1

Πρωινή βόλτα στην Κνωσό

 

DSC_0406

DSC_0397

DSC_0394

DSC_0341

DSC_0356

 




Η μεταμοντέρνα μοναξιά της Idalia Candelas

Η φίλη περιγράφει ένα νέο μαγαζί στο Κέντρο της πόλης, με διακόσμηση που την εντυπωσίασε και θα ήθελε να είχε κάτσει για φαγητό εκείνο το μεσημέρι αλλά τελικά δεν τα κατάφερε για έναν λόγο που έθετε υπό αμφισβήτηση όλα όσα πίστευε περί γυναικείας χειραφέτησης μέχρι τότε. Μόλις που πρόλαβε να περάσει το κατώφλι για να βρει τον χώρο σχεδόν υπερπλήρη από χαρούμενα ζευγάρια και παρέες σε διάλειμμα από τη δουλειά. Αν και με κάποια δυσκολία, θα έβρισκε τραπέζι όμως παραδέχτηκε ότι δίστασε να το κάνει γιατί αναρωτήθηκε τι θα σκεφτούν οι άλλοι για το «μοναχικό» της γεύμα. Μπορεί να μην της είχε τύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή αλλά εντελώς απρόσμενα διαπίστωσε ότι είχε να διαχειριστεί άλλη μια κοινωνική κατασκευή, αυτή του στίγματος της γυναικείας μοναξιάς. Ένα στίγμα που ενίοτε ξεκινάει από αδιάκριτες ερωτήσεις περί αποκατάστασης, δημιουργίας οικογένειας, συντρόφου, γονιμότητας  εντός της πατρικής οικογένειας και του χώρου εργασίας για να καταλήξει σε βλέμματα συγκατάβασης και ψιθύρους από τα διπλανά τραπέζια ή ακόμη και παρενόχληση ορμώμενη από στερεοτυπικούς συνειρμούς για το τι κάνει μια γυναίκα μόνη σε ένα μπαρ ή ένα εστιατόριο.

Όπως συμβαίνει πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις, μια προσεκτική ματιά στην «οικία» και στο τι πραγματικά συμβαίνει στον ιδιωτικό μας χώρο, έρχεται να αποκαταστήσει τη τάξη σε μια σειρά χαοτικών και επαναλαμβανόμενων σκέψεων περί αντρικής και γυναικείας μοναξιάς, που διατρέχουν όλες τις κοινωνικές τάξεις και γενεές. Απόδειξη είναι και η σχετική έρευνα της Eurostat (Trends inhouseholds in the EU: 1995-2025) σύμφωνα με την οποία αναμένεται ότι έως το 2025, ο αριθμός των μονοπρόσωπων νοικοκυριών θα ανέλθει στα 62 εκατομμύρια όταν το 1961, ο αριθμός αυτός ήταν μόλις 14 εκατομμύρια και το 1995, ο αριθμός ήταν 42 εκατομμύρια. Συνεπώς, πρόκειται για μια δυναμική πραγματικότητα που σιωπηρά απαιτεί τον χώρο της στο πλαίσιο των κοινωνικών μας αντιλήψεων.

Προς αυτή την κατεύθυνση δούλεψε και η Μεξικανή καλλιτέχνης Idalia Candelas που μόλις πριν από λίγες ημέρες (και ίσως διόλου τυχαία πριν την γιορτή του Αγ. Βαλεντίνου) παρουσίασε μια σειρά σκίτσων με τίτλο «Postmodern Loneliness», καλωσορίζοντας τις εργένισσες και αναδεικνύοντας στιγμές της ιδιωτικής τους ζωής. Και αν κάποιοι φαντάζονται πάρτυ και αχαλίνωτο σεξ ή θλίψη και αυτολύπηση, τα σκίτσα που περιλαμβάνονται στο μικρό αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Alone», μας προσγειώνουν σε μια ζωή αυτάρκειας και χαλαρότητας που όπως η ίδια δηλώνει στο mic.com «οι εργένισσες δεν έχουν κατάθλιψη, δεν κλαίνε, δεν υποφέρουν, απολαμβάνουν την παρέα με τον εαυτό τους. Η μοναχικότητα συνεχώς αυξάνεται στην κοινωνία, δεν είναι κακή, δεν μπορεί να είναι στιγματισμός».

 

Η ομορφιά και η απλότητα των στιγμών στα σκίτσα που ακολουθούν

………….

Πηγές:

Trends in households in the EU: 1995-2025, Eurostat 2003

http://mic.com/connections




Θέλω να γίνω γριά στη Θεμιστοκλέους

 

480full-ralph-steadman

Ralph Steadman

 

(εισαγωγικό)

Απέναντι σ’ ένα σπίτι που έμενα παλιά, χαμηλά στη σόλωνος, στο πάρτι μιας κοινής φίλης που θα έπρεπε να την έχουν όλοι φίλη, σ’ ένα μπαρ που ήταν ποτισμένο με τσιγάρα από τους τοίχους ως τα ποτήρια και από τα ρούχα ως τα δόντια και τις συλλαβές, εκεί κάπου, χωρίς να βλέπω πολύ καλά από την κούραση, είχα μια μικρή κουβέντα.

«Θα φύγω για τη Μαδαγασκάρη», μου λέει.

«Πάλι θα φύγεις, και τι θα κάνεις τώρα;» απαντάω.

Αφού μου δίνονται οι απαραίτητες εξηγήσεις, πληροφορίες και εικόνες, προκύπτει ότι είμαι ο μόνος που δεν έχει ρωτήσει «για πόσο καιρό;».

«Ωραία, για πόσο καιρό;»

«Εντάξει, δεν θα κάτσω για πάντα. Έχω καταλήξει νομίζω. Θέλω να γεράσω εδώ, να γίνω γριά στη Θεμιστοκλέους».

Κάπως έτσι γεννήθηκε το παρακάτω.

Άρχισα να φεύγω σιγά σιγά, πρώτα κοντά, λίγο, να απλώνεις χεράκι να φτάνεις. Για τα μακρινά έφυγα από περιέργεια. Εφηβικά σχεδόν, να δοκιμάσω τα όρια.

Εκεί που πήγα δεν ήταν όμορφα, δεν είχε πάρκα, σιντριβάνια, ποδηλατόδρομους και κοινωνικό κράτος, θέατρα, σινεμάδες, τέχνη γενικώς. Δεν είχε καφετέριες και μπαρ, κοκτέιλ και ναρκωτικά, μουσική που να ξέρω, μια γλώσσα που να αγγίζω, πολιτική που να την καταλαβαίνω, αναφορές να γελάω, φίλους να εκτιμώ και γωνιές να αναγνωρίζω.

Είχε ζέστη, σκουπίδια, θάλασσα, πηχτό αέρα, μάτια, χέρια, αλάτι, βρωμιά, θόρυβο, κομπίνα , ελιγμό, εξατμίσεις // και φρούτα. Είχε καταπίεση και πόνο στην ιστορία και τη στιγμή, υλική υπόσταση σε όλα, συνάντηση και αναμέτρηση, είχε έκπληξη – για μένα – είχε ομορφιά, είχε ανθρώπους που με κοιτούσαν και απενοχοποίησαν το δικό μου βλέμμα. Εκεί που πήγα ήταν όμορφα. Κι εγώ εθίστηκα.

Εδώ έχει τη γλώσσα μου να με σηκώνει, να με τυλίγει, να με νανουρίζει, να μου λέει γλυκόλογα και να με πνίγει, έχει κλισέ να με ζορίσουν και να με σώσουν και ματιές να ακουμπήσω. Η πολύτιμη καταγωγή μου. Αυτά τα χρώματα που αναγνωρίζω, αυτά τα λόγια που αποκωδικοποιώ και μέσα σ’ αυτά ο τρόμος, η ανελευθερία, η καταπίεση κι ο φασισμός που μου ζητάει να παίρνω θέση – κάθε στιγμή – κι εγώ παίρνω θέση και η θέση μου είναι σωστή, αλλά ξέρεις κάτι; Δε θέλω πάντα. Θέλω να καταλαβαίνω λιγότερα. Εθίστηκα στο συναίσθημα να κοιτάς χωρίς να μπορείς να αποκωδικοποιήσεις.

Φεύγω για να μπορέσω να γυρίσω.

Να γίνω γριά στη Θεμιστοκλέους.

 

Η Ελίζα Παναγιωτάτου είναι συγγραφέας του βιβλίου «Αυτά έγιναν χτες», από τις εκδόσεις «κουκούτσι». 

 

(εισαγωγικό: Χρήστος Σύλλας)




Berlin

 

 

 

 

 




Η βιαιότητα της κρίσης στη μεγάλη οθόνη – τρεις πρόσφατες ελληνικές ταινίες

 

Η κρίση έχει εισβάλει και απλωθεί σε όλες τις πτυχές και τις εκδηλώσεις της ζωής μας, οπότε ήταν επόμενο να βρει το δρόμο της και προς την ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία – και συγκεκριμένα τον ελληνικό κινηματογράφο (αν και θυμάμαι, πριν από μερικά χρόνια, να παραδίδω σε έναν εκδοτικό οίκο το δακτυλόγραφο της Ελληνικής Ασφυξίας και να λαμβάνω απορριπτική απάντηση εξαιτίας του «υπερβολικά επίκαιρου» χαρακτήρα του μυθιστορήματος). Είναι σύνηθες πλέον φαινόμενο για τις εταιρείες παραγωγής και διανομής να τονίζουν το πώς η εκάστοτε ταινία τους μιλά για την κρίση, είτε αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είτε όχι. Είναι επίσης πολλές οι πρόσφατες ταινίες, ειδικά αυτού που ευτυχώς ή ατυχώς ονομάστηκε “greek weird wave”, που πλασάρονται ως κοινωνικοπολιτικές αλληγορίες για όσα συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία χρόνια – ενώ, συνήθως, δεν είναι τίποτα τέτοιο. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα φιλμ, πάντως, υπάρχουν και κάποια που όντως σκαλίζουν κάτω από την επιφάνεια και κατορθώνουν μια ευφυή και στιβαρά δομημένη ανάλυση του περιρρέοντος πανικού.

Πρόσφατα έτυχε – με διαφορετικές αφορμές και υπό διαφορετικές συνθήκες – να παρακολουθήσω τρεις ταινίες που, κατά τη γνώμη μου, μιλάνε με πολύ καίριο, ουσιαστικό και οξυδερκή τρόπο για αυτό το φάντασμα, αυτό το τέρας που ονομάζουμε κρίση (χωρίς απαραίτητα να το επιδιώκουν ή να το κάνουν συνειδητά) και επιχειρώ παρακάτω μια (καθυστερημένη) παρουσίασή τους. Αυτό που τις συνδέει είναι –πιστεύω – το στοιχείο της βιαιότητας, όχι τόσο στο επίπεδο των δράσεων όσο σ’ αυτό των πραγμάτων που συμβαίνουν κάτω από την επιφάνεια: η βάναυση καθημερινότητα, ο ψυχικός βανδαλισμός που υποκείμεθα σχεδόν αδιάκοπα.

(Σημ.: Περιέχει κάμποσα μικρά σπόιλερ)

15luton_stills

Luton – του Μιχάλη Κωνσταντάτου (2013)

Το Luton, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μιχάλη Κωνσταντάτου, βγήκε στις αίθουσες το 2013. Είναι μια ταινία σαφώς «καλλιτεχνική» – αλλά συνάμα ρεαλιστική και επ’ ουδενί «weird»-, που δίνει το μεγαλύτερο βάρος στο εικαστικό κομμάτι και στις δράσεις και όχι τόσο στους διαλόγους ή τις ερμηνείες.

Η βία είναι το κεντρικό – σχεδόν αποκλειστικό – θέμα του Luton, αλλά όχι με τον τρόπο και υπό το πρίσμα για τα οποία έγινε λόγος σε σχεδόν όλες τις κριτικές και τα δελτία τύπου, την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε η ταινία. Στο Luton έχουμε να κάνουμε με τη βία της σιωπής, τη βία της αυτοκαταπίεσης, την αδυναμία να βρεις λύτρωση από όσα σε πνίγουν καθημερινά παρά μόνο με έναν έμμεσο, προβληματικό τρόπο. Οι πρωταγωνιστές του Luton είναι τρεις διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι που υπόκεινται καθημερινά και σχεδόν ασταμάτητα τη βία των απρόσωπων πολυκαταστημάτων, των αχανών club, των σούπερ μάρκετ, των δημόσιων υπηρεσιών, του σχολικού συστήματος γενικά και του κάθε σχολικού μικρόκοσμου ξεχωριστά, της ανούσιας τυπολατρείας και του καθωσπρεπισμού, των προτύπων ομορφιάς, του βαρετού σεξ, της αγένειας, της κουτοπονηριάς και τόσων άλλων.

Το Luton είναι ένα φιλμ εξαιρετικά καλογυρισμένο, προσεγμένο με έναν τρόπο που είναι ξεχωριστός ακόμα και για τα πολύ υψηλά πλέον στάνταρ της σύγχρονης ελληνικής κινηματογραφίας. Οι διάλογοι – όπως και η μουσική – σπανίζουν στα 100 λεπτά που διαρκεί η ταινία. Ο Κωνσταντάτος καθοδηγεί τους ολιγάριθμους (αλλά αποτελεσματικότατους) ηθοποιούς του σαν ένας Ζακ Τατί της θλίψης, σαν ένας Ρόι Άντερσον της κατήφειας. Για την κατάληξη/κορύφωση του στόρι, μπορούν να διατυπωθούν αντιρρήσεις. Αλλά πιστεύω πως το σημαντικό και το καίριο κομμάτι του Luton είναι τα πρώτα 80 περίπου λεπτά του. Γι’ αυτά ειδικά μπορεί στην πραγματικότητα να ειπωθεί πως λειτουργούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, σαν “γροθιά στο στομάχι”. Αν το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Μιχάλη Κωνσταντάτου είναι δυσάρεστο, είναι δυσάρεστο για τη βαθιά και αδυσώπητη ειλικρίνειά του, την αλήθεια που σερβίρει χωρίς περιστροφές, αλληγορίες, ψευτολυρισμούς ή εξυπνακισμούς στο θεατή του – θεατή που είναι πολύ πιθανόν να βρει κάμποσα κοινά στοιχεία ανάμεσα στον εαυτό του και τους τρεις πρωταγωνιστές της εν λόγω ιστορίας.

σερβετας

«Να Κάθεσαι και να κοιτάς» – του Γιώργου Σερβετά (2013)

«Είμαι ο εγγυητής της βαρεμάρας τους», υπερηφανεύεται ράθυμα σε κάποιο σημείο ο Λεωνίδας, ο αστυνόμος της επαρχιακής κωμόπολης όπου εκτυλίσσεται το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» του Γιώργου Σερβετά (τον Λεωνίδα ερμηνεύει – σε μια εμπνευσμένη επιλογή κάστινγκ – ο κυρίως κωμικός ηθοποιός Γιάννης Δρακόπουλος). Πρόκειται για μια, επί της ουσίας, κούφια καυχησιά, καθότι, κάτω από το πληκτικό προσωπείο της, η ανώνυμη αυτή κωμόπολη κρύβει πολλή σκοτεινιά – δήθεν ευυπόληπτοι οικογενειάρχες που χτυπάνε τις ερωμένες τους, ρατσισμός, η βαναυσότητα του ανθρώπου απέναντι στη φύση, οι εργοδότες που πληρώνουν όποτε γουστάρουν, τα άνωθεν επιβεβλημένα πρότυπα ηθικής, ορθότητας, αντρικής και γυναικείας συμπεριφοράς κ.ό.κ.

Όλη αυτή την υποβόσκουσα βία την παρατηρεί (μόνη απ’ όλους, θαρρείς) και πυροδοτεί τελικά την ανατροπή της (αντιμετωπίζοντας μαζί τις συνέπειες αυτής της ανατροπής) η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Αντιγόνη (Μαρίνα Συμεού). Με όχημα μια ιστορία που από τη μία χρησιμοποιεί τη δομή του γουέστερν (η μοναχική ηρωίδα που φτάνει σε μια καταραμένη πόλη και ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στην καταπίεση και τη μιζέρια) και από την άλλη τους κώδικες της αρχαίας τραγωδίας (η ηρωίδα που ξέρει ότι αυτό που θα κάνει θα την οδηγήσει στην καταστροφή, αλλά επιλέγει συνειδητά να το κάνει έτσι κι αλλιώς, καθότι ξέρει πως το να το πράξει αποτελεί χρέος απέναντι στον εαυτό της και τους γύρω της), ο Σερβετάς κάνει μια ουσιαστικότατα πολιτική ταινία: όχι γιαλαντζί πολιτική· όχι δήθεν αλληγορία· όχι γουιρντίλα· μια ταινία που αφορά ίσως το πιο πολιτικό ζήτημα από όλα: την απεμπόληση της νοοτροπίας που συνοψίζεται στη γνωστή φράση (που ακούγεται και στην ίδια την ταινία): «πού να μπλέκεις τώρα…;» Αυτή είναι η πιο καίρια δήλωση που κάνει η ταινία, πέρα από την επιλογή οποιασδήποτε αφηγηματικής τεχνικής, πέρα από οποιαδήποτε επιλογή ως προς το καδράρισμα ή το μοντάζ ή τον ήχο, πέρα από οποιαδήποτε αναφορά σε παλαιότερα κινηματογραφικά ή άλλα είδη (όπως ανέφερα λίγο παραπάνω).

Πρέπει να σημειώσω πάντως πως, κατά τη γνώμη μου, στο τεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, η ταινία δεν είναι τέλεια σε όλα της: είναι μεν εξαιρετικά καλογυρισμένη, με υποδειγματική χρήση της πρωτότυπης μουσικής (η οποία πρωτότυπη μουσική, παρεμπιπτόντως, δεν είναι καθόλου συνηθισμένη), με επίσης υποδειγματικό χτίσιμο ατμόσφαιρας (και όχι με προβλέψιμο τρόπο), αλλά χωλαίνει κάπως στον τομέα των ερμηνειών – ίσως ακριβώς επειδή οι διάλογοι, συγκεκριμένα οι διάλογοι, είναι επίσης ασυνήθιστοι για σύγχρονη ελληνική ταινία, ήτοι ρεαλιστικοί από τη μία πλευρά και πνευματώδεις από την άλλη, γεγονός που ίσως να δυσκόλεψε τους ηθοποιούς – να μην μπόρεσαν να καταλάβουν την όλη αισθητική του κειμένου. Βλέπετε, οι ήρωες του Σερβετά μιλάνε όπως οι άνθρωποι που συναντάς εκεί έξω – δεν εννοώ τους φίλους μου ή σου ή του/της, γιατί μερικούς από τους ανθρώπους που εμφανίζονται στο «Να κάθεσαι και να κοιτάς» δεν θα ήθελες να τους έχεις φίλους – αλλά μιλάνε μια γλώσσα πιστευτή και γενικά γνώριμη. (Ακούγομαι συγκαταβατικός και υπερβολικά ψείρας, αλλά αυτά τα δύο στοιχεία, τον ρεαλισμό και το πνευματώδες χιούμορ, δεν τα συναντάς εύκολα σε διαλόγους ελληνικών ταινιών τελευταίας εσοδείας, ειδικά μετά την επέλαση στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι της γουιρντίλας από τη μία και της τηλεοπτικής μπαλαφάρας από την άλλη). Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία πολύ σημαντική, αν και ίσως παραγνωρισμένη.

ablast-film-stills-0008

«Έκρηξη» – του Σύλλα Τζουμέρκα (2014)

Περίμενα καιρό να δω τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, καθώς δεν την είχα προλάβει, τον καιρό που παιζόταν στις αίθουσες. Δεν ήταν μόνο η Χώρα προέλευσης (το κινηματογραφικό του ντεμπούτο) που με είχε ιντριγκάρει, αλλά και κάποια ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει για το Παρασκήνιο της ΕΡΤ (όπως εκείνο για τον ποιητή Γιώργο Φιλιππίδη ή εκείνο όπου αντιπαρέβαλλε τους Blitz με τον Mark Mazower).

Είχα κάμποσες ενστάσεις όσον αφορά τη δομή της «Χώρας Προέλευσης», κυρίως αυτή την με το ζόρι αντιπαραβολή της ανάλυσης του «Ύμνου Εις την Ελευθερία» (άλλο αν η Αμαλία Μουτούση είναι εξαιρετική στις συγκεκριμένες σκηνές) με την οικογενειακή ιστορία που εκτυλίσσεται παράλληλα· δεν λέω ότι δεν συνδέεται η δομή, η νοοτροπία και ο τρόπος λειτουργίας της ελληνικής οικογένειας με την παρακμή που ζούμε, όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης αλλά και αρκετά παλαιότερα, ωστόσο, εν προκειμένω, αυτά τα δύο στοιχεία δεν συνδέονται ούτε σε επίπεδο δραματουργικό ούτε όσον αφορά τη νοοτροπία που διέπει τους χαρακτήρες της ταινίας και τα προβλήματα που δημιουργούν στους εαυτούς τους και τους άλλους. Άλλωστε η εν λόγω αντιπαραβολή παύει να λειτουργεί από ένα σημείο και μετά και την ξεχνά και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, επιλέγοντας να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην οικογενειακή ιστορία αυτής της ιδιότυπης υιοθεσίας. Από εκεί και μετά η ταινία απογειώνεται, σκηνοθετικά, ερμηνευτικά, σε επίπεδο μοντάζ κ.ο.κ.

Η ιστορία της Έκρηξης είναι σαφώς πιο απλή, χωρίς πολλά ένοχα μυστικά. Επιλέγοντας και πάλι τη μη γραμμική αφήγηση, ο Τζουμέρκας παρουσιάζει την ιστορία μιας γυναίκας που, όπως και άλλοι της γενιάς της, ξεκινά ελπιδοφόρα –περνώντας στη Νομική – και τα βρίσκει σκούρα, ερχόμενη αντιμέτωπη με τα παράλογα δάνεια των γονιών της, την άνοδο φασιστών και των ναζί, τα προβλήματα στο γάμο της, το ότι παρά τις σπουδές της περιορίστηκε στο ρόλο της νοικοκυράς, την απάθεια των τραπεζιτών και κάποιων δημοσίων υπαλλήλων μπροστά στα προβλήματα που τελικά ανακύπτουν κτλ. Ωστόσο, επειδή ο σκηνοθέτης περιορίζει χρονικά το φιλμ του (83΄), χάνονται πολλές από τις λεπτομέρειες όλης αυτής της εξέλιξης, καθώς και το καταλυτικό εκείνο γεγονός (υπεισέρχομαι και πάλι σε θέματα τεχνικής) που θα οδηγήσει το χαρακτήρα της Αγγελικής Παπούλια στη συγκεκριμένη απόφαση που λαμβάνει προς το τέλος του φιλμ και η οποία θα γκρεμίσει όλη τη ζωή της όπως την ξέρει. Αν, όμως, χωλαίνει στο επίπεδο της ιστορίας, σε επίπεδο σκηνοθετικό, στο επίπεδο της φωτογραφίας και του μοντάζ, αλλά και σε επίπεδο ερμηνειών (η Α. Παπούλια ξεπερνά τον εαυτό της), το φιλμ είναι έξοχο.

Η βία δεν είναι πάντα ορατή στην «Έκρηξη». Περιορίζεται, ως επί το πλείστον, σε λεκτικά ξεσπάσματα. Είναι, ωστόσο, περιρρέουσα. Είναι πανταχού παρούσα, έστω κι αν δεν τη βλέπεις. Οι άνθρωποι αυτοί, ειδικά ο χαρακτήρας της Μαρίας (της Α. Παπούλια, δηλαδή) είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκραγούν, βλέποντας τα πάντα γύρω τους να καταρρέουν. Η τελευταία σεκάνς, με τις παράλληλες δράσεις (στο χωριό, στην Εθνική, στο σπίτι της αδερφής της Μαρίας), είναι το ξετύλιγμα αυτού ακριβώς του κουβαριού, η Έκρηξη, που είναι αλλού λυτρωτική και αλλού καταδικαστική.

Το φινάλε του φιλμ είναι ανοιχτό, τουλάχιστον όσον αφορά το χαρακτήρα της Μαρίας. Προσωπικά μου θύμισε ελαφρώς το (αμφίσημο) τέλος ενός πολύ αγαπημένου μου φιλμ, του Quadrophenia, του Franc Roddam – αναρωτιέμαι αν το έχει δει ο Σ. Τζουμέρκας.

 

Ο Γιώργος Δρόσος γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, 3pointmagazine.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Τρίτη, στις οκτώ το βράδυ, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Αυτόν τον καιρό πειραματίζεται με διάφορες άλλες μορφές τέχνης, συνεχίζοντας παράλληλα να γράφει.




Barry Underwood. Σουρεαλιστική παρέμβαση στο φυσικό τοπίο

 

Ο Αμερικανός φωτογράφος Barry Underwood με επιρροές από τις θεατρικές του σπουδές αλλά και την σύγχρονη τέχνη δημιουργεί φωτιστικές εγκαταστάσεις σε εξωτερικά φυσικά περιβάλλοντα. Με τη χρήση της τεχνολογίας των led, φωτοβόλων υλικών αλλά και αξιοποιώντας φωτογραφικές τεχνικές δημιουργεί φανταστικούς κόσμους με πρωταγωνιστή το φως.

Η δουλειά του αποτυπώνεται φωτογραφικά με κάμερα μεσαίου ή μεγάλου φορμά με μακρά έκθεση(long exposure). Πρόκειται για μεγάλης κλίμακας light installations χτισμένα σε συγκεκριμένα τοπία.

16-Underwood_RodeoBeach

Rodeo Beach

Η δουλειά του βασίζεται στις επιρροές τόσο από την land art και τη σκηνοθετημένη φωτογραφία όσο και από τον Μινιμαλισμό ενώ η κοινωνική και οικολογική ιστορία των ιδιαίτερων περιοχών που επιλέγει οδηγούν τη δουλειά του.

Το έργο του Barry Underwood λαμβάνει χώρα σε φυσικό περιβάλλον που επιλέγει προσεκτικά. Μεγάλο μέρος του έργου του τοποθετείται σε υδάτινο περιβάλλον. Τα έργα fishes, Moon, Northbar και Northbar 2, Aurora, Trace, Bleu τοποθετούνται στο νερό ή δίπλα σε αυτό.

13-Underwood_FishII

Fishes

Ο καλλιτέχνης χαρακτηριστικά αναφέρει:

barry_underwood_1

Bleu

“Οι εικόνες είναι τεκμηριώσεις διοραμάτων και εγκαταστάσεων πλήρους μεγέθους που δημιουργήθηκαν σε φυσικά τοπία. Χρησιμοποιώντας την ψευδαίσθηση, την φαντασία και την αφήγηση οι φωτογραφίες μου εξερευνούν τις προεκτάσεις του συνηθισμένου. Προσεγγίζω τη φωτογραφική μου δουλειά με θεατρική ευαισθησία, σαν κινηματογραφιστής ή σκηνογράφος.

Διαβάζοντας το τοπίο και αλλάζοντας τη θέα μέσω του φωτός και των φωτογραφικών εφέ, τροποποιώ το καθημερινό και συνηθισμένο σε κάτι μοναδικό. Το φως και το χρώμα αλλάζει την προοπτική του χώρου ενώ αποδομεί την οπτική των κοινών αντικειμένων. Αυτός ο συνδυασμός καθιστά τις φόρμες στο τοπίο αφηρημένες. Βασική έμπνευση αποτελεί η σύγχρονη ζωγραφική, ο κινηματογράφος και η land art. Το αποτέλεσμα στις φωτογραφίες είναι τόσο οικείο όσο και σουρεαλιστικό.

11-Underwood_AuroraGreen

Aurora(green)

Η διαδικασία που ακολουθώ για να δημιουργήσω ένα έργο ξεκινά με σχέδια. Η ιδέα προϋπάρχει και στη συνέχεια αναζητώ το τοπίο ή κάποιες φορές δημιουργώ με βάση ένα συγκεκριμένο τοπίο”

tumblr_mr2i8rjwom1r0i205o9_1280

Norquay (Yellow)

Οι εικόνες είναι από την επίσημη σελίδα του καλλιτέχνη barryunderwood.com




Ένας Άνθρωπος Υπό Χρεοκοπία

 

Η σκέψη και μόνο να βρεθώ στην εφορία για να τακτοποιήσω τις ομολογουμένως ατακτοποίητες οφειλές μου μου έφερνε πονοκέφαλο. Περνώντας το κατώφλι της ΙΖ’ Αθηνών αισθανόμουν ένα τόσο δα ανθρωπάκι σε ένα καφκικό περιβάλλον ανήμπορο μπροστά στο σύστημα ενός κράτους που αποφάσιζε ερήμην του.

Το κτίριο ήταν γεμάτο και μπροστά από κάθε υπάλληλο δεκάδες άλλα ανήμπορα ανθρωπάκια περίμεναν υπομονετικά να διαπραγματευτούν, να συνεννοηθούν, να τακτοποιήσουν και εν τέλει να πληρώσουν.

Όσο πλησίαζε η σειρά μου ένιωθα να συρρικνώνομαι. Μέχρι να φτάσω στο γκισέ έγινα τόσο μικρή σχεδόν ανύπαρκτη. Η υπάλληλος με δυσκολία άκουγε αυτά που της έλεγα. Πόση φωνή μπορεί να βγάλει ένα μυρμήγκι; Ένιωθα πως είχα ολότελα χρεοκοπήσει. Ένα οικονομικό, συναισθηματικό και ψυχικό φαλιμέντο.

Έχετε χρέη; Είστε σε οικονομική κρίση;

Δεν μπορείτε να πληρώσετε το ενοίκιο σας; ούτε καν το ηλεκτρικό;

Οι προσπάθειες συμβιβασμού με τους δανειστές σας απέτυχαν;

Ο σύντροφος σας σας εγκατέλειψε;

Νιώθετε πως είστε ένα βήμα πριν την καταστροφή;

Την ίδια μέρα αργά το απόγευμα περπατώντας για το θέατρο σκεφτόμουν την τραγική ειρωνεία να δω μια παράσταση που ο τίτλος της είναι αυτό που αισθάνομαι. Η χρεοκοπία δεν είναι απλά μια λέξη, είναι μια σκιά που ζει ανάμεσα μας. Έχει γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μας, πίνουμε μαζί της τον πρωινό μας καφέ και της λέμε την τελευταία καληνύχτα πριν σβήσουμε το φως.

Και εκεί στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου την είδα την παντοδύναμη μέγαιρα, αόρατη και ορατή συνάμα, έτοιμη να ισοπεδώσει τον ανήμπορο άνθρωπο.

The Incredible Shrinking Man01

Στην ιστορία που ξετυλίγεται ένας άνθρωπος φτάνει στο μισό της ύπαρξης του χάνοντας σταδιακά τα πάντα.  Η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, συγκεντρώνοντας σε μια βαλίτσα ό,τι αντέχει να κρατήσει από τη κοινή τους ζωή. Και όταν αυτή αποχωρεί η χρεοκοπία έρχεται να επισφραγίσει την ύπαρξή της μέσω ενός εντεταλμένου εκκαθαριστή.

Θα αναλάβω εγώ την υπόθεση σας , θα πουλήσω τα υπάρχοντά σας στο λεπτό

Η περιουσία σας έχει μολυνθεί, χρειάζεται κάθαρση

Η αποστολή μου είναι να εξαφανιστούν τα πάντα. Και θα εξαφανιστούν, μην αμφιβάλλετε καθόλου

Κυρίως είναι αλάθητη η μέθοδος μου

Ορίζω πολύ χαμηλές τιμές για τα πράγματα, έχω διαπιστώσει ότι φεύγουν πολύ πιο εύκολα και όλοι επωφελούνται από αυτό.

Στο πλευρό του τώρα πια στέκεται μόνο αυτός που σαν μεταμοντέρνος πνευματικός οδηγός αναλαμβάνει  να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές και να οργανώσει ένα σχέδιο αποκατάστασης.

Ο άνθρωπος έχοντας να διαπραγματευτεί με ένα υλικό και ηθικό χωρισμό , επιστρέφει στη γύμνια του, αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία. Καλείται να αρχίσει και πάλι από το μηδέν και να εφεύρει μια καινούρια ζωή

Αυτή είναι η ευκαιρία σας να κάνετε μια νέα αρχή

Δεν χρειάζεται να φροντίζεται πια τα υπάρχοντα σας πάρα μόνο τον εαυτό σας

Ο χώρος , ο χρόνος οι φυσικές σας ανάγκες δεν θα σημαίνουν τίποτα πια για σας

επιτελούς θα βρείτε την ισορροπία σας, θα απελευθερωθείτε από τα πάντα και θα είστε έτοιμοι για την καινούρια σας ζωή

Σε αυτή την μοναχική του πορεία σύμμαχος του γίνεται ένα βιβλίο. The shrinking man. Ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας όπου ο ήρωας μέρα με τη μέρα συρρικνώνεται κατά τρία χιλιοστά και πρέπει να προσαρμόσει τις ανάγκες του σε ένα περιβάλλον ολοένα και πιο εχθρικό, πιο απειλητικό. Και με αυτόν τον ήρωα ταυτίζεται ο άνθρωπος. Είναι ο προσωπικός του ηθικός οδηγός για να προχωρήσει και να ξαναγεννηθεί.

Το έργο του David Lescot Ένας Άνθρωπος Υπό Χρεοκοπία  μιλάει για τη σημερινή Ευρώπη της οικονομικής κρίσης και των παράπλευρων συνεπειών που έχει αυτή στον άνθρωπο. Μιλάει για την κρίση που βιώνουμε όλα τα ανθρωπάκια στις ουρές της εφορίας, της τράπεζας, του νοσοκομείου. Στις ουρές των συσσιτίων που αν δεν βρεθήκαμε ακόμα είναι ένα κλικ μακριά μας. Για την κρίση της ταυτότητας, της ύπαρξης μας. Για τις αγωνίες και τους φόβους και τη μοναξιά μας.

 

Από τη διεθνή θεατρική ομάδα “BΕΑΤΝΙΚS” ,

Συγγραφέας: David Lescot

Μετάφραση: Μαρία Ευσταθιάδη

Σκηνοθεσία: Francesco Bonomo

Σκηνικά-κοστούμια: Κατερίνα Λιάκου

Eπιμέλεια κίνησης: Μαριάνθη Ψωματάκη

Μουσική επιμέλεια: Massimiliano Bonomo

Οργάνωση παραγωγής: Progetti Carpe Diem/La Casa delle Storie 

Ηθοποιοί: Σπυρίδων Ξένος, Χρήστος Τανταλάκης, Δήμητρα Χαριτοπούλου

Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: από 7 Οκτώβρη ως 15 Νοέμβρη,

από Τετάρτη ως Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 19.00 στο  Θέατρο του Νέου Κόσμου

 

 

 




James Tapscott, συνομιλώντας με το τοπίο

 

Ο Αυστραλός καλλιτέχνης James Tapscott γεννήθηκε το 1980 στο Perth της Αυστραλίας. Ιδρυτής του προγράμματος Globelight, προωθεί με events και εκθέσεις νέα ταλέντα στο χώρο του φωτισμού και του design ενώ δραστηριοποιείται σαν καλλιτέχνης και ο ίδιος.  Δημιουργεί κατά κύριο λόγο εγκαταστάσεις(installations) και από το 2000 εισάγει στο έργο του το φως. Τα έργα του στο μεγαλύτερο μέρος τους συνδιαλέγονται με τη φύση και πραγματοποιούνται σε εξωτερικό περιβάλλον ενώ μεγάλο αριθμό φωτιστικών εγκαταστάσεων έχει δημιουργήσει παραπλεύρως ή εντός του υδάτινου στοιχείου.

Ο James Tapscott χρησιμοποιεί υλικά με βάση το φως και φυσικά στοιχεία προκειμένου να δημιουργήσει έργα που  εντάσσονται στο τοπίο χωρίς να διαταράσσουν την ισορροπία του. Συνήθως δημιουργεί απλές και κομψές φόρμες που τις εντάσσει στο φυσικό περιβάλλον. Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στη δημιουργία του και στο τοπίο δίνει τη δύναμη να ξεπεραστεί η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας και τη δυνατότητα να αρθούν τα όρια μεταξύ ύλης και ενέργειας.

arcone

Arc One, Λίμνη Tyrrell, 2009

Τα έργα του είναι ενεργειακά αποδοτικά και ευαίσθητα με το φυσικό περιβάλλον. Με την εφήμερη φύση τους προσπαθούν να θυμίσουν ότι ο κόσμος επικοινωνεί με μας μέσα από την αλλαγή των εποχών, του κλίματος και της τοπιογραφίας.

Ο James Tapscott σημειώνει για το έργο του:

Για το πώς επιλέγει τις τοποθεσίες του

Επιλέγει τις τοποθεσίες που δημιουργεί τα έργα του με γνώμονα τη μοναδικότητά τους. Για τη λίμνη Tyrell αναφέρει συγκεκριμένα τον τρόπο που έρχεται και φεύγει η παλίρροια καθημερινά και τον άνεμο που προκαλεί την εξάτμιση του νερού. Είναι τόσο επίπεδη και λιτή που μπορεί κανείς να αντιληφθεί την καμπυλότητα της γης όταν στέκεται στη μέση.

jamestapscott04

The flow project, Wild dog creek, 2011

Άλλα μέρη τα επιλέγει εξαιτίας ίσως του τρόπου που τα δέντρα αναπτύσσονται , τον τρόπο που κινείται ένα ποτάμι γύρω από τις πέτρες αλλά και για τον τρόπο που η γη συναντά τη θάλασσα. Και αυτό είναι κάτι που τον προκαλεί να δουλέψει και να το τονίσει με φως.

jamestapscott_45656456_large

The Transference Field, Slovakia, 2013

Για τους συμβολισμούς στο έργο του

Προσπαθεί να αποφεύγει τους συμβολισμούς. Αυτό που επιδιώκει να επιτύχει μέσω της απουσίας της γλώσσας είναι να κρατήσει τις φόρμες του λιτές , όσο αυτό είναι δυνατό, με σκοπό να μην έχει να πει κάτι απευθείας στον θεατή και να επιτρέψει στο τοπίο να το χειριστεί με έναν οπτικό τρόπο. Αν δημιουργήσει κάτι περίπλοκο δεν θα είναι αξιοπρόσεκτη η επίδραση του φαινομένου στο τοπίο. Στην ουσία πρόκειται για μια συνεργασία ανάμεσα σε αυτόν και το τοπίο και για αυτό τον λόγο προσπαθεί να διατηρήσει την απλότητα στη δουλειά του.

Για αυτό που επιθυμεί να δει ο θεατής:

Αυτό που προσπαθεί να πετύχει είναι να καθιστά ικανό τον θεατή να δει ή να καταλάβει για το τοπίο κάτι που δεν είχε αντιληφθεί πριν από αυτήν την παρέμβαση. Χρησιμοποιεί το φως ως μέσον για να ενισχύσει την οπτική των φαινομένων και να επικεντρώσει την προσοχή σε κάτι που σε άλλη περίπτωση δεν θα ήταν αξιοπρόσεχτο. Για παράδειγμα οι φόρμες που δημιουργήθηκαν στο έργο Αrc Οne  δημιουργήθηκαν στη διάρκεια ενός ολόκληρου μήνα, όταν η παλιρροϊκή κίνηση της λιμνοθάλασσας κινούσε το φωτεινό σχοινί λίγο κάθε μέρα και ο αέρας διαφοροποιούσε διακριτικά το προεξέχων σχοινί που με την εξάτμιση του άλατος δημιουργούσε μικρές μάζες γης. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί μια ολική εμπειρία εκτός αν και κάποιος το παρακολουθούσε καθόλη τη διάρκεια του μήνα.

Για την τεχνολογία που επιλέγει

Η επιλογή της εκάστοτε τεχνολογίας εξαρτάται από το ίδιο το έργο. Συνήθως χρησιμοποιεί LED ενώ όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα παροχής ενέργειας  χρησιμοποιεί μπαταρίες. Πολύ συχνά χρησιμοποιεί και οπτικές ίνες, όπως στο έργο Threshold,  καθώς είναι εύκαμπτες και παρέχουν έναν οργανικό τρόπο στη μεταφορά φωτός, όπως ένας σωλήνας νερού.

jamestapscott05

Threshold, Ocean Grove , 2011

Το έργο Arc One δημιουργήθηκε με τη χρήση φωτεινού σχοινιού καθώς έχει ιδιαίτερη αντοχή στο νερό και μπορεί να διαμορφωθεί από την ένωση πολλών κομματιών. Το τελικό του μήκος έφτασε τα 100 μέτρα. Στο Arc Seven  που είναι ένα έργο ακόμα υπό διαμόρφωση χρησιμοποιήθηκε κυκλικός λαμπτήρας φθορισμού.

Το The flow project δημιουργήθηκε με ηλιακής ενέργειας led που κινούνταν με το ρεύμα του νερού. Το συγκεκριμένο πρότζεκτ είχε σαν στόχο να ιδωθεί σαν φωτογραφικό και σαν επέκταση ενός άλλου πρότζεκτ που δούλευε στο εργαστήριο χρησιμοποιώντας οπτικές ίνες. Η ιδέα ήταν να αποτυπωθεί η κίνηση στον χρόνο. Ο τρόπος που η κάμερα μπορεί να αιχμαλωτίσει την στιγμή και να επιτρέψει στον θεατή να το αποσυμπιέσει κοιτάζοντας την εικόνα έχει πραγματικό ενδιαφέρον.  Στόχος ήταν η αφήγηση της ροής του νερού μέσα από τις εικόνες διαμέσου του φωτός.

Γιατί επιλέγει το νερό

Το νερό είναι ιδιαίτερα ελκυστικό σαν υλικό ,ιδιαίτερα με την αλληλεπίδραση του με το φως. Ο τρόπος που ανακλά και διαθλά το φως είναι μοναδικός και παρέχει τη δυνατότητα να ενισχυθεί η κατανόηση μας για το φως. Επίσης ο τρόπος που συμπεριφέρονται φως και νερό έχουν ομοιότητες. Για παράδειγμα ο τρόπος που γεμίζουν τον χώρο. Επιπλέον το νερό είναι ένα ιδανικό  μέσο για να συλλάβεις και να εργαστείς σε σχέση με τον χρόνο. Είναι τόσο σταθερό στην κίνηση του που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πει τον χρόνο, όπως τα παλιά μεσαιωνικά ρολόγια νερού. Επίσης σχετίζεται και άμεσα με την ψυχολογία καθώς το νερό παρέχει τη δυνατότητα να χαλαρώνει και να ενδυναμώνει , να καθαρίζει το μυαλό και να το καθιστά έτοιμο για νέες εμπειρίες. Τέλος ο τρόπος που επικοινωνεί η βαρύτητα , η επιπεδότητα του σε ένα τοπίο επιτρέπει να συλλάβουμε την περιοχή και την παρουσία του εδάφους εντός του οπτικού μας πεδίου.

Z7C1959_alt_sml-1469x944

Arc Seven, prototype, 2013

 




Γιώργος Φερέτος: Αναμονή

 

Η δουλειά του Γιώργου Φερέτου είναι αδύνατο να σε αφήσει ασυγκίνητο. Αέναη επανάληψη, βαθιά μελαγχολία, απλότητα και ηρεμία. Αν μου ζητούσαν να περιγράψω με μια λέξη τη δουλειά του, θα επέλεγα τη λέξη ΗΣΥΧΙΑ. Μια εκκωφαντική ησυχία γεμάτη εσωτερικό παλμό και δύναμη. Εικόνες  που σε προκαλούν να βυθιστείς στα μύχια του εαυτού σου και να αναζητήσεις την απλότητα της ύπαρξής σου.

Με αφορμή την νέα του έκθεση “Αναμονή” στην αίθουσα τέχνης αγκάθι-κartάλος  , ο ζωγράφος μας μίλησε για τη δουλειά του, τη ζωγραφική,  την έμπνευση, τα υλικά, την αισθητική, το κοινό. Ακολουθούν οι σκέψεις του καλλιτέχνη απαλλαγμένες από ερωτήσεις και απαντήσεις.

 

Το θέμα στη ζωγραφική που κάνω είναι το ψάρι που έχει συμβολικούς χαρακτήρες. Το χρησιμοποιώ σαν σύμβολο αλλά πέρα από αυτό προσπαθώ να διαπραγματευτώ με τα ζωγραφικά μέσα, με το σχέδιο, τον τόνο, το χρώμα και να βγει μια εικόνα όσο γίνεται πιο απλή, κατανοητή που να εμπεριέχει τα στοιχεία του πριμιτιβισμού. Να έχει κάτι το πρωτόγονο αλλά ταυτόχρονα και να μην είναι πρωτόγονη. Το ψάρι με βοήθησε πολύ να το δουλέψω και σαν φόρμα. Αυτό που επιδιώκω είναι όχι μόνο να λειτουργεί σαν σύμβολο αλλά και ο ζωγραφικός χώρος να δημιουργεί μια μαγεία, να έχει κάτι το μεταβατικό σε κάποια άλλη σκέψη ή σε κάποιο άλλο συναίσθημα

Σκοπός μου είναι η εικόνα να είναι άμεση στον θεατή, να μπορεί να πάρει το μήνυμα και να δημιουργείται το συναίσθημα που με ενδιαφέρει. Με προβληματίζει πως θα εμφανιστεί σήμερα η εικόνα. Αυτό που κυρίως με απασχολεί είναι πως εμφανίζεται σήμερα μια ζωγραφική αν έχει λόγο ύπαρξης, αν μπορεί να σταθεί μέσα σε αυτό που λέμε σύγχρονη ζωγραφική.

Είναι μια κοσμοθεωρία που έχει ο κάθε άνθρωπος, μια στάση απέναντι στην κοινωνία μας. Ότι κάνουμε στη ζωή μας προσπαθούμε να έχει άμεση σχέση με αυτό που είμαστε και αυτό που παράγουμε. Μπορεί να το πετυχαίνουμε ή όχι. Δεν είναι τυχαίο αυτό που διαλέγεις να κάνεις. Στη ζωγραφική προσπαθείς να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και θα σε οδηγήσει η ίδια η δουλειά σου σε αυτό.

Παίρνω κάτι και προσπαθώ να μην γίνει πειραματισμός αλλά να αρχίσει να παίρνει νόημα μέσα στο χρόνο. Κάθε περίοδο που αλλάζεις θέμα ή αλλάζεις προσέγγιση έχει να κάνει με τη συνέχεια . Το έργο μου είναι μια σπουδή πάνω στο ίδιο θέμα. Πιστεύω δεν θα αλλάξω ριζικά από την εικόνα που έχω βρει αλλά θα προσπαθήσω να υπάρχει μια εξέλιξη, όσο αφορά και το θέμα και τη φόρμα. Αλλά αυτό που περισσότερο με ενδιαφέρει είναι η εξέλιξη που έχεις ανακαλύπτοντας πράγματα μέσα από τη δουλειά. Έχω στηρίξει τη δουλειά μου στη δουλειά. Σε αυτό που ανακαλύπτω και θεωρώ πως έχει ενδιαφέρον, σε αυτό που απορρίπτω και όλη την πορεία που έχει να κάνει με την τεχνική αλλά κυρίως με το να έρθει μια ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική στην ιδέα και στο αποτέλεσμα.

Συνήθως δουλεύοντας αποκτάς μια τεχνική και αυτή ακριβώς την τεχνική είναι το θέμα τι θα την κάνεις. Πως θα παράξεις μια εικόνα που θα έχει ενδιαφέρον πέρα από αυτή. Να μην δείχνει μόνο την τεχνική σου αλλά να αλλάζει, να σπάει το νόημά της, να μην είναι η τεχνική για την τεχνική. Στην σύγχρονη τέχνη είναι έντονο αυτό. Είμαι αντίθετος σε αυτό και φαίνεται από αυτό που δημιουργώ, θέλω να έχω μια απόσταση από αυτήν τη τάση.

Κάρβουνο δουλεύω 15 χρόνια. Έχει μία θερμοκρασία, έχει μία ζέστη. Έχεις μία επαφή το κάρβουνο, έχει μία άμεση επαφή με τα χέρια. Συνήθως το δουλεύω σαν χρώμα. Και πιστεύω ότι αυτό εμφανίζεται στη δουλειά μου, παίρνει μία υπόσταση χρωματική. Δε μένει στο σχεδιασμό. Και με το λάδι – που αλλάζει η τεχνική- την εικόνα προσπαθώ να την κρατήσω περίπου στο ίδιο επίπεδο.

H εικόνα συνήθως στην πορεία της δουλειάς εμφανίζεται. Και αλλάζει διαρκώς. Δεν έχει να κάνει με το χρόνο. Αλλά αλλάζει μέχρι που να είμαι ευχαριστημένος ή να πω μέχρι εδώ. Σίγουρα υπάρχουν έργα παλιά που τα βλέπεις και παίρνουν άλλο νόημα. Όταν το δουλεύεις ένα έργο αν δε δώσεις μία απόσταση χρονική να το δεις ξανά δεν μπορείς να το δεις καλά, δεν μπορείς να το δεις άμεσα.

Ένα έργο τελειώνει όταν πεις τελείωσε. Μετά θα το δεις μέσα στο χρόνο και θα το δείξεις. Εκεί στην ουσία φεύγει από εσένα. Όταν θα το κρεμάσεις κάπου και θα πεις εγώ παρουσιάζω αυτό και έχει ολοκληρωθεί το κομμάτι του. Όσο είναι μέσα στο εργαστήριο έχεις τη δυνατότητα να το ξαναδουλέψεις, να το ξαναδείς. Δεν έχει τελειώσει. Ενώ όταν το βάζεις σε μία έκθεση λες αυτό είναι. Εκεί τελειώνει. Και ο σκοπός είναι να το δείξεις. Μετά γίνεται ένα αυτιστικό πράγμα. Το κάνω για μένα – για μας το κάνουμε -αλλά αρχίζει και γίνεται ένας κύκλος. Πρέπει να το δείξεις και να φύγει από πάνω σου για να μπορέσεις και να προχωρήσεις.

Αυτό με το θεατή που βλέπει ένα έργο είναι μεγάλη υπόθεση, πώς βλέπουμε ένα έργο, το κοινό υποδοχής που έχει αναφερθεί και έτσι. Εκεί είναι ένα άλλο κομμάτι στην ουσία που έχει να κάνει με τι δείχνει, την αισθητική που έχει ο κόσμος, σε ποιους αναφέρεσαι. Σίγουρα δεν είναι όλα για όλους. Άσχετα άμα είναι καλό ή κακό. Κάπου αναφέρεσαι ή το δείχνεις σε όλους, κάποιος θα το καταλάβει, κάποιος δε θα μπορέσει. Μπορεί να χρειαστεί χρόνο να το δει, μπορεί και να το δει και να μην του αρέσει απλώς ή και να του είναι αδιάφορο.

 

Η έκθεση θα διαρκέσει έως  14 Μαρτίου 2015

Δευτέρα έως και Παρασκευή 11:30 – 13:00 & Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 19:00 – 20:30

και στη συνέχεια κατόπιν συνεννόησης με την γκαλερί




Ο κύριος Abelardo Morell είναι ένας μάγος

 

Η camera obscura αποτελεί μια οπτική συσκευή και πρόκειται στην ουσία για σκοτεινό θάλαμο(δωμάτιο ή κουτί) με οπή στην μία πλευρά και ανακλαστική επιφάνεια στην απέναντι όπου οι ακτίνες που εισέρχονται από την οπή σχηματίζουν στην επιφάνεια το ανεστραμμένο είδωλο της εξωτερικής εικόνας.

Η camera obscura-σκοτεινός θάλαμος- αποτελεί τη αρχή λειτουργίας της φωτογραφικής μηχανής. Η πρώτη γραπτή αναφορά γίνεται στο έργο του Αριστοτέλη “περί μηχανικών προβλημάτων” όπου περιγράφονται οι αρχές μιας camera obscura ενώ το πρώτο σχέδιο της “μηχανής” δημοσιεύτηκε από τον φυσικομαθηματικό  Gemma Frisius

2

Η camera obscura χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη ζωγραφική ενώ ακόμα και σήμερα κάποιοι καλλιτέχνες επηρεάζονται από την συγκεκριμένη ανακάλυψη και άλλοτε χρησιμοποιούν την εξέλιξη αυτής και άλλοτε πειραματίζονται με την πρώτη απλή εκδοχή της.

Ο Κουβανός φωτογράφος Abelardo Morell αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη που πειραματίστηκε με τις αρχές της camera obscura δημιουργώντας ένα μεγάλο μέρος του έργου του εμπνεόμενος από αυτές.

Ο Morell χρησιμοποιεί, κάνοντας τη αρχή το 1991 με το light bulb, την βασική αρχή της camera odscura δημιουργώντας- αρχικά τουλάχιστον- ανεστραμμένα είδωλα.

1994.35_bw

Η συνέχεια είναι άκρως εντυπωσιακή. Σαν χώρους χρησιμοποιεί, κυρίως, δωμάτια ξενοδοχείων όπου προβάλει το εξωτερικό περιβάλλον στους τοίχους τους, πότε ανεστραμμένο και πότε όχι με τη βοήθεια κατόπτρων. Ο ίδιος ζει στη Βοστόνη αλλά δημιουργεί τις ονειρικές του εικόνες στο Λονδίνο, την Ρώμη, το Παρίσι και σε διάφορες γωνιές του κόσμου που τον εμπνέουν.

CO-San-Marco

Στο project που ο ίδιος ονομάζει camera obscura φέρνει σε επαφή όχι μόνο το εξωτερικό με το εσωτερικό περιβάλλον αλλά και το παλιό με το νέο, το φυσικό με το κατασκευασμένο, τις αρχαίες δομές με τις σύγχρονες. Χαρακτηριστικά λέει:

that sandwiching of realties has always been interesting to me

Αυτές τις παράξενες συναντήσεις που δημιουργεί αποτυπώνει φωτογραφικά πότε ασπρόμαυρα και πότε έγχρωμα. Οι εξωτερικές εικόνες αγκαλιάζουν το περιεχόμενο των χώρων όπου προβάλλονται και δημιουργούν συσχετισμούς.  Άλλοτε το αντικείμενα “εξαλείφονται” και άλλοτε συνομιλούν με την προβολή που τα ακουμπάει απαλά.

CO-Tower-Bridge

CO-View-of-Florence-Looking-Northwest-in-Bedroom

Η διαδικασία που ακολουθεί είναι σχεδόν πάντα η ίδια. Καλύπτει τα παράθυρα των ξενοδοχείων με μαύρο πλαστικό ώστε να εξαλείψει κάθε πιθανή δίοδο φωτός. Στη συνέχεια ανοίγει μια μικρή τρύπα στο πλαστικό προκειμένου να εισέλθουν αυτές οι “μαγικές” ακτίνες που θα δημιουργήσουν την προβολή. Και στη συνέχεια ακολουθεί η φωτογράφιση.

CO-Times-Square

CO-Manhattan-Look-West

Αρχικά ,όπως ο ίδιος αναφέρει, φωτογραφίζει με τη μεγάλου φορμά μηχανή του και η λήψη ενός μόνο κάδρου μπορεί να κρατήσει μέχρι και 10 ώρες. Αργότερα χρησιμοποιεί πρίσματα, εισάγει και την έγχρωμη φωτογραφία στο project ενώ με τη βοήθεια της τεχνολογίας ο χρόνος έκθεσης κατά τη λήψη ενός καρέ μειώνεται αισθητά.

CO-Central-Park-Fall

CO-CA-Foscari

Το project camera obscura αλλά και συνολικά το έργο του Morell όχι μόνο έχει επηρεαστεί από την απλή αυτή λειτουργία του φωτός που παρατηρήθηκε πριν χιλιάδες χρόνια αλλά και την αξιοποίησε με τρόπο ιδιαίτερο. Παντρεύοντας το εξωτερικό-landscape με το εσωτερικό-room δημιούργησε ονειρικά roomscapes με έντονο υπερρεαλιστικό στοιχείο.

CO-Brooklyn-Bridge_Color_slide

CO-Manhattan-Look-West

 

 

Οι εικόνες του άρθρου είναι από Brooklyn Museum, Abelardo Morell official site 

Πληροφορίες για την camera obscura από: Ζευγώλης Δημήτριος, Ειδικά Θέματα Οπτικών Τεχνολογιών,ΕΑΠ