1

Η νέμεση που δεν έρχεται ποτέ

 

Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ένα συνέδριο με τίτλο «Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά- Μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας». Παρακολούθησα την εισήγηση της 21ης Νοεμβρίου σχετικά με τους δοσίλογους και τους συνεργάτες τους. Ένας από τους ομιλητές, ο κος Μ. Αθανασόπουλος, διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πελοποννήσου, αναφέρθηκε στην τιμωρία των δοσίλογων και τις δίκες τους, στην περιοχή της Μεσσηνίας την περίοδο 1945 με 1953. Κατέγραψα κάποιες πληροφορίες από την εισήγησή του. Η στρατηγική που φαίνεται να ακολούθησε το κράτος σε σχέση με τις δεκάδες κατηγορίες που απορρίφθηκαν πριν καν φτάσουν στα δικαστήρια, μου θύμισε τα δεκάδες περιστατικά ρατσιστικής βίας που δεν φτάνουν σήμερα στα δικαστήρια.

Μπορεί η συσχέτιση μεταξύ των δύο να μοιάζει μακρινή, νομίζω όμως ότι υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους και αυτό ίσως να είναι η σχέση των θυτών με τους κρατικούς  μηχανισμούς και η ασυλία που τους παρέχεται.

tagmatasfalitis

Ταγματασφαλίτες

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στην περίπτωση τον δοσίλογων της Μεσσηνίας και σύμφωνα με τον Αθανασόπουλο, οι καταγγελίες αφορούσαν «ισχυρούς τοπικούς παράγοντες» και «απλούς πολίτες». Οι κατηγορίες για τους απλούς πολίτες, που αφορούσαν ένα ευρύ φάσμα, «ξεκινούσε από την απλή εκδήλωση φιλοϊταλικών ή φιλογερμανικών αισθημάτων και έφτανε μέχρι τη συνειδητή συνεργασία με τους κατακτητές σε οικονομικό επίπεδο και καταδόσεις, έως και φόνους κρυπτόμενων ανδρών των συμμαχικών δυνάμεων και των Ελλήνων αντιστασιακών». Με λίγα λόγια, οι κατηγορούμενοι ως δοσίλογοι ευθύνονταν είτε για συνεργασία με τον κατακτητή, είτε για καταδόσεις και δολοφονίες αντιστασιακών και συμμάχων.

Σήμερα σώζονται 111 δοσιλογικά βουλεύματα εκ των οποίων μόνο 16 υποθέσεις έφτασαν σε δίκη και τελικά μόνο δύο απ’ αυτές ολοκληρώθηκαν. «Απορρίφτηκαν σχεδόν όλες οι μηνυτήριες καταγγελίες» αναφέρει ο Αθανασόπουλος. Οι λόγοι ποικίλουν και έχουν να κάνουν,  είτε με την ανεπάρκεια των στοιχείων, είτε με την αναίρεση των καταθέσεων των μαρτύρων για διάφορους λόγους. Ο Αθανασόπουλος περιγράφει τη στάση των δικαστικών αρχών ως εξής:  «Οι δικαστικές αρχές προσπαθούσαν να αποσυνδέσουν  τις σχέσεις των ταγμάτων ασφαλείας με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, προκειμένου να βάλουν τις υποθέσεις στο συρτάρι και να δικαστούν ως ποινικοί και όχι ως δοσίλογοι». Συνεχίζει λέγοντας,  ότι προσπαθούσαν να το παρουσιάσουν ως « αντίποινα των πράξεων των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» ή ως « αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης που ήδη είχε ξεσπάσει». Εν ολίγοις, οι δικαστικές αρχές υποστήριζαν με τη στάση τους, ότι οι φόνοι από τα τάγματα ασφαλείας γίνονταν λόγω πολιτικών διαφορών, που προέκυπταν από τις προσωπικές πολιτικές διαφωνίες και δεν είχαν να κάνουν με την στοχοποίηση των αντιστασιακών ή των κομμουνιστών. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να στηθούν τα κατηγορητήρια περί δοσιλογισμού  και  δικάζονταν (όσοι δικάστηκαν) σε ποινικά δικαστήρια. Τέλος, οι δικαστικές αρχές, σύμφωνα με την εισήγηση του Αθανασόπουλου, μιλούσαν για «καλά και κακά τάγματα ασφαλείας», προσπαθώντας να αποδώσουν τις πράξεις των δραστών σε μεμονωμένα περιστατικά και όχι στο σύνολο της δράσης και της λογικής των ταγμάτων ασφαλείας.  Με λίγα λόγια, οι δικαστικές αρχές και αντίστοιχα κάποια Μέσα της εποχής εκείνης, προσπάθησαν να αποκρύψουν τις πραγματικές σχέσεις των ταγμάτων ασφαλείας και των πολιτών με τους κατακτητές, προκειμένου πιθανότατα, να μην εκθέσουν τους κρατικούς μηχανισμούς που συνεργάζονταν με τους κατακτητές. (τάγματα ασφαλείας και αστυνομία)

mixaloliakos_pappas

Ρατσιστικές επιθέσεις

Στην περίπτωση των περιστατικών ρατσιστικής βίας, παρατηρούμε τα εξής. Σύμφωνα με την έκθεση του 2013 από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, έχουν καταγραφεί «166 περιστατικά ρατσιστικής βίας με τουλάχιστον 320 θύματα». Η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων (146) είναι μετανάστες και οι υπόλοιποι είναι άτομα που ανήκουν στη ΛΟΑΤ κοινότητα, καθώς και μια συνήγορος θυμάτων.

Από τα 166 περιστατικά ρατσιστικής βίας που έχουν καταγραφεί από το Δίκτυο, μόνο «33 έχουν καταγγελθεί στην αστυνομία και έχει κινηθεί η ποινική διαδικασία». Σύμφωνα με την ίδια έκθεση «η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων δεν θέλει να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες κυρίως λόγω φόβου που σχετίζεται με την έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων». Στη συνέχεια όμως αναφέρεται η « απροθυμία ή αποθάρρυνση και  σε ορισμένες περιπτώσεις  άρνηση στην πράξη των αστυνομικών αρχών να συμπράξουν για υποβολή μήνυσης.  Επίσης κάποια θύματα δεν επιθυμούσαν να προβούν σε καταγγελία επειδή έχουν υπάρξει στο παρελθόν θύματα αστυνομικής βίας ή επειδή γνωρίζουν ότι οι θύτες έχουν σχέσεις με την αστυνομία ή και τη Χρυσή Αυγή και φοβούνται ότι θα στοχοποιηθούν. Επίσης αναφέρθηκε η έλλειψη εμπιστοσύνης των θυμάτων στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να θεωρούν μάταιο να κινήσουν κάποια διαδικασία».

Στη σελίδα της ομάδας δικηγόρων για την Πολιτική Αγωγή του  Αντιφασιστικού Κινήματος (jailgoldendawn.com) και συγκεκριμένα στην ενότητα με τις Ανεξιχνίαστες Δολοφονίες, παρατηρεί κανείς  ότι ενώ έγιναν δολοφονίες ή επιθέσεις που υπήρχαν μάρτυρες, η αστυνομία δεν προχώρησε τις έρευνες ή έβγαλε γρήγορα πορίσματα περί «ξεκαθαρισμάτων λογαριασμών» ή «αυξημένης εγκληματικότητας στην περιοχή». Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπήρχαν δημόσιες δηλώσεις των δραστών στο ίντερνετ, οι υποθέσεις μπήκαν στο συρτάρι. Οι πρώτες φορές που αναγνωρίζεται το ρατσιστικό κίνητρο είναι στις δίκες για τον εμπρησμό στο κατάστημα υπηκόου από το Καμερούν στην Κυψέλη και φυσικά σε αυτή των δολοφόνων του Σαχζάτ Λουκμάν.  Σίγουρα οι αποφάσεις αυτές θεωρούνται κομβικές και ενθαρρύνουν τα θύματα να καταγγέλλουν επίσημα τις επιθέσεις, όπως και τις δικαστικές αρχές να προχωρούν στην εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων. Παρόλα αυτά, η εμπειρία μέχρι τώρα μας δείχνει πως κάτι τέτοιο θα αλλάξει μόνο αν σταματήσει η ασυλία των δραστών, των συνεργών τους και κυρίως των επισήμων αρχών που εμπλέκονται.

Ομοιότητες

Όπως ανέφερα και παραπάνω, ίσως η συσχέτιση των δικών των δοσίλογων με αυτές των περιστατικών ρατσιστικής βίας να φαίνεται μακρινή, αλλά η αλήθεια είναι πως υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία.

Οι καταγγελίες και στις δύο περιπτώσεις απορρίπτονταν και απορρίπτονται  λόγω ανεπάρκειας των στοιχείων ή λόγω αναίρεσης των καταθέσεων από τους μάρτυρες. Η ανεπάρκεια των στοιχείων αφορά κυρίως τις έρευνες  που χρειάζεται να γίνουν από τις διωκτικές αρχές,  προκειμένου να στηθεί το κατηγορητήριο. Σε πολλές περιπτώσεις, η αστυνομία φαίνεται να κωλυσιεργεί με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται κρίσιμα στοιχεία ή να μην κάνει απολύτως τίποτα . Η αναίρεση των καταθέσεων των μαρτύρων έχει να κάνει, υποθέτω,  με το φόβο του στίγματος και της στοχοποίησης. Πολλοί από τους δοσίλογους έμπαιναν μετά την απελευθέρωση στον Εθνικό στρατό και έτσι οι μάρτυρες είχαν πια να αντιμετωπίσουν ένα κομμάτι του κρατικού μηχανισμού και όχι απλά έναν άνθρωπο. Άρα οι καινούριες θέσεις που οι πρώην ταγματασφαλίτες άρχισαν να κατέχουν, λειτουργούσαν ως ανασταλτικός παράγοντας για τους μάρτυρες. Αντίστοιχα συμβαίνει και με τα θύματα της ρατσιστικής βίας. Τα θύματα δεν θέλουν να τα βάλουν με τους θύτες γιατί σε πολλές περιπτώσεις, κι αυτό ήδη αποδεικνύεται στην περίπτωση της Χ.Α., σχετίζονται με την αστυνομία ή  καλύπτονται απ’ αυτήν. Και στις δύο περιπτώσεις τα θύματα είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι περισσότερο από έναν θύτη. Είχαν να αντιμετωπίσουν το επίσημο κράτος και τους μηχανισμούς του.

Επίσης υπάρχει και ένα ακόμα κοινό στις δυο αυτές περιπτώσεις και αυτό είναι η στάση των δικαστικών αρχών. Τόσο  στις υποθέσεις των δοσίλογων όσο και στα περιστατικά ρατσιστικής βίας που έχουν φτάσει στη δικαιοσύνη, οι δικαστικές αρχές έδειξαν τη διάθεση τους να μπουν οι υποθέσεις στο συρτάρι. Περιγράφοντας τα περιστατικά ως  «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» ή αποτέλεσμα «προσωπικών διαφορών» το κατηγορητήριο είτε κατέρρεε, είτε απλά η υπόθεση εκδικαζόταν σαν μια απλή υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου. Στην περίπτωση των δικών των δοσίλογων, οι δικαστικές αρχές προσπαθούσαν να αποσυνδέσουν τα τάγματα ασφαλείας από τον επίσημο κρατικό μηχανισμό της Κατοχής, όπως για χρόνια προσπαθούσαν (κι ακόμα προσπαθούν) να αποσυνδέσουν τη σχέση της Χ.Α. με την αστυνομία.  Ακόμα και στην περίπτωση της δίκης της Χ.Α. που αναμένεται,  στο βούλευμά του, ο εισαγγελέας Ι. Ντογιάκος απορρίπτει τις καταγγελίες συμμετοχής του Σπυρίδη (αστυνομικός που καταγγέλθηκε ότι εκπαίδευε μέλη της Χ.Α. στη Ρόδο) στη Χ.Α., παρόλο που ο ίδιος κατέβηκε ως υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος με τη Χ.Α., στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Μια τέτοια πρόταση από τον εισαγγελέα φανερώνει τη διάθεση των δικαστικών και διωκτικών αρχών να αποφύγουν να ενώσουν τα τάγματα εφόδου της Χ.Α. με την ελληνική αστυνομία και άλλα θεσμικά όργανα.

Όπως προανέφερα, οι δικαστικές αρχές και στη συνέχεια κάποιες εφημερίδες της εποχής, προσπάθησαν να περάσουν συνολικά την εικόνα μιας εμφύλιας διαμάχης. Όταν ξεκίνησαν οι δίκες των δοσίλογων ανά τη χώρα, σχεδόν όλες οι εφημερίδες κράτησαν μια στάση κατά του δοσιλογισμού και έδειξαν πίστη στη δικαιοσύνη ότι θα καταδικαστούν οι δράστες. Κατά τη διάρκεια των δικών, κάποιες εφημερίδες αρχίζουν να αλλάζουν την αφήγηση τους είτε ενισχύοντας το εμφυλιακό κλίμα (θεωρία των δύο άκρων) , είτε υποβιβάζοντας το μέγεθος του δοσιλογιστικού φαινομένου και αποκόβοντας το από το κράτος. Στην εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΡΗΚΑΣ» οι δοσίλογοι είναι μια «μικρά μειονότης». Στην μεταπτυχιακή εργασία του Γιώργου Νικητόπουλου «Η δίωξη των δοσίλογων της κατοχής στην Πάτρα: τα πρακτικά των δικών και οι εφημερίδες της πόλης» ο ίδιος αναφέρει: «η κριτική του “ΝΕΟΛΟΓΟΥ” (σ.σ. εφημερίδα της εποχής που ισχυριζόταν ότι και το ΕΑΜ συνεργάστηκε με τους κατακτητές) είναι υπερβολική και έχει μάλλον άλλο στόχο από την καταγραφή της αλήθειας. Στην προκειμένη περίπτωση ο “κόκκινος φασισμός” αδυνατεί να ξεχωρίσει από τον Γερμανικό και τον Ιταλικό, με τους οποίους εμφανίζεται να δρα οργανωμένα. Μ’ αυτόν τον τρόπο υποστηρίζεται ότι τα μέσα, οι στόχοι και οι σκοποί μεταξύ τους δεν διαφέρουν σε τίποτα. Κατά συνέπεια ο Γερμανικός φασισμός είναι ταυτόσημος του κομμουνισμού ,συμπέρασμα στο οποίο ουσιαστικά στοχεύει και η εφημερίδα»

Ερχόμενοι στο σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε την προσπάθεια ορισμένων μέσων (εφημερίδων και καναλιών) να δημιουργήσουν μια παρόμοια θεωρία. Σύμφωνα με το defence.net η δολοφονία Φύσσα «Πρόκειται ξεκάθαρα για συμπλοκή μεταξύ δύο ατόμων και όχι για επίθεση ομάδας ή «τάγματος εφόδου», ενώ στην εφημερίδα Δημοκρατία γράφεται «Οι 600.000 ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως μιάσματα, εγκληματίες ή νεοναζί. Ούτε μπορούν να συνεχιστούν συλλήβδην οι φυλακίσεις των ηγετικών στελεχών της χωρίς χειροπιαστές αποδείξεις που να τεκμηριώνουν εγκληματική δράση στην κατεύθυνση της ανατροπής του Πολιτεύματος. Αν αυτό δεν γίνει γρήγορα αντιληπτό, θα οδηγηθούμε σε καταστάσεις ανωμαλίας, εκτροπής και ρατσιστικού τύπου περιθωριοποίησης του 10% του εκλογικού σώματος. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…»

Οι συγκεκριμένες ακροδεξιές εφημερίδες επιχειρούν να πετύχουν το ίδιο πράγμα με τις αντίστοιχες εφημερίδες του ’45. Η δολοφονία του Φύσσα είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό προσωπικών διαφορών και η ευθύνη για τη δολοφονία του δεν είναι συλλογική αλλά ανήκει σε κάποιος που λειτούργησαν μεμονωμένα.  Όπως αντίστοιχα και σε κάποιες περιπτώσεις των ταγματασφαλιτών της Μεσσηνίας.

Αντίστοιχα τις επιθέσεις στους μετανάστες προσπαθούν να τη χωρέσουν στην αφήγηση ότι «το κέντρο έχει καταληφθεί από απροσδιόριστες φυλές» που το έχουν μεταβάλει «σε ένα απροσπέλαστο γκέτο βίας, ανομίας, παραβατικότητας και τρόμου» (Γ. Πρετεντέρης, Τα Νέα, 2011)υπονοόντας ότι οι όποιες επιθέσεις είναι αντίποινα της απαράδεκτης κατάστασης που βιώνουμε. Και φυσικά το φτάνουν μέχρι και στο σημείο να μιλήσουν για σοβαρή και ασόβαρη Χρυσή Αυγή (Μπ.Παπαδημητρίου, Σκαϊ, 2013) όπως οι δικαστικές αρχές το ’45 μιλούσαν τότε για καλά και κακά τάγματα ασφαλείας.

Η στάση των δικαστικών αρχών και εν τέλει του ίδιου του κράτους στις υποθέσεις των δοσίλογων το ’45 με ’53 είναι ενδεικτική για να θεωρήσουμε ότι μιλάμε για μια προσπάθεια απόκρυψης της σχέσης των ταγμάτων ασφαλείας με τους κατακτητές. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να πούμε για τη στάση των δικαστικών αρχών και του κράτους σήμερα, σε σχέση με τα περιστατικά ρατσιστικής βίας που φτάνουν στα δικαστήρια. Και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε πως επιχειρείται η απόκρυψη της σχέσης των θυτών (που στη πλειοψηφία είναι μέλη ακροδεξιών ομάδων όπως η Χ.Α.) με τους κρατικούς μηχανισμούς (ΕΛ.ΑΣ, Μπαλτάκος κλπ). Όλοι μαζί συγκαλύπτουν τους δράστες και τα πραγματικά τους κίνητρα γράφοντας μια διαφορετική ιστορία. Μια ιστορία που δε μιλάει για φασισμό, ρατσισμό ή κρατική ανοχή. Μια ιστορία που μιλάει για δύο άκρα, για θύματα που έχουν προσωπικές διαφορές με τους θύτες και που τα τάγματα ασφαλείας και αντίστοιχα τα τάγματα εφόδου διαχωρίζονται σε καλά και κακά.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με διαφορετικό προσωπείο αλλά κοινές τακτικές.  Μέχρι και σήμερα το κράτος χρησιμοποιεί το παρακράτος για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, χωρίς εκκαθαρίσεις ή δικαιοσύνη. Το κράτος βολεύεται από τις δράσεις των εκάστοτε ταγμάτων για να τους κάνει τη βρώμικη δουλειά, όσο εκείνοι τάζουν «εθνική νέμεσι»* και ότι «θα κάνουν τα πάντα» *.

 

 

*1 «Η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος» εναντίον των προδοτών της πατρίδας, Γ.Παπανδρέου, 18/10/1944, Ο Λόγος της Απελευθερώσεως.

*2 «Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής έχει πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης. Θα κάνουμε τα πάντα», Αντώνης Σαμαράς, 30/09/2013

 

 




τα κενά της συλλογικής μνήμης: οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης

 

Υπάρχει αυτή η γνωστή φράση που λέει «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» και αποδίδεται στον Samuel Johnson. Τη θυμήθηκα τις προάλλες με την υπόθεση Καρατζαφέρη. Είναι κλισέ και χιλιοειπωμένη φράση. Όπως κάθε τέτοια φράση, όσο περισσότερο την ακούς τόσο νιώθεις πως η φράση μένει σταδιακά γυμνή από νόημα και σημασία, καταλήγοντας σιγά σιγά σε έναν απλό ήχο, φθόγγοι στη σειρά που ξεστομίζονται για να μην ειπωθεί τίποτα. Το πρόβλημα με τη φράση όμως είναι ότι, αν και επιεικής, εξακολουθεί να βρίσκει το κέντρο του στόχου.

Έβλεπα το εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Εκτός Ιστορίας, By-standing and standing-by» της Φωφώς Τερζίδου. Εκεί παρακολουθούμε την περίπτωση της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά την κατοχή και μετά την απελευθέρωση. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι έτσι κι αλλιώς μια περίεργη υπόθεση, αφού είναι κάτι που δεν ακούς συχνά, κάτι που αν δεν είσαι από τη Θεσσαλονίκη μπορεί να μην το ήξερες καν, κάτι που ώρες ώρες μοιάζει με μυστικό ή για μια ιστορία των αρχαίων χρόνων. Όλα έχουν την εξήγησή τους και εκτός απ’ τον πατροπαράδατο ελληνικό ρατσισμό, θα βρούμε στο ντοκιμαντέρ και άλλους λόγους για την απόκρυψη ή τέλος πάντων αποφυγή της συζήτησης της παρουσίας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη.

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αντιμετώπισαν διώξεις και εκτόπιση κατά την Κατοχή, κάτι που όμως φανταζόμαστε. Αυτό που ίσως δε φανταζόμαστε, αλλά πιθανώς θα έπρεπε, είναι η στάση των υπόλοιπων συμπολιτών απέναντι τους. Το χριστιανικό στοιχείο, συνδυάζοντας τον αντισημιτισμό των Ναζί με τη δίψα για πλουτισμό, είδε στην γερμανική κατοχή μια χρυσή ευκαιρία. Η ευκαιρία αυτή είχε το όνομα «περιουσίες των Εβραίων». Στο ντοκιμαντέρ περιγράφονται φοβερά πράγματα.

  • Καταδόσεις προκειμένου να μπορέσουν με άνεση να αρπάξουν τη λεία όσων Εβραίων συλλαμβάνονταν. Προγραφές των πιο καλών σπιτιών. Διάφοροι ενδιαφερόμενοι είχαν ήδη σημειώσει τα σπίτια που θα έπαιρναν.
  • Ο θεσμός των «μεσεγγυούχων» (όσοι δηλαδή διαχειρίστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του εβραϊκού στοιχείου ενώ αυτοί έλειπαν στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας. Όταν κάποιοι Εβραίοι επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο, οι μεσεγγυούχοι δεν είχαν διάθεση να παραδόσουν τον πλούτο, τα καταστήματα και τα σπίτια. Σ’ αυτή την απόπειρα κλοπής, που σε γενικές γραμμές ευοδώθηκε, βρήκαν σύμμαχο την ελληνική γραφειοκρατία που ξέρει πότε και πώς να κινείται, αν πρέπει να εξυπηρετήσει τα παιδιά της).
  • Τα μπόνους των Ναζί. Περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων δίνονταν σε ντόπιους που τους είχαν ήδη βοηθήσει ή που θα συνεργάζονταν μαζί τους. Οι ταγματασφαλίτες και αυτοί που σήμερα αποκαλούμε δωσίλογοι επιβραβεύονταν από τους Ναζί. Όχι ηθικά, όχι ιδεολογικά, αλλά υλικά, στον τομέα δηλαδή που τελικά έχει σημασία.

4

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ιστορία με το εβραϊκό νεκροταφείο. Στο ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε την αφήγηση του πως τελικά οι Γερμανοί πίεσαν και εξανάγκασαν τους Εβραίους  να τους παραχωρήσουν το χώρο που βρισκόταν το νεκροταφείο, εξυπηρετώντας ουσιαστικά ένα παλιότερο αίτημα του ελληνικού κράτους (ποιο ελληνικό κράτος; Μα υπήρχε τότε ελληνικό κράτος; Μα βέβαια υπήρχε, πριν κατά τη διάρκεια και μετά την Κατοχή). Στο ντοκιμαντέρ ακούμε ότι πολλά απ’ τα σημερινά κτίσματα της Θεσσαλονίκης (όπως ο Άγιος Δημήτριος) οικοδομήθηκαν έχοντας ως υλικά, μεταξύ άλλων, τις ταφόπλακες απ’ το παλιό νεκροταφείο των Εβραίων.

Εν ολίγοις, ο αντικομουνισμός, ο αντισημιτισμός και γενικά ο ρατσισμός είχε πάντα πολυπλοκότερο κίνητρο από ένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Τα χρήματα και τα ακίνητα είναι η πιο γρήγορη οδός προς τον πατριωτισμό. Και πατρίδα μας μπορεί να μην είναι οι Γερμανοί, ακόμη περισσότερο όμως πατρίδα μας δεν είναι οι Εβραίοι ή οι αριστεροί.

Όπως και να ‘χει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον από τη συνεργασία Ναζί και ντόπιων (κάτι που άλλωστε συνέβη σχεδόν παντού στην Ευρώπη) έχει ότι μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το εβραϊκό στοιχείο αντιμετώπιζε προβλήματα και πριν την Κατοχή. Η δίωξή τους είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν από το 1942. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε με τον εμπρησμό του συνοικισμού Κάμπελ το 1931. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε με το σχηματισμό και τη δημιουργία των εθνικιστικών οργανώσεων. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε με τον ερχομό των προσφύγων, οι οποίοι για χρόνια φιλοξενήθηκαν σε εβραϊκά σχολεία και συναγωγές. Ίσως το πρόβλημα να ξεκίνησε το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη έγινε ελληνική με τη βούλα και στο ελληνικό κράτος δεν πολυάρεσε το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 80.000 Εβραίοι, το 50% περίπου δηλαδή των κατοίκων. Το 1940 υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 56.000 Εβραίοι, αχ αυτός ο Μεσοπόλεμος και οι ηγέτες του. Ίσως το πρόβλημα πάει ακόμη πιο πίσω, στο πως ιδρύθηκε και πάνω σε ποιες συγκεκριμένες βάσεις στήθηκε το ελληνικό κράτος.

1

Αλλά εντάξει, μέρες που είναι, ας σκεφτούμε ότι υπάρχουν και άλλου είδους ιστορίες. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται η συγκινητική ιστορία των Εβραίων της Κατερίνης και το πώς αυτοί σώθηκαν με τη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων, αλλά και ανθρώπων που υπηρετούσαν στην κρατική μηχανή. Η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αξίζει να την αφηγηθεί το ίδιο το ντοκιμαντέρ κι όχι να γίνει απλά εδώ μια περίληψη. Κρατάω την άποψη μιας ιστορικού που λέει ότι τη μεγάλη διαφορά μεταξύ εξόντωσης και σωτηρίας στο θέμα των Εβραίων δεν την έκανε η παρουσία και η επιμονή των Ναζί, αλλά η συμπεριφορά των συμπολιτών τους.

Ακόμη πιο πολύ, κρατάω κάτι που λέει ο Στράτος Δορδανάς, καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ευρωπαϊκής και Βαλκανικής Ιστορίας. Ο καθηγητής μιλάει για δύο καταλόγους απωλειών (τα ντόπια θύματα των Ναζί και το εβραϊκό στοιχείο που εξοντώθηκε) από την κατοχή και παρατηρεί ότι αν αυτός ο κατάλογος δεν γίνει ένας, δεν πρόκειται να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά. Πολύ σημαντική παρατήρηση, αλλά αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν αυτός ο κατάλογος γίνει ένας. Πως θα χωρέσουμε σ’ αυτό τον κατάλογο μαζί τα θύματα που εκτέλεσαν οι Ναζί και τα θύματα (έστω έμμεσα) των ανθρώπων που αναδύθηκαν αργότερα ως νέα αστική τάξη με τα λεφτά των άλλων. Πως θα χωρέσουμε στην κυρίαρχη αφήγησή όλα αυτά που τώρα αρνούμαστε να δούμε, δηλαδή τι σήμαινε συνεργάτης των Γερμανών, τι σήμαινε να πλουτίζεις μέσα στην κατοχή, τι σήμαινε να οργανώνεις και να συμμετέχεις σε εθνικιστικές οργανώσεις, τι σήμαινε να διώκεις την ετερότητα (και ποια ήταν η κυρίαρχη εικόνα του Εβραίου τότε, ήταν μόνο ο πλούσιος όπως λέει το στερεότυπο σήμερα ή ήταν και ο σοσιαλιστής, ήταν ο Μπεναρόγια ας πούμε), τι σήμαινε αντίσταση του ντόπιου στοιχείου και ένα σωρό άλλες ερωτήσεις που δε χωράνε στον τρόπο που βλέπουμε τον τόπο και το παρελθόν.

Αλλά πάντα υπάρχει μια απάντηση απ’ τους απολογητές των ταγμάτων ασφαλείας και θιασώτες του δόγματος «η πολλή αντίσταση βλάπτει, εξαγριώνει τους κατακτητές» ή απ’ τους άλλους, τους αριστερούς, που θέλουν να καθησυχάσουν και να κάνουν ευκολότερους διαχωρισμούς και κατηγοριοποιήσεις. Ό,τι δεν εξυπηρετεί την οπτική μας μένει εκτός ιστορίας. Σαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που δεν εξοντώθηκαν ξαφνικά μια μέρα στο βαγόνι ενός τρένου για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά που εξοντώνονταν διαρκώς επί χρόνια και χρόνια.

Trailer of the documentary By-standing and standing-by — Εκτός Ιστορίας from www.bystandingandstandingby.com on Vimeo.