Στη σκιά του χτυπήματος στο μουσείο Μπαρντό
Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ είναι μια ιστορία που ξεκίνησε το 2001 στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας. Σε πείσμα της ύπαρξης ενός άλλου Φόρουμ, του Παγκόσμιου Οικονομικού, μια ομάδα ανθρώπων αποφάσισε να οργανώσει μια παγκόσμια συνάντηση των λεγόμενων grassroots κινημάτων υπό το σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», φράση που βάσει των τελευταίων εκλογικών αποτελεσμάτων θα έπρεπε ήδη να βρίσκει εφαρμογή στην Ελλάδα σήμερα, κάτι που ωστόσο αμφισβητείται έντονα από την ίδια την λογική.
Από το 2001 και το πρώτο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ έχουν ήδη περάσει 14 χρόνια στην διάρκεια των οποίων έχει ασκηθεί έντονη κριτική στους διοργανωτές, εξαιτίας την ολοένα αυξανόμενης απουσίας κοινωνικών κινημάτων οργανωμένων «από τα κάτω» και της αντικατάστασης τους με έναν μεγάλο αριθμό Μη Κερδοσκοπικών Οργανισμών. Με εξαίρεση την περσινή χρονιά, μία ή περισσότερες πόλεις φιλοξενούσαν το Φόρουμ από την γέννηση του, ενώ για τις δύο τελευταίες διοργανώσεις, το 2013 και το 2015, το σπίτι του μεταφέρθηκε στην Τυνησία. Όμως η φετινή χρονιά είχε μια διαφορά σε σχέση με δύο χρόνια πριν. Έξι ημέρες πριν την έναρξη του Φόρουμ τρεις κουκουλοφόροι εισέβαλαν στο Μουσείο Μπαρντό, δίπλα από το κοινοβούλιο της Τυνησίας, άνοιξαν πυρ και τελικά δολοφόνησαν 22 άτομα, στην πλειοψηφία τους Ευρωπαίους τουρίστες, ενώ τραυμάτισαν 50 ακόμα πριν οι αρχές ασφαλείας σκοτώσουν δύο από τους τρεις δράστες. Το Ισλαμικό Κράτος (ISIL) ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης, ενώ η κυβέρνηση την απέδωσε σε τρομοκράτες της «Ταξιαρχίας Όκμπα Ιμπν Νάφαα», ομάδας σχετιζόμενης με την δράση της Αλ Κάιντα στο Μαγκρέμπ, 9 μέλη της οποίας σκότωσε η αστυνομία σε επιχειρήσεις κάποιες μέρες μετά.
Θα μπορούσε κανείς πριν την έναρξη του Φόρουμ να χαρακτηρίσει το περιστατικό ως ατυχία για την διοργάνωση, αναφορικά με την προσέλευση του κόσμου, τον πανικό ή την γενική διάθεση που θα επικρατούσε εξαιτίας αυτού. Από την άλλη θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και τύχη αν αναλογιστούμε πως το βάρος της συζήτησης έπεσε τελικά στο ίδιο το γεγονός της επίθεσης και όχι στην ουσία του Φόρουμ, η οποία κινήθηκε σε πολύ ρηχά νερά. Αν και η προσέλευση στο Πανεπιστήμιο Αλ-Μάναρ ήταν σχετικά μεγάλη, με χαρακτηριστική την παρουσία χιλιάδων ντόπιων νέων οι οποίοι με την πολυμορφία τους έδιναν όλες τις ημέρες εξαιρετικό χρώμα και ζωντάνια στην διοργάνωση, η αποτελεσματικότητα του Φόρουμ ακόμα αναζητείται. Λίγα εργαστήρια και συζητήσεις είχαν πραγματικό ενδιαφέρον, τα περισσότερα αποτέλεσαν αυτοαναφορικές παρουσιάσεις χωρίς να δίνουν την δυνατότητα για ουσιαστική συζήτηση και χειροπιαστό αποτέλεσμα, ενώ η διαδήλωση στο κλείσιμο των εργασιών, την τελευταία ημέρα του Φόρουμ, συγκέντρωσε λίγο κόσμο, στην πλειοψηφία τους διαδηλωτές υπέρ της Παλαιστίνης. Επιπρόσθετα, η απεργία των εθελοντών καταμεσής της διοργάνωσης πρόσθεσε μια πικρή γεύση στην ήδη αυξανόμενη κριτική προς τους διοργανωτές.
Ωστόσο η επίθεση στο μουσείο Μπαρντό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει μόνο το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και να αφήσει εκτός πλάνου την κοινωνία της Τυνησίας ευρύτερα, η οποία με την σειρά της ακόμα αναζητά βηματισμό μετά την εξέγερση του 2011, την κατάρρευση του καθεστώτος Μπεν Άλι και δύο προεδρικές εκλογικές διαδικασίες το 2011 και το 2014. Η Τυνησία ίσως αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα από τις χώρες που μπήκαν στο επαναστατικό γαϊτανάκι ώστε να αποτινάξουν από πάνω τους πολύχρονα, καταπιεστικά καθεστώτα. Η Αίγυπτος μετά την παρένθεση της εκλογής Μόρσι πέρασε πραξικοπηματικά στα χέρια του στρατηγού Αλ-Σίσι ο οποίος έχει βαλθεί σε ένα κυνήγι απόλυτης εξόντωσης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με αποτέλεσμα να τηρεί απόλυτα εχθρική στάση και ερμητικά κλειστά τα σύνορα ακόμα και με την Λωρίδα της Γάζας, στην διακυβέρνηση της οποίας βρίσκεται η – φίλα προσκείμενη στην Μουσουλμανική Αδελφότητα – οργάνωση της Χαμάς. Την ίδια ώρα η Λιβύη εξακολουθεί να φλέγεται, ενώ στην Συρία επιτελείται μια τεράστια ανθρωπιστική – και όχι μόνο – καταστροφή χωρίς να διαφαίνεται τέλος, με το καθεστώς Άσαντ να αντιμάχεται τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και αυτές με την σειρά τους αντιμάχονται η μία την άλλη, ενώ στα ανατολικά το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί την πλέον ακραία γέννα μιας απόλυτα ακραίας κατάστασης που εγκυμονεί στην περιοχή τα τελευταία χρόνια. Μπροστά σε όλα αυτά, η διεθνής κοινότητα φαίνεται απλά να αναλαμβάνει ρόλο παρατηρητή των εξελίξεων στα πεδία των μαχών, ωστόσο πολλές είναι εκείνες οι δυνάμεις της Μέσης Ανατολής (και όχι μόνο) που υπόγεια παίζουν τεράστια γεωπολιτικά παιχνίδια στην περιοχή.
Παρά όμως τις περί του αντιθέτου απόψεις, η επίθεση της 16ης Μαρτίου φάνηκε να συσπειρώνει την τυνησιακή κοινωνία, η οποία είδε ξαφνικά να μαζεύονται μαύρα σύννεφα πάνω από το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της, τον τουρισμό, ο οποίος έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Ο πρόεδρος Εσέμπσι βγήκε μάλλον ενισχυμένος, η κοινωνία ανέκτησε τάχιστα τους ρυθμούς της καθημερινότητας της και το μόνο που έμεινε να θυμίζει πως κάτι κακό συνέβη πριν λίγες ημέρες ήταν η εντονότατη αστυνομική και στρατιωτική παρουσία στους δρόμους, το αεροδρόμιο, τις πολυσύχναστες τουριστικές γειτονιές και τα κτήρια των δημόσιων υπηρεσιών και των διπλωματικών αποστολών.
Η Τυνησία παραμένει ένα εξαιρετικό παράδειγμα μίξης του αραβικού, ισλαμικού και δυτικού πολιτισμού. Η πρωτεύουσα Τύνιδα αποτελεί τον τόπο που η μαντίλα συνδυάζεται με την κατανάλωση αλκοόλ, τον τόπο που ο μαζικός τουρισμός των tour operator με τις υπερβολικές και κιτς all-inclusive εγκαταστάσεις βρίσκει αντίδοτο στα μικρά “bed & breakfast” καταλύματα που ξεπηδούν με ιδιαίτερη ευγένεια πέριξ της παλιάς πόλης και η κοινωνία δείχνει να μην είναι διατεθειμένη να απολέσει την ισορροπία της για χάρη της ολοκληρωτικής επικράτησης μιας – όποιας – ηγετικής ομάδας. Άλλωστε ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται υπό αργή και σταδιακή αναμόρφωση, καθώς η κατάρρευση του ήταν ολοκληρωτική με την πτώση του Μπεν Άλι το 2011 και σε αυτό αποδίδουν πολλοί ντόπιοι – ανήκοντες στην τότε αντιπολίτευση – την έκτοτε «ειρηνική» μετάβαση της χώρας και την αποτροπή εντονότερων αντιδράσεων από πλευράς τους. Σαφώς τα πράγματα δεν είναι ρόδινα, άλλωστε ο νότος της χώρας εξακολουθεί να διαφέρει σε τεράστιο βαθμό σε σχέση με τον βορρά, όμως η ηρεμία στην πρωτεύουσα είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Το ζητούμενο τόσο για την Τυνησία, όσο και για το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ είναι το μέλλον. Τα στοιχήματα μεγάλα, όπως και οι προσδοκίες από τον κόσμο που βρίσκεται στο κάτω άκρο των κοινωνιών.