριν αρχίσω τη δουλειά, ντρέπομαι λίγο ακόμη, νιώθω ένοχη λίγο ακόμη, αγγίζω την αδικία αυτού του κόσμου λίγο ακόμη, σιχαίνομαι την Ευρώπη λίγο ακόμη, ορκίζομαι να μισώ τα σύνορα για πάντα. Τα σύνορα του χώρου και του χρόνου. Και θέλω να χυθώ σαν το μέλι πάνω από το δίχτυ του χρόνου και να κάνω τρεις στάσεις. Να γίνω πέτρα στα χέρια του homo erectus, στη μετανάστευσή του από την Αφρική στην Ευρώπη, χιτώνας ετέρας μετοίκου στην Αρχαία Αθήνα και κόκκος στην πρώτη παπαρούνα της άνοιξης στην Παλαιστίνη. Να μην έχω καμία έγνοια και καμία έννοια. Nα μη χρειάζεται να με χιλιοευχαριστεί ο Mohamed επειδή έκανα το αυτονόητο, να μην κλαίει η Joy όταν τη ρωτάω τι πιστεύει ότι θα της συμβεί αν γυρίσει στη χώρα της, να μην κυκλοφορεί με σαγιονάρες μες στο κρύο ο Abdul, να μη λέω στον Ahmed να μη βγαίνει από την κατάληψη γιατί μπορεί να τον συλλάβουν, να μη χρειάζεται να εξηγώ στον Amir ότι δε μπορεί πια να πάει στη Γερμανία, επειδή είναι Ιρανός και όχι Ιρακινός, Σύριος ή Αφγανός, να μην ξενυχτάει από το άγχος ο Hasan γράφοντας τη ζωή του σε χαρτάκια πριν τη συνέντευξη, να μπορεί να φοράει γυναικεία ρούχα ο Sahid χωρίς να φοβάται, να έχει αντιρετροϊκά φάρμακα η Amina και μπουφάν για τη μικρή της η Martha, να μην ξυπνάει από εφιάλτες η Betty βλέποντας τους βιασμούς της σε επανάληψη, να μη βουρκώνει ο Ali όταν μου λέει ότι έχει 5 χρόνια να μιλήσει με την οικογένειά του. Να μην κλαίω και ‘γω στην αναμονή της Υπηρεσίας Ασύλου διαβάζοντας το «Κάτι θα γίνει θα δεις». Να είναι και η προσφυγιά μια έννοια ανύπαρκτη, σαν τα σύνορα του χώρου και του χρόνου. Να βγάλουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα από τα βιβλία όπου επιμελώς τα θάβουν και να τα κάνουμε μαχαίρια που θα σκίσουν τους φράχτες, γάλα και μπουφάν και ζεστά παπούτσια και φάρμακα και δουλειά και σπίτια με ρεύμα και νερό.

Αυτή την Πρωτοχρονιά, που η ελπίδα ψόφησε πριν φτάσει και βρίσκεται τώρα σε προχωρημένη σήψη, τίποτα επιστημονικό και νηφάλιο δε μπορώ να γράψω για τα σύνορα. Κανέναν «κυβερνητικό παράγοντα» δεν αντέχω να ακούω να μιλάει για προσπάθεια αντιμετώπισης «της προσφυγικής κρίσης» και ούτε η αρχή της «κυριαρχίας» ούτε άλλη κατασκευασμένη αρχή του διεθνούς δικαίου, μπορεί να ερμηνεύσει το καθημερινό προσκλητήριο νεκρών στο μάους παντ μου.

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




όλο το ασήμι

1.

 

Στο κέντρο της αίθουσας ένα μικρό συντριβανάκι, το νερό κυλάει σε διάφορους χρωματισμούς. Κάποιες ελάχιστες σταγόνες χτυπάνε στην άκρη, ξεφεύγουν και σκάνε στο πάτωμα. Στο ξύλινο πάτωμα τρίζουν δεκάδες μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια και μερικά τακούνια, τα περισσότερα όχι ιδιαίτερα ψηλά. Στην άκρη της αίθουσας ένα χέρι κάνει την χαρακτηριστική κίνηση, στηρίζοντας καλύτερα τη γραβάτα στο λαιμό. Ανάμεσα στα σκούρα κοστούμια πολλές στολές σιδερωμένες και τοποθετημένες στην εντέλεια πάνω στα σώματα. Στα τραπέζια οι σαλάτες έχουν τελειώσει, κάποιοι τρώνε γαρίδες, σερβίρεται ένα πικάντικο ρύζι. Τα λευκά πουκάμισα των σερβιτόρων κυκλώνουν με τη συνήθη χορογραφία τους τη δεξίωση. Τα χέρια τους χορεύουν με μπουκάλια κρασί, μια κόκκινη ουσία αιωρείται, χύνεται από μια πανάκριβη πηγή και αναπαύεται σε κολωνάτα ποτήρια, λίγο πριν βάψει τα χείλη.

Κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια μπαίνει κι εκείνη στην αίθουσα. Η ορχήστρα, ναι υπάρχει και ορχήστρα, κάνει μια παύση. Η τρομπέτα ιδρώνει μόνη της, παίρνει ανάσα. Ορισμένα κεφάλια γυρίζουν ενστικτωδώς, οι άλλοι με τις γαρίδες στο στόμα αναρωτιούνται που γυρίζουν τα κεφάλια την ώρα του φαγητού. Έχει τραβηγμένα τα ξανθά μαλλιά της, κολλημένα στην εντέλεια, καταλήγουν σε μία απλή κοτσίδα και φοράει ένα ασημένιο, ναι ένα ασημένιο φόρεμα.

2.

 

Την παρατηρούν να περπατάει, να διασχίζει την γεμάτη αίθουσα αργά και με άνεση, λες και είναι μόνη της στο σαλόνι του σπιτιού της. Το ξέρουν πως στο τραπέζι τους θα κάτσει. Στρώνουν πουκάμισο, καλού κακού σκουπίζουν αόρατους λεκέδες γύρω στο στόμα. Μιλάνε ψιθυριστά μεταξύ τους.

– Μαλάκες συριζαίοι. Παραλίγο να μας γαμήσετε. Παραλίγο να μας γαμήσετε.

– Άσε μας ρε μαλάκα. Κοίτα μπροστά σου. Μόνο εμείς, μόνο εμείς έχουμε φέρει τέτοιο κόσμο. (Εντωμεταξύ γελάει και λίγο). Και στην τελική  σκέψου και το εξής, για ποιον θα ερχόταν τέτοιο κορίτσι; Για τον Σαμαρά ή για τον Παπαδήμο; Μόνο εμείς τα κάνουμε αυτά. Κοίτα.

– Εγώ να κοιτάξω ρε; Εγώ ή εσύ; Κοίτα ρε από τι πήγαν να μας αποκλείσουν οι νερόβραστοι, οι ξεπλένηδες, τα μαλακισμένα, οι κομμουνιστές του κώλου. Κοίτα ρε μπροστά σου. Έτσι γαμάει η Ευρώπη ρε. Έτσι.

Δεν τελειώνει καλά καλά τη φράση του και έχει σηκωθεί με αξιοσημείωτη χαλαρότητα και μετακινεί λίγο την καρέκλα δίπλα του, όσο χρειάζεται για να καθίσει αυτή. Η πράξη του ολοκληρώνεται με ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο της, σαν αυτό να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Του χαμογελάει.

3.

 

Έτσι γαμάει η Ευρώπη. Με ξανθά μαλλιά και ασημένιο φόρεμα. Το πρωί η Ευρώπη κατέφτασε στο υπουργείο με σκούρο φόρεμα, χαλαρό πουλόβερ και αόρατο μαστίγιο. Μπήκε στην αίθουσα για μια ενημέρωση παύλα συζήτηση για την κατάσταση στα θαλάσσια σύνορα. Οι υπόλοιποι ήταν ήδη μέσα στο χώρο με τους γαλλικούς τους (γεύση φουντούκι) και τα κρουασανάκια μπροστά τους. Το κλίμα ήταν πολύ καλό, μέχρι να μπει, γίνονταν και κάποια αστειάκια. Την περίμεναν λίγη ώρα, είχαν ακούσει γι’ αυτή. Αξιωματούχος της Frontex, υπεύθυνη λέει, για τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα από σήμερα, αλλά όλοι ήξεραν πως δε θα καθόταν πολύ. Προοριζόταν για μεγάλα πράγματα. Τεχνοκρατική αντίληψη, με έμφαση στην καινοτομία, είχε κάποτε μιλήσει σε ένα συνέδριο και έλεγε μόνο «επιτήρηση, επιτήρηση, επιτήρηση» και «δεν είναι οι άνθρωποι το κατάλληλο όργανο γι’ αυτή τη δουλειά». Αυτά έλεγαν στο υπουργείο όλη τη βδομάδα και γελούσαν «είναι οι άνθρωποι κατάλληλο όργανο» για το τάδε και για το δείνα, για την επιτήρηση των συνόρων και την παρασκευή φρέντο εσπρέσο μέτριου και άλλα παρόμοια. Και έρχεται λέει στο τέλος της εβδομάδας η μνηστή των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, η αγαπητικιά των drones. Και γελούσαν στους διαδρόμους. Αλλά κακώς γελούσαν, σκεφτόταν τώρα αυτός, γιατί το πρώτο που λες σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι οι απόψεις της για την επιτήρηση, αλλά ότι τέλος πάντων είναι υπερβολικά όμορφη, δηλαδή τι υπερβολικά όμορφη, μιλάμε για περίπτωση χολιγουντ. Τώρα, η Ευρώπη καθόταν δίπλα του, με ασημένιο φόρεμα και ξανθά μαλλιά. Αν δεν τον είχε καυλώσει, θα έλεγε ότι δίπλα του κάθεται το φως το ίδιο, ότι σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο, για όσο χρειάζεται δηλαδή, να τρέχει σαν τρελό και έκατσε στη διπλανή καρέκλα και τώρα αυτός τρώει γαρίδες – πολύ προσεκτικά – δίπλα από το φως το ίδιο. Αλλά η κουβέντα περί φωτός δεν ξεκινά, γιατί αυτός τώρα δε βλέπει ούτε φως, ούτε γαρίδες, ούτε το συντριβανάκι στη μέση της αίθουσας, ούτε την ορχήστρα στο βάθος. Βλέπει μόνο τα πόδια της μέσα απ’ το ασημένιο φόρεμα. Τώρα η Ευρώπη καθόταν δίπλα του.

4.

 

Το πρωί η Ευρώπη μπήκε καθυστερημένα στην αίθουσα, δεν είπε καλημέρα, καλησπέρα, χαίρεται, μόνο έκανε νόημα, έπαιξαν το PowerPoint, ένα τεράστιο PowerPoint, το οποίο ήταν αφιερωμένο στα λάθη, τις παραλείψεις, τα προβλήματα της ελληνικής πλευράς. Ο λαιμός του υπουργού, εκεί γύρω απ’ το αυτί, ίδρωνε σαν τρελός. Η Ευρώπη μας ξέχεζε, μας έλουζε με ότι επίθετο μπορούσε να είναι συνώνυμο της ανικανότητας, μας αποκαλούσε άσχετους και ερασιτέχνες, δήλωνε σε κάθε ευκαιρία την έκπληξή της για το επίπεδο. Το τόσο ανέλπιστα χαμηλό επίπεδο. Θα έλεγε κανείς ότι στην αίθουσα έπεφτε ξύλο. Ο πρώτος που θα έπρεπε να ανησυχεί και να νιώθει τους μώλωπες και τις εκδορές ήταν αυτός. Αυτός όμως μόνο κοίταζε την Ευρώπη καθώς έλαμπε, συγκρατημένα έξαλλη, μπροστά στο PowerPoint.

5.

 

– Μαίρη, τις γαρίδες, τις γαρίδες.

– Ναι, ναι έχω φύγει ήδη.

Ανοίγει την πόρτα της κουζίνας με τις γαρίδες στο δίσκο και, περίεργο, η ορχήστρα κάνει σαν παύση. Γυρνάει να κοιτάξει, όλη η αίθουσα γυρνάει να κοιτάξει, και κοιτάζει τη γυναίκα με το ασημένιο φόρεμα και τα ξανθά μαλλιά. Στέκεται για ένα δευτερόλεπτο και μετά συνεχίζει.

Πηγαίνει σε ένα από τα τραπέζια, όλοι τους με στολές, στους ώμους φοράνε αστεράκια. Δεν την κοιτάζει κανένας, δεν κοιτάνε καν το δίσκο καθώς περνάει μπροστά από τα μάτια τους και κατεβαίνει για να αφήσει τα πιάτα. Πιάνει σιγανά γελάκια, «την καριόλα», ξανά γελάκια. Ένα γκρίζο μουστάκι βυθίζεται στο κόκκινο κρασί, μια σταγόνα έχει μείνει πάνω στις τρίχες. Το μουστάκι δεν γελάει με τους άλλους, μονολογεί, «θα μας πει αυτή για τα σύνορα». Ξαναμπαίνει στην κουζίνα. Δεν σκέφτεται τίποτα, δεν έχει εκνευρισμούς, αισθήματα, τάσεις για εμετό. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από μια οποιαδήποτε δεξίωση. Τι στολές, τι κοστούμια, τι αθλητικές φόρμες. Αυτή φοράει το άσπρο πουκάμισό της κουμπωμένο μέχρι πάνω και σερβίρει τυφλή, έχοντας συνειδητά στερήσει από τον εαυτό της την ικανότητα να βλέπει πρόσωπα. Πιάτα, δίσκοι, ποτήρια, φούρκες γύρω από στρογγυλά τραπέζια. Είναι ένα αμάξι που τρέχει σε μια πίστα όλο στροφές μεταφέροντας πιάτα από το σημείο εκκίνησης στον τερματισμό. Τα τζάμια όμως είναι φιμέ. Ο οδηγός έχει δεμένα τα μάτια. Πάει από ένστικτο και επαγγελματισμό. Δεν κάνει λάθη, και ευτυχώς δεν χρειάζεται να βλέπει τη διαδρομή.

6.

 

Στην κουζίνα βλέπει τον μικρό πάλι με το κινητό πάνω απ’ το δίσκο. Πάει να του κάνει παρατήρηση, αλλά ξέρει πως έχει άδικο. Έχουν γίνει όλα όσα πρέπει. Έχουν πέντε λεπτά περιθώριο μέχρι να αρχίσουν να βγαίνουν με τα επόμενα.

– τι κάνεις εδώ ρε θηρίο;

– Τι να κάνω Μαίρη. Facebook. Χαζεύω.

– Τι χαζεύεις δηλαδή; Δεν κάνει να δω λίγο κι εγώ που δεν έχω κινητό να μπορώ να μπαίνω όποτε θέλω;

Πάει πάνω απ’ το κεφάλι του. Στην αρχή συγκεντρώνεται ασυναίσθητα στο κίτρινο από το τσιγάρο δάχτυλο που κινείται σα να χαϊδεύει απαλά την οθόνη. Έπειτα βλέπει το timeline του μικρού, τι μικρού δηλαδή, δεν είναι κανείς μικρός στα 25, αλλά αν εσύ είσαι 35, μικρό τον βλέπεις. Ένα δυο τραγούδια στο youtube, Captain Beefheart και Molly Nilsson.  Κάτι φτηνά φοτοσοπ, ένα στάτους κάποιου που ψάχνει να παρκάρει. Ύστερα μια φωτογραφία. Είναι αφηρημένη, δεν βλέπει καλά. Κάτι ασημένιο. Δεν είναι ασημόχαρτο, είναι κάτι ασημένιο. Μια γυναίκα και κάπου ξεπροβάλλει ένα μικρό προσωπάκι, ένα παιδί. Δύο άνθρωποι μέσα σε ασημόχαρτο αγκαλιάζει ο ένας τον άλλο και οι δυο το ασημόχαρτο. Από κάτω ένα σχόλιο για τη Λέσβο, δεν μπορεί να το διαβάσει ακριβώς, δεν διακρίνει τα γράμματα, είναι θολά. Ζαλίζεται. Όχι ακριβώς, λίγο. Το κιτρινισμένο δάχτυλο συνεχίζει το χαβά του, αυτό το χάδι πάνω κάτω στην οθόνη, αυτή έχει απομείνει εκεί πίσω απ’ το κεφάλι του μικρού και δεν το θέλει, δεν το συνειδητοποιεί, δεν το κάνει επίτηδες, μόνο που ακούει τις λέξεις που βγαίνουν απ’ το στόμα της.

– Ο Νικολάκης μου.

– τί ‘πες;

7.

 

Στέκονται για ώρα στο μπαρ. Το κρασί δεν έκανε ή δεν έφτανε. Η υπόλοιπη παρέα του τραπεζιού δεν έκανε σίγουρα. Πίνουν ουίσκι, τσουγγρίζουν αραιά και που, ακόμη πιο αραιά μιλάνε. Χαμογελάνε καθώς λένε τυπικές κουβέντες. Ο κόσμος, οι πόλεις, τα μπαρ, η μουσική, ο καιρός στην Ελλάδα. Αυτός πίνει κάπως πιο γρήγορα, είναι τυφλωμένος ήδη από το ασημένιο φόρεμα, τι παραπάνω να κάνει το ποτό; Τον έχει ήδη υπνωτίσει το ασήμι. Την κοιτάζει με νόημα, πάει κάτι να πει, κάτι ταυτόχρονα βαθύ και ρηχό. Τον σταματάει με ύφος κάπως αυστηρό και του λέει κάτι του στιλ «μην το σκεφτείς καν». Αυτός ζητάει συγνώμη λίγο αμήχανα, αλλά γλυκά. Πίνει άλλη μια γουλιά και μετά από τρία λεπτά της λέει ότι θα επιστρέψει σε λίγο. Διασχίζει την αίθουσα που είναι πια μισοάδεια. Κοντοστέκεται, παριστάνει ότι χαιρετάει ένα συνταγματάρχη, ταγματάρχη, αντιστράτηγο ούτε που έχει σημασία, που κάθεται σε ένα τραπέζι στην άκρη της αίθουσας. Μετά από μερικές κουβέντες με τον στρατιωτικό που θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί οπουδήποτε με οποιονδήποτε, κινείται προς την τουαλέτα. Κλειδώνει την πόρτα πίσω του και ακουμπάει το μέτωπό του στον κρύο τοίχο. Αναρωτιέται αν έκανε χοντράδα, αλλά σκέφτεται ότι αυτή ήταν ευγενική, το όχι της ήταν οριστικό, αλλά σίγουρα ευγενικό, σχεδόν φιλικό. Άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης και καθώς το στέρνο του ξεφούσκωνε, άδειαζε από αέρα και ανησυχία, συνειδητοποίησε ότι ήταν ήδη καυλωμένος. Όσο άκουγε και επεξεργαζόταν το όχι, η φαντασία του έπαιζε το έργο του ναι. Χωρίς να μετακινήσει το κεφάλι του, που παρέμενε κολλημένο στον τοίχο πάνω απ’ τη λεκάνη, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και αμέσως ξεκίνησε να την παίζει με ένα αλλόκοτο πάθος, λες και είχε βαλθεί να αποδείξει κάτι σε κάποιον. Καθώς έχυνε ασήμι, τραντάχτηκε και χτύπησε το μέτωπό του στο σοβά, μισοσοβαρά μισοαστεία, μισοκαταλάθος μισοεπίτηδες.

8.

 

Η Μαίρη εντωμεταξύ καθαρίζει τα ποτήρια που έχουν μείνει στα άδεια τραπέζια της σάλας. Αδειάζει και κανένα τασάκι, άτσαλα όμως. Γλιτώνει τη ζημιά μια δυο φορές τελευταία στιγμή, από τύχη. Μπαίνει στην κουζίνα αφήνει το δίσκο δεν ακούει που τη ρωτάνε «τι έγινε; Είσαι καλά;» παίρνει την τσάντα της βγαίνει από την κουζίνα βγάζει το κινητό της από την τσάντα και κλείνεται σε μία τουαλέτα.

– Έλα

– ..

– Έλα παιδί μου, τι έγινε; Είσαι καλά;

– Έλα, έλα, καλά είμαι. Τι κάνει ο Νικολάκης;

– Καλά είναι, αλλά τι έγινε; Γιατί ρωτάς; Κλαις; Τι έγινε ρε Μαίρη;

– Τίποτα. Μπορείς να μου πεις τι κάνει ο Νικολάκης;

– Κοιμάται, τι να κάνει τέτοια ώρα; Να σου πω, πάλι μαλακίες κάνουνε εκεί πέρα; Να σηκωθείς να φύγεις. Να πάνε στο διάολο, να τους γράψεις στ’ αρχίδια σου, στο έχω ξαναπεί. Έλεος με το κωλο catering. Έλεος. Σου ‘χουν βγάλει την ψυχή.

– ..

– Θα μιλήσεις ρε παιδί μου; Τι έγινε;

– Πήγαινε σε παρακαλώ στο δωμάτιο του Νικολάκη να μου πεις τι κάνει.

– Τι λες ρε Μαίρη; Τι έπαθες; Τι να πάω να κάνω στο δωμάτιο τώρα, κοιμάται σου λέω. Μπορείς να μου πεις τι..

– Πήγαινε σε παρακαλώ πάρα πολύ, πήγαινε τώρα

– Δεν είμαστε καλά. Πάω ρε Μαίρη, αλλά εγώ στο λέω να σηκωθείς να φύγεις από κει, έλεος πια με τον κάθε μαλάκα, που επειδή έχουμε ανάγκη δηλαδή θα κάτσουμε να μας..

– Σταμάτα λίγο και πες μου.

– Ρε γαμώτο, κλαις ε; πες, το καταλαβαίνω, σ’ ακούω ρε γαμώτο.

– Πες μου.

– (ψιθυρίζει) Κοιμάται ρε Μαιρούλα. Έχει κάνει την κλασσική φωλίτσα του, έχει σκεπαστεί λες και είναι στη Σιβηρία, ίσα που βλέπεις λίγο μάτια, λίγο μύτη. Αυτός θα σκάσει μια μέρα έτσι που το πάει, να μου..

Κλείνει το τηλέφωνο ή μάλλον δεν το κλείνει, της πέφτει απ’ τα χέρια, είναι στο πάτωμα κι έχει βγει η μπαταρία. Το κοιτάει και ξεσπάει για τα καλά. Δεν μπορεί να συγκρατηθεί, τι την έπιασε, αναφιλητά που έχει να ρίξει χρόνια, δεν είναι τουαλέτα εδώ, εδώ είναι κηδεία κανονική, νεκροταφείο, αίθουσα τελετών. Σκύβει να πιάσει το κινητό, δεν το καταλαβαίνει πως, αλλά μένει ξαφνικά σε μια περίεργη στάση, γονατιστή, τα χέρια σφιγμένα το ένα στο άλλο, τα ακουμπάει στη λεκάνη να κρατηθεί, αλλά μένει στο ίδιο σημείο. Δεν θυμάται τι λένε σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν θυμάται τα λόγια, άλλο πάλι κι αυτό. Δεν ξέρει να κάνει προσευχή, είναι γονατιστή όμως, οι παλάμες σφιχτές, τα δάχτυλα τυλίγουν τα χέρια, ακουμπάει το μέτωπο πάνω στα χέρια της και δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να είναι ολόκληρη μια προσπάθεια να σταματήσουν τα κλάματα.

9.

 

Η μουσική απ’ την ορχήστρα δεν ακούγεται εδώ. Ίσως και να έχουν σταματήσει. Ο τοίχος που βρίσκεται ενδιάμεσα στις αντρικές και τις γυναικείες τουαλέτες ακούει μόνο το χτύπο του κεφαλιού του καθώς χύνει με την εικόνα της ασημένιας γυναίκας και το πνιχτό θέ μου θέ μου της Μαιρούλας.

10.

 

Την γυρνάει σπίτι ο μικρός με το αυτοκίνητό του, μένουν κοντά στο Παγκράτι και δεν έχει νόημα να παίρνουν δύο αμάξια. Ακούει κάτι περίεργα και παραληρεί. «Την άκουσες την ορχήστρα εντωμεταξύ; Ρε τρελάθηκα. Mingus στους καραβανάδες; Mingus στο φασισταριό της Frontex; Πέθανα σου λέω. Κάποιος σύντροφος θα ήταν και θα σκέφτηκε θα τους παίξουμε το prayer for passive resistance γι’ αστείο. Αστείο να γελάμε εμείς μ’ αυτούς και λίγο και με τους εαυτούς μας. Πέθανα σου λέω». Αυτή δε μιλάει.

Καθώς προχωράει το αμάξι στη λεωφόρο, τους τυφλώνουν τα φώτα των απέναντι. Λες κι απέναντι τους απλώνεται κάθε τόσο κάτι ασημί.

Την πηγαίνει στο ξενοδοχείο, όλα περασμένα ξεχασμένα, είναι σχεδόν φίλοι. Ακούνε κάτι περίεργα ιντι ποπ, έβαλε ό,τι πιο ψαγμένο θεωρούσε ότι είχε στο αμάξι. Δεν πολυμιλάνε, αυτός μόνο παριστάνει λιγάκι τον ξεναγό. Η Ποσειδώνος, το ΣΕΦ, η «μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδας», αλλά αυτή δεν ενδιαφέρεται για αστειάκια, πόσο μάλλον αθλητικού ύφους. Νιώθει ηλίθιος για λίγο. Κοιτάζει τα πόδια της και νιώθει πάλι καλά. Δε χρειάζεται να μιλάει.

Καθώς προχωράει το αμάξι στη λεωφόρο, τους τυφλώνουν τα φώτα των απέναντι. Λες κι απέναντι τους απλώνεται κάθε τόσο κάτι ασημί.

Ξανακοιτάζει τα πόδια της, μπροστά τα φώτα των απέναντι αυτοκινήτων, κάτι πινακίδες που περνούν με ταχύτητα δεξιά κι αριστερά τους, το φως διαθλάται, το φως εξοστρακίζεται, το φως γίνεται αστέρι στο ύψος μιας πολυκατοικίας. Έχει και τα δύο χέρια του στο τιμόνι, είναι κρίμα πάντως που δεν μπόρεσε να την αγγίξει. Αύριο το πρωί έχει ξανά παρουσίαση. Μη επανδρωμένα αεροσκάφη και μαστίγιο. Ενταντικοποίηση της επιτήρησης και μαστίγιο. Καλύτερη φύλαξη των συνόρων και μαστίγιο. Και αυτός θα προσπαθεί να συγκεντρωθεί, θα προσπαθεί να απολογηθεί, θα προσπαθεί να μην παρατηρεί τον ιδρώτα του υπουργού πίσω απ’ το αυτί. Τώρα όμως είναι ακόμη οι δυο τους στο αμάξι κι αυτή έχει λύσει επιτέλους τα μαλλιά της, έχει κατεβάσει το παράθυρο και τους χτυπάει αλύπητα ο χειμωνιάτικος αέρας. Ομορφιά πέρα από κάθε περιγραφή και μετά από το όχι, ακόμη πιο ποθητή. Και κάθε φορά που τυφλώνεται απ’ το ασήμι της πόλης, σκέφτεται το δευτερόλεπτο που έχυνε και το ασημένιο της φόρεμα. Σκέφτεται το ασήμι και χαϊδεύει, σχεδόν σφίγγει τα χέρια του στο τιμόνι.

Χαμογελάει και σφίγγει το τιμόνι, λουσμένος στο ασήμι.

Δεν απαντάει στον μικρό. Η Μαίρη με δυσκολία ανασαίνει, συγκρατείται, στέκεται. Θα μπορούσε απλά να αποσυναρμολογηθεί, να λιώσει στα στοιχεία που την συνιστούν. Αλλά κάθεται λες και έχει πάθει αγκύλωση και απλά αντέχει. Οι παλάμες της είναι ακόμη ενωμένες, τα δάχτυλα μπλεγμένα μεταξύ τους σφιχτά. Τα φώτα των απέναντι, κάτι πινακίδες που περνούν με ταχύτητα δεξιά κι αριστερά, όλο το ασήμι της πόλης τους τυφλώνει. Και κάθε φορά που βλέπει τον κόσμο ασημένιο, η Μαίρη μιλάει χωρίς ήχο μέσα απ’ το στόμα της. Οι λέξεις δεν κάνουν προτάσεις. «Θε μου Θε μου». «Στο ασημόχαρτο ρε γαμώτο». «Ο Νικολάκης μου, ο Νικολάκης μου». Κι ύστερα όλα τα επαναλαμβάνει πιο γρήγορα, σα μια και μόνο λέξη. ΘεμουΘεμουΣτοασημόχαρτορεγαμώτοΟΝικολάκηςμουοΝικολάκηςμουΘεμουΘεμου. Ο μικρός τη ρωτάει τι μουρμουρίζει και συνεχίζει το παραλήρημα. «Είδες που στα λέω ρε Μαίρη; Ο καπιταλισμός παράγει ή τέρατα ή παλαβομένους. Δε μ’ ακούς όμως». Όντως δεν τον ακούει, η Μαίρη δεν ακούει κανένα εδώ και ώρα. Η Μαίρη μόνο βλέπει, η Μαίρη είναι δύο μάτια, μπορεί μόνο να κοιτάζει και να κλαίει. Και κάθε φορά που τυφλώνεται απ’ τα φώτα της πόλης, σφίγγει τα χέρια και μουρμουρίζει Θε μου Θε μου. Σκέφτεται το ασήμι του κόσμου και δαγκώνεται και γίνεται κόμπος το στομάχι και ανεβαίνει λυγμός στο λαιμό και δεν έχει λόγια να πει προσευχή και δεν έχει δύναμη να σφίξει κι άλλο τα χέρια της.

Η Μαίρη μόνο μουρμουρίζει, λουσμένη στο ασήμι.

 

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




δύο ματς κι η δυνατότητα ενός άλλου κόσμου

 

«Θα κοιτάξουμε πέρα από τη χυδαιότητα, θα μαντέψουμε τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου. Ένός άλλου κόσμου όπου (…) θα είμαστε συμπατριώτες και σύγχρονοι όλων εκείνων που θα θέλουν τη δικαιοσύνη και θα θέλουν την ομορφιά, όποιος κι αν είναι ο τόπος που γεννήθηκαν και η εποχή που έζησαν, χωρίς να δίνουμε καμία σημασία στα σύνορα της γεωγραφίας και του χρόνου»[1]. Ναι, Εδουάρδο Γκαλεάνο, αυτήν την ουτοπία να ψάξουμε. Τα σύνορα είναι ένα κουβάρι, γι΄αυτό προσοχή μην μπερδευτούμε. Ακολουθούν πολλά ονόματα και δυο κυρίως ματς.

Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ, 2 Μαΐου 1962, τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, Μπενφίκα-Ρεάλ 5-3. Πολύς και καλός κόσμος στο γήπεδο, κι ορισμένοι έχουν γνωρίσει τα σύνορα κι από τις δυο πλευρές.

 

Με το νούμερο 14, ο Γιόχαν Κρόιφ

Τα σύνορα του χρόνου τρίζουν στις γραμμές του γηπέδου γιατί εμείς, από τον 21ο αιώνα, κοιτάζουμε το παιδί που μαζεύει τις μπάλες κι αυτό κοιτάζει το παρελθόν. Είναι ένα κοκκαλιάρικο, καστανό αγόρι, ορφανό από πατέρα και τον φωνάζουν Γιόπι, αλλιώς Γιόχαν Κρόιφ. Στο μέλλον θα του αρέσουν πολύ οι Μπιτλς που σε ένα μήνα θα υπογράψουν στην ΕΜΙ, προς το παρόν έχει παρατήσει το σχολείο και παίζει μπάλα όλη μέρα. Είναι τόσο εγωιστής που υποψιάζεται ότι μια μέρα θα γίνει ο καλύτερος στον κόσμο αλλά δεν ξέρει ακόμη ότι θα προπονήσει κάποτε, από το 2009 ως το 2013, μια εθνική ομάδα ποδοσφαίρου που δεν υπάρχει, την Εθνική Καταλωνίας. Ο δεκαπεντάχρονος Γιόχαν κοιτάζει με τα μάτια του έρωτα έναν κυρίως παίκτη μέσα στο γήπεδο, το είδωλό του, τον βετεράνο πια καλύτερο παίκτη του κόσμου Αλφρέδο ντι Στέφανο.

 

Στον ρόλο του Ξανθού Βέλους, ο Αλφρέδο ντι Στέφανο

Ο Αλφρέδο δεν υπολόγισε ποτέ πολύ τα γεωγραφικά σύνορα: η μαμά του ήταν λίγο Γαλλίδα και λίγο Ιρλανδή, ο μπαμπάς του Ιταλός, ο ίδιος γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες και έχει προλάβει ήδη, ο αθεόφοβος, να παίξει για τρεις εθνικές ομάδες, την Αργεντινή,  την Κολομβία –που δεν υπήρχε τότε ούτε αυτή, στο ποδόσφαιρο υπάρχουν μόνον οι χώρες που αναγνωρίζει η Διεθνής Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία– και την Ισπανία.  Αυτή η τελευταία του πατρίδα είναι δώρο του στρατηγού Φράνκο, που εν ονόματι του εθνικισμού του άνοιξε τα θέοκλειστα σύνορα της σκοτεινής του Ισπανίας ώστε να αποχτήσει μια ισχυρή εθνική ομάδα. Έδωσε την ισπανική υπηκοότητα στον Ντι Στέφανο, στον Λάζλο ή Λαντισλάβ ή Λαντισλάο (τρία μικρά ονόματα για τις τρεις του χώρες, τις τρεις εθνικές στις οποίες έπαιξε, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία και Ισπανία) Κουμπάλα, και σε  έναν ακόμη ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στο Εθνικό Στάδιο του Άμστερνταμ στις 2 Μαϊου του 1962. Είναι συμπαίκτης του Ντι Στέφανο, θα βάλει τα τρία γκολ της ηττημένης Ρεάλ και τον λένε Φέρεντς Πούσκας.

 

Με το νούμερο 10, ο Φέρεντς Πούσκας (κι οι σύντροφοί του)

Κι αυτός ήταν κάποτε, περίπου από το 1950 ως το 1956, ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, αλλά όχι μόνος του, μαζί με όλους τους συμπαίκτες του στην Εθνική Ουγγαρίας. Όλοι μαζί, γιατί εκείνη η ομάδα φιλοδοξούσε να παίζει ένα « σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο »  όπου « κάθε παίκτης θα μπορεί να παίζει σε όλες τις θέσεις και όλοι θα συνεισφέρουν ισότιμα στην κοινή προσπάθεια » –έτσι το περιέγραφε ο προπονητής της, ο Γκούσταβ Σέμπες. Αργότερα, όταν θα έχει πια μεγαλώσει ο νεαρός Γιόχαν Κρόιφ, το σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο θα μείνει γνωστό –τι ειρωνική μεταφορά για την πικρή κατάληξη των σοσιαλιστικών ονείρων!– ως « ολοκληρωτικό », και η καλύτερη ομάδα του κόσμου θα είναι η Εθνική Ολλανδίας. Αλλά ας πούμε για το φθινόπωρο του 1956, όταν τα σοβιετικά τανκς περνάνε τα σύνορα με την Ουγγαρία και φτάνουν στη Βουδαπέστη, την ίδια στιγμή που ο Φέρεντς και η ομάδα του, η Χόνβεντ, βρίσκονται στο Μπιλμπάο για να παίξουν με την Αθλέτικ Μπιλμπάο (που τότε ονομαζόταν υποχρεωτικά Ατλέτικο γιατί τα σύνορα της Ισπανίας με τη Χώρα των Βάσκων δεν υπάρχουν). Οι Ούγγροι παίκτες και ο προπονητής τους, ο Μπέλα Γκούτμαν,  αποφασίζουν να μην γυρίσουν πίσω : ακόμη και τη ρεβάνς με την Αθλέτικ-Ατλέτικο θα την παίξουν στο Στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών.

Λίγα χρόνια πριν, το 1951, ένας συμπαίκτης του Φέρεντς Πούσκας, ο Σάντορ Σουτζ, είχε εκτελεστεί στα τριάντα του για έσχατη προδοσία –προσπάθησε να περάσει τα σύνορα προς τη Δύση. Το 1956, τα σύνορα της Ουγγαρίας κλείνουν αφήνοντάς τους παίκτες της Χόνβεντ απέξω. Όσοι διαλέξουν να μη γυρίσουν θα βρεθούν χωρίς πατρίδα, γιατί θα θεωρηθούν προδότες, χωρίς ομάδα, γιατί η Διεθνής Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία κηρύσσει τη Χόνβεντ παράνομη, και χωρίς δουλειά, γιατί τιμωρούνται με πολύμηνο αποκλεισμό. Ο Φέρεντς Πούσκας θα περάσει τους 18 μήνες της τιμωρίας του σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Αυστρία. Μετά θα γίνει Ισπανός και θα παίξει στη Ρεάλ. Και στις 2 Μαΐου 1962 θα βάλει τρία γκολ στην Μπενφίκα που προπονεί ο παλιός του προπονητής στη Χόνβεντ, ο Μπέλα Γκούτμαν.

 

Στον πάγκο, ο Μπέλα Γκούτμαν

Ο Μπέλα Γκούτμαν θα κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης τον Μάιο του 1962 στο Άμστερνταμ, και γενικά είναι νικητής. Αυτός κι αν δεν υπολόγισε τα σύνορα –γύρισε, ως παίκτης ή προπονητής, είκοσι μία διαφορετικές χώρες–, διότι και τα σύνορα τον πρόδωσαν. Ήταν Εβραίος, γεννήθηκε υπήκοος της κοσμπολίτικης  Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, έπαιξε μπάλα κυρίως στη Βιέννη. Το 1938 τα σύνορα της Αυστρίας σωριάζονται χωρίς θόρυβο, αφήνοντάς τον απροστάτευτο απέναντι στη ναζιστική Γερμανία.  Θα τα καταφέρει να βγει ζωντανός από την κόλαση, στην οποία έχασε τον αδελφό του, και έκτοτε δεν θα κάτσει πάνω από δυο σεζόν σε μια ομάδα, συνήθως ούτε σε μια χώρα. Θα προπονήσει τη Σάο Πάολο και την Πενιαρόλ Μοντεβιδέο, τον Παναθηναϊκό και την Κίλμες, τον ΑΠΟΕΛ και τη Μίλαν. Ποδόσφαιρο χωρίς σύνορα.

 

Ημίχρονο : τα σύνορα του ποδοσφαίρου

Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε κοσμοπολίτικο, όπως –να τα λέμε όλα– ο καπιταλισμός που το γέννησε. Τις πρώτες ποδοσφαιρικές ομάδες στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική τις ίδρυσαν υπάλληλοι του ταξιδιωτικού γραφείου Τόμας Κουκ, έμποροι, ναύτες, γιοι δαιμόνιων Σκοτσέζων επιχειρηματιών που γύριζαν από τις σπουδές τους στη Βρετανία, Ελβετοί τραπεζίτες,  εκκεντρικοί πρόξενοι. Οι ομάδες λέγονταν Cricket&Athletic Club στη Γένοβα, Mackenzie College Sport Club στο Σάο Πάολο, Newell’s Old Boys στο Ροζάριο στην Αργεντινή, First Vienna FC στη Βιέννη. Λίγο ενδιέφερε τι γλώσσα μιλούσαν οι παίκτες. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αμέσως μετά θα το αγγίξει το δηλητηριώδες φιλί της πολιτικής και θα γίνει εθνική υπόθεση, και τα παραδείγματα αφθονούν. Να ένα.

https://www.youtube.com/watch?v=SwZ8OmUFKV8

 

Στην περιγραφή ο Τζορτζ Όργουελ

Τον Νοέμβριο του 1945, έξι μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, η Μεγάλη Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση θα αναμετρηθούν στην μπάλα. Φιλικός αγώνας Άρσεναλ-Ντιναμό Μόσχας, σαν μια υπενθύμιση ότι η ζωή ξαναρχίζει κανονικά. Στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν, το γήπεδο της Τότεναμ, γιατί το Χάιμπουρι είναι ακόμη κατειλημμένο από το Υπουργείο Άμυνας –τόσο κοντά είναι ο πόλεμος. Το Τείχος του Βερολίνου έχει ήδη αρχίζει να υψώνεται, αόρατο ακόμη, ανάμεσα στις φίλες, σύμμαχες και νικήτριες του πολέμου χώρες. Αρχικά οι Σοβιετικοί αρνούνται να παίξουν σε χώρα του Δυτικού Μπλοκ, κατόπιν δέχονται αλλά θέτουν αυστηρούς όρους, μεταξύ των οποίων να φέρουν δικό τους διαιτητή. Η φιλοξενία των Βρετανών δεν είναι ιδιαίτερα υποδειγματική –οι παίκτες της Δυναμό κοιμούνται τρία βράδια στην Πρεσβεία τους–, η σοβιετική σημαία δεν κυματίζει στο γήπεδο, αλλά χρειάζεται γερά μάτια για να το δεις καθώς το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η πυκνή ομίχλη που σκεπάζει το Λονδίνο λίγο πριν αρχίσει το ματς.

Στο δεύτερο ημίχρονο γίνονται, λέει, πράγματα και θάματα : πέφτει ξύλο, οι Σοβιετικοί παίζουν με 12, ίσως και με 15 παίκτες, μπαίνουν γκολ που κανείς δεν είναι σίγουρος πως μπήκαν, παίκτες που αποβάλλονται ξαναμπαίνουν μέσα στο γήπεδο με την άνεσή τους, ένας θεατής παίρνει τη θέση του τερματοφύλακα της Άρσεναλ, άλλοι εμποδίζουν τον διαιτητή να επέμβει σε έναν τσακωμό. Ο Τζορτζ Όργουελ είναι ανάμεσα στους θεατές. Σκανδαλισμένος θα γράψει μετά το ματς ένα πολύ θυμωμένο και κάπως άδικο κείμενο που αρχίζει έτσι : « Τώρα που η ομάδα της Δυναμό γύρισε στη χώρα της, μπορούμε επιτέλους να πούμε ανοιχτά αυτό που πολλοί λογικοί άνθρωποι έλεγαν ήδη σε ιδιωτικές συζητήσεις. Ότι δηλαδή ο αθλητισμός είναι μια ανεξάντλητη πηγή έχθρας και ότι αυτή η επίσκεψη της Δυναμό, αν επηρέασε με κάποιον τρόπο τις αγγλο-σοβιετικές σχέσεις, είναι ότι τις έκανε χειρότερες ».

Το δίδαγμα ήταν το εξής : «Ελπίζω ότι δεν θα ανταποδώσουμε την επίσκεψη και ότι δεν θα στείλουμε κάποια βρετανική ομάδα στην ΕΣΣΔ. Αν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, ας στείλουμε μια αδύνατη ομάδα, που θα χάσει και που με κανέναν τρόπο δεν θα θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί τη Μεγάλη Βρετανία. Υπάρχουν ήδη αρκετές πραγματικές αιτίες διαμάχης ώστε να μη χρειαστεί να δημιουργήσουμε κι άλλες με το να ενθαρρύνουμε νεαρούς να κλωτσιούνται στο καλάμι ενώ τους αποθεώνει ένα εκστασιασμένο πλήθος ».

Ο Τζορτζ Όργουελ ωστόσο είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε πως δεν μπορούμε να παίξουμε μόνοι μας ποδόσφαιρο. Τον Δεκέμβρη του 1945, όταν τα έγραφε αυτά,  δεν σκέφτηκε πως έτσι κι αλλιώς στο γήπεδο πάμε για να νιώσουμε ότι είμαστε μαζί, καμιά φορά παριστάνοντας ότι μας χωρίζουν ανυπέρβλητα σύνορα, αρκεί να μην τα  παίρνουμε στα σοβαρά. Η καρδιά μας όμως θα είναι πάντα με αυτούς που περνάνε με ευκολία τα πραγματικά σύνορα, είτε για να παίξουν μπάλα με τους φίλους τους είτε όχι.

 

[1] Μια από τις «Ουτοπίες» του «Patas arriba: Escuela del mundo al revés

(=Ένας κόσμος ανάποδα)», 1998

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




ένα τραγούδι για τα σύνορα

Τα σπουδαία τραγούδια είναι οικουμενικά όχι μόνο λόγω της υψηλής τεχνικής τους, λόγω της μαεστρικής απλότητας ή της αξιοθαύμαστης περιπλοκότητάς τους, αλλά επειδή ο καθένας μπορεί να τα “οικειοποιηθεί” και να τα ερμηνεύσει με τον τρόπο που ταιριάζει στις δικές του καταβολές, στη δική του χαρά, στη δική του πικρία, φορτίζοντάς τα τελικά με ένα νόημα που ενδέχεται να είναι παντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά κατά νου ο δημιουργός του. Εκεί έγκειται η οικουμενικότητά τους, η ικανότητά τους να ξεπερνούν, να καταλύουν τα σύνορα.
Μιας και το παρόν τεύχος του Cricket αφορά αυτό ακριβώς – τα σύνορα και όσα αυτά σηματοδοτούν -, σκέφτηκα να γράψω για ένα συγκεκριμένο τραγούδι, που είναι (ή θα μπορούσε να είναι) οικουμενικό και ως προς την αρτιότητα με την οποία προσεγγίζει το θέμα του (αυτό που λέμε αμεσότητα) και ως προς το ίδιο το θέμα: το When I Get To The Border, των Richard & Linda Thompson. Η τραγουδοποίια του Richard Thompson -παραγνωρισμένη στην Ελλάδα-, είτε με τους Fairport Convention, είτε με την πρώτη σύζυγό του, Linda, είτε στους σόλο δίσκους του, θίγει και αναδεικνύει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων -πολιτικών, κοινωνικών, ερωτικών κ.ο.κ.- κυρίως μέσα από την αφήγηση ιστοριών, και όχι τόσο μέσα από τον τόσο συνήθη στη folk καταγγελτικό λόγο ή την εξομολογητική διάθεση που μπορεί συχνά να εξωκείλει στο μελοδραματισμό. Οι ιστορίες του Thompson είναι περίτεχνες, πολυεπίπεδες και μπορούν να αναγνωσθούν με πολλούς τρόπους – είναι, στον πυρήνα τους, ανθρώπινες, με την ουσιαστική έννοια του όρου.

Η πρώτη δισκογραφική συνεργασία του με την Linda Thompson (Pettifer το πατρικό της), το I Want To See The Bright Lights Tonight (1974), ξεκινά με ένα πιο uptempo, πιο ξεσηκωτικό από τις περισσότερες ηχογραφήσεις τους τραγούδι, το When I Get To The Border. Τα φωνητικά αναλαμβάνει ο ίδιος ο RT (η Linda Thompson τα δεύτερα φωνητικά), αφηγούμενος την ιστορία ενός ανθρώπου που ονειρεύεται τη φυγή, την απόδραση από ένα μέρος που δεν του προσφέρει τίποτα άλλο από καταπίεση και μιζέρια. Ο αφηγητής – για τον οποίο δεν μαθαίνουμε πολλές λεπτομέρειες, χωρίς αυτό να είναι εις βάρος της τελικής αίσθησης που προσφέρει το υπό ανάλυση τραγούδι στον ακροατή- δεν ευχολογεί σχετικά με το τι θα συναντήσει στην άλλη πλευρά. Αυτό που τον (ή την) νοιάζει είναι να φτάσει στα (μη κατονομασμένα) σύνορα – ονειρεύεται μόνο τη στιγμή που θα περάσει από το ένα μέρος στο άλλο. Η διάσχιση των συνόρων σηματοδοτεί μια απελευθέρωση, μια αναγέννηση.

Το τραγούδι, όπως και πολλά άλλα της folk τραγουδοποίιας, επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών, από την άποψη ότι τα σύνορα του τίτλου θα μπορούσαν να είναι κυριολεκτικά τα σύνορα που χωρίζουν δυο χώρες, αλλά θα μπορούσαν εναλλακτικά να σηματοδοτούν το πέρασμα από μια συνθήκη στην άλλη, από ένα καθεστώς δυστυχίας σε μια κατάσταση ελευθερίας και ευδαιμονίας. Ο Thompson επιτυγχάνει αυτή την οικουμενικότητα, αυτό τη δυνατότητα πολλαπλών ερμηνειών μέσα από την -συνειδητή, πιστεύω- αποφυγή κατονόμασης των τόπων που τα σύνορα χωρίζουν. Η ιδέα φαίνεται τετριμμένη – όπως και η ανάλυσή μου-, αλλά είναι δοσμένη εντυπωσιακά, τόσο σε επίπεδο στιχουργικής όσο και σε επίπεδο σύνθεσης – και, στο τέλος της αυθεντικής ηχογράφησης, υπάρχει και αυτή η υπέροχη “μάχη” ανάμεσα στην κιθάρα του Richard Thompson και την concertina του John Kirkpatrick.
Το When I Get To The Border έχει διασκευαστεί κάμποσες φορές, π.χ. από το σχήμα των She & Him ή από τον μεγάλο Arlo Guthrie, τον γιο του επίσης μεγάλου Woody.

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




Τα ίδια

space odyssey

Τους τελευταίους μήνες για ακόμη μια φορά βρίσκεται στην επικαιρότητα η συζήτηση με θεματική τα σύνορα. Μια συζήτηση που δεν έχει σταματήσει ποτέ να υφίσταται αλλά ήρθε πάλι στην επιφάνεια ως απότοκη ή μάλλον καλύτερα ως αφορμή του “προσφυγικού ζητήματος” και του πρόσφατου “τρομοκρατικού χτυπήματος” στο Παρίσι. Οι όροι “προσφυγικό ζήτημα” και “τρομοκρατικό χτύπημα” μπαίνουν σε εισαγωγικά καθώς δεν αποτελούν ερμηνευτικά σχήματα στο ζήτημα των συνόρων, αλλά μια καλή αφορμή για τα έθνη-κράτη να θέσουν εκ νέου τον αποκλεισμό πληθυσμών και ιδεολογιών.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα αλλά αποτελεί σφάλμα να επιστρέφουμε σε αναλύσεις που εδώ και χρόνια θεωρητικά έχουν κατακτηθεί. Είναι σφάλμα αντίληψης. Και είναι σφάλμα γιατί η παρανόηση οφείλεται στη διαστρέβλωση της πληροφορίας. Μιας πληροφορίας που έχει δημιουργήσει μια σειρά εντάσεων που ίσως και να οφείλονται σε αυτό που ο Levi -Strauss έχει αναφέρει ως “συγκριτική έλλειψη της ικανότητας για επικοινωνία” (Levi -Strauss, 2003: xiii). Ο Levi-Strauss, μέσα από μια μάλλον συντηρητική θεωρία για το σήμερα, μιλώντας για τα έθνη-κράτη, τις φυλές και τα σύνορα, υποστήριξε την κατάλυση της ιδιαιτερότητας των πολιτισμών μέσω μια μορφής πολιτισμικής όσμωσης, χρησιμοποιώντας ως θεωρητικό του εργαλείο τον εθνοκεντρισμό.

Σύμφωνα με τον γάλλο εθνολόγο, ο εθνοκεντρισμός είναι “η ιδέα που έχει κάθε λαός, κάθε φυλή, κάθε ομάδα ανθρώπων για τον εαυτό της: Ότι είναι καλύτερη από όλες τις άλλες”. Και το συγκεκριμενοποιεί λέγοντας ότι: “Ο εθνοκεντρισμός είναι μία μόνο εκδήλωση της αδυναμίας του ανθρώπου να διακρίνει ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό επίπεδο της πραγματικότητας”. Ακολουθώντας την παραπάνω διαπίστωση, τοποθετούμε τα σύνορα μας εκεί που αρχίζει το ξένο, το άλλο. Ψάχνουμε δηλαδή για τον εαυτό “στην άρνηση του άλλου”, χρησιμοποιώντας τα σύνορα ως εργαλεία για να ετεροπροσδιοριστούμε και να να νιώσουμε καλύτερα. Για παράδειγμα, να τονώσουμε τον πατριωτισμό μας κυνηγώντας πρόσφυγες, τον ανδρισμό μας χλευάζοντας ομοφυλόφιλους, να νιώσουμε μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ασφάλεια κλείνοντας τα σύνορα, μετατρέποντας έτσι τη ζωή μας και τους πολιτισμούς μας σε κλειστούς κόσμους που η εξέλιξη κοιτάει προς τα πίσω.

Το να επιστρέφουμε όμως στα ίδια θεωρητικά εργαλεία αναζήτησης, το να ασχολούμαστε εκ νέου με τις φυλετικές προκαταλήψεις, την αξία των συνόρων, τα ίδια δικαιώματα, την ίδια διαδρομή, την ίδια προσφυγιά όπως πριν 100 χρόνια, είναι σαν να διαλέγουμε να γυρίσουμε στην εικόνα του Stanley Kubrick το 1968, στην ταινία του Space Odyssey 2001. Και να γίνουμε ο πίθηκος που μέσω της εξουσίας διαχωρίζει τα σύνορα του και μέσω της βίας, καταργώντας κάθε επικοινωνία, διεκδικεί τη λίμνη σκοτώνοντας τους άλλους.

Παρόλα αυτά, πίσω από αυτή την συνειδητοποίηση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γνώση είναι συσσωρευτική και ότι ακόμα “εμείς [οι σύγχρονοι άνθρωποι] είμαστε σαν νάνοι στους ώμους των γιγάντων για αυτό και μπορούμε να δούμε μακρύτερα από εκείνους”. Και ίσως τότε να αποκτήσουμε την αντίληψη αυτή που θα μας επιτρέψει να υπερβούμε τις κυρίαρχες αφηγήσεις και να δομήσουμε μια νέα.

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




“Εμείς οι πρόσφυγες”, οι άνθρωποι χωρίς δικαίωμα να έχουν δικαιώματα

φωτό: Pen Tri

φωτό: Pen Tri

Το «Εμείς οι πρόσφυγες», από τις Εκδόσεις του 21ου Αιώνα, είναι μια συλλογή τριών κειμένων που τα χωρίζουν μεταξύ τους δεκαετίες, αλλά συναντιούνται κριτικά απέναντι στα τείχη που δεν σταμάτησαν ποτέ να υψώνονται απέναντι στους πρόσφυγες όλα αυτά τα χρόνια:

Το ομώνυμο «Εμείς οι πρόσφυγες», γραμμένο από την πολιτική φιλόσοφο Χάνα Άρεντ το 1943, ενώ έχει καταφύγει στις ΗΠΑ μαζί με τους χιλιάδες άλλους κυνηγημένους Εβραίους της Γερμανίας, το «Πέρα από τα δικαιώματα του ανθρώπου», του Ιταλού φιλοσόφου Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ακριβώς πενήντα χρόνια αργότερα, ενώ η Ευρώπη γνώριζε νέα προσφυγικά κύματα και φυλαγόταν από «παράνομους μετανάστες», και το «Εξορία και βία», του Ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, γραμμένο πολύ πιο κοντά στις μέρες μας, το 2012, αλλά με το βλέμμα στο παρελθόν, προσπαθώντας να φωτίσει τις συγκλίσεις και τις σιωπές της διανόησης για τη θέση της προσφυγιάς στον κόσμο μας.

Όπως εύγλωττα εξηγεί το οπισθόφυλλο, το συγκεκριμένο βιβλίο «φέρνει πλάι-πλάι τα τρία αυτά κείμενα, την ίδια στιγμή που ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας περνάει στην κατάσταση του πρόσφυγα, στερημένου από κάθε δικαίωμα – κι ενώ η πολιτική τοποθέτηση απέναντι στο πρόβλημα της μετανάστευσης γίνεται αποφασιστική διαχωριστική γραμμή».

* * *

Στο δικό της δοκίμιο, «Εμείς οι πρόσφυγες», δημοσιευμένο το 1943, η Άρεντ χρησιμοποιεί μια παρομοίωση για τον –πηγάζοντα από απελπισία- ενθουσιασμό των Εβραίων της εποχής, να ασπαστούν κάθε νέα εθνική ταυτότητα που τους προσφέρεται κατά την περιπλάνησή τους, καθώς διώκονται από χώρα σε χώρα κι από ήπειρο σε ήπειρο:

«Καταγοητευόμαστε από κάθε καινούργια εθνικότητα με τον ίδιο τρόπο που μια εύσωμη κυρία είναι ευχαριστημένη με κάθε καινούργιο φόρεμα που υπόσχεται να της δώσει την επιθυμητή μέση. Το καινούργιο φόρεμα, όμως, της αρέσει μόνο για όσο καιρό πιστεύει στις θαυματουργές του ικανότητες, και θα το πετάξει μόλις ανακαλύψει ότι δεν αλλάζει το παράστημά της – ούτε άλλωστε και την κοινωνική της θέση. (…) Αν αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά Εβραίοι, αυτό θα σήμαινε ότι εκθέτουμε τους εαυτούς μας στη μοίρα εκείνων των ανθρώπινων όντων που, απροστάτευτα από κάποια συγκεκριμένη νομοθεσία ή πολιτική συνθήκη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά σκέτα ανθρώπινα όντα. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ μια συμπεριφορά περισσότερο επικίνδυνη, δεδομένου ότι ζούμε σήμερα σε έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα καθαυτά έχουν πάψει να υφίστανται εδώ και καιρό, δεδομένου ότι η κοινωνία έχει ανακαλύψει τις διακρίσεις ως το μεγαλύτερο κοινωνικό όπλο με το οποίο μπορεί κανείς να σκοτώσει ανθρώπους δίχως αιματοχυσία, δεδομένου τέλος ότι τα διαβατήρια και τα πιστοποιητικά γέννησης, και μερικές φορές ακόμα και οι αποδείξεις φόρου εισοδήματος δεν είναι πλέον τυπικά έγγραφα αλλά ζητήματα κοινωνικών διακρίσεων.»

Ένας τρόπος για να αφανίσεις κάποιον είναι να τον κατατάξεις ως παρία, ιδιότητα που σύμφωνα με τον στοχασμό της Άρεντ αφορά «την κατάσταση των ανθρωπίνων πλασμάτων δίχως κράτος, των απάτριδων που αποκλείστηκαν από το σύστημα των εθνών-κρατών κι επομένως στερούνται κάθε δικαίωμα. Κοντολογίς, για την Άρεντ, οι παρίες ήταν άτομα που «δεν είχαν δικαίωμα να έχουν δικαιώματα» (right to have rights), πρόσωπα που ζούσαν σε κατάσταση «ακοσμισμού» και αορατότητας στο δημόσιο χώρο», υπενθυμίζει παρακάτω στο βιβλίο, στο άρθρο «Εξορία και βία», ο Έντσο Τραβέρσο.

Σε αντίθεση με τους κοινωνικά νεόπλουτους Εβραίους, οι «συνειδητοί» παρίες, δηλαδή οι Εβραίοι που αρνήθηκαν «τα κόλπα και τα τεχνάσματα της προσαρμογής και της αφομοίωσης», σύμφωνα με την Άρεντ, αποτέλεσαν την πρωτοπορία του λαού τους, αφού διατήρησαν την ταυτότητά τους διωγμένοι από χώρα σε χώρα. Κι αυτό γιατί, ενώ και οι μεν και οι δε μοιράζονται την ίδια κατάσταση που τους έχει επιβάλει η ιστορία, είναι δηλαδή εξίσου προγραμμένοι, οι παρίες λένε την αλήθεια για το ποιοί είναι, κι ας γίνονται δυσάρεστοι. Και τελικά, καταλήγει, η ιστορία τους επιβεβαιώνει, αφού την ίδια με αυτούς τύχη γνώρισαν στη συνέχεια κι άλλοι λαοί της Ευρώπης.

* * *

Πιάνοντας το νήμα από το συγκεκριμένο άρθρο της Άρεντ, μισό αιώνα αργότερα, σε μια εποχή του η Ευρώπη γνωρίζει ένα ακόμη κύμα προσφυγιάς ο ιταλός φιλόσοφος Τζιόρτζιο Αγκάμπεν διαπιστώνει στο άρθρο του «Πέρα από τα δικαιώματα του ανθρώπου» (1996), πόσο σαθρές είναι η ρητορίες περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού στην πράξη σκοντάφτουν στην έννομη τάξη του έθνους-κράτους.

«… κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά μαζικό φαινόμενο (όπως συνέβη το μεσοπόλεμο, και όπως συμβαίνει πάλι τώρα), τόσο αυτές οι οργανώσεις [αναφέρεται στην Κοινωνία των Εθνών, τον ΟΗΕ, τις διεθνείς και εθνικές επιτροπές, αρμοστείες, οργανισμούς και άλλους θεσμούς που ορίστηκαν αρμόδιοι για την προστασία των προσφύγων] όσο και τα μεμονωμένα κράτη, παρά τις επίσημες επικλήσεις των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, έχουν αποδειχθεί απολύτως ανίκανα όχι μόνο να επιλύσουν το πρόβλημα αλλά έστω να το αντιμετωπίσουν στοιχειωδώς. Κατ’αυτό τον τρόπο, το σύνολο του ζητήματος μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων».

Όπως είναι ολοφάνερο και στις μέρες μας, παρατηρώντας τους χειρισμούς του προσφυγικού κύματος που κορυφώθηκε στην Ευρώπη το 2015, το πραγματικό εμπόδιο επίλυσης του ζητήματος, δεν είναι άλλο από το πολιτικό σύστημα του κράτους-έθνους, που συνδέει τα ανθρώπινα δικαιώματα με την πολιτογράφηση, αποσυνδέοντας τα από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

«Το ότι δεν υπάρχει κανένας αυτόνομος χώρος μέσα στην πολιτική τάξη του έθνους-κράτους για κάτι σαν τον καθαρό άνθρωπο καθαυτόν είναι εμφανές τουλάχιστον από το γεγονός ότι, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, η θέση του πρόσφυγα θεωρείται πάντα μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο καθεστώς «ανθρώπου καθαυτόν» είναι αδιανόητο για το δίκαιο του κράτους έθνους», διαπιστώνει ο Αγκάμπεν.

Ο Αγκάμπεν διαβλέπει μια λύση τόσο ριζοσπαστική που το άκουσμά της θα μπορούσε να αφήσει στον τόπο κάποιον που έχει γαλουχηθεί με ρητορείες εθνικοφροσύνης. Την εμπνέεται από το ιδιότυπο καθεστώς της Ιερουσαλήμ και το υπό συζήτηση ενδεχόμενο να αποτελέσει ταυτοχρόνως πρωτεύουσα δυο κρατικών οργανισμών χωρίς να διαιρεθεί εδαφικά, αλλά και από την «γη του κανενός» μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, όπου είχαν είχαν απελαθεί 450 Παλαιστίνιοι την εποχή εκείνη (μέσα του ’90). Οι συγκεκριμένοι Παλαιστίνοι, επισημαίνει ο Αγκάμπεν, είναι κάτι σαν τους παρίες της Άρεντ, «οι πρωτοπόροι του λαού τους», και η παρουσία τους εκεί αντεπιδρά στο έδαφος του Ισραήλ πολύ καθοριστικά. Κι αυτό, σημειώνει, μπορεί να εμπνεύσει ένα νέο μοντέλο για τη δεθνή κοινότητα:

«Η παράδοξη κατάσταση της αμοιβαίας εξωεδαφικότητας (ή, καλύτερα, α-εδαφικότητας) που αυτό θα συνεπαγόταν, θα μπορούσε να γενικευτεί ως πρότυπο νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο εθνικά κράτη που τα χωρίζουν αμοιβαία και απειλητικά σύνορα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που κατοικούν στην ίδια περιοχή και βρίσκονται σε κατάσταση εξόδου η μία προς την άλλη, οι οποίες διαρθρώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αμοιβαίων ετεροδικιών, όπου η καθοδηγητική έννοια δεν θα ήταν πλέον το ius [δικαίωμα] του πολίτη, αλλά μάλλον το refugium [άσυλο] του ατόμου.»

Έτσι, και η Ευρώπη θα μπορούσε, κατά τον Αγκάμπεν, να ειδωθεί ως ένας α-εδαφικός ή εξωεδαφικός χώρος «στον οποίο όλοι οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών κρατών (πολίτες και μη πολίτες) θα ήταν σε θέση εξόδου ή καταφυγίου, και το καθεστώς του Ευρωπαίου θα σήμαινε το «είναι εν εξόδω» (έστω και σε ακινησία, προφανώς) του πολίτη». Κι έτσι η Ευρώπη θα έπαυε να είναι «τοπογραφικά αθροίσματα εδαφών», και η έννοια του λαού (που είναι μειονότητα) θα υπερίσχυε της έννοιας του έθνους πάνω στην οποία έχει στηριχθεί η κατασκευή της «Ευρώπης των εθνών». (…)

Και καταλήγει ως εξής: «Μόνο σε ένα έδαφος όπου οι χώροι των κρατών έχουν διαπεραστεί και έχουν παραμορφωθεί τοπολογικά με τον τρόπο αυτό, και που ο πολίτης θα έχει μάθει να αναγνωρίζει τον πρόσφυγα που ο ίδιος είναι, είναι σήμερα νοητή η πολιτική επιβίωση των ανθρώπων».

* * *

Ο Έντσο Τραβέρσο, με τη σειρά του, στο άρθρο «Εξορία και βία» (2012), εξετάζει τη στάση των εξόριστων διανοούμενων, Εβραίων και μη, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαπιστώνει πως χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία συνάντησης μεταξύ της εβραϊκής και της «μαύρης» διασποράς.

Εκπρόσωποι και των δύο προσέγγισαν τις εκδοχές του αποκλεισμού και των διακρίσεων που βίωσαν οι λαοί από τους οποίους προέρχονταν, στη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα, και λόγω της απόστασης που τους χώριζε από τα γεγονότα (αφού πια είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες ή μετανάστες αλλού) κατάφεραν να δώσουν βαθύτερες ερμηνείες στα γεγονότα και τις μετατοπίσεις που συνέβαιναν, αποστασιοποιούμενοι συχνά ακόμη και από τις εθνικές ταυτότητες που κουβαλούσε ο καθένας τους.

Χαρακτηριστικά, μιλώντας για τη στάση των εξόριστων Εβραίων διανοούμενων στην Ευρώπης που είχαν βρει καταφύγιο στις ΗΠΑ, ο Τραβέρσο επισημαίνει ότι στα εγκλήματα των νικητών που γιορτάστηκαν ως νίκες –όπως οι βομβαρδισμοί και ο αφανισμός της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι- εκείνοι κράτησαν κυρίως αντικομφορμιστική στάση σε σχέση με τους υπόλοιπους διανοούμενους:

Ενσάρκωναν τα ανθρωπιστικά γνωρίσματα που η Χάνα Άρεντ απέδιδε στον παρία, εξηγεί ο Τραβέρσο: «την γενναιοψυχία, την ευαισθησία απέναντι στις αδικίες, την ευρύτητα πνεύματος και την απουσία προκαταλήψεων. Απάτριδες, ξέφευγαν από τα εθνικά στερεότυπα και αντιδρούσαν στα πιο σκοτεινά γεγονότα της εποχής τους, όχι σαν Ρώσοι, Αμερικανοί, Γερμανοί, ούτε καν σαν κυνηγημένοι Εβραίοι αποκλειστικά, αλλά σαν πολίτες του κόσμου (διαλεκτική αντιστροφή της πραγματικής τους κατάστασης ως απάτριδων και του «ακοσμισμού» τους».

Αυτό βέβαια, δεν κράτησε για πάντα και για όλα τα ζητήματα, ειδικά αφότου οι Εβραίοι διανοούμενοι έγιναν μέρος του κατεστημένου και συχνά «φυλακισμένοι στον ευρωκεντρισμό τους (…) έδειξαν μάλλον αδιαφορία, αν όχι εχθρότητα, απέναντι στο αντι-ιμπεριαλιστικό κύμα που θέριευε στην Ασία και την Αφρική μετά τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο».

Οι Τραβέρσο αναφέρεται σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα μαύρων εξόριστων διανοούμενων, του Γ.Ε.Μπ. Ντουμπόις και του μαρξιστή ιστορικού από το Τρινιντάντ Σ.Λ.Ρ.Τζέιμς που προσέγγισαν κριτικά την αποικιοκρατία και ανέδειξαν τον ολοκληρωτισμό του δυτικού πολιτισμού.

«Για τη Χάνα Άρεντ [The origins of Totalitarianism (1951)], ο ολοκληρωτισμός δεν ήταν απλώς ένα πολιτικό καθεστώς που δεν αντιστοιχούσε στις κλασσικές τυπολογίες αλλά και μια εμπειρία καταστροφής της πολιτικής ως τόπου έκφρασης της πολλαπλότητας των ανθρώπων, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε πια να υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε δυνατότητα δράσης» | Έντσο Τραβέρσο, «Εξορία και βία» (2012)

Ο Ντουμπόις, που αρχικά εξέτασε τον ρατσισμό ως διάκριση με βάση το χρώμα, σπουδάζοντας και ταξιδεύοντας στην Γερμανία, στις ΗΠΑ και αλλού, διαπίστωσε ότι τα άλλα είδη ρατσισμού δεν ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και ανακαλύπτοντας τις ομοιότητές τους κατάφερε να κατανοήσει καλύτερα το «μαύρο πρόβλημα»:

Όπως γράφει στο “The Negro and the Warsaw Ghetto” (1949), «πέρα από το “σύνορο του χρώματος”, της εθνικής ή θρησκευτικής καταπίεσης, ο ρατσισμός «διέσχιζε τα φυσικά φράγματα, τα φράγματα του χρώματος, της πίστης, της κοινωνικής θέσης – ήταν μάλλον ένα ζήτημα πολιτισμικής διαπαιδαγώγησης, στρεβλής παιδείας, ανθρώπινου μίσους και προκαταλήψεων που αφορούσαν κάθε είδους ανθρώπους και έκανε άπειρο κακό σε όλους τους ανθρώπους».

Ο Τζέιμς, που υπήρξε μέλος της αφροαμερικανικής και καραϊβικής διανόησης η οποία στρατεύτηκε ενάντια στον ιταλικό φασισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αιθιοπία, διέκρινε μια σαφέστατη σύνδεση ανάμεσα στην αποικιοκρατική βία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του φασισμού. Και πίστευε στην επανάσταση, υπενθυμίζει ο Τραβέρσο. Σε αυτό διέφερε από τους γερμανοεβραίους εξόριστους, η κριτική σκέψη των οποίων «εντασσόταν σ’έναν ορίζοντα σημαδεμένο από την τομή του Άουσβιτς. Για τον Τζέιμς, οι καταστροφές που είχαν συνταράξει τον πλανήτη αναγγέλλανε την εισβολή των αποικισμένων λαών στο προσκήνιο της ιστορίας».

Ακόμη κι αν δεν έχει ξανακούσει κανείς για τον Τζέιμς, δεν θα εκπλαγεί μαθαίνοντας ότι το 1952 φυλακίστηκε στο Έλις Άιλαντ ως «ανεπιθύμητος ξένος» και στη συνέχεια απελάθηκε στη Μ.Βρετανία, αφού οι μακαρθικές ΗΠΑ του αρνούνταν την υπηκοότητα και την παράταση της άδειας παραμονής.

 

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα ΣΥΝΟΡΑ: Η λέξη που σημάδεψε το 2015

 




η απειλή του φανατικού Ισλάμ ως πρόσχημα

 

Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε εκδήλωση σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας με θέμα «Η απειλή του φανατικού Ισλάμ και η εσωτερική ασφάλεια». Καλεσμένοι να μιλήσουν για αυτό το θέμα, ήταν δυο πρώην και ο νυν υπουργός Προστασίας του Πολίτη (ο Μ. Χρυσοχοίδης, ο Ν. Δένδιας και ο Γ. Πανούσης). Ενόψει μας Ευρώπης που περιχαρακώνεται  ολοένα και περισσότερο με το πρόσχημα της τζιχαντιστικής απειλής και σε μια χώρα που τα κανάλια της απελπισμένα προσπαθούν να ενώσουν τζιχαντιστές με ποινικούς και μέλη επαναστατικών οργανώσεων, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σκέφτηκα, να παρακολουθήσουμε τι έχουν να πουν οι υπουργοί.

2

H εκδήλωση ξεκίνησε με την Άννα Διαμαντοπούλου να λέει πως το συγκεκριμένο θέμα δημιούργησε τη μεγαλύτερη «κινητικότητα» από όλες τις προηγούμενες εκδηλώσεις του δικτύου. Συγκεκριμένα είπε πως έλαβε «αριστερίστικα και εθνικιστικά σήματα, καθότι και οι δύο πλευρές έχουν μεγάλα πάθη», μην παραλείποντας να συσχετίσει τα δύο λεγόμενα άκρα. Η Διαμαντοπούλου έκανε μια εισαγωγή  μιλώντας για το πώς οργανώσεις όπως ο ISIS έχουν την «πολιτική και θρησκευτική φαντασίωση να καταστρέψουν τη Δύση» και πως πρέπει να διασφαλίσουμε «την εσωτερική ασφάλεια δηλαδή την κοινωνική ειρήνη» της χώρας μέσω της φύλαξης των συνόρων, ενίσχυσης της Frontex κλπ. Μεταξύ άλλων είπε πως «τα κέντρα φιλοξενίας έχουν μόνο νόημα αν επαναπατρίζουν». Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο Χ. Μεμής (Protagon, Τα Νέα) επιχειρώντας αρχικά να μεταφέρει την επικαιρότητα που θέλει την Ευρώπη να σχεδιάζει επέμβαση στη Λιβύη προκειμένου να «ελέγξει» τις μεταναστευτικές ροές καθώς και τη συζήτηση περί πράσινης κάρτας που θα δίνει, σύμφωνα με τον Μεμή, τη δυνατότητα στους μορφωμένους μετανάστες να δουλεύουν στην ΕΕ.

Μεσολάβησε ένα βίντεο του Επιτρόπου Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας Δ. Αβραμόπουλου, ο οποίος με  έντονο στοιχείο δραματικότητας μίλησε για τα μεγάλα ευρωπαϊκά ιδεώδη, για «τον ισλαμικό φανατισμό που είναι η βασική απειλή ενάντια στην Ευρώπη» και την «αθόρυβη και ειρηνική πρόληψη και αντιμετώπιση με όλα τα πρόσφορα μέσα ενάντια στην απειλή».

Μετά το βίντεο, πρώτος μίλησε ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης ο οποίος ξεκίνησε διαχωρίζοντας την ισλαμιστική τρομοκρατία με την ισλαμοφοβία σε περίπτωση που κάποιος τα ταύτιζε. Αργότερα μίλησε για τους λόγους, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, που οδηγούν στον ισλαμικό φανατισμό. «Ανεργία, περιθωριοποίηση/γκετοποίηση, ριζοσπαστικοποίηση, ισλαμικός φανατισμός». Συνέχισε λέγοντας «από τις σπηλιές του Αφγανιστάν της Al Qaida μέχρι το τρομοκρατικό ψευδοκράτος του ISIS, αυτή η διαφοροποίηση θέτει διάφορα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε». Μίλησε για επιχειρήσεις στην περιοχή, μίλησε για ενίσχυση του τοπικού αντίπαλου στρατού  (του ISIS) και τέλος τη διπλωματική συνεργασία με άλλα κράτη. Αναφέρθηκε στο ξεκίνημα του φαινομένου και στον «πανικό» που αισθάνεται ο ευρωπαίος πολίτης που «σκέφτεται ότι ανάμεσα του βρίσκεται κάποιος που θα μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα» (όπως τρομοκρατικές επιθέσεις). Σύμφωνα με πηγές που δεν ανέφερε και δεν μπορέσαμε να βρούμε, ο Χρυσοχοίδης υποστήριξε πως «τα 2/3 των Μουσουλμάνων της Ευρώπης ασπάζονται τον τζιχαντισμό». Συνέχισε μιλώντας για την αιτία που οδηγεί στην υιοθέτηση της ιδεολογίας του τζιχαντισμού, λέγοντας πως «η αποτυχία της Αραβικής Άνοιξης έβγαλε ως προϊόν καταπιεσμένες μάζες που λειτουργούν ως τρομοκράτες» αναφερόμενος συγκεκριμένα στην Τυνησία και την Αίγυπτο.

Το σημείο που στάθηκε ιδιαίτερα ήταν «η μαζική είσοδος χιλιάδων ανθρώπων που μπαίνουν ανεξέλεγκτα μέσα στην Ελλάδα». «Έχουμε το πρόβλημα των προσφύγων που γίνονται πρόσφυγες λόγω πολεμικών λόγων και σε αυτό δεν υπάρχει καμία συζήτηση για φιλοξενία, προστασία, περίθαλψη κλπ». Συνέχισε λέγοντας, «τους νόμιμους μετανάστες πρέπει να τους διαχειριζόμαστε όπως όλους τους πολίτες. Αυτό που δεν πρέπει να διαπραγματευτούμε είναι ότι δε μπορεί όποιος έρχεται στη χώρα να κυκλοφορεί ελεύθερος παρανόμως» γιατί σύμφωνα με τον Χρυσοχοίδη «αυτός ο άνθρωπος (σ.σ. ο παράνομος μετανάστης) είναι το μεγαλύτερο εργαλείο εγκληματικότητας». Αναφέρθηκε στην Αμυγδαλέζα και πως αρχικά φτιάχτηκε για να χωρέσουν 800 άτομα, ενώ οι συνθήκες ήταν πολύ καλές. Μίλησε για την μεγάλη σημασία της θωράκισης των συνόρων από τη Frontex και πως πρέπει «να ελεγχθεί η λαθρομετανάστευση που οδηγεί είτε στην τρομοκρατία, είτε στην ισλαμοφοβία». Στο τέλος της ομιλίας του, αναφέρθηκε στο ότι δεν υπάρχει κοινή μεταναστευτική πολιτική και πως έχει αντιμετωπίσει «πρωτοφανή αδιαφορία από τις πρεσβείες των χωρών προέλευσης». Έκλεισε λέγοντας πως η αστυνομία χρειάζεται υποστήριξη γιατί κάνουν μεγάλη προσπάθεια «να φιλοξενούν ανθρώπους στα τμήματα και να διατηρούν την εσωτερική ασφάλεια και τις ροές των μεταναστών».

 

4

Ο επόμενος που μίλησε ήταν ο υπουργός Νίκος Δένδιας, ο οποίος πήρε το λόγο, ευχαριστώντας τη Διαμαντοπούλου που έδωσε αυτή τη μεγάλη ευκαιρία να συναντηθούν «λογικές φωνές». Αρχικά δήλωσε την «συμπαράσταση του και την αγάπη του» στον καινούριο υπουργό Πανούση αντιλαμβανόμενος το δύσκολο έργο του μιας και ο ίδιος όπως είπε δεν είχε κοιμηθεί το βράδυ που ο Σαμαράς τον είχε ενημερώσει για την ανάληψη του συγκεκριμένου υπουργείου. Ξεκίνησε μιλώντας για τις μεταναστευτικές ροές λέγοντας κι αυτός πως «δε μπορεί να έρχονται στη χώρα οι μετανάστες και να περιφέρονται» γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν τα προαναχωρησιακά κέντρα κράτησης.  «Το ξεκίνησε ο Μιχάλης και το παρέλαβα από κείνον» είπε αναφερόμενος στον Χρυσοχοίδη. «Είχαμε επιστρέψει 50.000 ανθρώπους, ήμασταν πρωταθλητές» δήλωσε. Συνέχισε λέγοντας πως «τουλάχιστον 3000 Μουσουλμάνοι Ευρωπαίοι πολίτες μάχονται στη Συρία και πως αυτοί μπορεί να είναι εν δυνάμει απειλή στην έννομη Ευρώπη». Είπε πως δεν είναι δυνατόν να τους παρακολουθούμε όλους και πιο συγκεκριμένα δήλωσε πως «υπερσύγχρονα συστήματα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν μέχρι 9 άτομα στο έδαφος τους άρα αυτά που ακούτε ότι κάνει η αστυνομία δεν ισχύουν». Μίλησε για τα μη επαρκή κονδύλια της Ευρώπης για τη μετανάστευση και πως «αν η ΕΕ πιστεύει πως θα τη βγάλει φτηνά είναι γελασμένη». Σε εκείνο το σημείο πρόσθεσε παρακαλώντας το ακροατήριο να μη το λάβει καχύποπτα πως «από τα συνολικά τρομοκρατικά συμβάντα, πάνω από το 70% έχει τουλάχιστον ένα στοιχείο ισλαμισμού». Μίλησε για τη συμμαχία της Ελλάδας με το Ισραήλ και το κατά πόσο αυτό «μας κάνει και εμάς στόχο»,  φέρνοντας τον «εχθρό» έξω από το σπίτι μας. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε πως «ο τρομοκράτης στη Βουλγαρία που έβαλε βόμβα σε Ισραηλινούς είχε προσπαθήσει να εισέλθει στην Ελλάδα μέσω του Έβρου και στάλθηκε πίσω». Μίλησε επίσης για τις συχνές επισκέψεις της επιτρόπου Μάλστρομ  «που είχε κάνει μόνιμο προορισμό της την Ελλάδα» και πως κάτω από αυτή τη στενή επίβλεψη όλα λειτουργούσαν όπως έπρεπε. Πρότεινε να ενωθούν τα υπουργεία Ναυτιλίας και Προστασίας του Πολίτη προκειμένου να υπάρχει κοινή διαχείριση στο θέμα της μετανάστευσης. Είπε επίσης πως «ο φράχτης είναι ένα μικρό κομμάτι, την δουλειά την κάνουν οι κάμερες» και γι’ αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν αυτά τα συστήματα. Τέλος, περιέγραψε διάφορες επιχειρησιακές ομάδες που θα έπρεπε να ενισχυθούν με ραντάρ και κάμερες προκειμένου να προλαβαίνουμε την είσοδο των μεταναστών στη  χώρα.

Ο τελευταίος που μίλησε ήταν ο νυν υπουργός Γιάννης Πανούσης. Ξεκινώντας αναρωτήθηκε «πώς να μιλήσεις στην Ευρώπη για το μεταναστευτικό όταν έχεις ανοιχτά μέτωπα με το Eurogroup». Συνέχισε την ομιλία του κάνοντας κάποιες παραδοχές σε σχέση τη παγκόσμια και ευρωπαϊκή κατάσταση. Μίλησε για τη «νέα γεωγραφία εξουσίας που δημιουργήθηκε με την παγκοσμιοποίηση» και  την Ευρώπη φρούριο, προτρέποντας «να μην μπερδεύουμε τη συνθήκη Σένγκεν με το πρόγραμμα Τάμπερε». Είπε πως «η απειλή δεν έρχεται μόνο από τα σαπιοκάραβα αλλά έρχεται και ως τουρίστας και ενταγμένος ευρωπαίος πολίτης». Ο Πανούσης είπε πως «μιλάμε για έναν πλανητικό τρόμο με πρόσημο το Ισλάμ» ενώ δεν δίστασε να πει πως «το Αφγανιστάν έχει κυρίως εγκληματική δραστηριότητα» λέγοντας και αυτός να μην το λάβουμε καχύποπτα. «Για φανταστείτε τι θα συμβεί αν φέτος το καλοκαίρι έρχονταν 500.000 μετανάστες;» αναρωτήθηκε και συνέχισε λέγοντας πως «τα χρήματα δε λύνουν ούτε τα ζητήματα ασφάλειας, ούτε τίποτα». Συνέχισε λέγοντας πως «πρέπει να τελειώνουμε με την ιστορία της διαπραγμάτευσης για να ασχοληθούμε με ριζικές προτάσεις». Η κατά τα άλλα χαοτική ομιλία του Πανούση τελείωσε με την εξής δήλωση «το κεκτημένο του Δένδια εμείς θέλουμε να το κρατήσουμε στο κέντρο της Αθήνας και νομίζω το κρατάμε ως τώρα». Σε ερωτήσεις από το κοινό μετά το τέλος της τοποθέτησης του, ο Πανούσης δήλωσε πως θέλει να ξαναδεί το θέμα της ενσωμάτωση αναρωτώμενος «αν έχουμε αντιληφθεί ότι μεθαύριο θα μας συλλάβει κάποιος από την Αλβανία ή θα μας δικάσει κάποιος από τη Ρουμανία».

1

Στη συνέχεια ο λόγος πέρασε στο κοινό, στο οποίο μεταξύ άλλων βρίσκονταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Γιώργος Φλωρίδης (πρώην αρχηγός ΕΛ.ΑΣ, Υπουργός Δημοσίας Τάξης 2003-2004), ο Πάνος Μπεγλίτης (Υπουργός Εθνικής Άμυνας 2011), ο Λευτέρης Οικονόμου (πρώην αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ και υφυπουργός Δημόσιας Τάξης) ο πρώην δικοικητής της ΕΥΠ και διάφοροι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Οι ερωτήσεις από το κοινό και τους πρώην υπουργούς και αρχηγούς της αστυνομίας αφορούσαν είτε την ενσωμάτωση των μεταναστών, είτε την επέμβαση στη Λιβύη με τον Πάγκαλο να διευκρινίζει τα μεγάλα συμφέροντα της Ευρώπης ενόψει της επέμβασης στην περιοχή λέγοντας πως «η Ευρώπη δεν έχει μόνο αγνές προθέσεις». Όταν το πάνελ και πιο συγκεκριμένα ο Πανούσης ρωτήθηκαν από δημοσιογράφο αν υπάρχει κάποια τεκμηριωμένη έρευνα που να ενώνει τους μετανάστες με το τζιχαντισμό εκείνοι απάντησαν (Πανούσης, Χρυσοχοίδης) πως καλό είναι να μην ταυτίζουμε τις έννοιες αλλά καλό είναι να τις κοιτάμε, αποφεύγοντας έτσι να απαντήσουν πως απλά δεν υπάρχει.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον πως σε μια εκδήλωση με θέμα την «απειλή του φανατικού Ισλάμ» και την «εσωτερική ασφάλεια» οι καλεσμένοι μίλησαν αποκλειστικά για το μεταναστευτικό θέμα. Το πώς και γιατί ενώνεται η Frontex και τα ραντάρ με το φανατικό Ισλάμ δεν απαντήθηκε ποτέ. Οι πρώην υπουργοί κατέφευγαν συνεχώς σε γενικεύσεις (χωρίς καμία τεκμηρίωση) λέγοντας για παράδειγμα ότι ο παράνομος μετανάστης, καθώς δε ξέρουμε ποιος είναι και τι πιστεύει, είναι εν δυνάμει τρομοκρατική απειλή. Η απειλή έρχεται απ’ έξω ή μπορεί να είναι και χρόνια μέσα αλλά είναι σίγουρα οι άλλοι. Οι αλλόθρησκοι, οι ξένοι, οι παράνομοι. Το πώς φτάνουμε από αυτό το σημείο να στοχοποιούνται δεκάδες μετανάστες και να πέφτουν θύματα ρατσιστικών επιθέσεων από ναζιστικές οργανώσεις δε μπήκε καθόλου στη συζήτηση παρά μόνο από τον Χρυσοχοΐδη που διαχώρισε την ισλαμιστική τρομοκρατία από την ισλαμοφοβία (;). Όσο μιλούσαν για τις μεταναστευτικές ροές, ήταν φανερό πως η Ευρώπη της επιτήρησης και της ασφάλειας* είναι κάτι καλό, προοδευτικό και η μόνη λύση. Η Frontex σώζει ζωές, σώζει εμάς από αυτούς και όλα συμβαίνουν για την ευρύτερη κοινωνική και ευρωπαϊκή ειρήνη.

 

*σχετικά, βλ. το βιβλίο του Αποστόλη Φωτιάδη: «Έμποροι των συνόρων: Η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική επιτήρησης»

 

φωτογραφία εξωφύλλου Oona Räisänen