1

«Στη φωτογραφία ενός ανθρώπου που μόλις βγαίνει από μία βάρκα στο Αιγαίο, εγώ βλέπω ένα παράδειγμα ανθεκτικότητας»

 

Από τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής μέχρι τη Βόρεια Ευρώπη, κι από τα ναυάγια της Μεσογείου μέχρι τα hot-spots και τους καταυλισμούς, υπάρχει κάτι που ποτέ δεν λείπει από τις αποσκευές ενός πρόσφυγα: Η οδύνη. Οδύνη για όσους και όσα έχασε για πάντα ή άφησε πίσω του, για όσα δεν τολμά να συζητήσει ή ακόμη και να ξαναφέρει στο νου.

Στο Κέντρο Ημέρας “Βαβέλ”, τη μοναδική δημόσια δομή στην Ελλάδα που ασχολείται με θέματα ψυχικής υγείας προσφύγων και μεταναστών από το 2008, η διαχείριση αυτής της οδύνης είναι πλέον βασικό αντικείμενο. Αλλά, όπως επισημαίνει ο ψυχολόγος της “Βαβέλ”, Νίκος Γκιωνάκης, δεν πρέπει κανείς να παγιδεύεται στην οδύνη, πρέπει να βλέπει και τι κέρδισε τελικά ο καθένας μέσα από όσα έζησε, και πώς συνεχίζει.

Με αφορμή τη συμμετοχή του Ν.Γκιωνάκη στη συζήτηση “No Direction Home: Με το Βλέμμα στην απώλεια και την ελπίδα”, που διοργάνωσε πρόσφατα το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, συνομιλήσαμε μαζί του μαζί του για τα περιστατικά που αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη δομή τα τελευταία χρόνια, και μας βοηθάει να ξανασκεφτούμε τον πόνο της προσφυγιάς πέρα από τα στερεότυπα.
Η συζήτηση διοργανώθηκε με αφορμή την τελευταία έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με τίτλο “No Direction Home”, στην οποία περιλαμβάνονται 235 φωτογραφίες 30 ελλήνων φωτογράφων που αποτυπώνουν την πρόσφατη προσφυγική εμπειρία.

* * *

“No Direction Home”, φωτογραφικό λεύκωμα από το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με 235 φωτογραφίες 30 ελλήνων φωτογράφων για το προσφυγικό​​​​​​​

* * *

-Τι είδους τραύματα συνοδεύουν την προσφυγική εμπειρία και τι περιστατικά αντιμετωπίζετε στη Βαβέλ;

«Η αλήθεια είναι ότι εμείς προσεγγίζουμε τα πράγματα με μια διαφορετική άποψη και ορολογία. Δεν μιλάμε ευθύς εξαρχής για τραύματα. Λέμε ότι οι άνθρωποι εκτίθενται σε σοβαρές αντιξοότητες και μπορεί αυτές να τους τραυματίζουν. Εμείς βλέπουμε τις συνέπειες της αντιξοότητας σε έναν άνθρωπο να διαρθρώνονται σε διαφορετικές κατηγορίες. Συνέπεια αρνητική μπορεί να είναι το τραύμα, ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν στοιχεία σε έναν άνθρωπο, σε μια οικογένεια, σε μια κοινότητα, που μένουν ανέπαφα, παρά την αντιξοότητα π.χ. έναν πόλεμο. Και ταυτόχρονα λέμε ότι πολλοί άνθρωποι – αν όχι όλοι- αποκτούν νέα θετικά χαρακτηριστικά και νέες ποιότητες, ακριβώς επειδή εκτίθενται σε αντιξοότητες.

Αυτό σημαίνει, λοιπόν, ότι όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο, δεν τον βλέπουμε μονάχα μέσα από το πρίσμα του τραύματος. Προσπαθούμε να δούμε πώς βιώνει τις συνέπειες, σε αυτές τις τρεις μεγάλες κατηγορίες. Και προσπαθούμε να τού δώσουμε να το καταλάβει και ο ίδιος. Υπό την έννοια ότι αν τραυματίζεται κάτι μετά από την έκθεση σε μια αντιξοότητα ή σε μια σειρά αντιξοοτήτων, αυτή είναι η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Βλέπουμε μόνο μια διάσταση των πραγμάτων: «πω πω πω, τι έπαθα!» Άμα, όμως, έχουμε τη δυνατότητα να τα δούμε πιο ψύχραιμα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η πολυπλοκότητα διατηρείται, χρειάζεται να την ανακαλύψουμε και να την αξιοποιήσουμε.

Όταν έρχεται κάποιος άνθρωπος σε μας -συνήθως παραπεμφθείς από άλλους συναδέλφους που δουλεύουν στο πεδίο- θα ακούσουμε καταρχάς τον πόνο του, την οδύνη του. Μπορεί να έχει βιώσει απώλειες, που είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των προσφύγων: Απώλεια του δικού του χώρου, προσφιλών προσώπων, της ασφάλειας, της σταθερότητας, των προοπτικών κλπ. Αυτό δημιουργεί διάφορα ζητήματα.

Ταυτόχρονα, προσπαθούμε να διαπιστώσουμε τι έχει μείνει ανέπαφο σε αυτούς τους ανθρώπους, μετά την έκθεση στην αντιξοότητα, και τι έχουν κερδίσει –όσο κι αν φαίνεται παράδοξο- από αυτήν. Πολλοί άνθρωποι έχουν κερδίσει νέες ικανότητες επιβίωσης, που δεν θα μπορούσαν να έχουν σκεφτεί ότι τις έχουν, επειδή δεν τις είχαν πριν φύγουν από το σπίτι τους.

Με δυο λόγια, στη φωτογραφία ενός ανθρώπου που μόλις βγαίνει από μια βάρκα, μόλις έχει έρθει σε ένα ελληνικό νησί, εγώ βλέπω ένα παράδειγμα ανθεκτικότητας, όχι ένα παράδειγμα τραύματος.

Το ίδιο το τραύμα, όταν υπάρχει, το βλέπουμε πάλι μέσα από μια διττή σκοπιά: Το τραύμα σημαίνει διάρρηξη της συνέχειας, μια τρύπα. Ταυτόχρονα, όμως, σημαίνει και ότι μπορώ να σβήσω κάτι, είναι μια ευκαιρία να κάνω μια νέα αρχή».

– Μπορείτε να ομαδοποιήσετε τα περιστατικά που αντιμετωπίζετε;

«Αυτό που ξέρουμε -και το λέει η βιβλιογραφία- είναι ότι μετά από κρίσεις, καταστροφές, πολέμους κλπ, οι άνθρωποι εμφανίζουν κυρίως αυτές τις αντιδράσεις άγχους που δεν μπαίνουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Αν παραταθούν στο χρόνο και αν έχουν μεγάλη ένταση, μπορεί να δεις συμπτώματα, αλλά όχι πάντα. Το θέμα μας είναι ότι πολλοί άνθρωποι ζούνε ακόμα σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες. Κι αυτό επηρεάζει την εικόνα που δείχνουν προς τα έξω. Σκεφτείτε έναν που ζει σε ένα κέντρο φιλοξενίας, ένα camp. Έρχεται και λέει «δεν μπορώ να κοιμηθώ, δεν έχω όρεξη να φάω, νιώθω ένα τίποτα, σκέφτομαι να κάνω κακό στον εαυτό μου, έχω γίνει βίαιος απέναντι στα παιδιά μου…». Εμείς πρώτα πρέπει να καταλάβουμε πόσο οι τωρινές συνθήκες επηρεάζουν μια τέτοια συμπεριφορά, πριν δώσουμε μια ψυχιατρική ετικέτα. Γιατί οι συνθήκες είναι τέτοιες που πράγματι δικαιολογούν έναν άνθρωπο, όταν δεν του λέμε τι πρόκειται να γίνει με τη ζωή του, ή όταν δεν τον σέβονται ή όταν τον αναγκάζουν να μην κάνει τίποτα όλη τη μέρα κλπ. Δεν είναι συμπτώματα. Χρειάζεται, λοιπόν, μια προσοχή στη γρήγορη ψυχιατρικοποίηση κοινωνικών προβλημάτων.

Επιπλέον, χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή στον τρόπο, με τον οποίο προσεγγίζουμε το θέμα του τραύματος. Δυστυχώς, τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία. Πάρα πολλές παρεμβάσεις στον ψυχοκοινωνικό τομέα περιορίζονται στην αναγνώριση μια συγκεκριμένης ψυχικής διαταραχής, που είναι η μετατραυματική αγχώδης διαταραχή -το περίφημο PTSD (Post Traumatic Stress Disorder)-, λες και ο άνθρωπος είναι μια διαταραχή, ένα τραύμα. Χάνεται, δηλαδή, η πολυπλοκότητα του ανθρώπου χάριν μιας συγκεκριμένης πτυχής. Η οποία είναι σοβαρή, αλλά δεν είναι μόνο αυτή».

– Γιατί γίνεται αυτό; Είναι πιο εμπορικό αντικείμενο;

«Δεν ξέρω γιατί γίνεται, κι ούτε τολμώ να πω γιατί. Αυτό που βλέπω να γίνεται είναι ότι μπροστά στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης οδύνης, εμείς προσπαθούμε να βρούμε και να δουλέψουμε μονάχα με το σύμπτωμα. Ε, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σύμπτωμα. Το άλλο πρόβλημα για μένα είναι το εξής: Πάνε κάποια πανεπιστήμια και μετράνε, με εργαλεία τα οποία δεν είναι και μεθοδολογικά σωστά, συμπτώματα μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής ενώ ο άνθρωπος είναι ακόμα σε καταστάσεις αντίξοες.

Αν πας τώρα να κάνεις μέτρηση του PTSD στη Μόρια, θα σου το βγάλει στο 1000. Βγάλε τους ανθρώπους από τη Μόρια να δούμε πόσο μένει. Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας υπήρχαν 100 οργανώσεις και όλες εκπαίδευαν και ξανα-εκπαίδευαν τους ντόπιους επαγγελματίες στο ίδιο πράγμα: Στην αναγνώριση, διάγνωση και θεραπεία του PTSD. Και μετά τους έβγαζαν με το ζόρι να έχουν PTSD για να δικαιολογήσουν τα χρήματα. Είναι πολλά τα λεφτά και εύκολα».

“No Direction Home”, φωτογραφικό λεύκωμα από το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με 235 φωτογραφίες 30 ελλήνων φωτογράφων για το προσφυγικό​​​​​​​

– Σήμερα, εκτός από την κατηγορία με τα περιστατικά αντιδράσεων άγχους, διακρίνετε άλλη μια με πιο πιο βαριά περιστατικά, θύματα βασανιστηρίων κλπ;

«Ναι. Αυτό που εμείς κοιτάμε είναι αν κάποιοι άνθρωποι έχουν βιώσει ατομικά πολύ βαριές αντιξοότητες –π.χ. αν είναι θύματα βασανιστηρίων- ή αν είναι απλά άνθρωποι που από πριν είχαν μια ψυχική διαταραχή, για την οποία έπαιρναν αγωγή. Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να συνεχίσουμε τη φροντίδα τους. Δουλεύουμε, επίσης, πάρα πολύ στο να μπορέσουμε να διασυνδέσουμε αυτούς τους ανθρώπους με άλλες υπηρεσίες για άλλες, διαφορετικές ανάγκες, που έχουν (στέγαση, νομική στήριξη κ.α.), γιατί θεωρούμε ότι αυτά παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στο να νιώθει κάποιος ασφάλεια, να έχει κατάλληλη ενημέρωση γι’αυτά που συμβαίνουν.

Έτσι, δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τι κάνουμε, κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, την προσεγγίζουμε μέσα από την ιδιαιτερότητά της. Και πάντοτε προσπαθούμε να ακούσουμε τι μας ζητάει ο άλλος άνθρωπος. Ακόμα κι αν εμείς πιστεύουμε ότι κάτι άλλο πρέπει να γίνει, μπορεί, για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε αυτό που θεωρούμε σωστό, να ακολουθήσουμε τα δικά του αιτήματα».

– Πώς σκέφτονται το μέλλον οι πρόσφυγες; Τι ρόλο παίζει ο χρόνος γι’αυτούς;

«Αυτό που έχουμε δει είναι ότι σε στιγμές βαθιάς οδύνης, πράγματι, ο χρόνος παγώνει. Πολλοί θεωρούν ότι “έτσι όπως πονάω τώρα, έτσι θα πονάω για πάντα”. Αν εμείς, που πάμε να βοηθήσουμε, παγιδευτούμε σε αυτή τη θεώρηση και παγώσει και για μας ο χρόνος, δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε. Αν μπορέσουμε να διατηρήσουμε τη ψυχραιμία μας και ένα κομμάτι μας βυθιστεί στον πόνο του άλλου, για να τον βοηθήσει να το αντέξει, και ένα άλλο κομμάτι μας μείνει απ’έξω, μπορεί να αντέξει και να τραβήξει και τα άλλα κομμάτια του. Είναι πολύ σημαντικό για εμάς -τους επαγγελματίες αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο- να σκεφτόμαστε ότι, “ναι, πονάει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αύριο θα πονάει το ίδιο”. Ο πόνος και η οδύνη, πάντως, παγώνει το χρόνο, και αυτό είναι σημαντικό να το έχουμε στο μυαλό μας».

– Βλέπετε να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα παιδιά και τους ενήλικες;

«Ως προς τα παιδιά, αυτό που βλέπουμε τα τελευταία 2 χρόνια, και ιδιαίτερα με ανθρώπους από Συρία, είναι ότι υπάρχει μια αλλαγή στο ποιοί άνθρωποι έρχονται. Παλαιότερα, έρχονταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να κάνουν το ταξίδι, να το πω έτσι. Άρα, δεν βλέπαμε ανθρώπους με σοβαρά προβλήματα. Τώρα μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι έχουν έρθει με τις οικογένειές του π.χ. πολλά παιδιά με αυτισμό ή με νοητική υστέρηση, με διάφορες μαθησιακές δυσκολίες.

Αυτή τη στιγμή υλοποιούμε ένα σχετικό πρότζεκτ που χρηματοδοτεί η UNICEF -αλλά και το υπουργείο έχει δεσμευτεί να μπορεί το “Βαβέλ” να κάνει παγίως αυτή τη δουλειά. Έχουμε μια παιδοψυχιατρική ομάδα που προσφέρει και θεραπείες (λογοθεραπεία, ψυχοθεραπεία και ειδική αγωγή), ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους καταστάσεις». [Δείτε την σχετική ενημέρωση στο τέλος της δημοσίευσης]

“No Direction Home”, φωτογραφικό λεύκωμα από το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, με 235 φωτογραφίες 30 ελλήνων φωτογράφων για το προσφυγικό​​​​​​​

– Σε σχέση με τις συνέπειες του πολέμου στα παιδιά, τι διαπιστώνετε;

«Αυτό που βλέπουμε είναι ότι υπάρχουν παιδιά που έχουν σοβαρά προβλήματα, που έχουν άμεση σχέση με το γεγονός ότι έχουν σκοτωθεί αδέλφια, γονείς ή έχουν βιώσει βόμβες να πέφτουν. Αλλά υπάρχει η ιδιαιτερότητα στην Ελλάδα, ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τράνζιτ, είναι σε μετάβαση. Εμείς μπορεί να δούμε κάποιο περιστατικό 1-2 ή 5 φορές και μετά θα φύγει. Και είναι πολύ δύσκολο να συνεργαστούμε με συναδέλφους σε άλλες χώρες, που είναι χώρες εγκατάστασης. Επιπλέον, όταν ο άλλος είναι τράνζιτ, θέλει πολύ μεγάλη προσοχή στο τι θέματα ανοίγεις».

– Υπάρχει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κάποιος συντονισμός ή κάποιες κοινές αρχές, ώστε να ανταλλάσσετε δεδομένα ή πληροφορίες για τέτοια περιστατικά;

«Όχι. Αυτά είναι πράγματα που προσπαθούμε να φτιάξουμε αυτή τη στιγμή. Αλλά εμείς είμαστε ανοιχτοί και πάντα δίνουμε συνοδευτικά βεβαιώσεις, στοιχεία για το τι αγωγή παίρνει κάποιος. Και πολλές φορές επικοινωνούν υπηρεσίες από τις χώρες, όπου πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι, για να μας ρωτήσουν διάφορα πράγματα ή για να ζητήσουν να τους στείλουμε πράγματα.

Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, και δεν αφορά άλλες χώρες, είναι ότι αυτή τη στιγμή γίνονται μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας. Π.χ. από ένα camp σε διαμερίσματα ή μεταξύ διαφορετικών camps, χωρίς καμιά προηγούμενη ενημέρωση των ίδιων των ανθρώπων, και ακόμα λιγότερο δική μας, ώστε να μπορούμε να οργανώσουμε τη συνέχιση της φροντίδας στο νέο μέρος, όπου θα πάει ο άνθρωπος. Κι αυτό δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες και είναι μια παθογένεια του δικού μας συστήματος».

– Υπάρχει κάτι που έχετε κερδίσει από την εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων, που δεν το σκεφτόσασταν πριν;

«Νομίζω, πάρα πολλά. Ένα από αυτά είναι το πόσο ανθεκτικοί μπορεί να είναι οι άνθρωποι. Να επιβιώνουν πάρα πολύ δύσκολων καταστάσεων, να διατηρούν το θάρρος τους, την ελπίδα τους. Για μένα, να το βλέπω στην πράξη καθημερινά, είναι τρομερό. Προσωπικά δούλεψα πολύ με θύματα βασανιστηρίων και με ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους στα ναυάγια. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο σαν εμπειρία. Και πάντα μου έκανε τρομερή εντύπωση πώς αυτοί οι άνθρωποι, με τόσα που είχαν βιώσει, δεν το έβαζαν κάτω, συνέχιζαν.

Συνήθως σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας σαν αυτούς που θα τους δώσουν. Αλλά έχουμε και πάρα πολλά να πάρουμε. Χρειάζεται λιγάκι να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε αυτό που αποκαλούμε «παροχή υπηρεσιών». Δεν είναι ο άλλος παθητικός αποδέκτης υπηρεσιών και εμείς από εδώ οι πάροχοι υπηρεσιών. Πρέπει να το δούμε σαν ένα αλισβερίσι, σαν να διευκολύνουμε κάποια πράγματα. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στο να ακούμε τι έχει να μας πει ο άλλος, όχι να του λέμε “κάτσε να σου πω τι έχεις και τι χρειάζεσαι”».

 

* * * Ενημέρωση: 

Στο διάστημα ανάμεσα στη συζήτησή μας με τον Ν.Γκιωνάκη και αυτή τη δημοσίευση, το Υπουργείο Υγείας ενέκρινε την τροποποίηση της άδειας λειτουργίας του “Βαβέλ” και πλέον μπορεί να έχει παιδοψυχιατρική υπηρεσία.
Επίσης, επισημαίνεται από τον συνεντευξιαζόμενο πως έχει σημασία να αναφερθεί ότι αυτά που κάνουν στο “Βαβέλ” “βασίζονται στη θεωρητική προσέγγιση του καθ. Ρένου Παπαδόπουλου, δ/ντή του Centre for Trauma, Asylum and Refugees του Πανεπιστήμιου του Essex και της κλινικής Tavistock, ο οποίος χρόνια τώρα υποστηρίζει το έργο μας παρέχοντάς μας απλόχερα εκπαίδευση, εποπτεία και συμβουλευτική σε τακτική βάση”.

 




βασανίζοντας νόμιμα – μια έκθεση για τις πρακτικές των ΗΠΑ

 

Την Τρίτη δημοσιεύτηκε μια περίληψη της έκθεσης της Γερουσίας για τις ενισχυμένες μεθόδους ανάκρισης της CIA. Αυτές που χρησιμοποιήθηκαν αμέσως μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, από το 2002 έως το 2007 περίπου. Από τότε διαβάζουμε αναλυτικές περιγραφές βασανιστηρίων και σχόλια επί σχολίων για το αν έπρεπε ή όχι να δημοσιευτεί αυτή η έκθεση. Η συζήτηση γίνεται για το timing της δημοσίευσης και η συζήτηση γίνεται για το αν τελικά ήταν αποτελεσματικές αυτές οι μέθοδοι ανάκρισης. Ακόμη και προοδευτικοί Αμερικάνοι μπαίνουν στη λογική να επικαλεστούν το πόρισμα της επιτροπής, η οποία λέει ότι αυτές οι μέθοδοι, τα βασανιστήρια δηλαδή, έχει αποδειχτεί ότι δεν είναι αποτελεσματικές. Ο κρατούμενος λέει ψέματα, λέει ό,τι χρειάζεται να πει προκειμένου να σταματήσει ο βασανισμός. Κάποιοι άλλοι απαντούν ότι τα στοιχεία της επιτροπής δεν είναι ακριβή.

Αυτή είναι όμως μια συζήτηση που μας πάει πίσω. Ένας καθηγητής νομικής, ο Jeremy Waldron, λέει πολύ απλά ότι η απαγόρευση των βασανιστηρίων είναι απόλυτη, ειδάλλως πάμε κόντρα στην ίδια τη λογική του Νόμου. Ο Μπους πάλι σε μια συνέντευξη που έδωσε δύο μέρες πριν την δημοσίευση της έκθεσης, είπε ότι είμαστε τυχεροί που έχουμε ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά για την CIA κι αν η έκθεση μειώνει τη συνεισφορά τους στη χώρα, τότε είναι άδικη και άκυρη. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πατριώτες»

“The report’s full of crap, excuse me (..) You see it too often in Washington where a group of politicians get together and sort of throw the professionals under the bus,”

Dick Cheney

Αλλά το θέμα μας δεν είναι να πούμε ότι ο Μπους είναι κακός ή ότι η CIA υπερέβη τα εσκαμμένα. Για τις πρακτικές αυτές δόθηκε το πράσινο φως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και το υπουργείο Δικαιοσύνης. Οι πρακτικές αυτές νομιμοποιήθηκαν από την συλλογική τρέλα μετά την επίθεση της 9/11. Οι πρακτικές αυτές νομιμοποιήθηκαν από όλο τον κόσμο και σχεδόν όλος ο κόσμος συμμετείχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εφαρμογή τους. (Ναι και η Ελλάδα, λείπουμε εμείς ποτέ απ’ τα καλά του κόσμου;)

Είναι ενδεικτικό ότι γερουσιαστής που συμμετέχει στην επιτροπή σήμερα και στηρίζει την έκθεση, δήλωνε σε τηλεοπτική εκπομπή το 2003, ότι δεν θα απέκλειε τίποτα προκειμένου να αποκτήσει η κυβέρνηση πληροφορίες από ένα κρατούμενο που είχε θεωρηθεί τρομοκράτης. «Πρέπει να είμαστε σκληροί»

Είναι επίσης ενδεικτικό ότι αμέσως μετά την επίθεση της 9/11 ο Μπους ισχυρίστηκε ότι οι διατάξεις της συνθήκης της Γενεύης δεν ισχύουν για τους κρατούμενους που κατηγορούνται για συμμετοχή στην Αλ Κάιντα.

web-cia-graphic

ο χάρτης των black sites από τον Independent

 

Τι εννοούμε όταν λέμε βασανιστήρια

Όταν λοιπόν οι ΗΠΑ έπιαναν κάποιον ύποπτο για τρομοκρατία μετά την 9/11, τον πήγαιναν σε ένα από τα black sites που φαίνονται στο χάρτη και άρχιζε η παρακάτω διαδικασία.

Waterboarding

Όπως καταλαβαίνετε από την εικόνα, οι βασανιστές δένουν τον κρατούμενο σε μια σανίδα ή κάτι ανάλογο ώστε τα πόδια να βρίσκονται σε ψηλότερη θέση από το κεφάλι. Επάνω στο κεφάλι τοποθετείται ένα ύφασμα. Οι βασανιστές ρίχνουν νερό πάνω στο ύφασμα με μεγαλύτερη ή μικρότερη ταχύτητα. Το νερό, λόγω της θέσης του κεφαλιού, δεν βρίσκει διέξοδο για πουθενά (πχ. δεν μπορεί να πάει προς τους πνεύμονες). Έτσι σιγά σιγά ο κρατούμενος δυσκολεύεται να αναπνεύσει και σύντομα – ανάλογα και την ποσότητα του νερού – αρχίζει να πνίγεται. Περιγράφεται ότι ο βασανιστής έκανε ένα απλό θόρυβο με τα δάχτυλά του δύο φορές και ο κρατούμενος απλά πήγαινε από μόνος του να καθίσει στη σανίδα. Αναφέρονται περιστατικά που ο κρατούμενος πάθαινε ανεξέλεγκτους σπασμούς σε χέρια και πόδια, είχε παραισθήσεις, ξεσπούσε σε υστερικές παρακλήσεις, έκανε εμετούς και έβγαζε αφρούς από το στόμα. Σε έναν κρατούμενο, τον Abu Zubaydah που θεωρήθηκε υψηλής αξίας στόχος, χρησιμοποιήθηκε το παραπάνω βασανιστήριο 83 φορές.

wp_waterboarding-process

Rectal feeding και rectal rehydrating

Τοποθετείται στον πρωκτό του κρατούμενου με κλύσμα το απαιτούμενο σωληνάκι και μέσω αυτού, διοχετεύεται φαγητό και υγρά. Αυτό συνέβαινε τόσο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κρατούμενος αρνιόταν να πιει νερό ή να φάει, όσο και χωρίς άλλο λόγο αλλά απλά γιατί όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας αξιωματούχος της CIA «σου έδινε τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο κρατούμενο». Το βασανιστήριο αυτό που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε τρεις κρατούμενους που θεωρούνταν ηγετικά στελέχη της Αλ Κάιντα, προκάλεσε πολλά προβλήματα (ζημιές στο έντερο και τον πρωκτό λόγω βίαιης ή απρόσεκτης χρήσης του κλύσματος, ενώ παρατηρήθηκε και η περίπτωση να σαπίζει τροφή στο έντερο και εν γένει στο πεπτικό σύστημα).

Stress positions και στέρηση ύπνου

O κρατούμενος Abu Zubaydah έμεινε 266 ώρες (κάτι παραπάνω από 11 μέρες) σε ένα μεγάλο κουτί (κάτι σαν φέρετρο) και 29 ώρες σε ένα μικρό κουτί, με τις εξής διαστάσεις: Πλάτος 53.34 εκατοστά, μήκος 61 εκατοστά και ύψος 61 εκατοστά. Ένας άλλος κρατούμενος έμεινε όρθιος 54 ώρες και μετά τον έβαλαν καθιστό για άλλες 24, μην επιτρέποντάς του να κοιμηθεί για συνολικά 78 ώρες. Άλλος κρατούμενος, που θεωρούνταν ο σωματοφύλακας του Μπιν Λάντεν, έμεινε κρεμασμένος 22 ώρες με το ένα χέρι του δεμένο με χειροπέδες ψηλά. Ένας κρατούμενος υπεύθυνος, σύμφωνα με την υπηρεσία, για βομβιστικές επιθέσεις έμεινε για δυόμιση μέρες όρθιος με το ένα χέρι σηκωμένο ψηλά. Η στέρηση ύπνου μπορούσε να κρατήσει και για 180 ώρες. Οι κρατούμενοι φυλάσσονταν σε άδεια κελιά χωρίς την παραμικρή θέρμανση ενώ ακουγόταν πολύ δυνατός θόρυβος ή μουσική ασταμάτητα.

Και πάει λέγοντας.

Οι κρατούμενοι δέχονταν διαρκώς απειλές όλων των ειδών. Τους απειλούσαν ότι θα εκτελεστούν από μέρα σε μέρα, ότι οι βασανιστές θα πιάσουν την οικογένειά τους και θα βιάσουν τις γυναίκες τους. Σε μερικούς κρατούμενους φορούσαν πάνες, προκειμένου να τους εξευτελίσουν. Κάποιες φορές τους έβγαζαν ξαφνικά από τα κελιά τους, τους φόραγαν κουκούλες και τους έβαζαν να τρέχουν σε ένα στενό διάδρομο. Εκεί βρίσκονταν οι δεσμοφύλακες, οι οποίοι χτυπούσαν τον κρατούμενο που έτρεχε στα τυφλά.

Κάποτε κάποιος ξεχάστηκε από την υπηρεσία για 17 μέρες δεμένος σε έναν τοίχο. Ένας κρατούμενος πέθανε από υποθερμία. Αφού είχε περάσει το βασανιστήριο της στέρησης ύπνου για 48 ώρες, τον άφησαν σε απόλυτο σκοτάδι, του έριξαν παγωμένο νερό και τον παράτησαν δεμένο στο τσιμεντένιο πάτωμα, ημίγυμνο.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, υπήρξαν περιστατικά που οι κρατούμενοι είχαν παραισθήσεις, παράνοια, αϋπνία και απόπειρες να στραφούν κατά του ίδιου τους του εαυτού. Ένας κρατούμενος προσπάθησε να δαγκώσει και να κόψει τις φλέβες του καρπού του και ένας άλλος προσπάθησε να κόψει την αρτηρία στο πόδι του με μια οδοντόβουρτσα. Ο Arsala Khan, που κατηγορείται ότι βοήθησε τον Μπιν Λάντεν να δραπετεύσει από την Αμερική, περιγράφεται ότι είχε πολύ έντονες παραισθήσεις, οι οποίες σωματοποιούνταν. Έβλεπε σκυλιά να κυνηγούν και να τρώνε την οικογένεια του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι 26 από τους 119 κρατούμενους δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που η ίδια η CIA είχε θέσει για την φυλάκιση ύποπτων για τρομοκρατία. Σε μία περίπτωση μάλιστα, ο Nazar Ali, ένας άντρας με ψυχικά ασθένεια, κρατήθηκε σε τέτοιου είδους συνθήκες αποκλειστικά ως αντιστάθμισμα, επειδή ένας μέλος της οικογένειάς του ήταν ύποπτο για τρομοκρατία.

ΣΔΙΤ, το όνειρο κάθε ανεπτυγμένης οικονομίας

Αμέσως μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους, η CIA, όπως λέει τόσο η ίδια, όσο και κυβερνητικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ, ανέλαβε ένα τεράστιο έργο για το οποίο δεν ήταν ούτε έτοιμη ούτε προετοιμασμένη. Όταν λοιπόν το κράτος δυσκολεύεται να κάνει τον σωστό επιχειρηματία ή τον αποτελεσματικό σωτήρα, έρχεται η ώρα της πάντα πρόθυμης για κάτι τέτοια, ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Δύο γιατροί, γνωστοί με τα ψευδώνυμα ‘Swigert’ and ‘Dunbar’ ανέλαβαν το έργο να αναδιοργανώσουν τις τακτικές ανάκρισης της υπηρεσίας, να γίνουν εφευρετικοί, καινοτόμοι και αποτελεσματικοί. Το αποτέλεσμα περιγράφηκε παραπάνω.

Οι δύο γιατροί έκλεισαν ένα συμβόλαιο αξίας 180 εκατομμυρίων δολαρίων για να βρούνε αυτές τις περίφημες «ενισχυμένες ανακριτικές μεθόδους». Τελικά πρόλαβαν να εισπράξουν γύρω στα 80 εκατομμύρια, πριν διακοπεί το πρόγραμμα από την κυβέρνηση.

Το 2002 η CIA έστειλε τον ‘Swigert’ σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται, για να παράσχει συμβουλές στην ανάκριση του Abu Zubayadah. O ‘Swigert’ χρησιμοποίησε κάποιες από τις μεθόδους που αναφέραμε παραπάνω (στέρηση ύπνου, stress positions, πάνα, εικονική ταφή). Με αυτές τις ιδέες και κάποιες που συνεισέφερε ο ‘Dunbar’, πήγε στην CIA και κατέθεσε μια πρόταση 12 σημείων, με την οποία έλεγε ότι θα έπρεπε αυτοί οι δύο να προσληφθούν (με κάτι σαν σύμβαση έργου) για να βοηθήσουν στις ανακρίσεις που θα προέκυπταν όσο οι ΗΠΑ θα διεξήγαγαν τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία». Οι δύο ψυχολόγοι δεν είχαν καμιά προηγούμενη πείρα από ανακρίσεις, ούτε ήξεραν τίποτα περί Αλ Κάιντα. (Η μόνη σχέση με ανακρίσεις που είχαν ήταν όταν αρκετά χρόνια νωρίτερα είχαν προτείνει «αντι – ανακριτικές» τακτικές με τις οποίες οι Αμερικάνοι στρατιώτες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τυχόν βασανιστήρια των Βιετναμέζων).

Όπως και να’ χει οι άνθρωποι είχαν πάντως ωραίες ιδέες. Και η υπηρεσία πείστηκε.

Μάλιστα, πείστηκε τόσο πολύ, ώστε δέχτηκε ότι όταν οι δύο καινοτόμοι γιατροί πραγματοποιούν οι ίδιοι τις ανακρίσεις, πράγμα που ζητούσαν και οι ίδιοι άλλωστε, θα έπρεπε να πληρώνονται έξτρα. Πληρώνονταν 1800 δολάρια την ημέρα, δηλαδή τέσσερις φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους ανακριτές. Τα έχουμε πει και τα έχουμε δει χιλιάδες φορές, αυτό το καταραμένο το υλικό υπόβαθρο μετατρέπει απλούς ανθρώπους σε πατριώτες και ψυχολόγους σε εφευρέτες.

Οι δύο ψευδώνυμοι ψυχολόγοι εντέλει ονομάζονται James Elmer Mitchell and Bruce Jessen και τα βιογραφικά τους έχουν μικρή έως ελάχιστη σημασία. Ο Mitchell μπήκε στην πολεμική αεροπορία το 1974, ειδικεύτηκε στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών και αργότερα πήρε διδακτορικό στην ψυχολογία, εστιάζοντας στην δίαιτα, την άσκηση και την υπέρταση. Ο Jessen πήρε το διδακτορικό του στο “family sculpting” (αρνούμαι να προσπαθήσω να το μεταφράσω αυτό) και αργότερα πήγε στην πολεμική αεροπορία, όπου ειδικεύτηκε στην επιλογή ανακριτών.

Σημασία έχει ότι οι δυο τους έχουν υπογράψει μια συμφωνία η οποία τους παρέχει κατά κάποιο τρόπο τη δυνατότητα να προστατευτεί η επιχείρησή τους (γιατί έφτιαξαν και μια τέτοια στην πορεία, πώς να διαχειριστούν τέτοια οικονομικά), οι ίδιοι και οι υπάλληλοί τους από οποιαδήποτε νομική ευθύνη, που εκπορεύεται από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα. Η ασυλία πάνω απ’ όλα.

Κατά τ’ άλλα μικρή σημασία έχει ότι όλη αυτή η ιστορία με τις μεθόδους βασανισμού στοίχισε στον Jessen τη θέση του ως “εθελοντή ηγέτη του εκκλησιάσματος” ή “επίσκοπο” (είναι μορμόνος ο άνθρωπος, τι τίτλους έχουν κι αυτοί) σε μια εκκλησία της πολιτείας της Washington. Βοηθούσε, είπε κάποιος υψηλά ιστάμενος της εκκλησίας των Μορμόνων, ζευγάρια που είχαν προβλήματα με το γάμο ή τα οικονομικά τους. Για αυτό το τελευταίο είμαστε σίγουροι.

Άλλωστε μέχρι το 2009 που σταμάτησε το πρόγραμμα της cia, ουσιαστικά όλες οι ανακριτικές πράξεις είχαν ανατεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Outsourcing λέγεται και είναι το άλφα και το ωμέγα της ανάπτυξης.

Απολογίες και διαχρονικές προσπάθειες

Η CIA βεβαίως, ως άλλος παίκτης της σουπερλιγκ μετά από χαμένο ντέρμπι, εξέδωσε μια ανακοίνωση στην οποία παραδέχεται ότι έκανε λάθη, αλλά βγαίνει δυνατότερη από αυτή τη διαδικασία και θα προσπαθήσει, όπως πάντα, για το καλύτερο. Από την ανακοίνωση κρατάω και το εξής. Ότι όπως και να έχει, η υπηρεσία πρέπει να εξασφαλίσει ότι η έκθεση της γερουσίας δεν θα επηρεάσει την αυτοπεποίθηση των υπαλλήλων της CIA. Και προσθέτει με νόημα ότι ελπίζει άλλη φορά τέτοιες εκθέσεις να γίνονται και με τη δική της συνεργασία και να είναι κάπως πιο *αντικειμενικές*.

Όντως η CIA κοιτάζει να γίνεται καλύτερη και να μαθαίνει από τα λάθη της. Για παράδειγμα τη δεκαετία του 1960, όταν πειραματιζόταν ελπίζοντας να βρει κάτι που να προσιδιάζει σε ορό της αλήθειας, έδινε σε έναν ψυχικά ασθενή LSD επί 174 μέρες. Επίσης η υπηρεσία είχε και παλιά κρυφές φυλακές, στη Γερμανία και στην Ιαπωνία. Τώρα όμως επέκτεινε τις δραστηριότητές της και ονόμασε τις φυλακές «black sites».

Πέρα όμως απ’ το κωμικοτραγικό του πράγματος, η συζήτηση που ίσως πρέπει να γίνει είναι αυτή που αναρωτιέται αν αυτή η αποκάλυψη έχει κάποια σημασία ή συνέπεια. Εξαιτίας της θέσης που βρίσκονται οι ΗΠΑ (μέσα στα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αλλά και χάρη στη μη υπογραφή της συνθήκης της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο – να ‘ναι καλά ο Μπους), καμία ουσιαστική συνέπεια, πόσο μάλλον κύρωση δεν μπορούμε να περιμένουμε. Ούτε οι βασανιστές, ούτε οι ψυχολόγοι – εφευρέτες, ούτε κανείς δεν μπορεί να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ακόμη περισσότερο, η ίδια η κοινωνία των ΗΠΑ δεν δείχνει σοκαρισμένη. Δείχνει προβληματισμένη για την αποτελεσματικότητα των βασανιστηρίων.

Κάπου σ’ αυτό το σημείο ερχόμαστε εμείς να συναντήσουμε τις ΗΠΑ. Βοηθήσαμε λέει ως χώρα, παρέχοντας αεροδρόμια (και ποιος ξέρει τι άλλο) για τη μεταφορά κρατουμένων στα μαύρα και μυστικά κέντρα κράτησης. Αλλά αυτό δεν μας κάνει εντύπωση, ούτε ότι βοηθήσαμε ούτε ότι κανείς δε ρωτάει τι και πως. Το έχουμε αποδείξει, από το Βελβεντό στη Γαδά και μέχρι τη Νιγρίτα. Εμείς τους τρομοκράτες ξέρουμε να τους χειριζόμαστε και αν ερχόταν ποτέ κάποια επιτροπή της Γερουσίας να κάνει έρευνα, δε θα είχαμε παρά να ανοίξουμε το κοντινότερο λάπτοπ και να παίξουμε λίγο στο φοτοσοπ. Ποιος ενδιαφέρεται άλλωστε στ’ αλήθεια για τα βασανιστήρια;

***

διαβάστε εδώ όλη την περίληψη της έκθεσης

Ένα εξαιρετικό μάζεμα με διάφορα γραφήματα και στοιχεία της έκθεσης

και ένα άρθρο της washington post και ένα από το new yorker από τα οποία πήρα στοιχεία

foto εξωφύλλου: Justin Norman