1

mandingueiro*: η μαγεία της capoeira

 

Το παιχνίδι είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Τα μουσικά όργανα της capoeira έχουν αρχίσει να τοποθετούνται στις θέσεις τους. Τα τρία berimbau κατέχουν προνομιακή θέση στο κέντρο του πάγκου. Οι μαθητές είναι διασκορπισμένοι στο δωμάτιο. Κάποιοι κάνουν ζέσταμα, άλλοι εξασκούν διάφορες ακροβατικές κινήσεις, άλλοι πάλι μιλάνε. Σταδιακά, μερικοί από τους παίκτες αρχίζουν να παίρνουν θέση στην ορχήστρα, ή αλλιώς στην bateria. Λαμβάνοντας το σύνθημα από τον mestre (δάσκαλο της capoeira) οι άλλοι ακολουθούν το παράδειγμά τους. Σύντομα, κάθε όργανο έχει βρει τον παίκτη του και οι υπόλοιποι καποερίστες κάθονται σε ένα ημικύκλιο γύρω από την bateria, την roda, ή αλλιώς τον κύκλο της ζωής. Μπροστά από το κεντρικό berimbau και, συνήθως, μπροστά από τον mestre, δύο καποειρίστες συναντιούνται περιμένοντας την στιγμή που θα ακούσουν τον κατάλληλο ρυθμό για να αρχίσει το παιχνίδι τους.

1

Ding, ding, ding, ding, ding, το berimbau και συγκεκριμένα η Gunga, καλεί τους καποερίστες να φτιάξουν τη roda.

Ching, ching, dong, ding η Gunga ξεκινά το ρυθμό.

Στη συνέχεια, η viola ching, ching, ding, dong, dong, ching, ching, ding, dong, dong.

Τα τρία berimbau βρίσκονται σε αρμονία. Τα δύο pandeiros (ντέφια) και το atabaque (djembe, κρουστό) ακολουθούν κι αυτά τα berimbau. Ο mestre καλεί τη προσοχή των παιχτών. Η φωνή του επικεντρώνει όλα τα βλέμματα. Οι μαθητές κάθονται στη roda. Η μουσική ενεργοποιεί τον χώρο. Ο mestre τραγουδάει μια λιτανεία (ladainha) που προέρχεται από τους προγόνους της capoeira και αφηγείται μια ιστορία, συνήθως για την πόλη της Bahia. Μόλις τελειώσει η λιτανεία ξεκινάει ένα καινούργιο τραγούδι, χαμηλώνει το berimbau του και σηματοδοτεί την αρχή του παιχνιδιού. Οι δύο καποειρίστες δίνουν τα χέρια. Το παιχνίδι ξεκινάει.

Μερικές φορές είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς αυτό που το σώμα καταλαβαίνει. Ακόμα κι αν παίζει κάποιος capoeira αρκετό καιρό, υπάρχουν στιγμές που το μυαλό δεν είναι πάντα έτοιμο να κατανοήσει αυτό που το σώμα ορίζει. Δε θα είναι όμως δίκαιο για καμία τέχνη, η οποία εμπεριέχει την κίνηση, να σταθούμε σε μια επιφανειακή καρτεσιανή διαίρεση μεταξύ μυαλού και σώματος, γιατί τότε ίσως και να μειωθεί – εν μέρει- η εμπειρία που προσφέρει η capoeira. Αντίθετα όμως, αξίζει να επιμείνουμε στην ιδέα ότι, ίσως, η ενσωμάτωση να είναι αυτή που κάνει τη γνώση βιωματικά πραγματική.

Αφετηρία λοιπόν για την παρατήρηση της capoeira είναι ο αισθησιασμός της εμπειρίας, η τέχνη δηλαδή που πηγάζει από τη φυσικότητα της ανθρώπινης κίνησης σε σχέση με την προσωπικότητα του κάθε παίχτη. Με αυτήν την τεχνική ο κάθε καποειριστας απελευθερώνεται σταδιακά από τις αναστολές που εμποδίζουν την ελεύθερη ροή της κίνησης του. Ανακαλύπτει τις δυνατότητες της προσωπικής του έκφρασης, αποκτώντας μια συνέχεια στη κίνηση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να νιώθει ψυχική ανακούφιση και πληρότητα καθώς εκφράζει όλο και καθαρότερα τα συναισθήματά του. Αναπτύσσει την φαντασία του, την γρήγορη σκέψη, ενώ το σώμα και το μυαλό συντονίζονται σε μια ενότητα μέσω του παιχνιδιού.

3

Αν ρωτάγαμε έναν ανθρωπολόγο να αναλύσει την τέχνη της capoeira, θα απαντούσε ότι η παρατήρηση της αποτελεί το όνειρο κάθε επιστήμονα που γίνεται πραγματικότητα. Συνδυάζει δηλαδή την μουσική, τον χορό, τα ακροβατικά και την πολεμική τέχνη σε μια τελετουργία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίσταση ή γιορτή, για την πολιτική ή το παιχνίδι. Είναι ένα κωδικοποιημένο σύστημα πρακτικών τελούμενο σε ορισμένες συνθήκες τόπου και χρόνου, με ένα βιωμένο νόημα και μια συμβολική αξία για τους παίκτες που συμμετέχουν σ ‘ αυτό και το οποίο συνεπάγεται την σκηνοθεσία του σώματος και μια κάποια σχέση με το ιερό, τη roda.

Ψάχνοντας τις ρίζες της capoeira αξίζει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν δύο είδη: η Angola και Regional. H capoeira Angola είναι πιο παραδοσιακή σε αργή και ομαλή κίνηση. Οι δύο παίκτες (που ονομάζονται angoleiros) παίζουν πολύ κοντά ενώ ο τρόπoς του παχνιδιού φέρνει την αίσθηση της αφρικανικής τελετουργίας. Από την άλλη η Capoeira Regional είναι μεταγενέστερη της Angola και εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 από τον Mestre Bimba. Όποιο είδος όμως και να επιλέξει κάποιος, ένας καποειρίστας δεν παλεύει, ούτε χορεύει, αλλά παίζει (“jogar” στα πορτογαλικά ). Γιατί η capoeira πάνω απ’ όλα είναι ένα παιχνίδι, ένα πεδίο συναισθημάτων που ο καθένας εκφράζεται βάσει των χαρακτηριστικών του. Γι’ αυτό άλλωστε στην ερώτηση «τι σημαίνει η capoeira για τον καθένα προσωπικά», οι περισσότεροι απάντησαν ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό χόμπι, είναι ένας τρόπος ζωής.

 

Αντί Υστερόγραφου

Πριν κάποια χρόνια και για ένα μικρό χρονικό διάστημα βρέθηκα στο Λονδίνο. Μετά από την παρότρυνση ενός φίλου αποφάσισα να ξεκινήσω capoeira, στην ομάδα που, τότε, ονομαζόταν Cordao De Ouro. Στην πραγματικότητα όμως η σχέση μου με την capoeira ξεκινάει χρόνια πίσω, όταν δύο από τους αγαπημένους μου ανθρώπους με μύησαν στους ρυθμούς και στα καλέσματα της. Ακόμα και αν δεν είχα παίξει capoeira μέχρι την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο, οι ήχοι του Ching, ching, dong, ding του berimbau αποτελούσαν γνώριμα βήματα της κινησιολογίας μου.

Σχεδόν τρία χρόνια τώρα παίζω capoeira με την ομάδα Barracao da Capoeira,δηλαδή στο “σπίτι της capoeira”, με δάσκαλο τον Mestre Pepeto. Σχεδόν τρία χρόνια τώρα διαπιστώνω πως η μαγεία της συμπυκνώνεται επανειλημμένως σε μια επιστροφή στην καρδιά της απορίας του τι αλήθεια είναι η capoeira.

Για περισσότερες πληροφορίες εδώ!

*μαντζιγκέιουρου




Dun Dun: Η τελετουργία του χορού

 

DSC_0006

φωτογραφία Ζαΐρα Κωνσταντοπούλου

Κάπου ανάμεσα στην Ιερά Οδό και το σταθμό του μετρό στον Κεραμεικό- στο ύψος του αριθμού 39- ο δρόμος έχει το δικό του παλμό. Εγκαταλελειμμένα κτήρια, περαστικοί που φαίνονται σα να γνωρίζουν την κατεύθυνση τους και ένας διάσπαρτος αλλά σταθερός ρυθμός που δεν καταλαβαίνεις από που έρχεται. Τα τζάμια των κτηρίων “τσιτσιρίζουν” σα να χορεύουν τράνσ και όποιος περνάει από το συγκεκριμένο δρόμο σταματάει για λίγο απορημένος και αφουγκράζεται κάτι μεταξύ ιαχών και τυμπάνων. Όποιος αποφασίσει να ακολουθήσει το ρυθμό και κατέβει λίγα σκαλιά θα συναντήσει τη Δάφνη Ασημακοπούλου,τη δασκάλα χορού dun dun και αφρικανικών χορών και τους μουσικούς djembe Νίκο Πολυχρονίδη και Ndioba Gom, σε ένα χώρο βιομηχανικό, γεμάτο κρουστά και χορευτές.

Με κινήσεις εμπνευσμένες από τον αφρικάνικο χορό, τα χέρια, τα πόδια, η λεκάνη και το κεφάλι λειτουργούν ξεχωριστά ωστόσο όλα μαζί συναντιούνται στο dun dun. Ο κάθε χορευτής ακολουθώντας τον ρυθμό των djembe χορεύει παίζοντας συγχρόνως το dun dun και χρησιμοποιώντας ρυθμικά τις μπαγκέτες.

DSC_0055

φωτογραφία: Ζαΐρα Κωνσταντοπούλου

Το dun dun, σύμφωνα με την Δάφνη, είναι ένας χορός που προέρχεται από την Δυτική Αφρική και συγκεκριμένα από το Μάλι και είναι ένας συναρπαστικός συνδυασμός με τυμπανοκρουσίες και χορό, με κινήσεις εμπνευσμένες από τη φύση που ταξιδεύουν στο χρόνο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι χορευτές χρησιμοποιούν το κρουστό και τις μπαγκέτες για να παίξουν το μπάσο ενώ ταυτόχρονα χορεύουν μέσα στο ρυθμό της μουσικής τους. Το dun dun είναι ένας κύλινδρος συνήθως κατασκευασμένος από ξύλο του δέντρου Dumbe, ενώ τα άκρα του τυμπάνου καλύπτονται από δέρμα αγελάδας. Το dun dun υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και παράγουν διαφορετικούς ήχους ανάλογα με το μέγεθος του.

Μπορεί να φαντάζει κάπως περίεργος ο συνδυασμός τυμπάνων και χορού ωστόσο όταν κάποιος πιάσει τις μπαγκέτες και αφεθεί καταλαβαίνει ότι εναρμονισμός των κινήσεων γίνεται υποσυνείδητα.

 

Για περισσότερες πληροφορίες εδώ